Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία
Αποσπάσματα από την Ιστορία του Τζόζεφ Σμιθ, του Προφήτη
Κεφάλαιο 1
O Tζόζεφ Σμιθ μιλά για την καταγωγή του, τα μέλη της οικογένειάς του και τους πρώτους τόπους διαμονής τους – Στη δυτική Νέα Υόρκη επικρατεί ασυνήθιστα έντονο ενδιαφέρον για τη θρησκεία – Αποφασίζει να αναζητήσει σοφία όπως υποδεικνύει ο Ιάκωβος – Εμφανίζονται ο Πατέρας και ο Υιός, και ο Τζόζεφ καλείται να τελέσει διακονία ως προφήτης. (Εδάφια 1–20).
1 Λόγω των πολλών αναφορών που έχουν κυκλοφορήσει από κακοπροαίρετα και ραδιούργα άτομα, σε σχέση με την άνοδο και την πρόοδο της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, οι οποίες σχεδιάστηκαν από τους συγγραφείς τους για να επιτεθούν στο χαρακτήρα της ως Εκκλησία και στην πρόοδό της μέσα τον κόσμο —παρακινήθηκα να γράψω αυτήν την ιστορία, για να διαφωτίσω την κοινή γνώμη και να θέσω τα στοιχεία στη διάθεση όλων των ερευνητών της αλήθειας, όπως συνέβησαν, σε σχέση και με εμένα και με την Εκκλησία, καθόσον έχω τέτοια στοιχεία στην κατοχή μου.
2 Σε αυτήν την ιστορία θα παρουσιάσω τα διάφορα γεγονότα που αφορούν αυτήν την Εκκλησία, με ειλικρίνεια και χρηστότητα, όπως συνέβησαν, δηλαδή όπως ισχύουν σήμερα, που είναι [1838] ο όγδοος χρόνος από την οργάνωση της εν λόγω Εκκλησίας.
3 Εγώ γεννήθηκα το σωτήριο έτος χίλια οκτακόσια πέντε, την εικοστή τρίτη ημέρα του Δεκεμβρίου, στην πόλη Σάρον, στην κομητεία Γουίντσορ, της Πολιτείας του Βερμόντ… Ο πατέρας μου, Τζόζεφ Σμιθ, ο Πρεσβύτερος, άφησε την Πολιτεία του Βερμόντ και μετακόμισε στην κομητεία Παλμύρα του Οντάριο (τώρα Γουέιν), στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, όταν ήμουν περίπου δέκα ετών. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στην Παλμύρα, ο πατέρας μου μετακόμισε με την οικογένειά του στο Μάντσεστερ στην ίδια κομητεία του Οντάριο —
4 Η οικογένειά του αποτελείτο από έντεκα ψυχές, δηλαδή τον πατέρα μου, Τζόζεφ Σμιθ, τη μητέρα μου Λούσυ Σμιθ (το όνομα της οποίας, πριν από τον γάμο της, ήταν Mακ, κόρη του Σόλομον Μακ), τους αδελφούς μου, Άλβιν (ο οποίος πέθανε στις 19 Νοεμβρίου 1823, στο 26ο έτος της ηλικίας του), Χάιραμ, εμένα, τον Σάμιουελ Χάρισον, τον Γουίλλιαμ, τον Ντον Κάρλος, και τις αδερφές μου, Σωφρονία, Κάθρην και η Λούσυ.
5 Κάποια στιγμή τον δεύτερο χρόνο μετά την εγκατάστασή μας στο Μάντσεστερ, στο μέρος όπου ζούσαμε επικρατούσε ένα ασυνήθιστα έντονο ενδιαφέρον όσον αφορά τη θρησκεία. Άρχισε με τους Μεθοδιστές, αλλά σύντομα γενικεύτηκε μεταξύ όλων των θρησκευμάτων σε εκείνη την περιοχή της χώρας. Πράγματι, ολόκληρη η περιφέρεια της χώρας φαινόταν να επηρεάζεται από αυτό, και μεγάλα πλήθη προσχωρούσαν στις διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες προκαλούσαν αρκετή ταραχή και διχασμό ανάμεσα στον λαό, γιατί κάποιοι φώναζαν: «Να, εδώ!» και άλλοι, «Να, εκεί!» Κάποιοι υποστήριζαν την πίστη των Μεθοδιστών, άλλοι των Πρεσβυτεριανών και άλλοι των Βαπτιστών.
6 Διότι, παρά τη μεγάλη αγάπη που εξέφραζαν οι προσήλυτοι την στιγμή της μεταστροφής τους σε αυτές τις διαφορετικές θρησκείες, και τον μεγάλο ζήλο που εκδήλωναν οι αντίστοιχοι κληρικοί, οι οποίοι ενεργά ξεσήκωναν και ενθάρρυναν αυτό το εξαιρετικό σκηνικό θρησκευτικού αισθήματος, και οι οποίοι προκειμένου να μεταστρέψουν τους πάντες, όπως τους άρεσε να λένε, τους άφηναν να ενταχθούν σε οποιοδήποτε θρήσκευμα ήθελαν. Ωστόσο, όταν οι προσήλυτοι άρχιζαν να αποχωρούν, άλλοι προς μία θρησκευτική οργάνωση και άλλοι προς άλλη, φάνηκε ότι τα φαινομενικά αγαθά αισθήματα τόσο των ιερέων όσο και των προσηλύτων ήταν περισσότερο προσποιητά παρά αληθινά. Γιατί επακολουθούσε σκηνικό μεγάλης σύγχυσης και κακοπροαίρεσης —ιερέας εναντίον ιερέα και προσήλυτος εναντίον προσηλύτου, έτσι ώστε όλα τα αγαθά αισθήματα του ενός προς τον άλλον, αν υπήρξαν ποτέ, χάνονταν τελείως στη λογομαχία και στη σύγκρουση απόψεων.
7 Ήμουν εκείνο τον καιρό στα δεκαπέντε. Η οικογένεια του πατέρα μου προσηλυτίστηκε στην Πρεσβυτεριανή θρησκεία, και τέσσερα μέλη της εντάχθηκαν σε αυτήν την εκκλησία, δηλαδή, η μητέρα μου, Λούσυ, οι αδελφοί μου, Χάιραμ και Σάμιουελ Χάρρισον, και η αδερφή μου η Σωφρονία.
8 Τον καιρό εκείνο του έντονου ενδιαφέροντος, η σκέψη μου ήταν βυθισμένη σε βαθύ συλλογισμό και μεγάλη ανησυχία. Όμως παρόλο που τα συναισθήματά μου ήταν βαθιά και συχνά έντονα, κρατήθηκα μακριά από όλες αυτές τις οργανώσεις, αν και παρευρισκόμουν σε πολλές συγκεντρώσεις τους, όσο συχνά το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Με την πάροδο του χρόνου άρχισα να κλίνω προς το θρήσκευμα των Μεθοδιστών και ένιωσα την επιθυμία να προσχωρήσω σε αυτούς. Όμως ήταν τόσο μεγάλη η σύγχυση και η διαμάχη μεταξύ των διαφορετικών θρησκευμάτων, που ήταν αδύνατο για κάποιον τόσο νέο όπως εγώ, και τόσο άπειρο με πρόσωπα και πράγματα, να συμπεράνει με βεβαιότητα ποιoς είχε δίκιο και ποιος άδικο.
9 Μερικές φορές ο νους μου εξαπτόταν υπερβολικά, τόσο έντονες και αδιάκοπες ήταν οι κραυγές και η σύγχυση. Οι Πρεσβυτεριανοί ήταν σθεναρά εναντίον των Βαπτιστών και των Μεθοδιστών, και χρησιμοποιούσαν όλες τις δυνάμεις, τόσο της λογικής όσο και της σοφιστίας, για να αποδείξουν τα λάθη τους ή, τουλάχιστον, για να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι εκείνοι έσφαλαν. Από την άλλη, οι Βαπτιστές και οι Μεθοδιστές με τη σειρά τους έδειχναν τον ίδιο ζήλο στην προσπάθεια να εδραιώσουν τις δικές τους αρχές και να διαψεύσουν όλους τους άλλους.
10 Μέσα σε αυτή τη λογομαχία και τη σύγχυση απόψεων, συχνά αναρωτιόμουν: Τι πρέπει να γίνει; Ποιες από όλες αυτές τις οργανώσεις είναι η σωστή; Ή είναι όλες λάθος; Αν κάποια από αυτές είναι σωστή, ποια είναι αυτή, και πώς θα το μάθω;
11 Ενώ προσπαθούσα κάτω από τις τεράστιες δυσκολίες που προκαλούσαν οι ανταγωνισμοί αυτών των οργανώσεων των θρησκευομένων, μία ημέρα διάβασα την Επιστολή Ιακώβου, η οποία στο πρώτο κεφάλαιο και στο πέμπτο εδάφιο, λέει: Aν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλειπής σε σοφία, ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει· και θα του δοθεί.
12 Ποτέ κανένα απόσπασμα γραφής δεν εισχώρησε με περισσότερη δύναμη μέσα στην καρδιά ανθρώπου από ότι αυτό, εκείνη τη στιγμή, μέσα στη δική μου. Έμοιαζε να εισχωρεί με μεγάλη δύναμη σε κάθε αίσθημα της καρδιάς μου. Το μελέτησα ξανά και ξανά, γνωρίζοντας ότι αν κάποιος χρειαζόταν σοφία από τον Θεό, ήμουν εγώ. Γιατί δεν ήξερα πώς να ενεργήσω, και εάν δεν μπορούσα να αποκτήσω περισσότερη σοφία από ό,τι ήδη είχα, δεν θα μάθαινα ποτέ. Επειδή οι δάσκαλοι της θρησκείας των διαφορετικών θρησκευμάτων κατανοούσαν τα ίδια εδάφια γραφής τόσο διαφορετικά ώστε κατέστρεφαν κάθε εμπιστοσύνη για διευθέτηση του ζητήματος ανατρέχοντας στη Βίβλο.
13 Μετά από καιρό κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είτε πρέπει να παραμείνω στο σκοτάδι και τη σύγχυση είτε να κάνω όπως λέει ο Ιάκωβος, δηλαδή να ζητήσω από τον Θεό. Τελικά πήρα την απόφαση να «ζητήσω από τον Θεό», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αν έδινε σοφία σε αυτούς που δεν είχαν, και έδινε γενναιόδωρα χωρίς να τους επιτιμά, θα το αποτολμούσα.
14 Έτσι, σύμφωνα με αυτήν, την απόφασή μου να ζητήσω από τον Θεό, αποσύρθηκα στο δάσος για να κάνω την απόπειρα. Ήταν το πρωί μιας όμορφης, ανέφελης ημέρας, στην αρχή της άνοιξης του χίλια οκτακόσια είκοσι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έκανα μια τέτοια απόπειρα, γιατί μέσα σε όλες μου τις αγωνίες δεν είχα ποτέ έως τότε προσπαθήσει να προσευχηθώ φωναχτά.
15 Αφού αποσύρθηκα στην τοποθεσία που είχα από πριν σχεδιάσει να πάω, κοίταξα γύρω μου και είδα ότι ήμουν μόνος, γονάτισα και άρχισα να εκφράζω προς τον Θεό τις επιθυμίες της καρδιάς μου. Μόλις και μετά βίας είχα αρχίσει, όταν αμέσως με κατέλαβε κάποια δύναμη η οποία με κυρίευσε ολοκληρωτικά, και είχε τέτοια εκπληκτική επιρροή επάνω μου που έδεσε τη γλώσσα μου και δεν μπορούσα να μιλήσω. Πυκνό σκοτάδι μαζεύτηκε γύρω μου και μου φάνηκε για λίγο σαν να ήμουν καταδικασμένος σε ξαφνικό αφανισμό.
16 Όμως, ενώ συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις για να επικαλεστώ τον Θεό να με ελευθερώσει από τη δύναμη αυτού του εχθρού o οποίος με είχε καταλάβει, και ακριβώς τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να βυθιστώ σε απόγνωση και να εγκαταλειφθώ στον αφανισμό —όχι σε κάποια φανταστική καταστροφή, αλλά στη δύναμη κάποιου υπαρκτού όντος από τον αόρατο κόσμο, που είχε τόση απίστευτη δύναμη όση δεν είχα νιώσει ποτέ σε κανένα ον— ακριβώς εκείνη τη στιγμή του απέραντου φόβου, είδα μια στήλη φωτός ακριβώς επάνω από το κεφάλι μου, πιο λαμπρή κι από τον ήλιο, η οποία κατέβαινε σταδιακά μέχρι που έπεσε επάνω μου.
17 Mόλις εμφανίστηκε, απελευθερώθηκα από τον εχθρό που με κρατούσε δέσμιο. Όταν το φως στάθηκε επάνω μου, είδα δύο Πρόσωπα, των οποίων η λαμπρότητα και η δόξα ξεπερνούσαν κάθε περιγραφή, να στέκονται από πάνω μου στον αέρα. Ο ένας τους μου μίλησε, καλώντας το όνομά μου και είπε, δείχνοντας τον άλλον — Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός. Άκουσέ Τον!
18 Όταν πήγα να ρωτήσω τον Κύριο ο σκοπός μου ήταν να μάθω ποια από όλες τις θρησκείες ήταν η σωστή, ώστε να ξέρω σε ποια να προσχωρήσω. Τη στιγμή, λοιπόν, που ανέκτησα τις αισθήσεις μου και μπόρεσα να μιλήσω, ρώτησα τα Πρόσωπα που στέκονταν επάνω μου μέσα στο φως, ποια από όλες τις θρησκείες ήταν η σωστή (γιατί έως εκείνη τη στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι όλες ήταν λάθος) —και στην οποία θα έπρεπε να προσχωρήσω.
19 Μου απάντησαν ότι δεν πρέπει να προσχωρήσω σε καμία από αυτές, γιατί όλες ήταν λάθος. Και το Πρόσωπο που απευθύνθηκε προς εμένα είπε ότι όλα τα πιστεύω τους ήταν βδέλυγμα στα μάτια του, ότι όλοι εκείνοι που δίδασκαν ήταν διεφθαρμένοι, ότι: «με πλησιάζουν με τα χείλη τους, αλλά οι καρδιές τους είναι μακριά από εμένα, διδάσκουν ως διδαχές τις εντολές των ανθρώπων, έχοντας μια μορφή ευσέβειας, όμως απαρνούνται τη δύναμή τους».
20 Και πάλι μου απαγόρευσε να προσχωρήσω σε οποιαδήποτε από αυτές. Και πολλά άλλα μου είπε, τα οποία δεν μπορώ να γράψω αυτήν τη στιγμή. Όταν συνήλθα, βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα, να κοιτάζω ψηλά τον ουρανό. Όταν το φως αποσύρθηκε, δεν είχα δύναμη. Όμως σύντομα αφού κάπως συνήλθα, πήγα σπίτι. Και καθώς στηριζόμουν στο τζάκι, η μητέρα ρώτησε τι μου συνέβαινε. Απάντησα: «Δεν πειράζει, όλα καλά —είμαι αρκετά καλά». Στη συνέχεια είπα στη μητέρα μου: «Έμαθα από μόνος μου ότι ο Πρεσβυτεριανισμός δεν είναι αληθινός». Φαίνεται ότι ο ενάντιος γνώριζε, σε πολύ πρώιμη περίοδο της ζωής μου, ότι ήμουν προορισμένος να αναστατώσω και να ενοχλήσω το βασίλειό του. Αλλιώς γιατί να συνασπιστούν οι δυνάμεις του σκότους εναντίον μου; Γιατί αντιμετώπισα την εναντίωση και την καταδίωξη, σχεδόν από τα σπάργανα;
Μερικοί ιεροκήρυκες και κάποιοι άλλοι δάσκαλοι θεολογίας απορρίπτουν την αφήγηση του Πρώτου Οράματος – Η δίωξη εναντίον του Τζόζεφ Σμιθ κορυφώνεται – Καταθέτει μαρτυρία για την αλήθεια του οράματος. (Εδάφια 21–26).
21 Μερικές μέρες αφότου είχα δει αυτό το όραμα, έτυχε να βρίσκομαι με έναν από τους Μεθοδιστές ιεροκήρυκες, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην προαναφερθείσα έντονη θρησκευτική δραστηριότητα. Και, συζητώντας μαζί του το θέμα της θρησκείας, βρήκα την ευκαιρία να του περιγράψω το όραμα που είχα δει. Με εξέπληξε πολύ η συμπεριφορά του. Αντιμετώπισε την αποκάλυψή μου όχι μόνο επιπόλαια, αλλά και με μεγάλη περιφρόνηση, λέγοντας ότι όλα ήταν του διαβόλου, ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα όπως οράματα ή αποκαλύψεις στις μέρες μας, ότι όλα αυτά είχαν σταματήσει με τους αποστόλους, και ότι δεν υπήρξαν άλλα ποτέ μετά από αυτούς.
22 Σύντομα, ωστόσο, διαπίστωσα ότι η διήγηση του περιστατικού είχε δημιουργήσει μεγάλη επιφύλαξη εναντίον μου μεταξύ των καθηγητών θεολογίας, και αποτέλεσε την αιτία μεγάλης δίωξης, η οποία συνέχισε να αυξάνεται. Και παρόλο που ήμουν ένα άσημο αγόρι, μόνο δεκατεσσάρων–δεκαπέντε ετών, και οι συνθήκες στη ζωή μου ήταν τέτοιες που δεν είχα καμία επιρροή στον κόσμο, ωστόσο άνθρωποι με κύρος θα έδιναν αρκετή προσοχή για να ξεσηκώσουν την κοινή γνώμη εναντίον μου, και να προκαλέσουν δριμεία δίωξη. Και τούτο ήταν κοινό μεταξύ όλων των θρησκειών — όλοι ενώθηκαν για να με καταδιώξουν.
23 Με έκανε να σκεφτώ σοβαρά τότε, και συχνά έκτοτε, πόσο παράδοξο ήταν που ένα άσημο αγόρι, λίγο παραπάνω από δεκατεσσάρων ετών, και κάποιος ο οποίος ήταν επίσης υποχρεωμένος εξ ανάγκης να εργάζεται για τα προς το ζην, θεωρήθηκε τόσο σημαντικό άτομο ώστε να προσελκύσει την προσοχή των επιφανών των πιο δημοφιλών θρησκειών της εποχής, και με κάποιον τρόπο να ξυπνήσει μέσα τους πνεύμα δριμείας δίωξης και διασυρμού. Αλλά όσο περίεργο κι αν φαινόταν, έτσι ήταν, και αποτέλεσε συχνά την αιτία μεγάλης θλίψης για εμένα.
24 Ωστόσο, γεγονός ήταν παρ’ όλα αυτά ότι είχα δει ένα όραμα. Έκτοτε θεωρώ ότι ένιωσα σαν τον Παύλο, όταν κατά την απολογία του ενώπιον του Βασιλιά Αγρίππα διηγήθηκε το όραμά του, τότε που είδε ένα φως και άκουσε μια φωνή. Αλλά και πάλι μόνο λίγοι τον πίστεψαν. Κάποιοι είπαν ότι ήταν ψεύτης, άλλοι ότι ήταν τρελός. Και γελοιοποιήθηκε και διασύρθηκε. Όμως όλα αυτά δεν ακύρωσαν ότι είχε αληθινά δει ένα όραμα. Είχε δει ένα όραμα, το ήξερε ότι είχε δει ένα όραμα, και όλη η δίωξη κάτω από τον ουρανό δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Και παρόλο που θα τον δίωκαν μέχρι θανάτου, ωστόσο ήξερε, και θα ήξερε μέχρι την τελευταία του πνοή, ότι είχε δει ένα φως και είχε ακούσει μια φωνή να του μιλά, και ο κόσμος ολόκληρος δεν μπορούσε να τον κάνει να σκεφτεί ή να πιστέψει κάτι άλλο.
25 Έτσι ήταν και με μένα. Είχα δει στ’ αλήθεια ένα φως, και μέσα σε αυτό το φως είδα δύο Πρόσωπα, και πραγματικά μου μίλησαν. Και παρόλο που μισήθηκα και διώχθηκα επειδή είπα ότι είχα δει ένα όραμα, ωστόσο ήταν αληθινό. Και όσο με καταδίωκαν, με διέσυραν και εκστόμιζαν κάθε είδους κακία εναντίον μου που μιλούσα για αυτό, έφτασα να λέω μέσα στην καρδιά μου: Γιατί με διώκετε, επειδή λέω την αλήθεια; Έχω δει πραγματικά ένα όραμα. Και ποιος είμαι εγώ που μπορώ να αντισταθώ στον Θεό ή γιατί ο κόσμος θέλει να με κάνει να απαρνηθώ αυτό που πραγματικά έχω δει; Διότι είχα δει ένα όραμα. Το ήξερα, και ήξερα ότι ο Θεός το ήξερε, και δεν μπορούσα να το αρνηθώ, ούτε τόλμησα να το κάνω. Ήξερα ότι με αυτόν τον τρόπο το λιγότερο που θα έκανα ήταν να προσβάλλω τον Θεό και να καταδικαστώ.
26 Είχα πλέον ικανοποιηθεί πνευματικά αναφορικά με τον κόσμο των θρησκειών —ότι δεν ήμουν υποχρεωμένος να προσχωρήσω σε καμία από αυτές, αλλά να συνεχίσω όπως ήμουν μέχρι να λάβω περαιτέρω καθοδήγηση. Είχα διαπιστώσει ότι η μαρτυρία του Ιακώβου ήταν αληθινή— ότι ένας άνθρωπος ελλειπής σε σοφία μπορούσε να ζητήσει από τον Θεό και να λάβει απάντηση, και χωρίς να επιτιμηθεί.
Ο Μορόνι εμφανίζεται στον Τζόζεφ Σμιθ – το όνομα του Τζόζεφ πρόκειται να γίνει γνωστό για το καλό και το κακό σε όλα τα έθνη – Ο Μορόνι του λέει για το Βιβλίο του Μόρμον και για τις επικείμενες κρίσεις του Κυρίου και παραθέτει πολλές γραφές – Η κρυψώνα των χρυσών πλακών αποκαλύπτεται – Ο Μορόνι συνεχίζει να δίνει οδηγίες στον Προφήτη. (Εδάφια 27–54).
27 Συνέχισα να ασχολούμαι με τις συνήθεις βιοποριστικές εργασίες μου μέχρι την εικοστή πρώτη Σεπτεμβρίου του χίλια οκτακόσια είκοσι τρία, υπομένοντας πάντοτε έντονη παρενόχληση στα χέρια ανθρώπων όλων των τάξεων, θρησκευομένων και αθρήσκων, επειδή συνέχισα να επιβεβαιώνω ότι είχα δει ένα όραμα.
28 Κατά τη διάρκεια του χρόνου που μεσολάβησε από τη στιγμή που είδα το όραμα μέχρι το έτος χίλια οκτακόσια είκοσι τρία —όταν μου είχε απαγορευθεί να προσχωρήσω σε οποιαδήποτε από τις θρησκευτικές αιρέσεις της εποχής, και ενώ ήμουν πολύ νέος, και με δίωκαν εκείνοι που θα έπρεπε να ήταν φίλοι μου, να μου φέρονταν ευγενικά, και να προσπαθούσαν να με επαναφέρουν με σωστό και στοργικό τρόπο, εάν νόμιζαν ότι είχα παραπλανηθεί— αφέθηκα σε κάθε είδους πειρασμό. Και, συναναστρεφόμενος κάθε είδους παρέα, έπεφτα συχνά σε πολλά ανόητα λάθη, και έδειχνα την αδυναμία της νιότης, και τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, τα οποία, λυπάμαι που το λέω, με οδήγησαν σε διάφορους πειρασμούς, προσβλητικούς στα μάτια του Θεού. Ομολογώντας το αυτό, δεν χρειάζεται κάποιος να υποθέσει ότι είμαι ένοχος για μεγάλες ή κακοήθεις αμαρτίες. Τέτοια προδιάθεση δεν είχα ποτέ εκ χαρακτήρος. Ήμουν όμως ένοχος για επιπολαιότητα, και μερικές φορές σχετιζόμουν με εύθυμη παρέα κλπ., που δεν συνάδει με τη συμπεριφορά που θα έπρεπε να τηρεί κάποιος ο οποίος είχε κληθεί από τον Θεό, όπως εγώ. Όμως αυτό δεν θα φανεί και πολύ περίεργο σε όποιον με θυμάται στα νεανικά μου χρόνια, και γνωρίζει την έμφυτη πρόσχαρη ιδιοσυγκρασία μου.
29 Ως επακόλουθο αυτών, ένιωθα συχνά καταδικασμένος για την αδυναμία και τις ατέλειές μου. Το απόγευμα της προαναφερθείσας εικοστής πρώτης Σεπτεμβρίου, αφού αποσύρθηκα στο κρεβάτι μου για τη νύχτα, κατέφυγα σε προσευχή και ικεσία προς τον Παντοδύναμο Θεό για να συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες και τις απερισκεψίες μου, καθώς και για μου δώσει μια ένδειξη, ώστε να καταλάβω την κατάσταση και τη θέση μου ενώπιόν Του, επειδή είχα πλήρη εμπιστοσύνη ότι θα λάμβανα μια θεία ένδειξη, όπως και στο παρελθόν.
30 Ενώ επικαλούμουν τον Θεό κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανακάλυψα πως εμφανίστηκε ένα φως στο δωμάτιό μου, το οποίο συνέχισε να δυναμώνει έως ότου το δωμάτιο ήταν πιο φωτεινό από το καταμεσήμερο, όταν αμέσως εμφανίστηκε δίπλα στο κρεβάτι μου ένα πρόσωπο, που αιωρούνταν στον αέρα, ενώ τα πόδια του δεν άγγιζαν το πάτωμα.
31 Φορούσε έναν χαλαρό χιτώνα εξαιρετικής λευκότητας. Ήταν υπεράνω κάθε επίγειας λευκότητας που είχα δει ποτέ· ούτε πιστεύω ότι οτιδήποτε γήινο θα μπορούσε να φαίνεται τόσο εξαιρετικά λευκό και λαμπρό. Τα χέρια του ήταν γυμνά, επίσης και οι βραχίονές του, λίγο επάνω από τον καρπό. Έτσι, επιπλέον, γυμνά ήταν και τα πόδια του, λίγο επάνω από τους αστραγάλους. Το κεφάλι και ο λαιμός του ήταν επίσης γυμνά. Μπορούσα να αντιληφθώ ότι δεν φορούσε άλλο ιμάτιο παρά μόνον αυτόν τον χιτώνα, που ήταν ανοικτός, ώστε μπορούσα να δω το στήθος του.
32 Όχι μόνον ήταν ο χιτώνας του εξαιρετικά λευκός, αλλά και ολόκληρος ήταν ένδοξος πέραν οποιασδήποτε περιγραφής, και η όψη του ήταν πράγματι σαν αστραπή. Το δωμάτιο ήταν εξαιρετικά φωτεινό, αλλά όχι τόσο υπέρλαμπρο όσο το περίγραμμά του. Όταν τον κοίταξα για πρώτη φορά, φοβήθηκα, όμως ο φόβος μου σύντομα υποχώρησε.
33 Με αποκάλεσε με το όνομά μου, και μου είπε ότι ήταν αγγελιοφόρος απεσταλμένος από την παρουσία του Θεού σε εμένα, και ότι το όνομά του ήταν Μορόνι· ότι ο Θεός είχε ένα έργο για εμένα· και ότι το όνομά μου θα θεωρείτο καλό και κακό ανάμεσα σε όλα τα έθνη, τις φυλές και τις γλώσσες, δηλαδή θα αναφέρονταν γι’ αυτό λόγια και καλά και κακά ανάμεσα σε όλους τους λαούς.
34 Είπε ότι υπήρχε ένα βιβλίο θαμμένο, γραμμένο επάνω σε χρυσές πλάκες, που αφηγείται την ιστορία και την καταγωγή των προηγούμενων κατοίκων αυτής της ηπείρου. Είπε επίσης ότι η πληρότητα του αιώνιου Ευαγγελίου περιέχεται μέσα σε αυτό, έτσι όπως παραδόθηκε από τον Σωτήρα στους αρχαίους κατοίκους.
35 Επίσης, ότι υπήρχαν δύο πέτρες σε ασημένια τόξα —και αυτές οι πέτρες, στερεωμένες σε ένα περιστήθιο, αποτελούσαν αυτό που ονομάζεται Ουρίμ και Θουμμίμ— θαμμένες μαζί με τις πλάκες. Και η κατοχή και η χρήση αυτών των λίθων ήταν αυτό που συνιστούσε τους «βλέποντες» σε αρχαίους δηλαδή σε παρελθόντες καιρούς, και ότι ο Θεός τις είχε προετοιμάσει για τον σκοπό της μετάφρασης του βιβλίου.
36 Αφού μου είπε αυτά τα πράγματα, άρχισε να παραθέτει τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτα παρέθεσε μέρος του τρίτου κεφαλαίου από τον Μαλαχία. Και παρέθεσε, επίσης, το τέταρτο ή τελευταίο κεφάλαιο της ίδιας προφητείας, αν και με μια μικρή παραλλαγή από τον τρόπο που διατυπώνεται στις Βίβλους μας. Αντί να παραθέσει το πρώτο εδάφιο όπως διατυπώνεται στα βιβλία μας, το παρέθεσε ως εξής:
37 Επειδή ιδού, έρχεται η ημέρα που θα καίει σαν κλίβανος· και όλοι οι υπερήφανοι, μάλιστα, και όλοι όσοι πράττουν με κακία, θα καούν σαν άχυρο. Και η ημέρα που έρχεται θα τους κατακάψει, λέει ο Κύριος των Δυνάμεων, ώστε δεν θα τους αφήσει ούτε ρίζα ούτε κλάδο.
38 Και ξανά, παρέθεσε το πέμπτο εδάφιο ως εξής: Ιδού, θα σας αποκαλύψω την Ιεροσύνη, από το χέρι του προφήτη Ηλιού του Θεσβίτου, πριν από την έλευση της μεγάλης και τρομερής ημέρας του Κυρίου.
39 Επίσης, παρέθεσε το επόμενο εδάφιο διαφορετικά: Και θα φυτέψει στις καρδιές των τέκνων τις υποσχέσεις που δόθηκαν στους πατέρες, και οι καρδιές των τέκνων θα στραφούν προς τους πατέρες. Εάν δεν γινόταν έτσι, ολόκληρη η γη θα χανόταν εντελώς κατά τον ερχομό Του.
40 Επιπλέον αυτών, παρέθεσε το ενδέκατο κεφάλαιο του Ησαΐα, λέγοντας ότι επρόκειτο να εκπληρωθεί. Παρέθεσε επίσης από το τρίτο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, το εικοστό δεύτερο και εικοστό τρίτο εδάφιο, όπως ακριβώς είναι στην Καινή Διαθήκη μας. Είπε ότι αυτός ο προφήτης ήταν ο Χριστός, όμως δεν είχε έρθει ακόμη η μέρα που «όσοι δεν ακούσουν τη φωνή του προφήτη θα αποκοπούν από τον λαό», αλλά σύντομα θα ερχόταν.
41 Παρέθεσε επίσης το δεύτερο κεφάλαιο του Ιωήλ, από το εικοστό όγδοο εδάφιο μέχρι το τελευταίο. Είπε επίσης ότι αυτό δεν είχε ακόμη εκπληρωθεί, αλλά ότι θα συμβεί σύντομα. Και δήλωσε περαιτέρω ότι η πληρότητα των Εθνικών επρόκειτο να έρθει σύντομα. Παρέθεσε πολλά άλλα χωρία γραφής, και έδωσε πολλές εξηγήσεις που δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ.
42 Και πάλι, μου είπε, ότι όταν θα λάμβανα εκείνες τις πλάκες για τις οποίες είχε μιλήσει —γιατί ο καιρός που θα έπρεπε να ληφθούν δεν είχε ακόμη παρέλθει— δεν θα έπρεπε να τις δείξω σε κανέναν, ούτε το περιστήθιο με το Ουμίμ και Θουμμίμ, παρά μόνον σε εκείνους στους οποίους θα πάρω εντολή να τις δείξω· αν το έκανα θα αφανιζόμουν. Ενώ συζητούσε μαζί μου για τις πλάκες, το όραμα διαπλάτυνε την αντίληψή μου ώστε μπόρεσα να δω το μέρος όπου είχαν αποτεθεί οι πλάκες, και μάλιστα τόσο καθαρά και ευδιάκριτα που αναγνώρισα το μέρος όταν το επισκέφτηκα.
43 Ύστερα από αυτήν την επικοινωνία, είδα πως το φως στο δωμάτιο άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από το πρόσωπο εκείνο το οποίο μου μιλούσε, και αυτό συνεχίσθηκε έως ότου το δωμάτιο σκοτείνιασε και πάλι, εκτός από το περίγραμμά του. Τότε, είδα σε μια στιγμή, σαν να άνοιξε ένας δίαυλος κατευθείαν προς τους ουρανούς, και εκείνον να ανεβαίνει έως ότου εξαφανίσθηκε τελείως, και το δωμάτιο απέμεινε όπως ήταν προτού κάνει την εμφάνισή του αυτό το ουράνιο φως.
44 Ξάπλωσα αναλογιζόμενος τη μοναδικότητα της σκηνής, και θαυμάζοντας πολύ όσα μου είχε πει αυτός ο εξαιρετικός αγγελιοφόρος, όταν, στη μέση του διαλογισμού μου, ξαφνικά ανακάλυψα ότι το δωμάτιό μου άρχισε πάλι να φωτίζεται, και μέσα σε μια στιγμή, ο ίδιος ο ουράνιος αγγελιοφόρος βρέθηκε ξανά στο προσκέφαλό μου.
45 Άρχισε, και αφηγήθηκε ξανά τα ίδια όπως κατά την πρώτη του επίσκεψη, χωρίς την παραμικρή απόκλιση. Μετά δε από αυτό, με πληροφόρησε για μεγάλες κρίσεις που επρόκειτο να πέσουν επάνω στη γη, μεγάλες καταστροφές από πείνα, σπαθί και λοιμό. Και ότι αυτές οι θλιβερές κρίσεις θα έπεφταν επάνω στη γη σε αυτήν τη γενεά. Αφού αφηγήθηκε αυτά τα πράγματα, ανέβηκε ξανά όπως είχε κάνει πριν.
46 Μέχρι εκείνη τη στιγμή, αυτά είχαν εντυπωθεί τόσο βαθιά στο νου μου, που ο ύπνος είχε φύγει από τα μάτια μου, και έμεινα κυριευμένος από έκπληξη για αυτά που είχα δει και ακούσει. Αλλά πόση ήταν η έκπληξή μου όταν ξαναείδα τον ίδιο αγγελιοφόρο δίπλα στο κρεβάτι μου και τον άκουσα να ανακεφαλαιώνει, δηλαδή να μου επαναλαμβάνει ξανά τα ίδια πράγματα όπως πριν. Και επέστησε την προσοχή μου, λέγοντάς μου ότι ο Σατανάς θα προσπαθούσε να με βάλει σε πειρασμό (συνεπεία της φτώχιας της οικογένειας του πατέρα μου), να πάρω τις πλάκες με σκοπό να πλουτίσω. Τούτο μου το απαγόρευσε, λέγοντας ότι δεν πρέπει να έχω άλλο σκοπό όταν πάρω τις πλάκες παρά να δοξάσω τον Θεό, και δεν πρέπει να επηρεαστώ από κανένα άλλο κίνητρο εκτός από αυτό της οικοδόμησης του βασιλείου Του. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να τις πάρω.
47 Ύστερα από αυτήν την τρίτη επίσκεψη, ανέβηκε πάλι στους ουρανούς όπως πριν, και έμεινα να συλλογίζομαι ξανά την ιδιομορφία αυτών που είχα βιώσει. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη του ουράνιου αγγελιοφόρου από μπροστά μου για τρίτη φορά, λάλησε ο πετεινός, και ανακάλυψα ότι χάραζε η ημέρα, οπότε οι συνομιλίες μας θα πρέπει να είχαν διαρκέσει ολόκληρη τη νύκτα.
48 Σε λίγο σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και, ως συνήθως, ασχολήθηκα με τις απαραίτητες εργασίες της ημέρας. Αλλά, προσπαθώντας να εργαστώ όπως τις άλλες φορές, ένιωσα ότι είχε εξαντληθεί η δύναμή μου κι ότι μου ήταν εντελώς αδύνατο. Ο πατέρας μου, ο οποίος εργαζόταν δίπλα μου, ανακάλυψε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα και μου είπε να πάω σπίτι. Ξεκίνησα με σκοπό να πάω στο σπίτι, αλλά, προσπαθώντας να περάσω τον φράχτη έξω από το χωράφι όπου βρισκόμασταν, οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν εντελώς, και έπεσα αβοήθητος στο έδαφος, και για λίγη ώρα ήμουν εντελώς αναίσθητος.
49 Το πρώτο πράγμα που μπορώ να θυμηθώ ήταν μια φωνή που μου μιλούσε, καλώντας με με το όνομά μου. Κοίταξα και είδα τον ίδιο αγγελιοφόρο να στέκεται επάνω από το κεφάλι μου, περιτριγυρισμένος από φως όπως και προηγουμένως. Στη συνέχεια, μου αφηγήθηκε ξανά όλα όσα μου είχε αφηγηθεί την προηγούμενη νύχτα, και με πρόσταξε να πάω στον πατέρα μου και να του πω για το όραμα και τις εντολές που είχα λάβει.
50 Υπάκουσα. Επέστρεψα στον πατέρα μου στο χωράφι και του επανέλαβα όλα όσα είχαν συμβεί. Μου απάντησε ότι ήταν από τον Θεό, και μου είπε να πάω και να κάνω όπως πρόσταξε ο αγγελιοφόρος. Έφυγα από το χωράφι και πήγα στο μέρος όπου ο αγγελιοφόρος μου είπε ότι είχαν εναποτεθεί οι πλάκες. Και λόγω της ευκρίνειας του οράματος που είχα δει αναφορικά με το μέρος αυτό, το αναγνώρισα τη στιγμή που έφτασα εκεί.
51 Κοντά στο χωριό Μάντσεστερ, της επαρχίας Οντάριο, της Νέας Υόρκης, βρίσκεται ένας λόφος μεγάλου μεγέθους, και ο πιο ψηλός απ’ όλους στην περιοχή. Στη δυτική πλευρά αυτού του λόφου, όχι μακριά από την κορυφή, κάτω από έναν μεγάλο λίθο, βρίσκονταν οι πλάκες, εναποτεθειμένες σε ένα πέτρινο κιβώτιο. Αυτός ο λίθος ήταν πλατύς και στρογγυλεμένος στο μέσο στην άνω πλευρά, και λεπτότερος προς τις άκρες, ώστε το μεσαίο τμήμα του ήταν ορατό επάνω από το έδαφος, αλλά όλες οι άκρες ήταν καλυμμένες με χώμα.
52 Αφού απομάκρυνα το χώμα, πήρα έναν μοχλό, τον οποίο εφήρμοσα κάτω από την άκρη του λίθου, και με λίγη προσπάθεια τον ανασήκωσα. Κοίταξα μέσα, και πράγματι είδα τις πλάκες, το Ουρίμ και Θουμμίμ, και το περιστήθιο, όπως είχε περιγράψει ο αγγελιοφόρος. Το κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκονταν ήταν φτιαγμένο από πέτρες κολλημένες η μία με την άλλη με κάποιο είδους σκυρόδεμα. Στο κάτω μέρος του κιβωτίου βρίσκονταν δύο πέτρες χιαστί στο κιβώτιο, και επάνω σε αυτές βρίσκονταν οι πλάκες και τα άλλα αντικείμενα μαζί τους.
53 Επιχείρησα να τις βγάλω, αλλά μου το απαγόρευσε ο αγγελιοφόρος, και πληροφορήθηκα πάλι ότι δεν είχε φτάσει ακόμη ο καιρός για να τις πάρω, ούτε θα έφτανε, παρά μόνον σε τέσσερα χρόνια από εκείνη τη στιγμή. Όμως μου είπε ότι θα έπρεπε να έλθω σε αυτό το μέρος σε έναν χρόνο ακριβώς από σήμερα, και ότι αυτός θα με συναντούσε εκεί, και ότι θα έπρεπε να συνεχίσω να κάνω το ίδιο μέχρι να έρθει ο καιρός να πάρω τις πλάκες.
54 Έτσι λοιπόν όπως είχα προσταχθεί, πήγαινα στο τέλος κάθε χρόνου, και κάθε φορά έβρισκα εκεί τον ίδιο αγγελιοφόρο, και λάμβανα οδηγίες και πληροφορίες από αυτόν σε κάθε μία από τις συζητήσεις μας, σχετικά με το τι επρόκειτο να κάνει ο Κύριος, και πώς και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να διευθύνεται το βασίλειό του κατά τις τελευταίες ημέρες.
Ο Τζόζεφ Σμιθ παντρεύεται την Έμμα Χέιλ – Παίρνει τις χρυσές πλάκες από τον Μορόνι και μεταφράζει μερικούς από τους χαρακτήρες – Ο Μάρτιν Χάρις δείχνει τους χαρακτήρες και τη μετάφραση στον καθηγητή Άντον, ο οποίος λέει: «Δεν μπορώ να διαβάσω σφραγισμένο βιβλίο». (Εδάφια 55–65).
55 Καθώς η οικονομική κατάσταση του πατέρα μου ήταν πολύ περιορισμένη, ήμασταν αναγκασμένοι να εργαζόμαστε χειρωνακτικά, να μας προσλαμβάνουν για δουλειά με την ημέρα ή αλλιώς, όσο μπορούσαμε να βρίσκουμε απασχόληση. Μερικές φορές ήμασταν κοντά στο σπίτι και μερικές φορές μακριά, και με συνεχή εργασία είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε μια άνετη διαβίωση.
56 Το έτος 1823 η οικογένεια του πατέρα μου βυθίστηκε σε μεγάλη θλίψη λόγω του θανάτου του μεγαλύτερου αδελφού μου, του Άλβιν. Τον μήνα Οκτώβριο του 1825, προσλήφθηκα από έναν ηλικιωμένο κύριο με το όνομα Τζοζάια Στόουλ, ο οποίος ζούσε στην κομητεία Τσενάνγκο, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Είχε ακούσει κάτι για ένα ορυχείο αργύρου που άνοιξαν οι Ισπανοί στην Χάρμονυ, της κομητείας Σασκουεχάνα, στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας, και είχε κάνει μια ανασκαφή, προτού με προσλάβει, προκειμένου, αν ήταν δυνατόν, να ανακαλύψει το ορυχείο. Αφού πήγα να ζήσω μαζί του, πήρε εμένα μαζί με τους άλλους εργάτες του για να σκάψουμε για το ορυχείο αργύρου, στο οποίο συνέχισα να εργάζομαι για σχεδόν ένα μήνα, χωρίς επιτυχία στο εγχείρημά μας, και τελικά έπεισα τον γηραιό κύριο να σταματήσει την ανασκαφή. Ως εκ τούτου, προέκυψε η πολύ διαδεδομένη ιστορία πως κάποτε ήμουν χρυσοθήρας.
57 Κατά τη διάρκεια του χρόνου που εργαζόμουν έτσι, με έβαλαν να μείνω στου κ. Άιζακ Χέιλ, από εκείνο το μέρος. Εκεί είδα για πρώτη φορά τη γυναίκα μου (την κόρη του), Έμμα Χέιλ. Παντρευτήκαμε στις 18 Ιανουαρίου 1827, όσο ήμουν ακόμη στην υπηρεσία του κ. Στόουλ.
58 Επειδή συνέχισα να ισχυρίζομαι ότι είχα δει ένα όραμα, με ακολουθούσε ακόμα η παρενόχληση, και η οικογένεια του πατέρα της συζύγου μου ήταν πολύ αντίθετη στον γάμο μας. Ήμουν υποχρεωμένος, λοιπόν, να την πάω αλλού. Έτσι πήγαμε και παντρευτήκαμε στην οικία του κ. Τάρμπιλ, στο Νότιο Μπέινμπριτζ της κομητείας Τσενάνγκο, στη Νέα Υόρκη. Αμέσως μετά τον γάμο μου, έφυγα από του κ. Στόουλ, και πήγα στου πατέρα μου, κι εργάσθηκα στο αγρόκτημα μαζί του εκείνη την εποχή.
59 Εντέλει έφτασε η ώρα να πάρω τις πλάκες, το Ουρίμ και Θουμμίμ, και το περιστήθιο. Στις είκοσι δύο Σεπτεμβρίου του χίλια οκτακόσια είκοσι επτά, έχοντας πάει ως συνήθως κατά τη συμπλήρωση ενός ακόμη έτους στο μέρος όπου ήταν θαμμένα, ο ίδιος ουράνιος αγγελιοφόρος μού τα παρέδωσε με αυτήν την προσταγή: ότι θα πρέπει να είμαι υπεύθυνος γι’ αυτά, ότι αν τα άφηνα να χαθούν από οποιαδήποτε δική μου απροσεξία ή αμέλεια θα αποκοβόμουν. Εάν όμως κατέβαλα κάθε προσπάθεια να τα διαφυλάξω, έως ότου αυτός, ο αγγελιοφόρος, θα τα ζητούσε, τότε θα ήταν προστατευμένα.
60 Σύντομα ανακάλυψα τον λόγο που είχα λάβει τόσο αυστηρές προσταγές να τα διατηρήσω ασφαλή, και γιατί είχε πει ο αγγελιοφόρος ότι όταν θα είχα κάνει όσα απαιτούνταν από εμένα, θα τα ζητούσε πίσω. Γιατί μόλις έγινε γνωστό ότι τα είχα, καταβλήθηκαν και οι πιο επίπονες προσπάθειες για να μου τα πάρουν. Κάθε στρατήγημα που θα μπορούσε να επινοηθεί χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό αυτό. Η παρενόχληση έγινε ακόμα πιο έντονη και σφοδρή, και πλήθη βρίσκονταν συνεχώς σε ετοιμότητα για να μου τα πάρουν, αν ήταν δυνατόν. Όμως με τη σοφία του Θεού, παρέμειναν ασφαλή στα χέρια μου, έως ότου ολοκλήρωσα με αυτά εκείνο που απαιτήθηκε από εμένα. Όταν, όπως είχε συμφωνηθεί, ο αγγελιοφόρος τα ζήτησε, του τα παρέδωσα, και αυτός τα έχει υπ’ ευθύνη του έως σήμερα, που είναι η δεύτερη ημέρα του Μαΐου του χίλια οκτακόσια τριάντα οκτώ.
61 Ωστόσο, το έντονο ενδιαφέρον παρέμενε, ακόμα και φημολογίες κάθε είδους χρησιμοποιούνταν συνεχώς για να κυκλοφορούν ψέματα για την οικογένεια του πατέρα μου και για μένα. Αν αφηγούμουν το ένα χιλιοστό τους, θα γέμιζα τόμους. Η παρενόχληση, ωστόσο, έγινε τόσο αφόρητη που χρειάστηκε να φύγω από το Μάντσεστερ και να πάω με τη γυναίκα μου στην κομητεία Σασκουεχάνα, στην Πολιτεία της Πενσυλβανίας. Ενώ ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε —ήμασταν πολύ φτωχοί, και δεν υπήρχε πιθανότητα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα με τόση παρενόχληση που είχαμε υποστεί— μέσα στα δεινά μας βρήκαμε έναν φίλο στο πρόσωπο του κυρίου που ονομαζόταν Μάρτιν Χάρρις, ο οποίος ήρθε και μου έδωσε πενήντα δολάρια για να μας βοηθήσει στο ταξίδι μας. Ο κ. Χάρρις ήταν κάτοικος του δήμου Παλμύρας, της κομητείας Γουέιν, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και ευυπόληπτος αγρότης.
62 Με αυτή την έγκαιρη ενίσχυση μπόρεσα να φτάσω στον τόπο του προορισμού μου στην Πενσυλβανία. Και αμέσως μετά την άφιξή μου εκεί, άρχισα να αντιγράφω τους χαρακτήρες από τις πλάκες. Αντέγραψα πολλούς από αυτούς, και μέσω του Ουρίμ και Θουμμίμ μετέφρασα μερικές πλάκες, το οποίο έκανα από τη στιγμή που έφτασα στο σπίτι του πατέρα της συζύγου μου, τον Δεκέμβριο, έως τον επόμενο Φεβρουάριο.
63 Κάποια στιγμή εκείνο τον Φεβρουάριο, ο προαναφερθής κύριος Μάρτιν Χάρρις ήρθε στο σπίτι μας, πήρε τους χαρακτήρες που είχα αντιγράψει από τις πλάκες, και ξεκίνησε για την πόλη της Νέας Υόρκης. Για ό,τι συνέβη στον ίδιο και τους χαρακτήρες, ανατρέχω στη δική του περιγραφή των γεγονότων, όπως μου τα εξιστόρησε μετά την επιστροφή του, ως εξής:
64 «Πήγα στην πόλη της Νέας Υόρκης και παρουσίασα τους χαρακτήρες που είχαν μεταφραστεί, μαζί με τη μετάφρασή τους, στον καθηγητή Τσαρλς Άντον, έναν κύριο που φημίζεται για τα λογοτεχνικά του επιτεύγματα. Ο καθηγητής Άντον δήλωσε ότι η μετάφραση ήταν σωστή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μετάφραση είχε δει έως τότε από τα Αιγυπτιακά. Τότε του έδειξα εκείνα που δεν είχαν μεταφραστεί ακόμα, και είπε ότι ήταν Αιγυπτιακά, Χαλδαϊκά, Ασσυριακά και Αραβικά. Επίσης είπε ότι ήταν αληθινοί χαρακτήρες. Μου έδωσε ένα πιστοποιητικό, που πιστοποιούσε στους κατοίκους της Παλμύρας ότι ήταν αληθινοί οι χαρακτήρες, και ότι η μετάφραση όσων είχαν μεταφραστεί ήταν επίσης σωστή. Πήρα το πιστοποιητικό και το έβαλα στην τσέπη μου και πήγα να βγω από το σπίτι, όταν ο κ. Άντον με κάλεσε πίσω, και με ρώτησε πώς ο νεαρός ανακάλυψε ότι υπήρχαν πλάκες χρυσού στο μέρος όπου τις βρήκε. Απάντησα ότι ένας άγγελος του Θεού του το είχε αποκαλύψει.
65 «Στη συνέχεια μου είπε: “Δείξε μου εκείνο το πιστοποιητικό”. Το έβγαλα λοιπόν από την τσέπη μου και του το έδωσα. ‘Όταν το πήρε το έκανε κομμάτια, λέγοντας ότι δεν υπάρχει σήμερα διακονία των αγγέλων, και ότι αν του έφερνα τις πλάκες θα τις μετέφραζε αυτός. Τον ενημέρωσα ότι τμήματα των πλακών ήταν σφραγισμένα, και ότι μου απαγορευόταν να τις φέρω. Εκείνος απάντησε: “Δεν μπορώ να διαβάσω σφραγισμένο βιβλίο”. Τον άφησα και πήγα στον Δρ. Μίτσελ, ο οποίος επικύρωσε όσα είχε πει ο καθηγητής Άντον αναφορικά με τους χαρακτήρες και τη μετάφραση».
· · · · · · ·
Ο Όλιβερ Κάουντερυ υπηρετεί ως γραφέας στη μετάφραση του Βιβλίου του Μόρμον – Ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ λαμβάνουν την Ααρωνική Ιεροσύνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή – Βαπτίζονται, χειροτονούνται και λαμβάνουν το πνεύμα της προφητείας. (Στίχοι 66–75.)
66 Την 5η Απριλίου 1829, ο Όλιβερ Κάουντερυ ήρθε στο σπίτι μου, δεν τον είχα δει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μου είπε ότι δίδασκε στο σχολείο της περιοχής όπου κατοικούσε ο πατέρας μου, και επειδή ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς που έστελναν παιδιά στο σχολείο, πήγε οικότροφος για λίγο καιρό στο σπίτι του, και όσο βρισκόταν εκεί η οικογένεια τού ανέφερε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχα πάρει τις πλάκες, και έτσι είχε έρθει για να μάθει για μένα.
67 Δύο μέρες μετά την άφιξη του κ. Κάουντερυ (στις 7 Απριλίου) άρχισα να μεταφράζω το Βιβλίο του Μόρμον και εκείνος άρχισε να γράφει για μένα.
· · · · · · ·
68 Συνεχίζαμε ακόμη το έργο της μετάφρασης, όταν, τον επόμενο μήνα (Μάιος του 1829), κάποια μέρα πήγαμε στο δάσος για να προσευχηθούμε και να ρωτήσουμε τον Κύριο σχετικά με το βάπτισμα προς άφεση αμαρτιών, που βρήκαμε να αναφέρεται στη μετάφραση των πλακών. Ενώ ήμασταν κατ’ αυτόν τον τρόπο απασχολημένοι, προσευχόμενοι και επικαλούμενοι τον Κύριο, ένας αγγελιοφόρος από τον ουρανό κατέβηκε μέσα σε σύννεφο φωτός, και αφού έθεσε τα χέρια του επάνω μας, μας χειροτόνησε, λέγοντας:
69 Σε εσάς τους συνδούλους μου, στο όνομα του Μεσσία, απονέμω την Ιεροσύνη του Ααρών, που κατέχει τα κλειδιά της διακονίας των αγγέλων, και του Ευαγγελίου της μετανοίας, και του βαπτίσματος προς άφεση αμαρτιών. Και αυτή δεν θα αφαιρεθεί ποτέ ξανά από τη γη, έως ότου οι γιοι του Λευί προσφέρουν και πάλι προσφορά στον Κύριο με χρηστότητα.
70 Είπε ότι αυτή η Ααρωνική Ιεροσύνη δεν είχε την εξουσία της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος με χειροθεσία, αλλά ότι αυτό θα έπρεπε να μας απονεμηθεί σε μελλοντικό χρόνο. Και μας πρόσταξε να πάμε να βαπτισθούμε, και μας έδωσε οδηγίες να βαπτίσω εγώ τον Όλιβερ Κάουντερυ, και κατόπιν να με βαπτίσει εκείνος.
71 Συνεπώς πήγαμε και βαπτισθήκαμε. Πρώτα τον βάπτισα εγώ, και μετά με βάπτισε εκείνος —στη συνέχεια του οποίου έθεσα τα χέρια μου επάνω στο κεφάλι του και τον χειροτόνησα στην Ααρωνική Ιεροσύνη, και μετά εκείνος έθεσε τα χέρια του επάνω μου και με χειροτόνησε στην ίδια Ιεροσύνη— γιατί είχαμε πάρει αυτή την.
72 Ο αγγελιοφόρος που μας επισκέφτηκε εκείνη τη φορά και μας απένειμε αυτή την Ιεροσύνη, είπε ότι το όνομά του ήταν Ιωάννης, ο ίδιος που επονομάζεται Ιωάννης ο Βαπτιστής στην Καινή Διαθήκη, και ότι έδρασε υπό την καθοδήγηση του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννη, οι οποίοι κρατούν τα κλειδιά της Ιεροσύνης του Μελχισεδέκ, η οποία Ιεροσύνη, είπε, θα μας απονεμηθεί σε εύθετο χρόνο, και ότι θα πρέπει να ονομαστώ εγώ πρώτος Πρεσβύτερος της Εκκλησίας και αυτός (ο Όλιβερ Κάουντερυ) δεύτερος. Ήταν η δέκατη πέμπτη ημέρα του Μαΐου 1829, όταν χειροτονηθήκαμε από το χέρι αυτού του αγγελιοφόρου, και βαπτισθήκαμε.
73 Αμέσως μόλις βγήκαμε από το νερό αφού είχαμε βαπτισθεί, βιώσαμε μεγάλες και ένδοξες ευλογίες από τον Επουράνιο Πατέρα μας. Μόλις βάπτισα τον Όλιβερ Κάουντερυ, το Άγιο Πνεύμα έπεσε πάνω του, και σηκώθηκε όρθιος και προφήτευσε πολλά πράγματα που επρόκειτο να συμβούν σύντομα. Και πάλι, τη στιγμή που είχα βαπτισθεί από αυτόν, απέκτησα και εγώ το πνεύμα της προφητείας, οπότε στάθηκα όρθιος, προφήτεψα σχετικά με την άνοδο αυτής της Εκκλησίας, και πολλά άλλα που συνδέονται με την Εκκλησία, και με αυτή τη γενιά των τέκνων των ανθρώπων. Γεμίσαμε με το Άγιο Πνεύμα και αγαλλιάσαμε με τον Θεό της σωτηρίας μας.
74 Με φωτισμένο πλέον τον νου μας, άρχισαν να ανοίγονται οι γραφές στην κατανόησή μας, και το αληθινό νόημα και η πρόθεση των πιο μυστηριωδών περικοπών τους να μας αποκαλύπτεται με τρόπο που ποτέ δεν θα επιτυγχάναμε στο παρελθόν, ούτε που ποτέ πριν είχαμε διανοηθεί. Εν τω μεταξύ, αναγκαστήκαμε να κρατήσουμε μυστικές τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λάβαμε την Ιεροσύνη και βαπτισθήκαμε, εξαιτίας του πνεύματος παρενόχλησης που είχε ήδη εκδηλωθεί στην περιοχή.
75 Μας είχαν απειλήσει με επίθεση, κατά καιρούς, και αυτό, επίσης, από διδασκάλους της θρησκείας. Και οι προθέσεις τους να μας επιτεθούν εξουδετερώνονταν μόνο χάρη στην επιρροή της οικογένειας του πατέρα της συζύγου μου (υπό τη Θεία πρόνοια), η οποία ήταν πολύ φιλική προς εμένα και αντίθετη προς τον όχλο, και επιθυμούσε να μου επιτραπεί να συνεχίσω την εργασία της μετάφρασης χωρίς διακοπή. Και ως εκ τούτου μας προσέφερε και μας υποσχέθηκε προστασία από όλες τις παράνομες διαδικασίες, στο βαθμό που ήταν στο χέρι της.
-
Ο Όλιβερ Κάουντερυ περιγράφει αυτά τα γεγονότα ως εξής: «Εκείνες ήταν ημέρες που δεν θα ξεχνούσα ποτέ — το άκουσμα του ήχου μιας φωνής που υπαγορευόταν από την θεία έμπνευση, ξύπνησε τη μέγιστη ευγνωμοσύνη μέσα στην καρδιά μου! Μέρα με τη μέρα συνέχιζα, αδιάκοπα, να γράφω από το στόμα του, καθώς μετέφραζε με τη βοήθεια του Ουρίμ και Θουμμίμ, ή, όπως θα έλεγαν οι Νεφίτες, των «Διερμηνέων», την ιστορία δηλαδή το χρονικό που ονομαζόταν “Το Βιβλίο του Μόρμον”.
«Η αναφορά, έστω και με λίγα λόγια, στην ενδιαφέρουσα αφήγηση που δίδεται από τον Μόρμον και τον πιστό γιο του, Μορόνι, για έναν λαό που κάποτε ήταν ο περιούσιος και ο ευνοημένος των ουρανών, θα ξεπερνούσε τον σκοπό μου επί του παρόντος. Ως εκ τούτου, θα το αναβάλω για κάποια στιγμή στο μέλλον και, όπως είπα στην εισαγωγή, θα περάσω αμέσως σε μερικά περιστατικά που συνδέονται στενά με την άνοδο αυτής της Εκκλησίας, τα οποία ίσως είναι απολαυστικά για τις μερικές χιλιάδες πιστών οι οποίοι έχουν προχωρήσει, μέσα από τα συνοφρυώματα μεγαλομανών και τη συκοφαντία υποκριτών, και έχουν ασπαστεί το Ευαγγέλιο του Χριστού
Κανένας άνθρωπος, με σώας τας φρένας, δεν θα μπορούσε να μεταφράσει και να γράψει τις οδηγίες που δόθηκαν στους Νεφίτες από το στόμα του Σωτήρα, για τον ακριβή τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θα έπρεπε να οικοδομήσουν την Εκκλησία Του, και ειδικά όταν η διαφθορά είχε σκορπίσει αβεβαιότητα για όλες τις μορφές και τα συστήματα που εφαρμόζονταν μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς να επιθυμήσει το προνόμιο να καταδείξει την προθυμία της καρδιάς του μέσω της κατάδυσης στον υγρό τάφο, ώστε να αποκριθεί με “καθαρή συνείδηση με την ανάσταση του Ιησού Χριστού”.
«Μετά τη συγγραφή της αφήγησης για τη διακονία του Σωτήρα στους υπόλοιπους απογόνους του Ιακώβ σε αυτήν την ήπειρο, φάνηκε εύκολα, όπως είπε ότι θα συνέβαινε ο προφήτης, ότι σκοτάδι σκέπασε τη γη και απόλυτο σκότος τη σκέψη του λαού. Με περαιτέρω προβληματισμό, φάνηκε εξίσου εύκολα ότι μέσα στη μεγάλη διαμάχη και τη φασαρία για τη θρησκεία, κανείς δεν είχε την εξουσία από τον Θεό να χορηγεί τις διατάξεις του Ευαγγελίου. Διότι μπορεί να τεθεί το ερώτημα, άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται τις αποκαλύψεις, έχουν την εξουσία να χορηγούν στο όνομα του Χριστού, όταν η μαρτυρία του Ιησού είναι το πνεύμα της προφητείας και η θρησκεία Του βασίζεται, οικοδομείται και υποστηρίζεται από άμεσες αποκαλύψεις, σε όλες τις εποχές του κόσμου κατά τις οποίες Εκείνος είχε έναν λαό στη γη; Εάν τούτα τα γεγονότα ήταν θαμμένα και προσεκτικά κρυμμένα, από ανθρώπους των οποίων η πανουργία θα κινδύνευε αν κάποτε επιτρεπόταν να λάμψουν στα πρόσωπα των ανθρώπων, δεν ήταν πια για εμάς. Και περιμέναμε απλώς να δοθεί η εντολή “Σηκωθείτε και βαπτισθείτε”.
«Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να πραγματοποιηθεί αυτό που επιθυμούσαμε. Ο Κύριος, ο οποίος είναι πλούσιος σε έλεος, και πάντα πρόθυμος να απαντήσει στην πιστή προσευχή των ταπεινών, αφού Τον είχαμε επικαλεστεί ένθερμα, μακριά από τις κατοικίες των ανθρώπων, καταδέχτηκε να μας φανερώσει το θέλημά Του. Ξαφνικά, σαν μέσα από την αιωνιότητα, η φωνή του Λυτρωτή μάς ηρέμησε, ενώ το καταπέτασμα χωρίστηκε, και ο άγγελος του Θεού κατέβηκε ενδεδυμένος με δόξα, και παρέδωσε το μήνυμα που αναζητούσαμε εναγωνίως, μαζί με τα κλειδιά του Ευαγγελίου της μετανοίας. Τι αγαλλίαση! τι θαύμα! τι δέος! Ενώ ο κόσμος ήταν βασανισμένος και απορροφημένος αλλού —ενώ εκατομμύρια ψηλαφούσαν σαν τον τυφλό στον τοίχο, και ενώ όλοι οι άνθρωποι στηρίζονταν μαζικά στην αβεβαιότητα, τα δικά μας μάτια έβλεπαν, τα δικά μας αυτιά άκουγαν, σαν μέσα στο «καταμεσήμερο». Μάλιστα, κι ακόμα περισσότερο— πάνω από τη λάμψη των ηλιαχτίδων του Μαγιού, η οποία στη συνέχεια έριξε τη λαμπρότητά της επάνω σε ολόκληρη την πλάση! Τότε η φωνή Του, αν και απαλή, διαπέρασε μέχρι την καρδιά, και τα λόγια Του: «Είμαι ο συνδούλος σου» διέλυσαν κάθε φόβο. Ακούσαμε, ατενίσαμε, θαυμάσαμε! «Ήταν η φωνή αγγέλου από τη δόξα, ήταν ένα μήνυμα από τον Ύψιστο! Και όσο ακούγαμε αγαλλιάζαμε, ενώ η αγάπη Του ζέσταινε τις ψυχές μας, και μας τύλιξε το όραμα του Παντοδύναμου! Υπήρχε χώρος για αμφιβολίες; Πουθενά. Η αβεβαιότητα είχε εξαφανιστεί, η αμφιβολία είχε βυθιστεί για να μην αναδυθεί ποτέ ξανά, ενώ η μυθοπλασία και η αυταπάτη είχαν διαλυθεί για πάντα!
«Όμως, αγαπητέ αδερφέ, σκέψου, σκέψου λίγο παραπέρα για μια στιγμή, ποια χαρά γέμισε τις καρδιές μας, και με πόση έκπληξη θα πρέπει να προσκυνήσαμε, (γιατί ποιος δεν θα γονάτιζε για μια τέτοια ευλογία;) όταν λάβαμε από το χέρι Του την Άγια Ιεροσύνη λέγοντας: «Σε εσάς, συνδούλοι μου, στο όνομα του Μεσσία, απονέμω αυτή την Ιεροσύνη και αυτή την εξουσία, η οποία θα παραμείνει στη γη, ώστε οι Γιοι του Λευί να προσφέρουν και πάλι προσφορά στον Κύριο με χρηστότητα!’
«Δεν θα προσπαθήσω να σας αναλύσω τα συναισθήματα αυτής της καρδιάς, ούτε τη μεγαλειώδη ομορφιά και τη δόξα που μας περιέβαλλε σε εκείνη την περίσταση. Αλλά θα με πιστέψετε όταν πω, ότι ούτε εκείνη η γη, ούτε οι άνθρωποι, με την ευγλωττία του χρόνου, δεν μπορούν να αρχίσουν να ντύνουν τη γλώσσα με έναν τόσο ενδιαφέροντα και μεγαλειώδη τρόπο όσο αυτό το ιερό πρόσωπο. Όχι. Ούτε αυτή η γη έχει τη δύναμη να δώσει τη χαρά, να χαρίσει την ειρήνη ή να κατανοήσει τη σοφία που περιείχε η κάθε πρόταση, καθώς διατυπώνονταν μέσω της δύναμης του Αγίου Πνεύματος! Ο άνθρωπος εξαπατά τους συνανθρώπους του, η μια απάτη διαδέχεται την άλλη, και τα τέκνα του κακού έχουν τη δύναμη να σαγηνεύουν τους ανόητους και απαίδευτους, μέχρι τίποτα άλλο παρά μυθοπλασία να τρέφει τους πολλούς, και ο καρπός του ψεύδους να παρασύρει στο ρεύμα του τους ελαφρόμυαλους στον τάφο. Όμως ένα άγγιγμα από το δάχτυλο της αγάπης Του, μάλιστα, μια αχτίδα δόξας από τον επάνω κόσμο ή μια λέξη από το στόμα του Σωτήρα, από τους κόλπους της αιωνιότητας, τα κάνει όλα ασήμαντα και τα σβήνει για πάντα από τη σκέψη. Η διαβεβαίωση ότι βρεθήκαμε στην παρουσία ενός αγγέλου, η βεβαιότητα ότι ακούσαμε τη φωνή του Ιησού, και την αλήθεια ακηλίδωτη όπως πήγαζε από μια αγνή προσωπικότητα, υπαγορευμένη από το θέλημα του Θεού, είναι για μένα πέραν κάθε περιγραφής, και θα προσβλέπω παντοτινά προς αυτή την έκφραση της καλοσύνης του Σωτήρα με θαυμασμό και ευχαριστία, όσο μου επιτραπεί να ζήσω. Και μέσα σε εκείνα τα οικήματα όπου η τελειότητα κατοικεί και η αμαρτία δεν επεισέρχεται ποτέ, ελπίζω να λατρέψω εκείνη την ημέρα που δεν θα τελειώσει ποτέ.»—Messenger and Advocate, τομ. 1 (Οκτώβριος 1834), σελ. 14–16.