«Τζέιν Ελίζαμπεθ Μάννινγκ Τζέιμς», Θέματα Ιστορίας της Εκκλησίας
«Τζέιν Ελίζαμπεθ Μάννινγκ Τζέιμς»
Τζέιν Ελίζαμπεθ Μάννινγκ Τζέιμς
Η Τζέιν Ελίζαμπεθ Μάννινγκ (περίπου 1822-1908) ήταν ένα από τα τελευταία πέντε παιδιά που γεννήθηκαν από ένα ελεύθερο ζεύγος Αφροαμερικανών στο Κονέκτικατ, σε μία εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι μαύροι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σκλάβοι1. Ως νέα ενήλικη προσεχώρησε στην Εκκλησία Εκκλησιάσματος της Νέας Χαναάν το 1841, αλλά 18 μήνες αργότερα, τον χειμώνα του 1842-43, εκείνη και διάφορα μέλη της οικογενείας βαπτίσθηκαν στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Η Τζέιν και άλλοι στην οικογένειά της σύντομα θέλησαν να προσχωρήσουν στους Αγίους στη Ναβού κι έτσι ταξίδεψαν από το Κονέκτικατ στη Νέα Υόρκη, σχεδιάζοντας να ταξιδέψουν τόσο με ατμόπλοια όσο και με πλοία διώρυγος. Ωστόσο, τους απαγορεύθηκε να επιβιβασθούν στο πλοίο λόγω της φυλής τους, κι έτσι έπρεπε να περπατήσουν τα υπόλοιπα 1287, 48 χιλιόμετρα. Στην Πεόρια του Ιλλινόι, οι τοπικές αρχές αμφισβήτησαν την οικογένεια Μάννινγκ ως πιθανούς φυγάδες-σκλάβους και απαίτησαν την επίδειξη εγγράφων για να αποδείξουν την κατάστασή τους ως ελευθέρων. Ο φυλετισμός αποτελούσε εμπόδιο που θα αντιμετώπιζε η Τζέιν στο υπόλοιπο της ζωής της.
Όταν ήταν στη Ναβού, η Τζέιν ανέπτυξε γρήγορα φιλία με τον Τζόζεφ και την Έμμα Σμιθ. Ζούσε μαζί τους και εργαζόταν στο νοικοκυριό τους. Σε ένα σημείο, η Έμμα ζήτησε από την Τζέιν να υιοθετηθεί ως παιδί στην οικογένεια Σμιθ με επισφράγιση της ιεροσύνης2. Η Τζέιν το απέρριψε, μη κατανοώντας τη μη οικεία, νέα πρακτική, αλλά πίστευε σθεναρώς τον προφητικό ρόλο του Τζόζεφ. «Όντως γνώριζα τον Προφήτη Τζόζεφ» κατέθεσε μαρτυρία αργότερα. «Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που είδα ποτέ επάνω στη γη… Ήμουν βέβαιη ότι ήταν προφήτης, επειδή το ήξερα»3.
Μέσω συνομιλιών με τον Τζόζεφ και τη μητέρα του, Λούσυ Μακ Σμιθ, η Τζέιν έμαθε περισσότερα για το Βιβλίο του Μόρμον και τη μετάφρασή του και απέκτησε κατανόηση για τις διατάξεις του ναού και σεβασμό γι’ αυτές.
Η Τζέιν παντρεύτηκε τον Άιζαακ Τζέιμς, έναν ελεύθερο μαύρο μεταστραφέντα από το Νιου Τζέρσυ. Εκείνοι, μαζί με τον γιο της Τζέιν, Συλβέστερ, έφυγαν από τη Ναβού το 1846 για να κατευθυνθούν προς δυσμάς με τους Αγίους. Τον Ιούνιο εκείνου του έτους, γεννήθηκε ο γιος της Τζέιν και του Άιζαακ, Σάιλας. Τον επόμενο χρόνο η οικογένεια διέσχισε τις πεδιάδες, φθάνοντας στην Κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ το φθινόπωρο του 1847. Ο Άιζαακ και η Τζέιν είχαν έξι επιπλέον παιδιά, εκ των οποίων μόνον τα δύο έζησαν περισσότερο από την Τζέιν. Όπως και άλλοι αρχικοί άποικοι στην Κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ, η Τζέιν και ο Άιζαακ εργάζονταν σκληρά για να παράσχουν τα προς το ζην στην οικογένειά τους. Ο Άιζαακ εργαζόταν ως εργάτης και περιστασιακός αμαξάς για τον Μπρίγκαμ Γιανγκ και η Τζέιν ύφαινε, φτιάχνοντας ρουχισμό και έπλενε ρούχα, όπως είχε κάνει στη Ναβού.
Η ένταση στον γάμο τους οδήγησε τον Άιζαακ και την Τζέιν σε διαζύγιο το 1870. Η Τζέιν αργότερα είχε έναν σύντομο, δύο ετών γάμο με έναν πρώην δούλο, τον Φρανκ Πέρκινς, αλλά σύντομα ξαναγύρισε στη ζωή ως μόνη γονέας και γιαγιά. Η οικονομική ανάγκη και οι θάνατοι τριών παιδιών έκαναν την Τζέιν να επιστρέψει στην εργασία. Έφτιαχνε και πωλούσε σαπούνι, ενώ δύο από τους γιους της προσελήφθησαν ως εργάτες. Το 1890, αφού έλειπε 20 χρόνια, ο Άιζαακ επέστρεψε στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, ανανέωσε την ιδιότητά του ως μέλος της Εκκλησίας και ανάπτυξε μία φιλική σχέση με την Τζέιν. Όταν εκείνος πέθανε έναν χρόνο αργότερα, η τελετή της κηδείας διεξήχθη στο σπίτι της.
Μέσα από τις δυσκολίες της ζωής της, η Τζέιν παρέμεινε αφοσιωμένη στην πίστη της στις ευαγγελικές διδασκαλίες και εκτιμούσε το γεγονός ότι ήταν μέλος της Εκκλησίας. Έκανε δωρεές για την κατασκευή ναού και συμμετείχε στην Ανακουφιστική Εταιρεία και την Εταιρεία Περικοπής Νέων Κυριών4. Η Τζέιν βίωσε πλουσιοπάροχα τα χαρίσματα του Πνεύματος, συν τοις άλλοις οράματα, όνειρα, ίαση διά της πίστεως και την ομιλία γλωσσών. «Η πίστη μου στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού» έγραψε αργότερα στη ζωή της «είναι τόσο δυνατή σήμερα, όντως, είναι ει δυνατόν δυνατότερη απ’ ό,τι ήταν την ημέρα που βαπτίσθηκα για πρώτη φορά»5.
Ανάμεσα στο 1884 και το 1904, η Τζέιν επικοινωνούσε ανά περιόδους με ηγέτες της Εκκλησίας –τον Τζων Τέιλορ, τον Ουίλφορντ Γούντροφ, τη Ζίνα Ν. Χ. Γιανγκ και τον Τζόζεφ Φ. Σμιθ– και ζητούσε άδεια να λάβει την προικοδότηση ναού της και να επισφραγισθεί6. Τότε δεν επιτρεπόταν σε μαύρους Αγίους και μαύρες Αγίες των Τελευταίων Ημερών να συμμετάσχουν στις περισσότερες διατάξεις του ναού. Το 1888, ο πρόεδρος πασσάλου Άνγκους Μ. Κάννον εξουσιοδότησε την Τζέιν να τελέσει βαπτίσματα για τους αποθανόντες συγγενείς της7. Οι ηγέτες της Εκκλησίας τελικώς της επέτρεψαν να επισφραγισθεί δι’ αντιπροσώπου στην οικογένεια του Τζόζεφ Σμιθ ως υπηρέτρια το 1894, μία μοναδική περίπτωση. Μολονότι δεν έλαβε την προικοδότηση ναού ή τις επισφραγίσεις οικογενείας κατά τη διάρκεια της ζωής της, αυτές οι διατάξεις τελέσθηκαν για λογαριασμό της το 19798.
Πέθανε στις 16 Απριλίου 1908, σε ηλικία 95 ετών, πάντοτε μία πιστή Αγία των Τελευταίων Ημερών. Η Deseret News ανέφερε: «Λίγα άτομα ήταν πιο γνωστά για την πίστη τους απ’ ό,τι η Τζέιν Μάννινγκ Τζέιμς και αν και ταπεινής καταγωγής αριθμούσε φίλους και γνωστούς ανά εκατοντάδες»9.