Νέοι
Η μητέρα μάς έσωσε
Όταν ήμουν έξι χρονών, η μικρή αδελφή μου κι εγώ παρακολουθούσαμε τη μεγαλύτερη αδελφή μας που έπαιζε μπάσκετ. Ο πατέρας μου έφυγε κι εμείς αποφασίσαμε τότε να γυρίσουμε σπίτι μαζί του. Τρέξαμε, λοιπόν, πίσω του μέσα στη βροχή. Όταν στάθηκε αδύνατο να τον βρούμε, γυρίσαμε στο γυμναστήριο για να πάμε σπίτι με τη μαμά μας, όμως μπαίνοντας στο γυμναστήριο είδαμε ότι όλοι είχαν φύγει από το κτήριο.
Θυμάμαι πώς είχα στριμωχτεί κάτω από την κάσα μιας πόρτας, προσπαθώντας να προφυλαχτώ μαζί με τη μικρή αδελφή μου από τη βροχή και προσευχόμουν να έρθει κάποιος. Μετά θυμάμαι που άκουσα να κλείνει με έναν δυνατό ήχο η πόρτα του κόκκινου αυτοκινήτου μας και τρέξαμε προς τα εκεί. Τότε συνέβη κάτι που παρέμεινε σαν η πιο ζωντανή από τις παιδικές αναμνήσεις μου: η μητέρα μας να μας κλείνει στην αγκαλιά της «όπως η όρνιθα συνάζει τα κλωσσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της» (Νεφί Γ΄ 10:4). Η μητέρα μου μας είχε σώσει και ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο ασφαλής, όσο εκείνη τη στιγμή.
Όταν σκέφτομαι την επίδραση που είχε σε εμένα, βλέπω ότι η ζωή της μητέρας μου, μου έδειξε τον Σωτήρα, μου έδειξε τι σημαίνει να «ενισχύσεις τα χέρια που κρέμονται κάτω, και να στερεώσεις τα γόνατα που έχουν παραλύσει» (Δ&Δ 81:5). Βασίστηκε στον Ιησού Χριστό, ο οποίος της έδωσε δύναμη «πέρα από τη δική [της]» (“Lord, I Would Follow Thee,” Hymns, no. 220).