«Ο Τζόζεφ και η Έμμα», Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες (2024)
«Ο Τζόζεφ και η Έμμα», Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες
1825-1828
Ο Τζόζεφ και η Έμμα
Εργαζόμενοι μαζί για να φέρουν στον κόσμο το Βιβλίο του Μόρμον
Η Έμμα Χέιλ μεγάλωσε σε μία μεγάλη οικογένεια στην Πενσυλβάνια, όχι μακριά από τη Νέα Υόρκη, εκεί όπου ζούσε ο Τζόζεφ Σμιθ. Η Έμμα και η οικογένειά της πίστευαν στον Θεό. Στην Έμμα άρεσε να διαβάζει, να τραγουδά, να ιππεύει και να κωπηλατεί ένα κανό στο ποτάμι κοντά στο σπίτι της.
Άγιοι, 1:31-32
Όταν η Έμμα ήταν 21 ετών, ο Τζόζεφ Σμιθ και ο πατέρας του ήλθαν να εργαστούν για έναν από τους γείτονες της Έμμας. Ο πατέρας της Έμμας τους κάλεσε να μείνουν στο σπίτι του.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:56-57, Άγιοι, 1:31-32
Ο Τζόζεφ και η Έμμα γνωρίστηκαν. Τους άρεσε να είναι μαζί. Όμως στους γονείς της Έμμας δεν άρεσε ο Τζόζεφ. Δεν πίστευαν ότι είχε δει έναν άγγελο.
Άγιοι, 1:32-33
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, ο Τζόζεφ ζήτησε από την Έμμα να τον παντρευτεί. Η Έμμα και ο Τζόζεφ αγαπιούνταν. Παντρεύτηκαν και πήγαν να ζήσουν με τους γονείς του Τζόζεφ στη Νέα Υόρκη.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:57-58, Άγιοι, 1:34-35
Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που ο Μορόνι είπε στον Τζόζεφ για τις χρυσές πλάκες. Όταν ήλθε η ώρα, η Έμμα και ο Τζόζεφ πήγαν στον λόφο όπου ήταν κρυμμένες οι πλάκες.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:59, Άγιοι, 1:36-37
Ο άγγελος Μορόνι συνάντησε τον Τζόζεφ στον λόφο και του έδωσε τις πλάκες. Είπε στον Τζόζεφ ότι αν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να φροντίσει τις πλάκες, θα ήταν ασφαλείς.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:59, Άγιοι, 1:37-38
Οι άνθρωποι είχαν ακούσει ότι ο Τζόζεφ είχε τις χρυσές πλάκες και μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να του τις κλέψουν. Ο Τζόζεφ έπρεπε να βρει μέρος να τις κρύψει. Ενώ ο Τζόζεφ μετέφερε τις πλάκες από μία κρυψώνα στο δάσος, κάποιοι άνδρες του επιτέθηκαν. Τους έριξε κάτω και έτρεξε στο σπίτι των γονέων του.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:60, Άγιοι, 1:38, 40-41
Όταν ο Τζόζεφ έφερε τις πλάκες στο σπίτι, η αδελφή του τον βοήθησε να τις βάλει επάνω στο τραπέζι. Ο Μορόνι είχε πει στον Τζόζεφ να μην αφήσει κανέναν να δει τις πλάκες, αλλά η οικογένειά του μπορούσε να τις ψηλαφίσει, ενώ ήταν τυλιγμένες σε ένα πανί.
Άγιοι, 1:41
Ο Θεός ήθελε ο Τζόζεφ να μεταφράσει τις χρυσές πλάκες, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τις διαβάσουν. Αλλά οι άνθρωποι στη Νέα Υόρκη συνέχισαν να προσπαθούν να κλέψουν τις πλάκες. Ο Τζόζεφ έπρεπε να συνεχίζει να κρύβει τις πλάκες, για να τις διατηρήσει ασφαλείς. Έτσι ο Τζόζεφ και η Έμμα μετακόμισαν σε ένα σπίτι κοντά στους γονείς της Έμμας. Ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να μεταφράσουν τις πλάκες γαλήνια.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:61-62, Άγιοι, 1:43, 45-46
Ο Τζόζεφ άρχισε να μεταφράζει τις πλάκες. Χρησιμοποίησε ειδικά εργαλεία που προετοίμασε ο Θεός για να τον βοηθήσει. Καθώς ο Τζόζεφ μετέφραζε, η Έμμα κατέγραφε αυτά που εκείνος έλεγε. Εργάζονταν μαζί επί ώρες. Η Έμμα έμεινε έκπληκτη. Ήξερε ότι ο σύζυγός της μετέφραζε με τη δύναμη του Θεού.
Τζόζεφ Σμιθ–Ιστορία 1:35, Άγιοι, 1:49