«Αβραάμ και Σάρρα», Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη (2021)
«Αβραάμ και Σάρρα», Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη
Γένεσις 11-15, 17, Αβραάμ 1-2
Αβραάμ και Σάρρα
Η υπόσχεση για την ευλογία της ανθρώπινης οικογένειας
Ο Αβραάμ ζούσε στην πόλη Ουρ. Εκεί κακοί ιερείς ήθελαν να τον θυσιάσουν στα είδωλά τους. Ο Αβραάμ προσευχήθηκε και ο Κύριος τον έσωσε.
Στη συνέχεια, ο Κύριος πρόσταξε τον Αβραάμ και τη γυναίκα του Σάρρα να εγκαταλείψουν την Ουρ και να ταξιδέψουν σε μία μακρινή χώρα. Υποσχέθηκε να τους ευλογήσει στο ταξίδι τους.
Ο Αβραάμ και η Σάρρα εμπιστεύθηκαν τον Κύριο και εγκατέλειψαν την Ουρ. Αλλά ήταν θλιμμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά. Ο Κύριος τους παρηγόρησε. Τους υποσχέθηκε ότι θα αποκτούσαν ένα παιδί.
Γένεσις 11:30-31, 15:1-6, 17:2-16, Αβραάμ 2:6-9
Ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για να μάθει περισσότερα για Εκείνον. Ο Κύριος επισκέφθηκε τον Αβραάμ και αποκάλεσε τον εαυτό Του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά συνήψε διαθήκη με τον Αβραάμ. Υποσχέθηκε ότι ο Αβραάμ θα αποκτούσε την ιεροσύνη. Επίσης υποσχέθηκε ότι μέσω της οικογένειας του Αβραάμ, όλες οι οικογένειες της γης θα ευλογούνταν.
Καθώς ο Αβραάμ και η Σάρρα ταξίδευαν, χρειάστηκαν να βρουν τροφή. Προσπάθησαν να ζήσουν σε μία χώρα που λεγόταν Χαναάν. Δεν υπήρχε τροφή εκεί, κι έτσι αναγκάστηκαν να πάνε στην Αίγυπτο. Όμως η ζωή στην Αίγυπτο ήταν επικίνδυνη για αυτούς.
Γένεσις 12:10-20, Αβραάμ 2:21-25
Ο Αβραάμ και η Σάρρα έφυγαν από την Αίγυπτο και επέστρεψαν για να ζήσουν στη Χαναάν. Έφεραν μαζί τους τροφή και ζώα από την Αίγυπτο. Η Χαναάν ήταν μέρος της γης που τους υποσχέθηκε ο Κύριος.
Γένεσις 13:1-4, 12, Αβραάμ 2:19
Ο Κύριος επίσης τήρησε την υπόσχεσή Του ότι ο Αβραάμ θα ελάμβανε την ιεροσύνη. Μία ημέρα ο Αβραάμ και η Σάρρα συνάντησαν έναν ενάρετο βασιλιά ονόματι Μελχισεδέκ. Ο Αβραάμ του πλήρωσε τη δεκάτη.
Ο Αβραάμ έλαβε την ιεροσύνη από τον Μελχισεδέκ. Αυτή είναι η ίδια ιεροσύνη που είχαν λάβει οι προφήτες Αδάμ και Νώε.
Μετάφραση Τζόζεφ Σμιθ, Γένεσις 14:36-40, Αβραάμ 1:2-4, Διδαχή και Διαθήκες 84:14
Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν ευτυχισμένοι στη Χαναάν, αλλά ακόμα ανησυχούσαν διότι δεν είχαν αποκτήσει ένα παιδί. Έπρεπε να εμπιστευθούν την υπόσχεση του Κυρίου ότι μία ημέρα η οικογένειά τους θα μεγάλωνε και θα ευλογούσε ολόκληρη τη γη.