Τόσος πολύς θόρυβος!
Όλα ήταν τόσο θορυβώδη. Πού θα μπορούσε να βρει ειρήνη ο Λουκ;
Ο Λουκ αναστέναξε. Όλα ήταν τόσο θορυβώδη. Οι αδελφοί του, ο Ταντ και ο Τζων, μάλωναν ξανά. Ακόμα και από το τέλος του διαδρόμου, μπορούσε να ακούσει τις φωνές τους μέσα από την πόρτα του δωματίου τους. Και η αδελφή του, η Λίζυ, είχε βάλει πάλι δυνατά τη μουσική της. Ντουπ. Ντουπ. Ντουπ. Μπορούσε πάντα να ακούει τον σταθερό ρυθμό από τις χαμηλές νότες.
Ο Λουκ προσπάθησε να ζητήσει από τους αδελφούς του να σταματήσουν. «Φύγε» του είπε ο Ταντ. Κατόπιν ο Λουκ ζήτησε από τη Λίζυ να χαμηλώσει τη μουσική. Εκείνη απλώς έβαλε πιο δυνατά τη μουσική.
Ο Λουκ ήθελε να βγει έξω όπου μπορούσε να σκεφθεί. Όμως έβρεχε.
Ωστόσο, υπήρχε ένα ήσυχο μέρος όπου ο Λουκ μπορούσε να πάει. Εχθές οι γονείς του τού έδωσαν δικό του δωμάτιο – ένα δωμάτιο που δεν χρειαζόταν να μοιράζεται με τον Ταντ και τον Τζων. Ήταν στο υπόγειο. Ήταν αρκετά μεγάλο για ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι. Όμως στο δωμάτιό του ο Λουκ μπορούσε να κλείσει την πόρτα και να ξεφύγει από τον θόρυβο.
Ο Λουκ κατέβηκε στο καινούργιο του δωμάτιο. Κοίταξε γύρω στα κουτιά που είχε φέρει κάτω νωρίτερα. Είδε μία απεικόνιση του Ιησού να προεξέχει από ένα κουτί. Ο Λουκ είχε αποκτήσει εκείνη την απεικόνιση την ημέρα που βαπτίσθηκε. Πάντα τον έκανε να αισθάνεται γαλήνη, όταν την κοίταζε.
Ο Λουκ έβγαλε την απεικόνιση από το κουτί. Την τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι. Μετά γονάτισε για να προσευχηθεί. «Επουράνιε Πατέρα» είπε ο Λουκ «μερικές φορές υπάρχει τόσος θόρυβος εδώ. Σε παρακαλώ βοήθησέ με να βρω λίγη γαλήνη».
Ο Λουκ ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Σκέφθηκε τον Ιησού. Είχε μάθει στην Προκαταρκτική ότι ο Ιησούς μπορούσε πάντα να είναι κοντά του. Και το Άγιο Πνεύμα μπορούσε πάντα να φέρει γαλήνη.
Σύντομα η μαμά και ο μπαμπάς θα ήταν στο σπίτι από τη δουλειά. Θα μιλούσαν στον Ταντ και τον Τζων. Ο τσακωμός θα σταματούσε. Για λίγο. Θα μιλούσαν στη Λίζυ. Η Λίζυ θα χαμήλωνε τη μουσική της. Για λίγο. Μέχρι να φύγουν η μαμά και ο μπαμπάς ξανά.
Αλλά, προς το παρόν, ο Λουκ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Κοίταζε την απεικόνιση του Ιησού. «Σε παρακαλώ, Επουράνιε Πατέρα» ψιθύρισε ο Λουκ. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με να νιώσω γαλήνη ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στο υπόλοιπο σπίτι».
Αργότερα, κάποιος κτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου του. «Μπορώ να περάσω;» ρώτησε η μαμά. «Πώς τα πας;»
«Ο Ταντ και ο Τζων μάλωναν ξανά» είπε ο Λουκ. «Και η Λίζυ βάζει τη μουσική πολύ δυνατά».
«Το ξέρω. Είναι δύσκολο, δεν είναι έτσι;» είπε η μαμά. «Ο μπαμπάς μιλά στους αδελφούς σου τώρα. Και εγώ θα μιλήσω στη Λίζυ απόψε. Όμως πρώτα ήθελα να δω πώς είσαι εσύ».
«Είμαι εντάξει. Χαίρομαι που έχω αυτό το δωμάτιο» είπε ο Λουκ.
«Κι εγώ» είπε η μαμά. «Βλέπω ότι έβαλες μία απεικόνιση του Ιησού επάνω στο τραπέζι».
Ο Λουκ χαμογέλασε. «Την έβαλα. Και Εκείνος θα με βοηθήσει να κάνω το δωμάτιό μου ένα μέρος ειρήνης».