Θρησκευτικό Ινστιτούτο
1 Να ζητείτε με πίστη


«Να ζητείτε με πίστη», κεφάλαιο 1 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Η Αξία της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)

Κεφάλαιο 1ο: «Να ζητείτε με πίστη»

Κεφάλαιο 1ο

Να ζητείτε με πίστη

Εικόνα
Όρος Ταμπόρα

Το 1815, το νησί Σουμπάουα της Ινδονησίας ήταν κατάφυτο και καταπράσινο λόγω της πρόσφατης βροχής. Οι οικογένειες ετοιμάζονταν για την εποχή της ξηρασίας που ερχόταν, όπως έκαναν κάθε χρόνο εδώ και γενιές, καλλιεργώντας ορυζώνες στη σκιά ενός ηφαιστείου που ονομαζόταν Ταμπόρα.

Στις 5 Απριλίου, ύστερα από δεκαετίες αδράνειας, το όρος ξύπνησε με βρυχηθμούς, πετώντας στον αέρα τέφρα και φωτιά. Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, μάρτυρες άκουσαν κάτι που ακούστηκε σαν την έκρηξη κανονιού. Μικρές εκρήξεις συνεχίστηκαν για ημέρες. Κατόπιν το βράδυ της 10ης Απριλίου, ολόκληρο το όρος εξερράγη. Τρεις διάπυρες στήλες εκτινάχθηκαν προς τον ουρανό, συγχωνευμένες σε μία τεράστια έκρηξη. Λάβα κύλησε από την πλαγιά του βουνού, περιβάλλοντας το χωριό στη βάση του. Ανεμοστρόβιλοι μαίνονταν σε όλη την περιοχή, ξεριζώνοντας δένδρα και σαρώνοντας σπίτια1.

Το χάος συνεχίστηκε όλη εκείνη τη νύκτα και την επομένη. Η τέφρα κάλυψε χιλιόμετρα γης και θάλασσας και συσσωρεύτηκε σε ύψος παραπάνω από μισό μέτρο κατά τόπους. Το μεσημέρι φαινόταν σαν μεσάνυκτα. Η αγριεμένη θάλασσα έπληξε τις ακτές, καταστρέφοντας τις σοδειές και πλημμυρίζοντας τα χωριά. Για εβδομάδες, το Ταμπόρα έριχνε στάχτες, πέτρες και φωτιά2.

Τους επόμενους μήνες, οι συνέπειες της έκρηξης επεκτάθηκαν σε όλη την υφήλιο. Θεαματικά ηλιοβασιλέματα προκαλούσαν δέος στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Αλλά τα ζωντανά χρώματα απέκρυπταν τις θανατηφόρες συνέπειες της τέφρας του ηφαιστείου καθώς περικύκλωνε τη γη. Το επόμενο έτος, ο καιρός έγινε απρόβλεπτος και καταστρεπτικός3.

Η έκρηξη προκάλεσε πτώση της θερμοκρασίας στην Ινδία και η χολέρα σκότωσε χιλιάδες, καταστρέφοντας οικογένειες. Στις εύφορες κοιλάδες της Κίνας καλοκαιρινές χιονοθύελλες αντικατέστησαν το ήπιο κλίμα και κατακλυσμιαίες βροχές κατέστρεψαν τις σοδειές. Στην Ευρώπη οι προμήθειες τροφίμων λιγόστεψαν, οδηγώντας σε λιμό και πανικό4.

Παντού οι άνθρωποι αναζητούσαν εξηγήσεις για τα δεινά και τον θάνατο που προκαλούσε ο παράξενος καιρός. Προσευχές και ψαλμοί ακούγονταν από άγιους ανθρώπους μέσα από ινδουιστικούς ναούς στην Ινδία. Οι Κινέζοι ποιητές αγωνιούσαν με ερωτήματα πόνου και απώλειας. Στη Γαλλία και τη Βρετανία οι πολίτες έπεφταν στα γόνατα, με τον φόβο ότι οι τρομερές συμφορές που προελέχθησαν στη Βίβλο έπεφταν επάνω τους. Στη Βόρειο Αμερική οι ιερείς κήρυτταν ότι ο Θεός τιμωρούσε τους ανυπάκουους χριστιανούς και προειδοποιούσαν για να αναδεύσουν τα θρησκευτικά αισθήματα.

Σε όλη τη χώρα πλήθος ανθρώπων συνέρρεε σε εκκλησίες και συγκεντρώσεις αναβίωσης, ανυπόμονοι να μάθουν πώς μπορούσαν να σωθούν από την επικείμενη καταστροφή5.


Η έκρηξη του Ταμπόρα επηρέασε τον καιρό της Βορείου Αμερικής κατά το επόμενο έτος. Η άνοιξη παραχώρησε τη θέση της σε χιονοπτώσεις και εξοντωτικούς παγετούς και το 1816 πέρασε στη μνήμη ως το έτος χωρίς καλοκαίρι6. Στο Βερμόντ, στην βορειοανατολική γωνία των Ηνωμένων Πολιτειών, βραχώδεις λόφοι είχαν απογοητεύσει έναν αγρότη ονόματι Τζόζεφ Σμιθ ο πρεσβύτερος για χρόνια. Αλλά εκείνη την εποχή, καθώς εκείνος και η σύζυγός του, Λούσυ Μακ Σμιθ, παρακολουθούσαν τις σοδειές τους να μαραίνονται από τους επαναλαμβανόμενους παγετούς, ήξεραν ότι θα αντιμετώπιζαν οικονομική καταστροφή και ένα αβέβαιο μέλλον, εάν παρέμεναν εκεί όπου βρίσκονταν.

Στα σαράντα πέντε ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος δεν ήταν πια νέος άνδρας και η προοπτική να ξαναρχίσει σε νέα γη ήταν τρομακτική. Γνώριζε ότι οι μεγαλύτεροι γυιοι του, ο δεκαεννιάχρονος Άλβιν και δεκαεξάχρονος Χάιρουμ, μπορούσαν να τον βοηθήσουν να καθαρίσει τη γη, να χτίσει σπίτι και να φυτέψει και να θερίσει τις σοδειές. Η δεκατριάχρονη κόρη του, Σωφρονία, ήταν αρκετά μεγάλη για να βοηθήσει τη Λούσυ με τη δουλειά στο σπίτι και γύρω από το αγρόκτημα. Οι νεότεροι γυιοι του, ο οκτάχρονος Σαμουήλ και ο πεντάχρονος Ουίλλιαμ, γίνονταν πιο χρήσιμοι και η τρίχρονη Κάθριν και ο νεογέννητος Ντον Κάρλος θα ήταν μία ημέρα αρκετά μεγάλοι για να συνεισφέρουν.

Αλλά ο μεσαίος του γυιος, ο δεκάχρονος Τζόζεφ ο νεότερος, ήταν διαφορετικό θέμα. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης μόλυνσης από το πόδι του. Από τότε περπατούσε με ένα δεκανίκι. Παρ’ όλο που άρχισε να αισθάνεται πάλι το πόδι του γερό, ο Τζόζεφ ο νεότερος είχε οδυνηρή χωλότητα και ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος δεν γνώριζε εάν μεγαλώνοντας θα γινόταν τόσο δυνατός όσο ο Άλβιν και ο Χάιρουμ. 7.

Βέβαιοι ότι μπορούσαν να βασίζονται ο ένας στον άλλο, οι Σμιθ αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους στο Βερμόντ για καλύτερη γη8. Όπως άλλοι στην περιοχή, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος αποφάσισε να ταξιδέψει στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου ήλπιζε να βρει ένα καλό αγρόκτημα που να μπορούσαν να αγοράσουν επί πιστώσει. Θα καλούσε κατόπιν τη Λούσυ και τα παιδιά και η οικογένεια θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή.

Καθώς ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος ξεκίνησε για τη Νέα Υόρκη, ο Άλβιν και ο Χάιρουμ περπάτησαν μαζί του στον δρόμο μέχρι να αποχαιρετισθούν. Ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος αγαπούσε πολύ τη σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά δεν είχε καταφέρει να τους προσφέρει μεγάλη σταθερότητα στη ζωή. Κακοτυχία και ανεπιτυχείς επενδύσεις είχαν κρατήσει την οικογένεια φτωχή και χωρίς μόνιμη κατοικία. Ίσως η Νέα Υόρκη να ήταν διαφορετική9.


Τον επόμενο χειμώνα ο Τζόζεφ ο νεότερος περπατούσε με δυσκολία στο χιόνι με τη μητέρα, τους αδελφούς και τις αδελφές του. Ήταν καθοδόν προς τα δυτικά, προς ένα χωριό της Νέας Υόρκης που ονομαζόταν Παλμύρα, εκεί κοντά όπου ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος είχε βρει καλή γη και περίμενε την οικογένειά του.

Δεδομένου ότι ο σύζυγός της δεν μπορούσε να βοηθήσει με τη μετακόμιση, η Λούσυ είχε προσλάβει έναν άνδρα ονόματι κος Χάουαρντ για να οδηγήσει την άμαξά τους. Καθοδόν, ο κος Χάουαρντ μεταχειρίστηκε τα υπάρχοντά τους άσχημα και χρησιμοποίησε τα χρήματα που του πλήρωσαν για να χαρτοπαίξει και να πιει. Και αφού ενώθηκαν με μία άλλη οικογένεια που ταξίδευε δυτικά, ο κος Χάουαρντ έδιωξε τον Τζόζεφ από την άμαξα, έτσι ώστε οι κόρες της άλλης οικογένειας να μπορέσουν να καθίσουν μαζί του καθώς οδηγούσε την ομάδα.

Γνωρίζοντας πόσο πονούσε τον Τζόζεφ να περπατά, ο Άλβιν και ο Χάιρουμ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον κο Χάουαρντ αρκετές φορές. Αλλά κάθε φορά τους χτυπούσε με τη λαβή του μαστίγιου του10.

Εάν ήταν μεγαλύτερος, ο Τζόζεφ πιθανώς θα είχε προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον κο Χάουαρντ μόνος του. Το πληγωμένο πόδι του τον είχε κρατήσει μακριά από την εργασία και το παιχνίδι, αλλά η ισχυρή θέλησή του ήταν πιο δυνατή από το αδύναμο σώμα του. Πριν οι γιατροί κόψουν το πόδι του και αφαιρέσουν λίγο-λίγο τα μολυσμένα κομμάτια των οστών, ήθελαν να τον δέσουν ή να του δώσουν κονιάκ για να μειώσουν τον πόνο. Αλλά ο Τζόζεφ ζήτησε μόνο να τον κρατήσει ο πατέρας του.

Έμεινε ξύπνιος και σε εγρήγορση όλη την ώρα, το πρόσωπό του χλωμό και έσταζε από ιδρώτα. Η μητέρα του, η οποία ήταν συνήθως τόσο δυνατή, σχεδόν κατέρρευσε, όταν άκουσε τις κραυγές του. Ύστερα από αυτό, πιθανόν αισθανόταν ότι μπορούσε να αντέξει οτιδήποτε11.

Ενώ ο Τζόζεφ περπατούσε χωλαίνοντας δίπλα στην άμαξα, μπορούσε να δει ότι η μητέρα του ασφαλώς υπέμενε τον κο Χάουαρντ. Είχαν ήδη ταξιδέψει τριακόσια είκοσι δύο χιλιόμετρα και μέχρι στιγμής ήταν εξαιρετικά υπομονετική με την κακή συμπεριφορά του οδηγού.


Περίπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα από την Παλμύρα, η Λούσυ προετοιμαζόταν για μία ακόμη ημέρα στον δρόμο, όταν είδε τον Άλβιν να τρέχει προς το μέρος της. Ο κος Χάουαρντ είχε πετάξει τα υπάρχοντα και τις αποσκευές τους στον δρόμο και ετοιμαζόταν να φύγει με τα άλογα και την άμαξά τους.

Η Λούσυ βρήκε τον άνδρα σε ένα μπαρ. «Όπως υπάρχει ο Θεός στους ουρανούς» δήλωσε «έτσι και αυτή η άμαξα και αυτά τα άλογα καθώς και τα υπάρχοντα που τα συνοδεύουν είναι δικά μου».

Κοίταξε γύρω στο μπαρ. Ήταν γεμάτο με άνδρες και γυναίκες, οι περισσότεροι από αυτούς ταξιδιώτες όπως εκείνη. «Αυτός ο άνθρωπος» είπε κοιτώντας τους με επίμονο βλέμμα «είναι αποφασισμένος να μου πάρει όλα τα μέσα για να συνεχίσω το ταξίδι μου, αφήνοντάς με με οκτώ μικρά παιδιά εντελώς άπορη».

Ο κύριος Χάουαρντ είπε ότι είχε ήδη ξοδέψει τα χρήματα που τον πλήρωσε για να οδηγήσει την άμαξα και δεν μπορούσε να πάει παραπέρα.

«Δεν μου χρησιμεύετε σε τίποτα» είπε η Λούσυ. «Θα αναλάβω την ομάδα μόνη μου».

Άφησε τον κο Χάουαρντ στο μπαρ και ορκίστηκε να επανενώσει τα παιδιά της με τον πατέρα τους, ό,τι και να συνέβαινε12.


Ο δρόμος εμπρός ήταν λασπώδης και κρύος, αλλά η Λούσυ οδήγησε την οικογένειά της με ασφάλεια στην Παλμύρα. Καθώς έβλεπε τα παιδιά να αγκαλιάζουν τον πατέρα τους και να φιλούν το πρόσωπό του, αισθάνθηκε να ανταμείβεται για όλα όσα είχαν υποφέρει για να φθάσουν εκεί.

Η οικογένεια σύντομα νοίκιασε ένα μικρό σπίτι στην κωμόπολη και συζήτησαν πώς να αποκτήσουν το δικό τους αγρόκτημα13. Το καλύτερο σχέδιο, αποφάσισαν, ήταν να δουλέψουν έως ότου είχαν αρκετά χρήματα να κάνουν μία αρχική τμηματική πληρωμή για γη στο κοντινό δάσος. Ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος και οι μεγαλύτεροι γυιοι έσκαψαν πηγάδια, χώρισαν φράχτη με κάγκελα και μάζεψαν τα άχυρα από τη σοδειά για να αποκτήσουν μετρητά, ενώ η Λούσυ και οι κόρες έφτιαξαν και πούλησαν πίτες, μπίρα με βότανα και διακοσμητικά υφάσματα για να παράσχουν τροφή για την οικογένεια14.

Καθώς ο Τζόζεφ ο νεότερος μεγάλωνε, το πόδι του γινόταν πιο δυνατό και μπορούσε εύκολα να περπατήσει μέσα στην Παλμύρα. Στην πόλη ήλθε σε επαφή με ανθρώπους από όλη την επαρχία και πολλοί από αυτούς στρέφονταν στη θρησκεία για να ικανοποιήσουν τις πνευματικές επιθυμίες και να εξηγήσουν τις δυσχέρειες της ζωής. Ο Τζόζεφ και η οικογένειά του δεν ανήκαν σε μία εκκλησία, αλλά πολλοί από τους γείτονές τους εκκλησιάζονταν σε μία από τις ψηλές πρεσβυτεριανές εκκλησίες, το οίκημα συγκεντρώσεων των βαπτιστών, την αίθουσα των κουακέρων ή στον χώρο κατασκήνωσης όπου ταξίδευαν οι μεθοδιστές ιεροκήρυκες διεξάγοντας συγκεντρώσεις αναβίωσης από καιρού εις καιρόν15.

Όταν ο Τζόζεφ ήταν δώδεκα, οι θρησκευτικές συζητήσεις σάρωσαν την Παλμύρα. Παρ’ όλο που διάβαζε λίγο, του άρεσε να συλλογίζεται διάφορες ιδέες. Άκουγε τους ιεροκήρυκες, με την ελπίδα να μάθει περισσότερα για την αθάνατη ψυχή του, αλλά οι ομιλίες τους τον άφηναν συχνά ανήσυχο. Του έλεγαν ότι ήταν αμαρτωλός σε έναν αμαρτωλό κόσμο, αβοήθητος χωρίς τη σωτήρια θεία χάρη του Ιησού Χριστού. Και ενώ ο Τζόζεφ πίστευε στο μήνυμα και αισθανόταν άσχημα για τις αμαρτίες του, δεν ήταν βέβαιος πώς να βρει συγχώρηση16.

Σκεφτόταν ότι το να πηγαίνει στην εκκλησία θα μπορούσε να τον βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει για τον τόπο λατρείας. Οι διαφορετικές εκκλησίες διαφωνούσαν ατελείωτα για το πώς οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι από την αμαρτία. Αφού άκουσε αυτές τις διαφωνίες για λίγο, ο Τζόζεφ θλιβόταν να βλέπει ανθρώπους να διαβάζουν την ίδια Βίβλο, αλλά να καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα για το νόημά της. Πίστευε ότι η αλήθεια του Θεού υπήρχε εκεί έξω --κάπου-- αλλά δεν γνώριζε πώς να τη βρει17.

Ούτε οι γονείς του ήταν βέβαιοι. Η Λούσυ και ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος προέρχονταν από χριστιανικές οικογένειες και αμφότεροι πίστευαν στη Βίβλο και τον Ιησού Χριστό. Η Λούσυ παρευρισκόταν στις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας και συχνά έφερνε τα παιδιά της μαζί της. Αναζητούσε την αληθινή εκκλησία του Ιησού Χριστού από τότε που πέθανε η αδελφή της, πριν από πολλά χρόνια.

Κάποια στιγμή πριν από τη γέννηση του Τζόζεφ, έπεσε σοβαρά άρρωστη και φοβήθηκε ότι θα πεθάνει πριν βρει την αλήθεια. Ένιωθε ότι υπήρχε ένα σκοτεινό και μοναχικό χάσμα μεταξύ εκείνης και του Σωτήρος και ήξερε ότι ήταν απροετοίμαστη για την επόμενη ζωή.

Ξαπλωμένη, άγρυπνη όλη τη νύχτα, προσευχόταν στον Θεό, δίδοντάς Του υπόσχεση ότι αν την άφηνε να ζήσει, θα έβρισκε την εκκλησία του Ιησού Χριστού. Καθώς προσευχόταν, η φωνή του Κυρίου της μίλησε, διαβεβαιώνοντας την ότι εάν αναζητούσε, θα έβρισκε. Είχε επισκεφθεί διάφορες εκκλησίες από τότε, αλλά δεν είχε βρει ακόμα την σωστή. Ακόμη και όταν φαινόταν ότι η εκκλησία του Σωτήρος δεν υπήρχε πια πάνω στη γη, συνέχισε να αναζητεί, πεπεισμένη ότι ήταν καλύτερο να πηγαίνει στην εκκλησία παρά να μην πηγαίνει καθόλου18.

Όπως και η σύζυγός του, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος διψούσε για την αλήθεια. Όμως αισθανόταν ότι ήταν προτιμότερο να μην παρευρίσκεσαι σε καμία εκκλησία από το να παρευρίσκεσαι στη λανθασμένη. Ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα του, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος έψαχνε τις γραφές, προσευχόταν ειλικρινά και πίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε έρθει για να σώσει τον κόσμο19. Ωστόσο, δεν μπορούσε να συμβιβάσει αυτό που αισθανόταν ότι ήταν αληθινό με τη σύγχυση και τη διαφωνία που είδε στις εκκλησίες γύρω του. Μια νύχτα είχε ονειρευτεί ότι οι ανταγωνιζόμενοι ιεροκήρυκες ήταν σαν βοοειδή που μούγκριζαν καθώς έσκαβαν στη γη με τα κέρατά τους, γεγονός που εμβάθυνε την ανησυχία του ότι όλοι αυτοί γνώριζαν λίγα για τη βασιλεία του Θεού20.

Ο Τζόζεφ ο νεότερος, βλέποντας τη δυσαρέσκεια των γονέων του με τις τοπικές εκκλησίες, μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο21. Η ψυχή του διακυβεύετο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να του δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις.


Αφού αποταμίευαν τα χρήματά τους για περισσότερο από έναν χρόνο, οι Σμιθ είχαν αρκετά για να πληρώσουν για 40 εκτάρια δάσος στο Μάντσεστερ, ακριβώς νοτίως της Παλμύρας. Εκεί, ανάμεσα σε χειρωνακτικές δουλειές, τρυπούσαν δένδρα σφενδάμου για να συλλέξουν τον γλυκό τους χυμό, φύτεψαν οπωρώνα και καθάριζαν χωράφια για να καλλιεργήσουν22.

Καθώς εργαζόταν στη γη, ο νεαρός Τζόζεφ συνέχιζε να ανησυχεί για τις αμαρτίες του και την ευημερία της ψυχής του. Η θρησκευτική αναγέννηση στην Παλμύρα είχε καταλαγιάσει, αλλά οι ιεροκήρυκες συνέχιζαν να ανταγωνίζονται για νεοφώτιστους εκεί και σε ολόκληρη την περιοχή23. Ημέρα και νύκτα ο Τζόζεφ παρατηρούσε τον ήλιο, τη σελήνη και τους αστέρες να κινούνται στους ουρανούς με τάξη και μεγαλοπρέπεια και θαύμαζε την ομορφιά της γης που έσφυζε από ζωή. Επίσης κοιτούσε τους ανθρώπους γύρω του και θαύμαζε τη δύναμη και την ευφυΐα τους. Όλα φαίνονταν να μαρτυρούν ότι ο Θεός υπήρχε και είχε δημιουργήσει την ανθρωπότητα κατ’ εικόνα Του. Όμως πώς θα μπορούσε ο Τζόζεφ να Τον προσεγγίσει;24

Το καλοκαίρι του 1819, όταν ο Τζόζεφ ήταν δεκατριών, μεθοδιστές ιεροκήρυκες συγκεντρώθηκαν για μία συνέλευση λίγα χιλιόμετρα από το αγρόκτημα των Σμιθ και απλώθηκαν σε όλη την ύπαιθρο για να παρακινήσουν οικογένειες όπως του Τζόζεφ να μεταστραφούν. Η επιτυχία αυτών των ιεροκηρύκων ανησύχησε τους άλλους ιερείς στην περιοχή και σύντομα ο ανταγωνισμός για νεοφώτιστους ήταν έντονος.

Ο Τζόζεφ παρευρέθηκε στις συγκεντρώσεις, άκουσε το ανυψωτικό κήρυγμα της ψυχής και υπήρξε μάρτυρας νεοφώτιστων που αγάλλονταν από χαρά. Ήθελε να φωνάξει μαζί τους, αλλά αισθανόταν συχνά σαν να ήταν στη μέση ενός πολέμου λέξεων και απόψεων. «Ποια απ’ αυτές τις παρατάξεις είναι σωστή; Ή μήπως είναι όλες μαζί λανθασμένες;» αναρωτήθηκε. «Αν κάποια απ’ αυτές είναι σωστή, ποια είναι αυτή, και πώς θα το γνωρίσω εγώ;» Γνώριζε ότι χρειαζόταν τη χάρη και την ευσπλαχνία του Χριστού, αλλά με τόσους πολλούς ανθρώπους και εκκλησίες να συγκρούονται για τη θρησκεία, δεν γνώριζε πού να τη βρει25.

Η ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει απαντήσεις --και γαλήνη για την ψυχή του-- φαινόταν να του ξεγλιστρά. Αναρωτιόταν πώς κάποιος θα μπορούσε να βρει την αλήθεια μέσα σε τόσο πολύ θόρυβο26.


Ενώ παρευρισκόταν σε μία ομιλία, ο Τζόζεφ άκουσε έναν ιερέα να παραθέτει από το πρώτο κεφάλαιο του Ιακώβου στην Καινή Διαθήκη. «Αν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλιπής σε σοφία» είπε «ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει»27.

Ο Τζόζεφ πήγε σπίτι και διάβασε το εδάφιο στη Βίβλο. «Ποτέ, κανένα απόσπασμα γραφής δεν ήλθε με περισσότερη δύναμη μέσα στην καρδιά ανθρώπου απ’ ό,τι ετούτο αυτήν τη στιγμή στη δική μου» θυμήθηκε αργότερα. «Φαινόταν σαν να εισχωρούσε με μεγάλη ορμή σε κάθε αίσθημα της καρδιάς μου. Το σκέφτηκα ξανά και ξανά, ξέροντας ότι αν κάποιος χρειαζόταν σοφία από τον Θεό, εγώ χρειαζόμουν». Είχε αναζητήσει στη Βίβλο πριν, σαν αυτή να περιείχε όλες τις απαντήσεις. Αλλά τώρα η Βίβλος τού έλεγε ότι μπορούσε να απευθυνθεί απευθείας στον Θεό για προσωπικές απαντήσεις στις ερωτήσεις του.

Ο Τζόζεφ αποφάσισε να προσευχηθεί. Δεν είχε ποτέ πριν προσευχηθεί δυνατά, αλλά εμπιστεύτηκε την υπόσχεση της Βίβλου. «Ας ζητάει με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου» δίδαξε28. Ο Θεός θα άκουγε τις ερωτήσεις του -- ακόμη και αν τις έκανε αδέξια.

Σημειώσεις

  1. Ράφλες, “Narrative of the Effects of the Eruption”, 4-5, 19, 23-24.

  2. Ράφλες, “Narrative of the Effects of the Eruption”, 5, 7-8, 11.

  3. Γουντ, Tambora, 97.

  4. Γουντ, Tambora, 78-120· Στέιθαμ, Indian Recollections, 214· Κλίγκαμαν και Κλίγκαμαν, Year without Summer, 116-18.

  5. Γουντ, Tambora, 81-109· Κλίγκαμαν και Γκίγκαμαν, Year without Summer, 76-86, 115-20.

  6. Κλίγκαμαν και Κλίγκαμαν, Year without Summer, 48-50, 194-203.

  7. Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 131· Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 2, [11]-βιβλίο 3, [2]. Θέμα: Η εγχείρηση του ποδιού του Τζόζεφ Σμιθ

  8. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [3]· Στίλγουελ, Migration from Vermont, 124-50.

  9. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [4]· Μπούσμαν, Rough Stone Rolling, 18-19, 25-28. Θέμα: Η οικογένεια του Τζόζεφ Σμιθ του πρεσβυτέρου και της Λούσυς Μακ Σμιθ

  10. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [5]· Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 131-32.

  11. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [2]· Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 131.

  12. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [5]-[6]· Lucy Mack Smith, History, 1845, 67· Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 132. Θέμα: Λούσυ Μακ Σμιθ

  13. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [6]-[7].

  14. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [7]· Τάκερ, Origin, Rise, and Progress of Mormonism, 12. Θέμα: Η οικογένεια του Τζόζεφ Σμιθ του πρεσβυτέρου και της Λούσυς Μακ Σμιθ

  15. Κουκ, Palmyra and Vicinity, 247-61. Θέματα: Παλμύρα και Μάντσεστερ· Χριστιανικές Εκκλησίες την εποχή του Τζόζεφ Σμιθ

  16. Joseph Smith History, περίπου το καλοκαίρι του 1832, 1-2, στο JSP, H1:11-12.

  17. Joseph Smith—History 1:5–6·Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, [1]-2, στο JSP, H1:208-10 (προσχέδιο 2). Θέμα: Θρησκευτικά Πιστεύω την εποχή του Τζόζεφ Σμιθ

  18. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 2, [1]-[6]· “Records of the Session of the Presbyterian Church in Palmyra,” 10 Μαρτίου 1830.

  19. Άσελ Σμιθ στο «Αγαπητοί μου εαυτοί», 10 Απρ 1799, Άσελ Σμιθ, Επιστολή και γενεαλογική καταγραφή, 1799, περίπου 1817-46, Βιβλιοθήκη Ιστορίας της Εκκλησίας.

  20. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, miscellany, [5]· Άντερσον, Joseph Smith’s New England Heritage, 161-62.

  21. Joseph Smith—History 1:8–10· Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 2, στο JSP, H1:208-10 (προσχέδιο 2). Θέμα: Θρησκευτικά Πιστεύω την εποχή του Τζόζεφ Σμιθ

  22. Lucy Mack Smith, History, 1844-45, βιβλίο 3, [8]-[10]· Joseph Smith History, περίπου το καλοκαίρι του 1832, 1, στο JSP, H1:11. Θέμα: Το Ιερό Δάσος και το αγρόκτημα της οικογένειας Σμιθ

  23. Θέμα: Αφυπνίσεις και Αναβιώσεις

  24. Πράξεις 10:34-35· Joseph Smith History, περίπου το καλοκαίρι του 1832, 2, στο JSP, H1:12.

  25. Neibaur, Journal, Μάιος 24, 1844, διαθέσιμο στο josephsmithpapers.org· Joseph Smith—History 1:10; Joseph Smith, “Church History,” Times and Seasons, 1 Μαρτίου 1842, 3:706, στο JSP, H1:494.

  26. Joseph Smith, Journal, 9-11 Νοεμβρίου 1835, JSP, J1:87, Joseph Smith—History 1:8-9, Joseph Smith History, 1838–56, volume A-1, 2, στο JSP, H1:210 (προσχέδιο 2).

  27. “Wm. B. Smith’s Last Statement”, Zion’s Ensign, 13 Ιανουαρίου 1894, 6· Ιακώβου 1:5.

  28. Joseph Smith—History 1:11-4·Joseph Smith History, 1838-56, τόμος A-1, 2-3, στο JSP, H1:210-12 (προσχέδιο 2)· Ιακώβου 1:6.

Εκτύπωση