«Να είστε προσεκτικοί», κεφάλαιο 4 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού τις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Το Πρότυπο της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)
Κεφάλαιο 4: «Να είστε προσεκτικοί»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Να είστε προσεκτικοί
Η εικοσάχρονη Έμμα Χέιλ, άκουσε πρώτη φορά για τον Τζόζεφ Σμιθ όταν εκείνος ήρθε να εργαστεί για τον Τζοσάια Στόγουελ το φθινόπωρο του 1825. Ο Τζοσάια είχε προσλάβει τον νεαρό άνδρα και τον πατέρα του να τον βοηθήσουν να αναζητήσει κρυμμένο θησαυρό στο χωράφι του1. Οι τοπικές φήμες ισχυρίζονταν ότι μια ομάδα εξερευνητών είχε εξορύξει ένα απόθεμα άργυρου και είχαν κρύψει τον θησαυρό στην περιοχή εκατοντάδες χρόνια πριν. Γνωρίζοντας ότι ο Τζόζεφ είχε τη δωρεά να χρησιμοποιεί τις πέτρες-βλέποντες, ο Τζοσάια τού πρόσφερε μεγάλη αμοιβή και μέρος των ευρημάτων, αν θα τον βοηθούσε στην αναζήτηση2.
Ο πατέρας της Έμμας, ο Άιζακ, υποστήριξε το εγχείρημα. Όταν ο Τζόζεφ και ο πατέρας του έφθασαν στο αγρόκτημα των Στόγουελ στη Χάρμονυ της Πενσυλβάνιας --ένα χωριό περίπου 241 χιλιόμετρα νότια της Παλμύρας-- ο Άιζακ υπηρέτησε ως μάρτυρας όταν υπέγραψαν τα συμβόλαιά τους. Επέτρεψε επίσης στους εργάτες να ζήσουν στο σπίτι του3.
Ύστερα η Έμμα γνώρισε τον Τζόζεφ. Ήταν πιο νέος από εκείνη, είχε ύψος πάνω από 1,82 και έμοιαζε με κάποιον που ήταν συνηθισμένος στη σκληρή εργασία. Είχε μπλε μάτια και λευκό δέρμα προσώπου και περπατούσε χωλαίνοντας ελαφρώς. Η γραμματική του δεν ήταν καλή και ορισμένες φορές χρησιμοποιούσε πάρα πολλές λέξεις για να εκφραστεί, αλλά έδειχνε φυσική ευφυία όταν μιλούσε. Εκείνος και ο πατέρας του ήταν καλοί άνδρες που προτιμούσαν να λατρεύουν τον Θεό μόνοι τους αντί να παρευρίσκονται στην εκκλησία όπου η Έμμα και η οικογένειά της λάτρευαν4.
Τόσο στον Τζόζεφ όσο και στην Έμμα άρεσε να είναι στο ύπαιθρο. Από την παιδική της ηλικία, η Έμμα είχε απολαύσει την ιππασία και το κανό στο ποτάμι κοντά στο σπίτι της. Ο Τζόζεφ δεν ήταν επιδέξιος ιππέας, αλλά υπερτερούσε στην πάλη και σε παιχνίδια με μπάλα. Ένιωθε άνετα στην παρουσία άλλων και ήταν γρήγορος στο να χαμογελάσει, συχνά λέγοντας αστεία ή εύθυμες ιστορίες. Η Έμμα ήταν πιο επιφυλακτική, αλλά αγαπούσε τα καλά αστεία και μπορούσε να μιλήσει με οποιονδήποτε. Επίσης της άρεσε να διαβάζει και να τραγουδά5.
Καθώς πέρασαν οι εβδομάδες και η Έμμα γνώρισε τον Τζόζεφ καλύτερα, η γονείς της ανησυχούσαν για την σχέση τους. Ο Τζόζεφ ήταν ένας φτωχός εργάτης από άλλη πολιτεία και ήλπιζαν η κόρη τους να χάσει το ενδιαφέρον της για εκείνον και να παντρευτεί κάποιον από τις πλούσιες οικογένειες στην κοιλάδα. Ο πατέρας της Έμμας είχε κουραστεί από το κυνήγι θησαυρού και υποπτευόταν τον ρόλο του Τζόζεφ σε αυτό. Δεν φαινόταν να είχε σημασία για τον Άιζακ Χέιλ που ο Τζόζεφ είχε προσπαθήσει να πείσει τον Τζοσάια Στόγουελ να ακυρώσει την αναζήτηση, όταν έγινε ξεκάθαρο ότι δεν θα έβρισκαν τίποτα6.
Στην Έμμα άρεσε ο Τζόζεφ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνδρα που γνώριζε και δεν σταμάτησε να περνάει χρόνο μαζί του. Αφού πέτυχε να πείσει τον Τζοσάια να σταματήσει να ψάχνει για τον άργυρο, ο Τζόζεφ έμεινε στη Χάρμονυ για να εργαστεί στο αγρόκτημα του Τζοσάια. Ορισμένες φορές εργάστηκε επίσης για τον Τζόζεφ και την Πόλλυ Νάιτ, μια άλλη αγροτική οικογένεια στην περιοχή. Όταν δεν εργαζόταν, επισκεπτόταν την Έμμα7.
Ο Τζόζεφ και η πέτρα του-βλέπων, σύντομα έγιναν θέμα κακολογίας στη Χάρμονυ. Κάποιοι ηλικιωμένοι στην πόλη πίστευαν στους βλέποντες, αλλά πολλά από τα παιδιά και εγγόνια τους δεν πίστευαν. Ο ανιψιός του Τζοσάια, ισχυριζόμενος ότι ο Τζόζεφ είχε εκμεταλλευτεί τον θείο του, πήγε τον νεαρό άνδρα στο δικαστήριο και τον κατηγόρησε για απάτη.
Μπροστά στον τοπικό δικαστή, ο Τζόζεφ εξήγησε πώς είχε βρει την πέτρα. Ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος κατέθεσε ότι ζητούσε συνεχώς από τον Θεό να τους δείξει το θέλημά Του για το θαυμάσιο δώρο του βλέποντος που είχε δώσει στον Τζόζεφ. Τελικά, ο Τζοσάια στάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και δήλωσε ότι ο Τζόζεφ δεν τον είχε εξαπατήσει.
«Καταλαβαίνω σωστά» είπε ο δικαστής «ότι πιστεύεις πως ο κρατούμενος μπορεί να δει με την βοήθεια της πέτρας;»
Όχι, ο Τζοσάια επέμενε. «Ξέρω θετικά ότι αυτό είναι αλήθεια».
Ο Τζοσάια ήταν ένας πολύ σεβαστός άνδρας στην κοινότητα και οι άνθρωποι δέχτηκαν τον λόγο του. Στο τέλος, σύμφωνα με όλα όσα είχαν ακουστεί, δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ο Τζόζεφ τον είχε εξαπατήσει, έτσι ο δικαστής απέρριψε την κατηγορία8.
Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Τζόζεφ επέστρεψε στον λόφο για τις πλάκες, αλλά ο Μορόνι είπε ότι ακόμα δεν ήταν έτοιμος για να τις παραλάβει. «Παραιτήσου από την εταιρεία των χρυσοθήρων» του είπε ο άγγελος. Υπήρχαν κακοί άνθρωποι ανάμεσά τους9. Ο Μορόνι του έδωσε άλλον ένα χρόνο για να ευθυγραμμίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού. Αν δεν το έκανε, δεν θα τον εμπιστεύονταν ποτέ με τις πλάκες.
Ο άγγελος του είπε επίσης να φέρει μαζί του κάποιον την επόμενη φορά. Ήταν το ίδιο αίτημα που είχε κάνει στο τέλος της πρώτης επίσκεψης του Τζόζεφ στον λόφο. Αλλά επειδή ο Άλβιν ήταν νεκρός, ο Τζόζεφ ήταν μπερδεμένος.
«Ποιο είναι το σωστό άτομο;» ρώτησε.
«Θα ξέρεις» είπε ο Μορόνι.
Ο Τζόζεφ επιζήτησε την καθοδήγηση του Κυρίου μέσω της πέτρας-βλέποντος. Έμαθε πως το σωστό άτομο ήταν η Έμμα10.
Η Έμμα είχε ελκύσει τον Τζόζεφ από τη στιγμή που την γνώρισε. Όπως ο Άλβιν, εκείνη ήταν ένα άτομο που μπορούσε να τον βοηθήσει να γίνει ο άνδρας που χρειαζόταν ο Κύριος, για να βοηθήσει να φέρει εις πέρας του έργο Του. Όμως υπήρχαν πολλά περισσότερα σχετικά με την Έμμα. Ο Τζόζεφ την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί11.
Τον Δεκέμβριο, ο Τζόζεφ έγινε είκοσι ενός ετών. Στο παρελθόν, είχε αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί πέρα-δώθε από τις προσδοκίες εκείνων που ήθελαν να εκμεταλλευτούν το χάρισμά του12. Αλλά ύστερα από την τελευταία του επίσκεψη στον λόφο, ήξερε ότι έπρεπε να κάνει περισσότερα ώστε να προετοιμαστεί για να λάβει τις πλάκες.
Προτού επιστρέψει στη Χάρμονυ, ο Τζόζεφ μίλησε με τους γονείς του. «Έχω πάρει την απόφαση να παντρευτώ» τους είπε «και αν δεν έχετε αντίρρηση, θα ήθελα να επιλέξω τη δεσποινίδα Έμμα Χέιλ». Οι γονείς του ήταν ικανοποιημένοι με την απόφασή του και η Λούσυ τον παρότρυνε να έρθουν να ζήσουν μαζί τους αφού παντρεύονταν13.
Ο Τζόζεφ πέρασε όσο περισσότερο καιρό μπορούσε με την Έμμα εκείνο τον χειμώνα, ορισμένες φορές δανειζόταν το έλκηθρο των Νάιτ, όταν το χιόνι καθιστούσε δύσκολη τη μετακίνηση στο σπίτι των Χέιλς. Αλλά εξακολουθούσε να μην αρέσει στους γονείς της και οι προσπάθειές του να κερδίσει την εύνοια της οικογένειας, απέτυχαν14.
Τον Ιανουάριο του 1827, η Έμμα επισκέφτηκε το σπίτι των Στόγουελ, όπου εκείνη και ο Τζόζεφ μπορούσαν να περάσουν χρόνο μαζί, μακριά από τα βλέμματα απόρριψης της οικογένειάς της. Εκεί ο Τζόζεφ έκανε πρόταση γάμου στην Έμμα και αρχικά η Έμμα φάνηκε έκπληκτη. Ήξερε ότι οι γονείς της θα ήταν αντίθετοι στον γάμο15. Αλλά ο Τζόζεφ την παρότρυνε να το σκεφτεί. Θα μπορούσαν να παντρευτούν αμέσως, χωρίς την έγκριση των γονιών της.
Η Έμμα σκέφτηκε την πρόταση. Άμα παντρευόταν τον Τζόζεφ, θα απογοήτευε τους γονείς της, αλλά ήταν δική της επιλογή και τον αγαπούσε16.
Λίγο καιρό αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1827, ο Τζόζεφ και η Έμμα παντρεύτηκαν στο σπίτι ενός κυβερνητικού αξιωματούχου που είχε την εξουσία να τελεί πολιτικούς γάμους. Ύστερα πήγαν στο Μάντσεστερ και ξεκίνησαν να ζουν μαζί στο καινούργιο σπίτι των γονέων του Τζόζεφ. Το σπίτι ήταν άνετο, αλλά ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος και η Λούσυ είχαν ξοδέψει πάρα πολλά σε αυτό, είχαν καθυστερήσει στις πληρωμές τους και έχασαν την περιουσία. Ενοικίαζαν τώρα το σπίτι από τους νέους ιδιοκτήτες17.
Στους Σμιθ άρεσε να έχουν τον Τζόζεφ και την Έμμα μαζί τους. Αλλά η ουράνια κλήση του υιού τους τούς έκανε ανήσυχους. Οι άνθρωποι στην περιοχή είχαν ακούσει για τις χρυσές πλάκες και μερικές φορές πήγαν να τις βρουν18.
Μια μέρα, ο Τζόζεφ πήγε στην πόλη για μια δουλειά. Οι γονείς του που τον περίμεναν για να δειπνήσουν, ανησύχησαν όταν δεν επέστρεψε. Περίμεναν για ώρες και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Εντέλει ο Τζόζεφ άνοιξε την πόρτα και κάθισε στην καρέκλα, εξουθενωμένος.
«Γιατί άργησες τόσο;» ρώτησε ο πατέρας του.
«Με μάλωσαν τόσο πολύ όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου» είπε ο Τζόζεφ.
«Ποιος σε μάλωσε;» απαίτησε να μάθει ο πατέρας του.
«Ήταν ο άγγελος του Κυρίου» απάντησε ο Τζόζεφ. «Μου είπε ότι υπήρξα αμελής». Η ημέρα της επόμενης συνάντησής του με τον Μορόνι ήταν κοντά. «Πρέπει να είμαι δραστήριος και να εργάζομαι» είπε. «Πρέπει να αρχίσω να κάνω τα πράγματα που ο Θεός με έχει προστάξει να κάνω19.
Ύστερα από την φθινοπωρινή συγκομιδή, ο Τζοσάια Στόγουελ και ο Τζόζεφ Νάιτ ταξίδεψαν στην περιοχή του Μάντσεστερ για δουλειά. Και οι δύο τους ήξεραν ότι η τέταρτη επέτειος της επίσκεψης του Τζόζεφ στον λόφο ήταν κοντά και ανυπομονούσαν να μάθουν αν τελικά ο Μορόνι θα του εμπιστευόταν τις πλάκες.
Οι τοπικοί αναζητητές θησαυρού ήξεραν επίσης ότι ήταν καιρός ο Τζόζεφ να λάβει το χρονικό. Αργότερα ένας από αυτούς, ένας άνδρας ονόματι Σάμουελ Λώρενς, περιφερόταν στον λόφο, αναζητώντας τις πλάκες. Ανησυχώντας ότι ο Σάμουελ θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα, ο Τζόζεφ έστειλε τον πατέρα του στο σπίτι του Σάμουελ το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου, για να τον προσέχει και να τον αντιμετωπίσει, αν φαινόταν ότι θα πήγαινε στον λόφο20.
Ο Τζόζεφ ύστερα προετοιμάστηκε για να πάρει τις πλάκες. Η ετήσια επίσκεψή του στον λόφο θα συνέβαινε την επόμενη μέρα, αλλά για να προλάβει τους αναζητητές θησαυρού σχεδίασε να φθάσει στον λόφο λίγο μετά τα μεσάνυχτα --τη στιγμή που ξεκινούσε το πρωινό της 22ας Σεπτεμβρίου-- όταν κανείς δεν περίμενε εκείνος να είναι έξω.
Αλλά ακόμα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να προστατέψει τις πλάκες μόλις τις έπαιρνε. Αφού τα περισσότερα μέλη της οικογένειας είχαν πάει να κοιμηθούν, ρώτησε ήσυχα τη μητέρα του αν είχε ένα κουτί με κλειδαριά. Η Λούσυ δεν είχε και ανησύχησε.
«Δεν πειράζει» είπε ο Τζόζεφ. «Μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά και χωρίς αυτό»21.
Η Έμμα σύντομα παρουσιάστηκε, ντυμένη έτοιμη για να ιππεύσει και εκείνη και ο Τζόζεφ ανέβηκαν στην άμαξα του Τζόζεφ Νάιτ και έφυγαν μέσα στη νύχτα22. Όταν έφθασαν στον λόφο, η Έμμα περίμενε στην άμαξα ενώ ο Τζόζεφ σκαρφάλωσε την πλαγιά, στο μέρος όπου ήταν κρυμμένες οι πλάκες.
Παρουσιάστηκε ο Μορόνι και ο Τζόζεφ έβγαλε έξω από το πέτρινο κουτί τις χρυσές πλάκες και τις πέτρες-βλέποντες. Προτού ο Τζόζεφ κατέβει τον λόφο, ο Μορόνι του υπενθύμισε να μην δείξει τις πλάκες σε κανέναν εκτός από εκείνους που ο Κύριος είχε ορίσει, υποσχόμενος ότι οι πλάκες θα ήταν προστατευμένες αν έκανε όλα όσα μπορούσε για να τις διαφυλάξει.
«Πρέπει να προσέχεις πολύ και να είσαι πιστός σε όλα όσα αφορούν στις πλάκες» του είπε ο Μορόνι, «αλλιώς θα σε υπερνικήσουν οι κακοί άνθρωποι, γιατί θα επινοήσουν οποιοδήποτε δυνατό σχέδιο και σκευωρία για να σου τις πάρουν. Και αν δεν τις προσέχεις διαρκώς, θα το πετύχουν»23.
Ο Τζόζεφ κουβάλησε τις πλάκες κάτω από τον λόφο, αλλά προτού φθάσει στην άμαξα, τις ασφάλισε μέσα σε έναν κούφιο κορμό όπου θα ήταν ασφαλείς, μέχρις ότου αποκτούσε ένα κουτί με κλειδαριά. Ύστερα βρήκε την Έμμα και επέστρεψαν στο σπίτι καθώς ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει24.
Στο σπίτι των Σμιθ, η Λούσυ περίμενε με ανυπομονησία τον Τζόζεφ και την Έμμα, ενώ πρόσφερε πρωινό στον Τζόζεφ τον πρεσβύτερο, τον Τζόζεφ Νάιτ και τον Τζοσάια Στόγουελ. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα ενώ εργαζόταν, φοβούμενη ότι ο υιός της θα επέστρεφε χωρίς τις πλάκες25.
Λίγο μετά, ο Τζόζεφ και η Έμμα μπήκαν στο σπίτι. Η Λούσυ κοίταξε να δει αν ο Τζόζεφ είχε τις πλάκες, αλλά βγήκε από το δωμάτιο τρέμοντας όταν είδε τα άδεια χέρια του.
Ο Τζόζεφ την ακολούθησε. «Μητέρα» είπε «μην ανησυχείς». Της έδωσε ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε ένα μαντήλι. Μέσα από το ύφασμα, η Λούσυ αισθάνθηκε κάτι που φαινόταν σαν ένα μεγάλο ζευγάρι γυαλιά. Ήταν το Ουρίμ και τo Θουμμίμ, οι πέτρες-βλέποντες, τις οποίες ο Κύριος είχε προετοιμάσει για τη μετάφραση των πλακών26.
Η Λούσυ ήταν κατενθουσιασμένη. Ο Τζόζεφ φαινόταν σαν ένα μεγάλο βάρος να είχε φύγει από πάνω του. Αλλά όταν συνάντησε τους άλλους μέσα στο σπίτι, έκανε το πρόσωπό του να φαίνεται θλιμμένο και έφαγε το πρωινό του σιωπηλά. Αφού τελείωσε, ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι του, δείχνοντας θλιμμένος. «Είμαι απογοητευμένος» είπε στον Τζόζεφ Νάιτ.
«Λοιπόν» είπε ο άνδρας που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία «λυπάμαι».
«Είμαι τρομερά απογοητευμένος» επανέλαβε ο Τζόζεφ, ενώ η έκφρασή του άλλαζε σε χαμόγελο. «Είναι δέκα φορές καλύτερο από ό,τι περίμενα!» Συνέχισε να περιγράφει το μέγεθος και το βάρος των πλακών και μίλησε με ενθουσιασμό σχετικά με το Ουρίμ και το Θουμμίμ.
«Μπορώ να δω τα πάντα» είπε. «Είναι θαυμάσια»27.
Την επομένη, αφού έλαβε τις πλάκες, ο Τζόζεφ πήγε να εργασθεί, φτιάχνοντας ένα πηγάδι σε μια διπλανή κωμόπολη για να κερδίσει χρήματα ώστε να αγοράσει ένα κουτί με κλειδαριά. Το ίδιο πρωινό, ενώ ήταν σε μια δουλειά επάνω από τον λόφο, από το σπίτι των Σμιθ, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος άκουσε μια ομάδα ανδρών που σχεδίαζαν να κλέψουν τις χρυσές πλάκες. «Θα αποκτήσουμε τις πλάκες» είπε ένας από αυτούς «παρά τον Τζο Σμιθ ή όλους τους διαβόλους της κόλασης».
Ανήσυχος, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος επέστρεψε στο σπίτι και το είπε στην Έμμα. Εκείνη είπε ότι δεν ήξερε πού βρίσκονταν οι πλάκες, αλλά ήταν σίγουρη ότι ο Τζόζεφ τις είχε προστατέψει.
«Ναι» απάντησε ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος, «αλλά θυμήσου ότι για κάτι μικρό ο Ησαύ έχασε την ευλογία και τα δικαιώματά του. Μπορεί να γίνει το ίδιο με τον Τζόζεφ»28.
Για να σιγουρευτεί ότι οι πλάκες ήταν ασφαλείς, η Έμμα καβάλησε ένα άλογο και ίππευσε πάνω από μια ώρα έως το αγρόκτημα όπου εργαζόταν ο Τζόζεφ. Τον βρήκε κοντά στο πηγάδι, καλυμμένο με χώμα και ιδρώτα από την εργασία της ημέρας. Ακούγοντας για τον κίνδυνο, ο Τζόζεφ κοίταξε μέσα στο Ουρίμ και το Θουμμίμ και είδε ότι οι πλάκες ήταν ασφαλείς.
Πίσω στο σπίτι ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος προχωρούσε μπρος-πίσω έξω από το σπίτι, κοιτάζοντας κάθε λεπτό τον δρόμο, μέχρι που είδε τον Τζόζεφ και την Έμμα.
«Πατέρα» είπε ο Τζόζεφ καθώς έφθαναν «όλα είναι ασφαλή -- δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας»29.
Αλλά ήταν στιγμή να πράξουν.
Πηγαίνοντας γρήγορα προς τον λόφο, ο Τζόζεφ βρήκε τον κορμό όπου ήταν κρυμμένες οι πλάκες και προσεκτικά τις τύλιξε σε ένα πουκάμισο30. Στη συνέχεια, εισχώρησε στο δάσος και κατευθύνθηκε προς το σπίτι, ενώ έβλεπε τριγύρω μήπως υπήρχε κίνδυνος. Το δάσος τον έκρυβε από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στον κύριο δρόμο, αλλά έδινε στους ληστές πολλά μέρη να κρυφτούν.
Ζορισμένος από το βάρος του χρονικού, ο Τζόζεφ περνούσε μέσα από το δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένα πεσμένο δένδρο έκλεισε το μονοπάτι μπροστά του και καθώς περνούσε από πάνω του, αισθάνθηκε κάτι σκληρό να τον χτυπά από πίσω. Γυρίζοντας, είδε έναν άνδρα να τον πλησιάζει, κρατώντας ένα όπλο σαν ρόπαλο.
Κρατώντας σφιχτά τις πλάκες με το ένα χέρι, ο Τζόζεφ χτύπησε τον άνδρα ρίχνοντάς τον κάτω και έσπευσε βαθύτερα μέσα στο πυκνό δάσος. Έτρεξε για περίπου οκτακόσια μέτρα όταν ένας άλλος άνδρας πετάχτηκε πίσω από ένα δένδρο και τον χτύπησε με το πίσω μέρος του όπλου του. Ο Τζόζεφ πάλεψε με τον άνδρα και έτρεξε μακριά, απελπισμένος να βγει από το δάσος. Αλλά προτού μπορέσει να πάει μακριά, του επιτέθηκε ένας τρίτος άνδρας, χτυπώντας τον τόσο δυνατά που τον έκανε να παραπατά. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, ο Τζόζεφ χτύπησε τον άνδρα δυνατά και έτρεξε σπίτι31.
Πίσω στο σπίτι, ο Τζόζεφ τρέχοντας άνοιξε βίαια την πόρτα κρατώντας κάτω από το ένα χέρι του το βαρύ δέμα. «Πατέρα» φώναξε «Έχω τις πλάκες».
Η δεκατετράχρονη αδελφή του, Κάθριν, τον βοήθησε να ακουμπήσει το δέμα επάνω σε ένα τραπέζι καθώς η υπόλοιπη οικογένεια μαζεύτηκε γύρω του. Ο Τζόζεφ μπορούσε να δει ότι ο πατέρας του και ο μικρότερος αδελφός του, ο Γουίλιαμ, ήθελαν να ξετυλίξουν το ύφασμα για να δουν τις πλάκες, αλλά τους σταμάτησε.
«Δεν μπορούμε να τις δούμε;» Ρώτησε ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος.
«Όχι» είπε ο Τζόζεφ. «Ήμουν ανυπάκουος την πρώτη φορά, αλλά σκοπεύω να είμαι πιστός αυτή τη φορά».
Τους είπε ότι μπορούσαν να νιώσουν τις πλάκες μέσα από το ύφασμα και ο αδελφός του, ο Γουίλιαμ, σήκωσε το δέμα. Ήταν πιο βαρύ από πέτρα και ο Γουίλιαμ μπορούσε να δει ότι είχε φύλλα που κινούντο όπως οι σελίδες ενός βιβλίου32. Ο Τζόζεφ επίσης έστειλε τον μικρότερο αδελφό του, τον Δον Κάρλος, να πάρει ένα κουτί με κλειδαριά από τον Χάυρουμ, ο οποίος ζούσε λίγο πιο κάτω μαζί με τη γυναίκα του, την Τζερούσα και την νεογέννητη κόρη τους.
Ο Χάυρουμ έφθασε σύντομα και μόλις οι πλάκες ήταν ασφαλείς μέσα στο κουτί, ο Τζόζεφ κατέρρευσε σε ένα κοντινό κρεβάτι και άρχισε να λέει στην οικογένειά του σχετικά με τους άνδρες μέσα στο δάσος.
Καθώς μιλούσε, συνειδητοποίησε ότι το χέρι του πονούσε. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, είχε εξαρθρωθεί ο αντίχειράς του.
«Πρέπει να σταματήσω να μιλάω, πατέρα» είπε ξαφνικά «και να μου βάλεις τον αντίχειρα στη θέση του»33.