«Αυτόν να ακούς», κεφάλαιο 2 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Το Πρότυπο της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)
Κεφάλαιο 2: «Αυτόν να ακούς»
Κεφάλαιο 2
Αυτόν να ακούς
Ο Τζόζεφ σηκώθηκε νωρίς ένα ανοιξιάτικο πρωινό το 1820 και ξεκίνησε για το δάσος κοντά στο σπίτι του. Η ημέρα ήταν διαυγής και όμορφη και το φως του ήλιου περνούσε μέσα από τα κλαδιά ψηλά. Ήθελε να είναι μόνος όταν προσευχόταν και γνώριζε ένα ήσυχο σημείο στο δάσος, όπου πρόσφατα είχε καθαρίσει δένδρα. Είχε αφήσει το τσεκούρι του εκεί, σφηνωμένο σε ένα κούτσουρο1.
Αφού βρήκε το μέρος, ο Τζόζεφ κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνος του. Ήταν νευρικό επειδή προσευχόταν έξω δυνατά και δεν ήθελε να τον διακόψουν.
Ικανοποιημένος με το γεγονός ότι ήταν μόνος του, ο Τζόζεφ γονάτισε στη δροσερή γη και άρχισε να λέει τις επιθυμίες της καρδιάς του στον Θεό. Ζήτησε ευσπλαχνία, συγχώρεση και σοφία, ώστε να βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις του. «Ω Κύριε» προσευχήθηκε «σε ποια εκκλησία να προσχωρήσω;»2
Καθώς προσευχόταν, η γλώσσα του άρχισε να πρήζεται μέχρι που δεν μπορούσε να μιλήσει. Άκουσε βήματα πίσω του, αλλά δεν είδε κανέναν όταν γύρισε. Προσπάθησε να προσευχηθεί ξανά, αλλά τα βήματα ακούγονταν πιο δυνατά σαν κάποιος να ερχόταν για εκείνον. Πετάχτηκε όρθιος και στριφογύρισε, αλλά και πάλι δεν είδε κανένα3.
Ξαφνικά, μία αόρατη δύναμη τον κατέλαβε. Προσπάθησε να μιλήσει ξανά, αλλά η γλώσσα του ήταν ακόμα δεμένη. Ένα πυκνό σκοτάδι τον περιέβαλε ολόγυρα μέχρι που δεν μπορούσε πλέον να δει το φως του ήλιου. Αμφιβολίες και άθλιες εικόνες πέρασαν από το μυαλό του, συγχύζοντάς τον και αποσπώντας του την προσοχή. Αισθάνθηκε σαν κάποιο απαίσιο ον, αληθινό και πάρα πολύ ισχυρό, να ήθελε να τον καταστρέψει4.
Προσπαθώντας με όλη του τη δύναμη, ο Τζόζεφ επικαλέστηκε για μία ακόμη φορά τον Θεό. Η γλώσσα του λύθηκε και παρακάλεσε για λύτρωση. Αλλά άρχισε να βυθίζεται σε απελπισία, καταβεβλημένος από το ανυπόφορο σκότος και ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τον εαυτό του στην καταστροφή5.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε επάνω από το κεφάλι του μια στήλη φωτός. Κατέβαινε αργά και φάνηκε ότι έβαλε φωτιά στα δένδρα γύρω του. Όταν το φως έπεσε πάνω του, ο Τζόζεφ αισθάνθηκε την αόρατη δύναμη να τον απελευθερώνει. Το Πνεύμα του Θεού πήρε τη θέση του, γεμίζοντάς τον με ειρήνη και ανείπωτη χαρά.
Κοιτώντας προς το φως, ο Τζόζεφ είδε τον Θεό Πατέρα να στέκεται από πάνω του στον αέρα. Το πρόσωπό Του ήταν λαμπρότερο και ενδοξότερο από οτιδήποτε άλλο είχε δει ποτέ του ο Τζόζεφ. Ο Θεός τον κάλεσε με το όνομά του και του έδειξε ένα άλλο άτομο που εμφανίσθηκε δίπλα Του. «Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός» είπε. Αυτόν να ακούς!»6
Ο Τζόζεφ κοίταξε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ήταν τόσο λαμπρό και ένδοξο όπως του Πατέρα.
«Τζόζεφ» είπε ο Σωτήρας «οι αμαρτίες σου συγχωρούνται»7.
Όταν το φορτίο του σηκώθηκε, ο Τζόζεφ επανέλαβε την ερώτησή του: «Σε ποια εκκλησία να προσχωρήσω;»8
«Να μην προσχωρήσεις σε καμία από αυτές» του είπε ο Σωτήρας. «Διδάσκουν ως διδαχές τις εντολές των ανθρώπων, έχοντας τη μορφή της ευσέβειας, αλλά αρνούνται τη δύναμή της».
Ο Κύριος είπε στον Τζόζεφ ότι ο κόσμος ήταν βυθισμένος στην αμαρτία. «Κανείς δεν κάνει το καλό» εξήγησε Εκείνος. «Έχουν παρεκκλίνει από το Ευαγγέλιο και δεν τηρούν τις εντολές μου». Οι ιερές αλήθειες είχαν χαθεί ή διαφθαρεί, αλλά υποσχέθηκε να αποκαλύψει την πληρότητα του Ευαγγελίου Του στον Τζόζεφ στο μέλλον9.
Καθώς ο Σωτήρας μιλούσε, ο Τζόζεφ είδε στρατιές αγγέλων και το φως γύρω τους άστραφτε λαμπρότερο από τον ήλιο του μεσημεριού. «Και ιδές, και να, Εγώ έρχομαι γρήγορα» είπε ο Κύριος «ενδεδυμένος με τη δύναμη του Πατέρα μου»10.
Ο Τζόζεφ περίμενε ότι τα δένδρα θα κατακαίγονταν από τη λαμπρότητα, αλλά τα δένδρα καίγονταν σαν τη βάτο του Μωυσή και δεν κατακαίγονταν11.
Όταν το φως εξασθένισε, ο Τζόζεφ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτώντας προς τον ουρανό. Η στήλη φωτός είχε αποχωρίσει και η ενοχή και η σύγχυσή του είχαν φύγει. Αισθήματα ουράνιας αγάπης γέμισαν την καρδιά του12. Ο Θεός Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός του είχαν μιλήσει και είχε μάθει αφ’ εαυτού του πώς να βρει την αλήθεια και τη συγχώρεση.
Πολύ αδύναμος για να κινηθεί εξαιτίας του οράματος, ο Τζόζεφ έμεινε ξαπλωμένος στο δάσος, μέχρι που απέκτησε λίγη δύναμη. Ύστερα πήγε με δυσκολία στο σπίτι και ακούμπησε πάνω στο τζάκι για υποστήριξη. Η μητέρα του τον είδε και ρώτησε τι συνέβαινε.
«Όλα είναι εντάξει» την διαβεβαίωσε. «Είμαι αρκετά καλά»13.
Λίγες ημέρες αργότερα, ενώ μιλούσε σε έναν ιεροκήρυκα, ο Τζόζεφ του είπε για ό,τι είχε δει στο δάσος. Ο ιεροκήρυκας συμμετείχε στις πρόσφατες θρησκευτικές αναβιώσεις και ο Τζόζεφ περίμενε από αυτόν να πάρει το όραμά του στα σοβαρά.
Αρχικά ο ιεροκήρυκας αντιμετώπισε τα λόγια του με ελαφρότητα. Οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είχαν ουράνια οράματα από καιρού εις καιρόν14. Αλλά ύστερα θύμωσε και έγινε αμυντικός και είπε στον Τζόζεφ ότι η ιστορία του ήταν από τον διάβολο. Οι ημέρες των οραμάτων και των αποκαλύψεων είχαν σταματήσει πολύ καιρό πριν, είπε εκείνος, και δεν θα επέστρεφαν ποτέ15.
Ο Τζόζεφ έμεινε έκπληκτος και σύντομα διαπίστωσε ότι κανένας δεν θα πίστευε το όραμά του16. Γιατί θα έπρεπε να το κάνουν; Ήταν μόνο δεκατεσσάρων ετών και δεν είχε σχεδόν καμία εκπαίδευση. Προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια και περίμενε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εργαζόμενος στα χωράφια και κάνοντας ασυνήθεις εργασίες για να κερδίσει μια πενιχρή διαβίωση.
Κι όμως η μαρτυρία του ενόχλησε κάποιους ανθρώπους τόσο ώστε να τον γελοιοποιήσουν. Πόσο παράξενο, σκέφτηκε, που ένα απλό, άσημο για τον κόσμο αγόρι, μπορούσε να προσελκύσει τόση πικρία και καταδίωξη. «Γιατί με καταδιώκετε που λέω την αλήθεια;» ήθελε να ρωτήσει. «Γιατί ο κόσμος θέλει να με κάνει να αρνηθώ αυτό που πράγματι έχω δει;»
Ο Τζόζεφ δυσκολευόταν να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά για το υπόλοιπο της ζωής του. «Είχα πράγματι δει ένα φως, και μέσα σ’ αυτό το φως είδα δυο Άτομα, και πράγματι μου μίλησαν» ύστερα αφηγήθηκε «και παρ’ όλο που μισήθηκα και καταδιώχτηκα επειδή είπα ότι είχα δει ένα όραμα, εντούτοις ήταν αλήθεια».
«Το ήξερα, και ήξερα ότι ο Θεός το ήξερε» κατέθεσε μαρτυρία «και δεν μπορούσα να το αρνηθώ»17.
Όταν ο Τζόζεφ ανακάλυψε ότι μιλώντας για το όραμά του έστρεφε τους γείτονές του εναντίον του, το κράτησε μέσα του, παραμένοντας ικανοποιημένος με τη γνώση που ο Θεός του είχε δώσει18. Αργότερα, αφού έφυγε από την Νέα Υόρκη, προσπάθησε να καταγράψει την ιερή εμπειρία του που είχε στο δάσος. Περιέγραψε τη λαχτάρα του για συγχώρεση και την προειδοποίηση του Σωτήρος προς ένα κόσμο που έχει ανάγκη τη μετάνοια. Έγραψε τα λόγια μόνος του, ατελώς διατυπωμένα, ενώ προσπαθούσε ενθέρμως να συλλάβει το μεγαλείο της στιγμής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, αφηγήθηκε το όραμα πιο δημόσια, χρησιμοποιώντας γραμματείς που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να εκφράσει καλύτερα εκείνο που ξεπερνούσε κάθε περιγραφή. Είπε για την επιθυμία του να βρει την αληθινή εκκλησία και περιέγραψε τον Θεό Πατέρα να εμφανίζεται πρώτα για να παρουσιάσει τον Υιό. Έγραψε λιγότερα για τη δική του αναζήτηση για συγχώρεση και περισσότερα για το παγκόσμιο μήνυμα της αλήθειας του Σωτήρος και την ανάγκη για την αποκατάσταση του Ευαγγελίου19.
Σε κάθε προσπάθεια για να καταγράψει την εμπειρία του, ο Τζόζεφ κατέθετε μαρτυρία ότι ο Κύριος είχε ακούσει και είχε απαντήσει στην προσευχή του. Ως νέος άνδρας, έμαθε ότι η εκκλησία του Σωτήρος δεν βρισκόταν πια επάνω στη γη. Αλλά ο Κύριος είχε υποσχεθεί να αποκαλύψει περισσότερα σχετικά με το Ευαγγέλιο Του την κατάλληλη στιγμή. Έτσι ο Τζόζεφ αποφάσισε να εμπιστεύεται τον Θεό, να παραμείνει υπάκουος στην εντολή που έλαβε στο δάσος και να περιμένει υπομονετικά για περαιτέρω καθοδήγηση20.