«Πλάκες από χρυσό», κεφάλαιο 3 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Το Πρότυπο της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)
Κεφάλαιο 3: «Πλάκες από χρυσό»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Πλάκες από χρυσό
Πέρασαν τρία χρόνια και τρεις συγκομιδές. Ο Τζόζεφ περνούσε τις περισσότερες μέρες καθαρίζοντας τη γη, χρησιμοποιώντας το άροτρο και εργαζόμενος ως μισθωτός για να συγκεντρώσει χρήματα να δώσει την ετήσια καταβολή χρημάτων για την ιδιοκτησία της οικογένειάς του. Λόγω της εργασίας του τού ήταν αδύνατον να παρευρίσκεται πολύ συχνά στο σχολείο και περνούσε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του με την οικογένεια ή άλλους εργάτες.
Ο Τζόζεφ και οι φίλοι του ήταν νέοι και ξέγνοιαστοι. Ορισμένες φορές έκαναν ανόητα λάθη και ο Τζόζεφ έβρισκε ότι το να συγχωρεθεί μια φορά δεν σήμαινε ότι δεν θα χρειαζόταν να μετανοήσει ξανά. Ούτε το ένδοξο όραμά του απάντησε στην κάθε ερώτηση ούτε έδωσε τέλος στη σύγχυσή του1. Έτσι προσπάθησε να μείνει κοντά στον Θεό. Διάβαζε την Βίβλο, εμπιστευόταν την δύναμη του Ιησού Χριστού για να τον σώσει και υπάκουσε στην εντολή του Κυρίου να μην προσχωρήσει σε καμία εκκλησία.
Όπως πολλοί άνθρωποι στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του, ο Τζόζεφ πίστευε ότι ο Θεός μπορούσε να αποκαλύψει γνώση μέσω αντικειμένων όπως ράβδοι και πέτρες, όπως το είχε κάνει με τον Μωυσή, τον Ααρών και άλλους στην Βίβλο2. Μια μέρα, ενώ ο Τζόζεφ βοηθούσε έναν γείτονα να σκάψει ένα πηγάδι, βρήκε μια μικρή πέτρα θαμμένη βαθιά μέσα στη γη. Γνωρίζοντας ότι μερικές φορές οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ειδικές πέτρες για να αναζητήσουν χαμένα αντικείμενα ή κρυμμένους θησαυρούς, ο Τζόζεφ αναρωτήθηκε αν είχε βρει μια τέτοια πέτρα. Ερευνώντας την, είδε πράγματα που είναι αόρατα στο φυσικό μάτι3.
Το χάρισμα του Τζόζεφ να χρησιμοποιεί την πέτρα εντυπωσίασε τα μέλη της οικογένειας, τα οποία το είδαν ως σημείο ουράνιας εύνοιας4. Αλλά παρ’ όλο που είχε τη δωρεά του βλέποντος, ο Τζόζεφ δεν ήταν ακόμα σίγουρος αν ο Θεός ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Δεν μπορούσε πλέον να αισθανθεί τη συγχώρεση και την ειρήνη που είχε αισθανθεί μετά το όραμά του όταν είδε τον Πατέρα και τον Υιό. Αντ’ αυτού, συχνά αισθανόταν καταδικασμένος για τις αδυναμίες και ατέλειές του5.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1823, ο δεκαεπτάχρονος Τζόζεφ ήταν ξύπνιος στη κρεβατοκάμαρα-σοφίτα που μοιραζόταν με τους αδελφούς του. Είχε μείνει ξύπνιος μέχρι αργά εκείνο το βράδυ, ακούγοντας την οικογένειά του να μιλά για διάφορες εκκλησίες και τις διδαχές που δίδασκαν. Τώρα όλοι κοιμόντουσαν και το σπίτι ήταν ήσυχο6.
Στο σκοτάδι του δωματίου του, ο Τζόζεφ άρχισε να προσεύχεται, παρακαλώντας θερμά τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες του. Λαχταρούσε να επικοινωνήσει με έναν ουράνιο αγγελιαφόρο ο οποίος θα μπορούσε να τον διαβεβαιώσει για τη θέση του ενώπιον του Κυρίου και να του δώσει τη γνώση του Ευαγγελίου που του είχε υποσχεθεί στο δάσος. Ο Τζόζεφ ήξερε ότι ο Θεός είχε απαντήσει στις προσευχές του στο παρελθόν και είχε πλήρη πεποίθηση ότι θα απαντούσε ξανά.
Καθώς ο Τζόζεφ προσευχόταν, παρουσιάστηκε ένα φως δίπλα από το κρεβάτι του, το οποίο γινόταν όλο και πιο φωτεινό, μέχρι που γέμισε όλη τη σοφίτα. Ο Τζόζεφ κοίταξε επάνω και είδε έναν άγγελο να στέκεται στον αέρα. Ο άγγελος φορούσε έναν λευκό χιτώνα χωρίς ραφές που έφθανε μέχρι τους καρπούς και τους αστραγάλους του. Το φως ακτινοβολούσε από αυτόν και το πρόσωπό του έλαμπε σαν αστραπή.
Στην αρχή ο Τζόζεφ φοβήθηκε, αλλά σύντομα γέμισε με ειρήνη. Ο άγγελος τον κάλεσε με το όνομά του και συστήθηκε ως Μορόνι. Είπε ότι ο Θεός είχε συγχωρέσει τις αμαρτίες του Τζόζεφ και τώρα είχε ένα έργο για εκείνον να επιτελέσει. Ανακοίνωσε ότι θα γινόταν λόγος για το όνομα του Τζόζεφ για καλό και για κακό ανάμεσα σε όλους τους λαούς7.
Ο Μορόνι μίλησε για τις χρυσές πλάκες που ήταν θαμμένες σε έναν κοντινό λόφο. Επάνω στις πλάκες ήταν χαραγμένο το χρονικό ενός αρχαίου λαού που κάποτε ζούσε στην αμερικανική ήπειρο. Το χρονικό μιλούσε για την προέλευσή του και περιείχε μία αφήγηση για τον Ιησού Χριστό όταν τους επισκέφθηκε και τους δίδαξε την πληρότητα του Ευαγγελίου Του8. Ο Μορόνι είπε ότι θαμμένες μαζί με τις πλάκες, ήταν δύο λίθοι-βλέποντες, τους οποίους ο Τζόζεφ αργότερα αποκάλεσε το Ουρίμ και το Θουμμίμ, ή διερμηνείς. Ο Κύριος είχε προετοιμάσει αυτούς τους λίθους για να βοηθήσουν τον Τζόζεφ να μεταφράσει το χρονικό. Οι καθαροί λίθοι ήταν στερεωμένοι μαζί και τοποθετημένοι επάνω σε έναν θώρακα9.
Για το υπόλοιπο της επίσκεψης, ο Μορόνι ανέφερε προφητείες από τα βιβλικά βιβλία του Ησαΐα, του Ιωήλ και των Πράξεων. Εξήγησε ότι ο Κύριος θα ερχόταν σύντομα και το ανθρώπινο γένος δεν θα εκπλήρωνε τον σκοπό της δημιουργίας του, εκτός και αν η παλαιά διαθήκη του Θεού ανανεωνόταν πρώτα10. Ο Μορόνι είπε ότι ο Θεός είχε επιλέξει τον Τζόζεφ για να ανανεώσει την διαθήκη και ότι αν επέλεγε να είναι πιστός στις εντολές του Θεού, θα ήταν εκείνος που θα αποκάλυπτε το χρονικό επάνω στις πλάκες11.
Προτού αναχωρήσει, ο άγγελος πρόσταξε τον Τζόζεφ να φροντίσει τις πλάκες και να μην τις δείξει σε κανέναν, εκτός αν του δίδονταν διαφορετικές οδηγίες, προειδοποιώντας τον ότι θα καταστρεφόταν, αν δεν υπάκουε σε αυτή τη συμβουλή. Τότε φως συγκεντρώθηκε γύρω από τον Μορόνι και ανελήφθη στους ουρανούς12.
Καθώς ο Τζόζεφ σκεφτόταν το όραμα, φως γέμισε το δωμάτιο ξανά και ο Μορόνι εμφανίσθηκε ξανά, δίνοντας το ίδιο μήνυμα όπως πριν. Ύστερα αναχώρησε, απλώς για να παρουσιαστεί άλλη μια φορά και να δώσει το μήνυμά του για τρίτη φορά.
«Τώρα, Τζόζεφ, να προσέχεις» είπε. «Όταν πας να πάρεις τις πλάκες, ο νους σου θα γεμίσει με σκοτάδι και κάθε είδος κακού θα εισχωρήσει στο μυαλό σου για να σε εμποδίσει από το να τηρείς τις εντολές του Θεού». Οδηγώντας τον Τζόζεφ προς κάποιον που θα τον υποστήριζε, ο Μορόνι τον παρότρυνε να πει στον πατέρα του για τα οράματά του.
«Εκείνος θα πιστέψει κάθε λέξη που θα πεις» υποσχέθηκε ο άγγελος13.
Το επόμενο πρωινό, ο Τζόζεφ δεν είπε τίποτα σχετικά με τον Μορόνι, παρ’ όλο που ήξερε ότι ο πατέρας του πίστευε σε οράματα και αγγέλους. Αντιθέτως, πέρασαν το πρωινό θερίζοντας ένα κοντινό χωράφι μαζί με τον Άλβιν.
Το έργο ήταν δύσκολο. Ο Τζόζεφ προσπαθούσε να προφτάσει τον αδελφό του καθώς κουνούσαν το δρέπανό τους μπρος-πίσω μέσα από τα ψηλά σιτηρά. Αλλά οι επισκέψεις του Μορόνι τον είχαν κρατήσει ξύπνιο όλο το βράδυ και οι σκέψεις του συνεχώς επέστρεφαν σε εκείνο το αρχαίο χρονικό και τον λόφο όπου ήταν θαμμένο.
Σύντομα σταμάτησε να εργάζεται και ο Άλβιν τον παρατήρησε. «Πρέπει να συνεχίσουμε το έργο» είπε στον Τζόζεφ «αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το έργο»14.
Ο Τζόζεφ προσπάθησε να εργαστεί πιο σκληρά και πιο γρήγορα, αλλά ό,τι και αν έκανε, δεν μπορούσε να προφτάσει τον Άλβιν. Ύστερα από λίγο, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος παρατήρησε ότι ο Τζόζεφ φαινόταν χλωμός και είχε σταματήσει την εργασία του ξανά. «Πήγαινε σπίτι» του είπε, πιστεύοντας ότι ο υιός του ήταν άρρωστος.
Ο Τζόζεφ υπάκουσε τον πατέρα του και πήγε σκοντάφτοντας προς το σπίτι. Όμως καθώς προσπάθησε να περάσει έναν φράχτη, κατέρρευσε στο έδαφος, εξουθενωμένος.
Ενώ βρισκόταν εκεί, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, είδε τον Μορόνι να στέκεται από πάνω του για άλλη μια φορά, περιβαλλόμενος από φως. Ρώτησε: «Γιατί δεν είπες στον πατέρα σου αυτά που σου είπα;»
Ο Τζόζεφ είπε πως φοβόταν ότι ο πατέρας του δεν θα τον πίστευε.
«Θα σε πιστέψει» τον διαβεβαίωσε ο Μορόνι, και ύστερα επανέλαβε το μήνυμά του από το προηγούμενο βράδυ15.
Ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος έκλαψε όταν ο υιός του τού είπε σχετικά με τον άγγελο και το μήνυμά του. «Ήταν ένα όραμα από τον Θεό» είπε. «Ακολούθησε όσα άκουσες»16.
Ο Τζόζεφ ξεκίνησε αμέσως για τον λόφο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Μορόνι τού είχε δείξει σε ένα όραμα που βρίσκονταν κρυμμένες οι πλάκες, έτσι ήξερε πού να πάει. Εκείνος ο λόφος, ένας από τους μεγαλύτερους στην περιοχή, ήταν περίπου 5 χιλιόμετρα από το σπίτι του. Οι πλάκες ήταν θαμμένες κάτω από μια μεγάλη, στρογγυλή πέτρα στη δυτική πλευρά του λόφου, κοντά στην κορυφή.
Ο Τζόζεφ σκεφτόταν τις πλάκες καθώς περπατούσε. Παρ’ όλο που ήξερε ότι ήταν ιερές, ήταν δύσκολο για εκείνον να αντισταθεί στο να αναρωτιέται πόση αξία είχαν. Είχε ακούσει παραμύθια για κρυμμένους θησαυρούς που προστατεύονταν από φύλακες πνεύματα, αλλά ο Μορόνι και οι πλάκες που περιέγραψε ήταν διαφορετικά από εκείνες τις ιστορίες. Ο Μορόνι ήταν ουράνιος αγγελιαφόρος, διορισμένος από τον Θεό να παραδώσει το χρονικό με ασφάλεια στον εκλεκτό Του βλέποντα. Και οι πλάκες ήταν πολύτιμες, όχι γιατί ήταν από χρυσό, αλλά γιατί μαρτυρούσαν για τον Ιησού Χριστό.
Ωστόσο, ο Τζόζεφ δεν μπορούσε να μη σκέφτεται ότι τώρα ήξερε ακριβώς πού να βρει αρκετό θησαυρό για να ελευθερώσει την οικογένειά του από τη φτώχια17.
Φθάνοντας στον λόφο, ο Τζόζεφ εντόπισε το μέρος που είχε δει στο όραμα και άρχισε να σκάβει στη βάση της πέτρας, μέχρι που φάνηκαν οι άκρες. Ύστερα βρήκε ένα μεγάλο κλαδί δένδρου και το χρησιμοποίησε ως μοχλό για να σηκώσει την πέτρα και να την σπρώξει στην άκρη18.
Κάτω από τον ογκόλιθο υπήρχε ένα κουτί, τα τοιχώματα και η βάση του ήταν από πέτρα. Κοιτώντας μέσα, ο Τζόζεφ είδε τις χρυσές πλάκες, τους λίθους-βλέποντες και τον θώρακα19. Οι πλάκες ήταν καλυμμένες με αρχαία γραφή και ήταν δεμένες από τη μια πλευρά με τρεις κρίκους. Κάθε πλάκα ήταν περίπου δεκαπέντε εκατοστά πλάτος, είκοσι εκατοστά μήκος και λεπτή. Μέρος των πλακών φαινόταν επίσης ότι ήταν σφραγισμένο, ώστε κανείς να μην μπορούσε να το διαβάσει20.
Με έκπληξη, ο Τζόζεφ αναρωτήθηκε ξανά πόσο άξιζαν οι πλάκες. Πήγε να τις πάρει -- και αισθάνθηκε ένα ηλεκτρικό σοκ να τον διαπερνά. Τράβηξε το χέρι του πίσω, αλλά ύστερα πήγε να πάρει τις πλάκες δύο ακόμα φορές και κάθε φορά ένιωσε το ίδιο σοκ.
«Γιατί δεν μπορώ να αποκτήσω αυτό το βιβλίο;» φώναξε.
«Γιατί δεν έχεις τηρήσει τις εντολές του Κυρίου» είπε μια φωνή από δίπλα21.
Ο Τζόζεφ γύρισε και είδε τον Μορόνι. Αμέσως το μήνυμα από την προηγούμενη νύχτα πλημμύρισε το μυαλό του και κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει τον αληθινό σκοπό του χρονικού. Ξεκίνησε να προσεύχεται και ο νους και η ψυχή του ξύπνησαν με το Άγιο Πνεύμα.
«Κοίτα» πρόσταξε ο Μορόνι. Ένα άλλο όραμα ξεδιπλώθηκε ενώπιον του Τζόζεφ και είδε τον Σατανά να περιβάλλεται από τις αναρίθμητες στρατιές του. «Όλα αυτά φαίνονται, το καλό και το κακό, το άγιο και το ρυπαρό, η δόξα του Θεού και η δύναμη του σκότους» δήλωσε ο άγγελος «ώστε να ξέρεις από εδώ και εμπρός τις δύο δυνάμεις και ποτέ να μην επηρεαστείς ή να υπερνικηθείς από αυτόν τον κακό».
Καθοδήγησε τον Τζόζεφ να καθαρίσει την καρδιά του και να ενδυναμώσει τον νου του για να λάβει το χρονικό. «Αν αποκτήσεις ποτέ αυτά τα ιερά πράγματα, πρέπει να είναι μέσω προσευχής και πίστης, υπακούοντας στον Κύριο» εξήγησε ο Μορόνι. «Δεν είναι τοποθετημένες εδώ με σκοπό απόκτησης κέρδους και πλούτου για τη δόξα του κόσμου αυτού. Επισφραγίστηκαν με την προσευχή πίστης»22.
Ο Τζόζεφ ρώτησε πότε θα μπορούσε να αποκτήσει τις πλάκες.
«Την εικοστή δεύτερη ημέρα του επόμενου Σεπτεμβρίου» είπε ο Μορόνι «αν φέρεις το σωστό άτομο μαζί σου».
«Ποιο είναι το σωστό άτομο;» Ο Τζόζεφ ρώτησε.
«Ο μεγαλύτερος αδελφός σου»23.
Από τότε που ήταν παιδί, ο Τζόζεφ ήξερε ότι μπορούσε να βασίζεται στον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Άλβιν τώρα ήταν εικοσιπέντε ετών και θα μπορούσε να είχε αποκτήσει το δικό του αγρόκτημα, αν ήθελε. Όμως είχε επιλέξει να μείνει στο οικογενειακό αγρόκτημα για να βοηθήσει τους γονείς να εγκατασταθούν και να διασφαλίσουν τη γη τους καθώς μεγάλωναν σε ηλικία. Ήταν σοβαρός και εργατικός και ο Τζόζεφ τον αγαπούσε και τον θαύμαζε πάρα πολύ24.
Ίσως ο Μορόνι αισθάνθηκε πως ο Τζόζεφ χρειαζόταν τη σοφία και τη δύναμη του αδελφού του, για να γίνει το είδος ατόμου στο οποίο ο Κύριος θα μπορούσε να εμπιστευτεί τις πλάκες.
Επιστρέφοντας στο σπίτι εκείνο το βράδυ, ο Τζόζεφ ήταν κουρασμένος. Αλλά η οικογένειά του μαζεύτηκε γύρω του, με το που μπήκε μέσα στο σπίτι, ανυπόμονοι να μάθουν τι είχε βρει στον λόφο. Ο Τζόζεφ άρχισε να του λέει σχετικά με τις πλάκες, αλλά ο Άλβιν τον διέκοψε, όταν παρατήρησε πόσο αποκαμωμένος φαινόταν ο Τζόζεφ.
«Πάμε στο κρεβάτι» είπε «και θα σηκωθούμε νωρίς το πρωί να πάμε για δουλειά». Θα είχαν πολύ χρόνο αύριο να ακούσουν το υπόλοιπο της ιστορίας του Τζόζεφ. «Αν η μητέρα ετοιμάσει το βραδινό μας νωρίς» είπε «τότε θα περάσουμε μια ωραία, μακρά βραδιά και θα καθίσουμε όλοι να σε ακούσουμε να μιλάς»25.
Το επόμενο βράδυ, ο Τζόζεφ είπε αυτά που είχαν συμβεί στον λόφο και ο Άλβιν τον πίστεψε. Ως μεγαλύτερος υιός της οικογενείας, ο Άλβιν πάντα ένιωθε υπεύθυνος για την ευημερία των γονέων του που μεγάλωναν σε ηλικία. Εκείνος και οι αδελφοί του είχαν ήδη αρχίσει να χτίζουν ένα μεγαλύτερο σπίτι για την οικογένεια, έτσι ώστε να μπορούσαν να είναι πιο άνετα.
Τώρα φαινόταν ότι ο Τζόζεφ πρόσεχε την πνευματική τους ευημερία. Νύχτα με τη νύχτα, η οικογένειά του επικεντρωνόταν σε αυτόν ενώ μιλούσε για τις χρυσές πλάκες και τους ανθρώπους που τις έγραψαν. Η οικογένεια ενώθηκε περισσότερο και το σπίτι τους ήταν γεμάτο ειρήνη και ευτυχία. Όλοι αισθάνονταν ότι κάτι θαυμάσιο επρόκειτο να συμβεί26.
Τότε, ένα φθινοπωρινό πρωινό, λιγότερο από δύο μήνες μετά την επίσκεψη του Μορόνι, ο Άλβιν ήλθε σπίτι με έναν έντονο πόνο στο στομάχι του. Σκυμμένος με πόνο, ικέτευσε τον πατέρα του να καλέσει βοήθεια. Όταν τελικά έφτασε ο ιατρός, έδωσε στον Άλβιν ένα υπόλευκο φάρμακο, αλλά έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Ο Άλβιν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι για μέρες, σπαράζοντας από τον πόνο. Γνωρίζοντας ότι πιθανόν θα πέθαινε, κάλεσε τον Τζόζεφ. «Κάνε ό,τι μπορείς για να αποκτήσεις τα χρονικά» είπε ο Άλβιν. «Να είσαι πιστός στο να λαμβάνεις καθοδήγηση και να τηρείς κάθε εντολή που σου δίνεται»27.
Πέθανε λίγο καιρό αργότερα και η λύπη γέμισε όλο το σπίτι. Στην κηδεία, ένας κήρυκας είπε ότι ο Άλβιν είχε πάει στην κόλαση, χρησιμοποιώντας τον θάνατό του για να προειδοποιήσει άλλους για το τι θα συνέβαινε εκτός και αν ο Θεός παρενέβαινε για να τους σώσει. Ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος ήταν έξαλλος. Ο υιός του ήταν ένας καλός άνδρας και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Θεός θα τον καταδίκαζε28.
Τώρα που ο Άλβιν έφυγε, δεν μιλούσαν πλέον για τις πλάκες. Υπήρξε τόσο μεγάλος υποστηρικτής της θείας κλήσης του Τζόζεφ, που κάθε αναφορά στις πλάκες έφερνε τον θάνατό του στον νου τους. Η οικογένεια δεν μπορούσε να το αντέξει.
Ο Άλβιν έλειπε πολύ στον Τζόζεφ και πήρε τον θάνατό του πολύ βαριά. Ήλπιζε ότι θα βασιζόταν στον μεγαλύτερο αδελφό του για να τον βοηθήσει να πάρει το χρονικό. Τώρα ένιωθε εγκαταλελειμμένος29.
Όταν τελικά έφθασε η μέρα για να επιστρέψει στον λόφο, ο Τζόζεφ πήγε μόνος του. Χωρίς τον Άλβιν, δεν ήταν σίγουρος αν ο Κύριος θα τον εμπιστευόταν με τις πλάκες. Αλλά σκέφτηκε ότι μπορούσε να τηρεί κάθε εντολή που ο Κύριος του είχε δώσει, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο αδελφός του. Οι οδηγίες του Μορόνι για να πάρει τις πλάκες ήταν ξεκάθαρες. «Πρέπει να τις πάρεις στα χέρια σου και να πας κατευθείαν σπίτι σου χωρίς καθυστέρηση» είχε πει ο άγγελος «και να τις κλειδώσεις»30.
Στον λόφο, ο Τζόζεφ έσυρε τον βράχο, έβαλε τα χέρια του μέσα στο πέτρινο κουτί και έβγαλε τις πλάκες. Μια σκέψη τότε πέρασε από το μυαλό του: τα άλλα αντικείμενα μέσα στο κουτί είχαν αξία και έπρεπε να τα κρύψει προτού πάει σπίτι. Τοποθέτησε τις πλάκες κάτω και γύρισε για να καλύψει το κουτί. Αλλά όταν επέστρεψε στις πλάκες, είχαν εξαφανιστεί. Ανήσυχος, έπεσε στα γόνατα και ικέτευσε για να μάθει πού είχαν πάει.
Παρουσιάστηκε ο Μορόνι και είπε στον Τζόζεφ ότι πάλι είχε αποτύχει να ακολουθήσει τις οδηγίες. Όχι μόνο είχε αφήσει κάτω τις πλάκες χωρίς να τις ασφαλίσει, αλλά τις είχε αφήσει επίσης χωρίς να τις βλέπει. Όσο πρόθυμος και αν ήταν ο νεαρός βλέπων να κάνει το έργο του Κυρίου, δεν ήταν ακόμα ικανός να προστατεύσει το αρχαίο χρονικό.
Ο Τζόζεφ απογοητεύτηκε με τον εαυτό του, αλλά ο Μορόνι τού έδωσε οδηγίες να επιστρέψει για τις πλάκες τον επόμενο χρόνο. Τον δίδαξε επίσης περισσότερα σχετικά με το σχέδιο του Κυρίου για το βασίλειο του Θεού και το μεγάλο έργο που άρχιζε να κυλά.
Ωστόσο, αφού έφυγε ο άγγελος, ο Τζόζεφ κατέβαινε τον λόφο λυπημένος και ανησυχούσε τι θα νόμιζε η οικογένειά του, όταν θα πήγαινε σπίτι με άδεια χέρια31. Όταν μπήκε στο σπίτι, τον περίμεναν. Ο πατέρας του ρώτησε κατευθείαν αν είχε τις πλάκες.
«Όχι» είπε. «Δεν μπορούσα να τις πάρω».
«Τις είδες;»
«Τις είδα, αλλά δεν μπορούσα να τις πάρω».
«Εγώ θα τις είχα πάρει» είπε ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος «αν ήμουν στη θέση σου».
«Δεν ξέρεις τις λες» είπε ο Τζόζεφ. «Δεν μπορούσα να τις πάρω, γιατί ο άγγελος του Κυρίου δεν με άφηνε»32.