«Η δωρεά και η δύναμη του Θεού», κεφάλαιο 6 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Το Πρότυπο της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)
Κεφάλαιο 6: «Η δωρεά και η δύναμη του Θεού»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η δωρεά και η δύναμη του Θεού
Όταν ο Τζόζεφ επέστρεψε στη Χάρμονυ το καλοκαίρι του 1828, ο Μορόνι εμφανίσθηκε σε αυτόν ξανά και του πήρε τις πλάκες. «Αν είσαι αρκετά ταπεινός και μετανοείς» είπε ο άγγελος «θα τις λάβεις ξανά στις είκοσι-δύο Σεπτεμβρίου»1.
Σκοτάδι επισκίασε το μυαλό του Τζόζεφ2. Ήξερε ότι είχε κάνει λάθος που αγνόησε το θέλημα του Θεού και εμπιστεύτηκε τον Μάρτιν με το χειρόγραφο. Τώρα ο Θεός δεν τον εμπιστευόταν πλέον με τις πλάκες ή τους διερμηνείς. Αισθανόταν σαν να του άξιζε κάθε τιμωρία που θα του έστελναν οι ουρανοί3.
Επιβεβαρυμμένος με ενοχές και λύπη, γονάτισε, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και παρακάλεσε για συγχώρεση. Σκέφτηκε που είχε κάνει λάθος και τι θα μπορούσε να κάνει καλύτερα, αν ο Κύριος του επέτρεπε να μεταφράσει ξανά4.
Μια μέρα τον Ιούνιο, καθώς ο Τζόζεφ περπατούσε κοντά στο σπίτι του, ο Μορόνι εμφανίσθηκε σε αυτόν. Ο άγγελος του έδωσε τους διερμηνείς και ο Τζόζεφ είδε ξανά ένα θείο μήνυμα μέσα σε αυτούς: «Τα έργα και τα σχέδια και οι σκοποί του Θεού δεν μπορούν να ματαιωθούν, ούτε μπορούν να εκμηδενιστούν»5.
Τα λόγια ήταν καθησυχαστικά, αλλά σύντομα έγιναν επιτιμητικά. «Πόσο αυστηρές ήταν οι εντολές που σου δόθηκαν» είπε ο Κύριος. «Δεν έπρεπε να φοβηθείς τον άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό». Έδωσε εντολή στον Τζόζεφ να είναι πιο προσεκτικός με τα ιερά πράγματα. Το χρονικό επάνω στις χρυσές πλάκες ήταν πιο σημαντικό από τη φήμη του Μάρτιν ή την επιθυμία του Τζόζεφ να ευχαριστήσει τους ανθρώπους. Ο Θεός το είχε προετοιμάσει για να ανανεώσει την αρχαία διαθήκη Του και να διδάξει όλους τους ανθρώπους να βασίζονται στον Ιησού Χριστό για σωτηρία.
Ο Κύριος παρότρυνε τον Τζόζεφ να θυμάται το έλεός Του. «Μετανόησε για αυτό που έχεις κάνει» πρόσταξε Εκείνος «και είσαι ακόμα εκλεκτός». Για άλλη μια φορά, κάλεσε τον Τζόζεφ να είναι ο προφήτης και ο βλέπων Του. Ωστόσο, τον προειδοποίησε να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τον λόγο Του.
«Αν δεν το κάνεις αυτό» δήλωσε «θα παραδοθείς και θα γίνεις σαν τους άλλους ανθρώπους και δεν θα έχεις πλέον δωρεά»6.
Εκείνο το φθινόπωρο, οι γονείς του Τζόζεφ ταξίδεψαν νότια στη Χάρμονυ. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τότε που ο Τζόζεφ έφυγε από το σπίτι τους στο Μάντσεστερ και δεν είχαν ακούσει νέα του. Ανησυχούσαν μήπως οι τραγωδίες του καλοκαιριού τον είχαν αποκαρδιώσει. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, είχε χάσει το πρώτο του παιδί, κόντεψε να χάσει τη σύζυγό του και έχασε τις σελίδες του χειρόγραφου. Ήθελαν να σιγουρευτούν ότι εκείνος και η Έμμα ήταν καλά.
Λιγότερο από ένα χιλιόμετρο πριν φθάσουν στον προορισμό τους, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος και η Λούσυ χάρηκαν πολύ που είδαν τον Τζόζεφ να στέκεται στον δρόμο μπροστά τους, δείχνοντας ήρεμος και χαρούμενος. Τους είπε σχετικά με το γεγονός ότι έχασε την εμπιστοσύνη του Θεού, με ότι μετανόησε για τις αμαρτίες του και με το ότι έλαβε αποκάλυψη. Η επίπληξη του Κυρίου τον είχε πειράξει, αλλά όπως οι παλαιοί προφήτες, κατέγραψε την αποκάλυψη για να μπορούν να την διαβάσουν άλλοι. Ήταν η πρώτη φορά που κατέγραψε τον λόγο του Κυρίου προς εκείνον.
Ο Τζόζεφ είπε επίσης στους γονείς του ότι ο Μορόνι είχε από τότε επιστρέψει τις πλάκες και τους διερμηνείς. Ο άγγελος φαινόταν ευχαριστημένος, αφηγήθηκε ο Τζόζεφ. «Μου είπε ότι ο Κύριος με αγαπούσε για την πίστη και την ταπεινοφροσύνη μου».
Το χρονικό ήταν τώρα αποθηκευμένο με ασφάλεια μέσα στο σπίτι, κρυμμένο σε έναν κορμό. «Η Έμμα γράφει για μένα τώρα» τους είπε ο Τζόζεφ «αλλά ο άγγελος είπε ότι ο Κύριος θα στείλει κάποιον για να γράφει για μένα και πιστεύω πως έτσι θα γίνει»7.
Την επόμενη άνοιξη, ο Μάρτιν Χάρρις ταξίδεψε στη Χάρμονυ με ορισμένα άσχημα νέα. Η γυναίκα του είχε καταθέσει καταγγελία στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ο Τζόζεφ ήταν ένας απατεώνας ο οποίος προσποιείτο ότι μετέφραζε χρυσές πλάκες. Ο Μάρτιν τώρα περίμενε να τον καλέσουν να καταθέσει στο δικαστήριο. Έπρεπε να δηλώσει ότι ο Τζόζεφ τον είχε ξεγελάσει, αλλιώς η Λούσυ επίσης θα τον κατηγορούσε για δόλο8.
Ο Μάρτιν πίεζε τον Τζόζεφ να του δώσει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία ότι οι πλάκες ήταν αληθινές. Ήθελε να πει στο δικαστήριο τα πάντα σχετικά με τη μετάφραση, αλλά ανησυχούσε ότι οι άνθρωποι δεν θα τον πίστευαν. Η Λούσυ, τελικά, είχε ψάξει το σπίτι των Σμιθ και ποτέ δεν βρήκε το χρονικό. Και παρ’ όλο που είχε υπηρετήσει ως γραφέας στον Τζόζεφ για δύο μήνες, ο Μάρτιν δεν είχε δει ποτέ τις πλάκες και δεν μπορούσε να καταθέσει μαρτυρία για αυτές9.
Ο Τζόζεφ έθεσε αυτή την ερώτηση στον Κύριο και έλαβε μία απάντηση για τον φίλο του. Ο Κύριος δεν θα έλεγε στον Μάρτιν τι να πει στο δικαστήριο, ούτε θα του πρόσφερε περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, μέχρις ότου ο Μάρτιν να επιλέξει να είναι ταπεινός και να ασκήσει πίστη. «Αν δεν πιστέψουν τα λόγια μου, δεν θα πιστέψουν ούτε εσένα, Τζόζεφ δούλε μου» είπε «αν ακόμα ήταν δυνατόν να τους δείξεις όλα αυτά τα πράγματα τα οποία σου έχω εμπιστευτεί».
Ο Κύριος υποσχέθηκε να φερθεί στον Μάρτιν με έλεος, αν έπραττε όπως έπραξε ο Τζόζεφ εκείνο το καλοκαίρι και ταπείνωνε τον εαυτό του, εμπιστευόταν τον Θεό και μάθαινε από τα λάθη του. Τρεις πιστοί μάρτυρες θα έβλεπαν τις πλάκες τον κατάλληλο καιρό, είπε ο Κύριος και ο Μάρτιν θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς, αν σταματούσε να επιζητεί την έγκριση των άλλων10.
Προτού τελειώσει τα λόγια Του, ο Κύριος έκανε μια δήλωση. «Αν οι άνθρωποι αυτής της γενεάς δεν σκληρύνουν την καρδιά τους» είπε «θα ιδρύσω την εκκλησία μου»11.
Ο Τζόζεφ συλλογίστηκε αυτά τα λόγια καθώς ο Μάρτιν κατέγραφε την αποκάλυψη. Εκείνος και η Έμμα ύστερα άκουγαν τον Μάρτιν να την διαβάζει για να ελέγξουν ότι καταγράφηκε με ακρίβεια. Καθώς διάβαζαν, ο πατέρας της Έμμας μπήκε στο δωμάτιο και άκουγε. Όταν τελείωσαν, εκείνος ρώτησε τίνος λόγια ήταν αυτά.
«Τα λόγια του Χριστού» εξήγησε ο Τζόζεφ και η Έμμα.
«Θεωρώ ότι όλα αυτά είναι μια αυταπάτη» είπε ο Ισαάκ. «Εγκαταλείψτε το»12.
Αγνοώντας τον πατέρα της Έμμας, ο Μάρτιν πήρε το αντίγραφό του της αποκάλυψης και ξεκίνησε προς το σπίτι του με την άμαξα. Είχε έλθει στη Χάρμονυ αναζητώντας αποδεικτικά στοιχεία για τις πλάκες και έφυγε με μια αποκάλυψη που καταθέτει μαρτυρία για την πραγματικότητα αυτών. Δεν μπορούσε να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο, αλλά επέστρεψε στην Παλμύρα ξέροντας ότι ο Κύριος τον γνώριζε.
Αργότερα, όταν ο Μάρτιν στάθηκε μπροστά στον δικαστή, έδωσε μια απλή, δυνατή μαρτυρία. Με ένα χέρι σηκωμένο στον ουρανό, κατέθεσε μαρτυρία ότι οι χρυσές πλάκες είναι αληθινές και δήλωσε ότι είχε δώσει χωρίς ενδοιασμό στον Τζόζεφ πενήντα δολάρια για να κάνει το έργο του Κυρίου. Χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία να αποδεικνύουν τις κατηγορίες της Λούσυς, το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση13.
Ο Τζόζεφ, εν τω μεταξύ, συνέχισε την μετάφραση, προσευχόμενος στον Κύριο να του στείλει σύντομα έναν άλλον γραφέα14.
Πίσω στο Μάντσεστερ, ένας νέος άνδρας ονόματι Όλιβερ Κάουντερυ, έμενε με τους γονείς του Τζόζεφ. Ο Όλιβερ ήταν έναν χρόνο μικρότερος του Τζόζεφ και το φθινόπωρο του 1828 είχε ξεκινήσει να διδάσκει στο σχολείο περίπου ένα χιλιόμετρο νότια από το αγρόκτημα των Σμιθ.
Οι δάσκαλοι συχνά κατοικούσαν με τις οικογένειες των μαθητών τους και όταν ο Όλιβερ άκουσε φήμες σχετικά με τον Τζόζεφ και τις χρυσές πλάκες, ρώτησε αν θα μπορούσε να μείνει με τους Σμιθ. Στην αρχή έμαθε μερικές λεπτομέρειες από την οικογένεια. Το κλεμμένο χειρόγραφο και η τοπική κακολογία τους είχε κάνει επιφυλακτικούς, σε σημείο που παρέμειναν σιωπηλοί15.
Αλλά κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1828-29, καθώς ο Όλιβερ δίδασκε τα παιδιά των Σμιθ, κέρδισε την εμπιστοσύνη εκείνων που τον φιλοξενούσαν. Γύρω από αυτό το διάστημα, ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Χάρμονυ, με μια αποκάλυψη που δήλωνε ότι ο Κύριος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει ένα θαυμάσιο έργο16. Μέχρι τότε ο Όλιβερ είχε αποδείξει ότι ήταν ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας και οι γονείς του Τζόζεφ ανοίχτηκαν προς αυτόν σχετικά με τη θεία κλήση που είχε ο υιός τους17.
Αυτά που του είπαν κέντρισαν το ενδιαφέρον του Όλιβερ και ήθελε πάρα πολύ να βοηθήσει στη μετάφραση. Όπως και ο Τζόζεφ, έτσι και ο Όλιβερ δεν ήταν ευχαριστημένος με τις σύγχρονες εκκλησίες και πίστευε σε έναν Θεό θαυμάτων που ακόμα αποκάλυπτε το θέλημά Του στους ανθρώπους18. Αλλά ο Τζόζεφ και οι χρυσές πλάκες ήταν πολύ μακριά και ο Όλιβερ δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει στο έργο, αν παρέμενε στο Μάντσεστερ.
Μια ανοιξιάτικη μέρα, καθώς η βροχή έπεφτε δυνατά στην οροφή των Σμιθ, ο Όλιβερ είπε στην οικογένεια ότι ήθελε να πάει στη Χάρμονυ για να βοηθήσει τον Τζόζεφ, όταν τελείωνε η σχολική περίοδος. Η Λούσυ και ο Τζόζεφ ο πρεσβύτερος τον παρότρυναν να ρωτήσει τον Κύριο αν οι επιθυμίες του ήταν σωστές19.
Αφού αποσύρθηκε στο κρεβάτι του, ο Όλιβερ προσευχήθηκε ιδιαιτέρως για να μάθει αν αυτά που είχε ακούσει για τις χρυσές πλάκες ήταν αληθινά. Ο Κύριος του έδειξε ένα όραμα με τις χρυσές πλάκες και τις προσπάθειες που έκανε ο Τζόζεφ για να τις μεταφράσει. Ένα γαλήνιο συναίσθημα τον εφησύχασε και ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι έπρεπε να προσφερθεί εθελοντικά να είναι ο γραφέας του Τζόζεφ20.
Ο Όλιβερ δεν είπε σε κανέναν για την προσευχή του. Όμως μόλις τελείωσε η σχολική περίοδος, εκείνος και ο αδελφός του Τζόζεφ, ο Σάμιουελ, ξεκίνησαν με τα πόδια να πάνε στη Χάρμονυ, πάνω από εκατόν εξήντα χιλιόμετρα μακριά. Ο δρόμος ήταν παγωμένος και γεμάτος λάσπη από την ανοιξιάτικη βροχή και ο Όλιβερ είχε πάθει κρυοπάγημα σε ένα δάχτυλο του ποδιού του, μέχρι που έφθασε εκείνος και ο Σάμιουελ στην πόρτα του Τζόζεφ και της Έμμας. Ωστόσο, ανυπομονούσε να γνωρίσει το ζευγάρι και να δει από μόνος του πώς ο Κύριος εργαζόταν μέσω του νεαρού προφήτη21.
Μόλις ο Όλιβερ έφθασε στη Χάρμονυ, ήταν σαν να ήταν πάντα εκεί. O Τζόζεφ μιλούσε μαζί του μέχρι αργά τη νύχτα, άκουγε την ιστορία του και απαντούσε στις ερωτήσεις του. Ήταν προφανές ότι ο Όλιβερ είχε καλή μόρφωση και ο Τζόζεφ πρόθυμα δέχθηκε την προσφορά του να ενεργήσει ως γραφέας.
Ύστερα από την άφιξη του Όλιβερ, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Τζόζεφ ήταν να εξασφαλίσει ένα μέρος για να εργαστούν. Ζήτησε από τον Όλιβερ να προσχεδιάσει ένα συμβόλαιο με το οποίο ο Τζόζεφ υποσχόταν να πληρώσει τον πεθερό του για το μικρό σπίτι εκεί όπου έμεναν εκείνος και η Έμμα, όπως επίσης και τον αχυρώνα, την καλλιεργήσιμη γη και τη διπλανή πηγή22. Επιθυμώντας την ευημερία της κόρης τους, οι γονείς της Έμμας συμφώνησαν με τους όρους και υποσχέθηκαν να βοηθήσουν στο να καθησυχάσουν τους φόβους των γειτόνων σχετικά με τον Τζόζεφ23.
Εν τω μεταξύ, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ ξεκίνησαν να μεταφράζουν. Εργάζονταν καλά μαζί, πολλές εβδομάδες στη σειρά, συχνά με την Έμμα στο ίδιο δωμάτιο, ενώ έκανε τις καθημερινές της εργασίες24. Ορισμένες φορές ο Τζόζεφ μετέφραζε κοιτάζοντας μέσα από τους διερμηνείς και διαβάζοντας στα Αγγλικά τους χαρακτήρες επάνω στις πλάκες.
Συχνά έβρισκε ότι ήταν πιο βολική μόνο μια πέτρα-βλέπων. Έβαζε την πέτρα-βλέπων στο καπέλο του, έβαζε το πρόσωπό του μέσα στο καπέλο για να αποκλείσει το φως και κοίταζε την πέτρα. Το φως από την πέτρα έλαμπε στο σκοτάδι, αποκαλύπτοντας λέξεις που υπαγόρευε ο Τζόζεφ καθώς ο Όλιβερ τις κατέγραφε ταχέως25.
Υπό τη διεύθυνση του Κυρίου, ο Τζόζεφ δεν προσπάθησε να μεταφράσει ξανά αυτά που είχε χάσει. Αντ’ αυτού, εκείνος και ο Όλιβερ συνέχισαν το χρονικό. Ο Κύριος αποκάλυψε ότι ο Σατανάς είχε δελεάσει κακούς ανθρώπους να πάρουν τις σελίδες, να αλλάξουν τα λόγια και να τις χρησιμοποιήσουν ώστε να σπείρουν αμφιβολίες για τη μετάφραση. Αλλά ο Κύριος διαβεβαίωσε τον Τζόζεφ ότι είχε εμπνεύσει αρχαίους προφήτες που προετοίμασαν τις πλάκες να συμπεριλάβουν ένα άλλο, πληρέστερο χρονικό του υλικού που είχε χαθεί26.
«Θα συγχύσω εκείνους που έχουν αλλάξει τα λόγια μου» είπε ο Κύριος στον Τζόζεφ. «Θα τους δείξω ότι η σοφία μου είναι ανώτερη από την πανουργία του διαβόλου»27.
Τον Όλιβερ τον συνάρπαζε που ενεργούσε ως γραφέας του Τζόζεφ. Μέρα με τη μέρα, άκουγε καθώς ο φίλος του υπαγόρευε την πολύπλοκη ιστορία δύο μεγάλων πολιτισμών, των Νεφιτών και των Λαμανιτών. Έμαθε από τους δίκαιους και τους άνομους βασιλιάδες, από ανθρώπους που έπεσαν στην αιχμαλωσία και απελευθερώθηκαν από αυτήν, για έναν αρχαίο προφήτη ο οποίος χρησιμοποιούσε πέτρες-βλέποντες για να μεταφράσει χρονικά που ανακτήθηκαν από πεδία γεμάτα οστά. Όπως και ο Τζόζεφ, εκείνος ο προφήτης ήταν αποκαλυπτής και βλέπων, ευλογημένος με τη δωρεά και τη δύναμη του Θεού28.
Το χρονικό κατέθετε μαρτυρία ξανά και ξανά για τον Ιησού Χριστό και ο Όλιβερ είδε πώς οι προφήτες ηγούντο της αρχαίας εκκλησίας και πώς συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες έκαναν το έργο του Θεού.
Εντούτοις, ο Όλιβερ είχε ακόμα πολλές ερωτήσεις σχετικά με το έργο του Κυρίου και ήθελε πάρα πολύ να βρει απαντήσεις. Ο Τζόζεφ αναζήτησε μια αποκάλυψη για εκείνον μέσω του Ουρίμ και του Θουμμίμ και ο Κύριος απάντησε. «Αν μου ζητήσεις θα σου δοθεί» δήλωσε. «Αν θα ζητήσεις, θα γνωρίσεις τα μυστήρια που είναι μεγάλα και θαυμαστά».
Ο Κύριος επίσης παρότρυνε τον Όλιβερ να θυμηθεί τη μαρτυρία που είχε λάβει προτού έλθει στη Χάρμονυ, την οποία ο Όλιβερ δεν είχε πει σε κανέναν. «Δεν σου έφερα γαλήνη μέσα στο μυαλό σου σχετικά με το θέμα αυτό; Τι μεγαλύτερη μαρτυρία μπορείτε να έχετε από τον Θεό;» ρώτησε ο Κύριος. «Αν σας πω πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν ξέρει, δεν έχετε λάβει μαρτυρία;»29
Ο Όλιβερ είχε εκπλαγεί. Αμέσως είπε στον Τζόζεφ σχετικά με την προσευχή του που είχε κρατήσει μυστική και την ουράνια μαρτυρία που είχε λάβει. Κανείς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει σχετικά με αυτό εκτός από τον Θεό, είπε, και τώρα ήξερε ότι το έργο ήταν αληθινό.
Επέστρεψαν στην εργασία τους και ο Όλιβερ άρχισε να αναρωτιέται αν θα μπορούσε να μεταφράσει επίσης30. Πίστευε ότι ο Θεός μπορούσε να εργαστεί μέσω οργάνων όπως οι πέτρες-βλέποντες και είχε περιστασιακά χρησιμοποιήσει μια ράβδο ραβδοσκόπου για να βρει νερό και μέταλλα. Ωστόσο δεν ήταν σίγουρος αν αυτή η ράβδος λειτουργούσε με τη δύναμη του Θεού. Η διαδικασία της αποκάλυψης ήταν ακόμα ένα μυστήριο για εκείνον31.
Ο Τζόζεφ ξανά έθεσε τις ερωτήσεις του Όλιβερ στον Κύριο και ο Κύριος είπε στον Όλιβερ ότι είχε τη δύναμη να αποκτήσει γνώση, αν ζητούσε με πίστη. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι η ράβδος του Όλιβερ λειτουργούσε με τη δύναμη του Θεού, όπως η ράβδος του Ααρών στην Παλαιά Διαθήκη. Ύστερα δίδαξε τον Όλιβερ περισσότερα σχετικά με την αποκάλυψη. «Θα μιλήσω μέσα στο μυαλό σου και μέσα στην καρδιά σου, μέσω του Αγίου Πνεύματος» δήλωσε. «Ιδέστε, αυτό είναι το πνεύμα της αποκάλυψης».
Επίσης είπε στον Όλιβερ ότι μπορούσε να μεταφράσει το χρονικό ακριβώς όπως το έκανε ο Τζόζεφ, όσο βασιζόταν στην πίστη. «Θυμήσου» είπε ο Κύριος «χωρίς πίστη δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα»32.
Μετά την αποκάλυψη, ο Όλιβερ ήταν ενθουσιασμένος που θα μετέφραζε. Ακολούθησε το παράδειγμα του Τζόζεφ, αλλά όταν οι λέξεις δεν έρχονταν εύκολα, απογοητεύτηκε και μπερδεύτηκε.
Ο Τζόζεφ είδε τη δυσκολία του φίλου του και τον συμπόνεσε. Του πήρε χρόνο για να συγχρονίσει την καρδιά και το μυαλό με το έργο της μετάφρασης, αλλά ο Όλιβερ φαινόταν ότι πίστευε πως μπορούσε να το μάθει καλά γρήγορα. Δεν ήταν αρκετό να έχει μια πνευματική δωρεά. Έπρεπε να την καλλιεργήσει και να την αναπτύξει με τον καιρό για να μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει στο έργο του Θεού.
Ο Όλιβερ σύντομα σταμάτησε τη μετάφραση και ρώτησε τον Τζόζεφ γιατί δεν ήταν επιτυχημένος.
Ο Τζόζεφ ρώτησε τον Κύριο. «Δεν κατάλαβες. Νόμισες ότι θα σου το έδινα, ενώ δε νοιάστηκες παρά μόνο για να μου το ζητήσεις» απάντησε ο Κύριος. «Πρέπει να το μελετάς μέσα στο μυαλό σου, ύστερα πρέπει να με ρωτάς αν είναι σωστό».
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στον Όλιβερ να είναι υπομονετικός. «Δεν είναι πρέπον να μεταφράσεις τώρα» είπε. «Το έργο το οποίο κλήθηκες να τελέσεις είναι να γράφεις για τον δούλο μου Τζόζεφ». Υποσχέθηκε στον Όλιβερ άλλες ευκαιρίες για να μεταφράσει αργότερα, αλλά για τώρα ήταν ο γραφέας και ο Τζόζεφ ήταν ο βλέπων33.