«Σύνδουλοι», κεφάλαιο 7 του Άγιοι: Η ιστορία της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στις τελευταίες ημέρες, τόμος 1, Το Πρότυπο της Αλήθειας, 1815-1846 (2018)
Κεφάλαιο 7: «Σύνδουλοι»
Κεφάλαιο 7
Σύνδουλοι
Την άνοιξη του 1829 έκανε κρύο και έβρεχε μέχρι και τον Μάιο. Ενώ οι αγρότες γύρω από τη Χάρμονυ έμεναν μέσα, αναβάλλοντας την ανοιξιάτικη σπορά μέχρις ότου να βελτιωθεί ο καιρός, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ μετέφρασαν όσο περισσότερο μπορούσαν από το χρονικό1.
Είχαν φθάσει στην αφήγηση όσων είχαν συμβεί ανάμεσα στους Νεφίτες και τους Λαμανίτες, όταν ο Ιησούς πέθανε στην Ιερουσαλήμ. Έλεγε για μεγάλους σεισμούς και καταιγίδες που κατέστρεψαν τον λαό και άλλαξαν το πρόσωπο της γης. Ορισμένες πόλεις βυθίστηκαν στη γη, ενώ άλλες πήραν φωτιά και κάηκαν. Αστραπές γέμισαν τον ουρανό επί ώρες και ο ήλιος εξαφανίστηκε, περιβάλλοντας τους επιζώντες σε πυκνό σκοτάδι. Επί τρεις ημέρες οι άνθρωποι φώναζαν, θρηνώντας για τους νεκρούς τους2.
Τελικά, η φωνή του Ιησού Χριστού διαπέρασε το σκότος. «Δε θα επιστρέψετε σε μένα» ρώτησε «και να μετανοήσετε για τις αμαρτίες σας και να προσηλυτιστείτε, για να σας θεραπεύσω;»3 Απέσυρε το σκοτάδι και οι άνθρωποι μετανόησαν. Σύντομα, πολλοί από αυτούς συναθροίστηκαν στον ναό, σε ένα μέρος που λέγεται Αφθονία, όπου μιλούσαν για τις απίστευτες αλλαγές που είχαν συμβεί στη χώρα4.
Ενώ οι άνθρωποι μιλούσαν ο ένας με τον άλλον, είδαν τον Υιό του Θεού να κατεβαίνει από τους ουρανούς. «Είμαι ο Ιησούς Χριστός» είπε «για τον οποίο οι προφήτες βεβαίωσαν ότι θα έλθει στον κόσμο»5. Έμεινε ανάμεσά τους για ένα διάστημα, δίδαξε το Ευαγγέλιό Του και τους πρόσταξε να βαπτισθούν με κατάδυση για την άφεση των αμαρτιών.
«Και όποιος πιστέψει σε μένα, και βαφτιστεί, αυτός θα σωθεί» διακήρυξε Εκείνος. «Και αυτοί είναι εκείνοι που θα κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού»6. Προτού αναληφθεί στους ουρανούς, έδωσε σε δίκαιους άνδρες εξουσία να βαπτίζουν εκείνους που πίστευαν σε Εκείνον7.
Καθώς μετέφραζαν, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ εξεπλάγησαν από αυτές τις διδασκαλίες. Όπως ο αδελφός του ο Άλβιν, έτσι και ο Τζόζεφ δεν είχε ποτέ βαπτισθεί και ήθελε να μάθει περισσότερα σχετικά με τη διάταξη και την εξουσία που ήταν απαραίτητη για να τελεσθεί το βάπτισμα8.
Στις 15 Μαΐου 1829, οι βροχές σταμάτησαν και ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ πήγαν στο δάσος, δίπλα στον ποταμό Σασκουεχάννα. Γονατισμένοι, ρώτησαν τον Θεό σχετικά με το βάπτισμα και την άφεση των αμαρτιών. Καθώς προσεύχονταν, η φωνή του Λυτρωτή μίλησε ειρήνη σε αυτούς και ένας άγγελος παρουσιάσθηκε μέσα σε ένα σύννεφο φωτός. Παρουσιάσθηκε ως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και έθεσε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι τους. Η καρδιά τους γέμισε με χαρά καθώς περιβάλλονταν από την αγάπη του Θεού.
«Προς εσάς σύνδουλοί μου» διακήρυξε ο Ιωάννης «στο όνομα τού Μεσσία, απονέμω την Ιεροσύνη τού Ααρών, η οποία κατέχει τα κλειδιά της διακονίας των αγγέλων, και τού ευαγγελίου τής μετάνοιας, και τού βαφτίσματος με κατάδυση για την άφεση των αμαρτιών»9.
Η φωνή του αγγέλου ήταν απαλή, αλλά φαινόταν να διαπερνούσε τον Τζόζεφ και τον Όλιβερ μέχρι την καρδιά10. Εξήγησε ότι η Ααρωνική Ιεροσύνη τους έδινε την εξουσία να τελούν βαπτίσεις και τους πρόσταξε να βαπτίσουν ο ένας τον άλλον, αφού είχε αποχωρήσει. Επίσης, είπε ότι θα λάβαιναν επιπρόσθετη δύναμη ιεροσύνης αργότερα, η οποία θα τους έδινε εξουσία να χορηγούν τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος ο ένας στον άλλον και σε όσους βάπτισαν.
Όταν έφυγε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ μπήκαν στο ποτάμι και βυθίστηκαν μέσα σε αυτό. Ο Τζόζεφ βάπτισε τον Όλιβερ πρώτα και μόλις βγήκε από το νερό, ο Όλιβερ άρχισε να προφητεύει για πράγματα που σύντομα θα συνέβαιναν. Ο Όλιβερ ύστερα βάπτισε τον Τζόζεφ, ο οποίος όταν βγήκε από το ποτάμι, προφήτευσε για την άνοδο της εκκλησίας του Χριστού, την οποία ο Κύριος είχε υποσχεθεί να ιδρύσει ανάμεσά τους11.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του Ιωάννη του Βαπτιστή, επέστρεψαν στο δάσος και χειροτόνησαν ο ένας τον άλλον στην Ααρωνική Ιεροσύνη. Στη μελέτη τους της Βίβλου, όπως επίσης στη μετάφρασή τους από το αρχαίο χρονικό, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ είχαν διαβάσει συχνά σχετικά με την εξουσία να ενεργούμε στο όνομα του Θεού. Τώρα έφεραν αυτή την εξουσία οι ίδιοι.
Μετά το βάπτισμά τους, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ ανακάλυψαν ότι οι γραφές που κάποτε φαίνονταν δύσκολες να κατανοηθούν και μυστήριες, ξαφνικά έγιναν πιο ξεκάθαρες. Αλήθεια και κατανόηση γέμισε τον νου τους12.
Πίσω στη Νέα Υόρκη, ο φίλος του Όλιβερ, ο Ντέιβιντ Ουίτμερ, ανυπομονούσε να μάθει περισσότερα για το έργο του Τζόζεφ. Παρ’ όλο που ο Ντέιβιντ ζούσε στη Φαγιέτ, περίπου σαράντα οκτώ χιλιόμετρα από το Μάντσεστερ, εκείνος και ο Όλιβερ είχαν γίνει φίλοι όταν ο Όλιβερ δίδασκε στο σχολείο και ζούσε με τους Σμιθ. Συχνά μιλούσαν για τις χρυσές πλάκες και όταν ο Όλιβερ μετακόμισε στη Χάρμονυ, υποσχέθηκε να γράψει στον Ντέιβιντ σχετικά με τη μετάφραση.
Τα γράμματα άρχισαν να φθάνουν λίγο αργότερα. Ο Όλιβερ έγραψε ότι ο Τζόζεφ ήξερε λεπτομέρειες για τη ζωή του που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να ξέρει, εκτός αν του το είχε αποκαλύψει ο Θεός. Περιέγραψε τα λόγια του Κυρίου προς τον Τζόζεφ και τη μετάφραση του χρονικού. Σε ένα γράμμα, ο Όλιβερ είπε ορισμένες γραμμές από τη μετάφραση, καταθέτοντας μαρτυρία για την αλήθεια του.
Ένα άλλο γράμμα ενημέρωσε τον Ντέιβιντ ότι ήταν θέλημα Θεού για εκείνον να φέρει τα άλογα και το κάρο του στη Χάρμονυ για να βοηθήσει τον Τζόζεφ, την Έμμα και τον Όλιβερ να μετακομίσουν στο σπίτι των Ουίτμερ στη Φαγιέτ, όπου θα τελείωναν τη μετάφραση13. Οι άνθρωποι στη Χάρμονυ είχαν γίνει λιγότερο φιλόξενοι με τους Σμιθ. Ορισμένοι άνδρες τούς είχαν μάλιστα απειλήσει ότι θα τους επετίθεντο και αν δεν ήταν η επιρροή της οικογένειας της Έμμας, θα τους είχαν βλάψει πολύ σοβαρά14.
Ο Ντέιβιντ έδειχνε τα γράμματα του Όλιβερ στους γονείς και τα αδέλφια του, οι οποίοι συμφώνησαν να δεχθούν τον Τζόζεφ, την Έμμα και τον Όλιβερ στο σπίτι τους. Οι Ουίτμερ ήταν απόγονοι γερμανόφωνων εποίκων της περιοχής και φημίζονταν για τη σκληρή δουλειά και ευσέβειά τους. Το αγρόκτημά τους ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι των Σμιθ ώστε να μπορούν να τους επισκεφθούν, αλλά αρκετά μακριά ώστε να μην τους ενοχλούν οι κλέφτες15.
Ο Ντέιβιντ ήθελε να πάει στη Χάρμονυ αμέσως, αλλά ο πατέρας του τού θύμισε ότι είχε δύο μέρες σκληρής δουλειάς πριν μπορέσει να φύγει. Ήταν εποχή σποράς και ο Ντέιβιντ έπρεπε να οργώσει είκοσι στρέμματα και να εμπλουτίσει το χώμα με γύψο για να βοηθήσει το σιτάρι τους να μεγαλώσει. Ο πατέρας του είπε ότι θα έπρεπε να προσευχηθεί πρώτα για να μάθει αν ήταν απολύτως απαραίτητο να φύγει τώρα.
Ο Ντέιβιντ ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και ενώ προσευχόταν, αισθάνθηκε το Πνεύμα να του λέει να τελειώσει το έργο του στο σπίτι προτού πάει στη Χάρμονυ.
Το επόμενο πρωί, ο Ντέιβιντ πήγε έξω στα χωράφια και είδε σειρές από σκούρα αυλάκια που δεν είχαν οργωθεί το προηγούμενο βράδυ. Ερευνώντας τα χωράφια περαιτέρω, είδε ότι περίπου έξι στρέμματα είχαν οργωθεί κατά τη διάρκεια της βραδιάς και το αλέτρι τον περίμενε στο τελευταίο αυλάκι, έτοιμο για εκείνον να τελειώσει τη δουλειά.
Ο πατέρας του Ντέιβιντ ήταν έκπληκτος, όταν έμαθε τι είχε συμβεί. «Πρέπει να υπάρχει ένα κυρίαρχο χέρι σε όλο αυτό» είπε εκείνος «και πιστεύω ότι πρέπει να πας στην Πενσυλβάνια αμέσως μόλις βάλεις τον γύψο».
Ο Ντέιβιντ δούλεψε σκληρά για να οργώσει τα υπόλοιπα χωράφια και να προετοιμάσει το χώμα για ένα επιτυχημένο φύτεμα. Όταν τελείωσε, έδεσε το κάρο του σε μια δυνατή ομάδα αλόγων και ξεκίνησε για τη Χάρμονυ νωρίτερα από ό,τι περίμενε16.
Όταν ο Τζόζεφ, η Έμμα και ο Όλιβερ μετακόμισαν στη Φαγιέτ, η μητέρα του Ντέιβιντ είχε πολλά να κάνει. Η Μαίρη Ουίτμερ και ο σύζυγός της, ο Πήτερ, είχαν είδη οκτώ παιδιά ηλικίας από δεκαπέντε μέχρι τριάντα ετών και ορισμένα που ακόμα δεν ζούσαν στο διπλανό σπίτι. Η ημέρα της Μαίρης ήταν γεμάτη προσπαθώντας να φροντίσει τις ανάγκες τους και οι τρεις επισκέπτες πρόσθεσαν περισσότερη εργασία για εκείνη. Η Μαίρη είχε πίστη στην κλήση του Τζόζεφ και δεν παραπονιόταν, αλλά άρχισε να κουράζεται17.
Η ζέστη στη Φαγιέτ εκείνο το καλοκαίρι ήταν αποπνικτική. Καθώς η Μαίρη έπλενε τα ρούχα και προετοίμαζε το γεύμα, ο Τζόζεφ υπαγόρευε τη μετάφραση στο επάνω δωμάτιο. Συνήθως ο Όλιβερ έγραφε για εκείνον, αλλά περιστασιακά η Έμμα ή ένας από τους Ουίτμερ έπαιρναν την πένα για να γράψουν18. Μερικές φορές, όταν ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ κουράζονταν από την δυσκολία της μετάφρασης, πήγαιναν για περπάτημα δίπλα σε μια λίμνη και πετούσαν πέτρες οι οποίες αναπηδούσαν στην επιφάνεια του νερού.
Η Μαίρη είχε πολύ λίγο χρόνο για να ξεκουραστεί και ήταν πολύ δύσκολο να αντέξει την επιπρόσθετη εργασία και ένταση που είχαν τεθεί επάνω της.
Μια μέρα, ενώ ήταν έξω στον στάβλο όπου άρμεγαν τις αγελάδες, είδε έναν γκριζομάλλη άνδρα με ένα σακίδιο στον ώμο του. Η ξαφνική εμφάνισή του την τρόμαξε, αλλά καθώς την πλησίασε, της μίλησε με απαλή φωνή και την καθησύχασε.
«Με λένε Μορόνι» είπε εκείνος. «Έχεις κουραστεί πάρα πολύ με όλη την επιπλέον εργασία που πρέπει να κάνεις». Έβγαλε το σακίδιο από τον ώμο του και η Μαίρη έβλεπε καθώς ξεκίνησε να το λύνει19.
«Υπήρξες πολύ πιστή και επιμελής στις εργασίες σου» συνέχισε να λέει. «Είναι τότε πρέπον να λάβεις μια μαρτυρία, ώστε η πίστη σου να ενδυναμωθεί»20.
Ο Μορόνι άνοιξε το σακίδιό του και έβγαλε τις χρυσές πλάκες. Τις κράτησε μπροστά της και ξεφύλλισε τις σελίδες, ώστε εκείνη να μπορεί να δει τα γραπτά πάνω σε αυτές. Αφού γύρισε την τελευταία σελίδα, την παρότρυνε να είναι υπομονετική και πιστή καθώς έφερε αυτό το επιπλέον βάρος για λίγο καιρό ακόμα. Της υποσχέθηκε ευλογίες για αυτό21.
Ο ηλικιωμένος άνδρας εξαφανίσθηκε λίγο αργότερα, αφήνοντας την Μαίρη μόνη. Ακόμα είχε δουλειά να κάνει, αλλά δεν την ενοχλούσε πλέον22.
Στο αγρόκτημα των Ουίτμερ, ο Τζόζεφ μετέφραζε ταχέως, αλλά ορισμένες ημέρες ήταν δύσκολες. Το μυαλό του περιφερόταν σε άλλες υποθέσεις και δεν μπορούσε να επικεντρωθεί στα πνευματικά πράγματα23. Το μικρό σπίτι των Ουίτμερ ήταν πάντα γεμάτο ανθρώπους και υπήρχαν πολλοί περισπασμοί. Το γεγονός ότι μετακόμισαν εκεί σήμαινε ότι δεν θα είχαν την σχετική ησυχία που εκείνος και η Έμμα απολάμβαναν στη Χάρμονυ.
Ένα πρωινό, καθώς ετοιμαζόταν να μεταφράσει, ο Τζόζεφ νευρίασε με την Έμμα. Αργότερα, όταν πήγε με τον Όλιβερ και τον Ντέιβιντ στο επάνω δωμάτιο όπου εργάζονταν, δεν μπορούσε να μεταφράσει ούτε μια συλλαβή.
Βγήκε από το δωμάτιο και πήγε έξω στο περιβόλι. Έμεινε μακριά για περίπου μια ώρα, προσευχόμενος. Όταν επέστρεψε, ζήτησε συγγνώμη από την Έμμα και ζήτησε να τον συγχωρέσει. Ύστερα συνέχισε να μεταφράζει ως συνήθως24.
Τώρα μετέφραζε το τελευταίο μέρος του χρονικού, γνωστό ως οι μικρές πλάκες του Νεφί, οι οποίες είναι η αρχή του βιβλίου. Αποκαλύπτοντας μια ιστορία παρόμοια με αυτήν που είχαν μεταφράσει εκείνος και ο Μάρτιν, την οποία είχαν χάσει, οι μικρές πλάκες μιλούσαν για έναν νέο άνδρα ονόματι Νεφί, του οποίου την οικογένεια είχε οδηγήσει ο Θεός από την Ιερουσαλήμ σε μια νέα γη επαγγελίας. Εξηγούσε την προέλευση του χρονικού και τις αρχικές δυσκολίες μεταξύ του λαού των Νεφιτών και των Λαμανιτών. Κάτι πιο σημαντικό, κατέθετε δυνατή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την Εξιλέωσή του.
Όταν ο Τζόζεφ μετέφρασε τη γραφή στην τελευταία πλάκα, ανακάλυψε ότι εξηγούσε τον σκοπό του χρονικού και του έδωσε έναν τίτλο, Το Βιβλίο του Μόρμον, από τον αρχαίο προφήτη-ιστοριογράφο που είχε συντάξει το βιβλίο25.
Από τότε που άρχισε να μεταφράζει το Βιβλίο του Μόρμον, ο Τζόζεφ είχε μάθει πολλά σχετικά με τον μελλοντικό του ρόλο στο έργο του Θεού. Μέσα στις σελίδες του, αναγνώρισε βασικές διδασκαλίες που είχε μάθει από τη Βίβλο όπως επίσης και νέες αλήθειες και εσώτερες γνώσεις σχετικά με τον Ιησού Χριστό και το Ευαγγέλιό Του. Επίσης αποκάλυψε περικοπές σχετικά με τις τελευταίες ημέρες που προφήτευαν για έναν εκλεκτό βλέποντα ονόματι Τζόζεφ, ο οποίος θα έφερνε στο φως τον λόγο του Κυρίου και θα αποκαθιστούσε χαμένη γνώση και διαθήκες26.
Μέσα στο χρονικό, έμαθε ότι ο Νεφί εξηγούσε λεπτομερώς την προφητεία του Ησαΐα σχετικά με ένα σφραγισμένο βιβλίο που ούτε οι πολυμαθείς δεν μπορούσαν να διαβάσουν. Καθώς ο Τζόζεφ διάβαζε την προφητεία, σκέφτηκε την συνέντευξη του Μάρτιν Χάρρις με τον καθηγητή Άντον. Επιβεβαίωνε ότι μόνον ο Θεός μπορούσε να φέρει στο φως το βιβλίο έξω από τη γη και να ιδρύσει την Εκκλησία του Χριστού στις τελευταίες ημέρες27.
Καθώς ο Τζόζεφ και οι φίλοι του τελείωναν τη μετάφραση, ο νους τους στράφηκε σε μια υπόσχεση που είχε δώσει ο Κύριος στο Βιβλίο του Μόρμον και στις αποκαλύψεις Του – να δείξει τις πλάκες σε τρεις μάρτυρες. Οι γονείς του Τζόζεφ και ο Μάρτιν Χάρρις επισκέπτονταν το αγρόκτημα των Ουίτμερ εκείνο τον καιρό και ένα πρωινό ο Μάρτιν, ο Όλιβερ και ο Ντέιβιντ παρακάλεσαν τον Τζόζεφ να τους επιτρέψει να είναι εκείνοι οι μάρτυρες. Ο Τζόζεφ προσευχήθηκε και ο Κύριος απάντησε, λέγοντας ότι αν βασίζονταν σε Εκείνον με όλη τους την καρδιά και δεσμεύονταν να καταθέσουν μαρτυρία για την αλήθεια, θα μπορούσαν να δουν τις πλάκες28.
«Πρέπει να ταπεινώσεις τον εαυτό σου ενώπιον του Θεού σήμερα» είπε ο Τζόζεφ στον Μάρτιν συγκεκριμένα «και να αποκτήσεις, αν είναι δυνατόν, συγχώρεση για τις αμαρτίες σου»29.
Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο Τζόζεφ οδήγησε τους τρεις άνδρες στο δάσος δίπλα από το σπίτι των Ουίτμερ. Γονάτισαν και ο καθένας τους με σειρά προσευχήθηκε για να τους δείξουν τις πλάκες, αλλά δεν συνέβη τίποτα. Προσπάθησαν δεύτερη φορά, αλλά πάλι δεν συνέβη τίποτα. Τελικά ο Μάρτιν σηκώθηκε και έφυγε, λέγοντας ότι εκείνος ήταν ο λόγος που οι ουρανοί παρέμεναν κλειστοί.
Ο Τζόζεφ, ο Όλιβερ και ο Ντέιβιντ επέστρεψαν στην προσευχή και σύντομα ένας άγγελος παρουσιάσθηκε μέσα σε ένα λαμπρό φως από πάνω τους30. Κρατούσε τις πλάκες στα χέρια του και τις ξεφύλλισε μία-μία, δείχνοντας στους άνδρες τα χαραγμένα σύμβολα πάνω σε κάθε σελίδα. Ένα τραπέζι παρουσιάσθηκε δίπλα του και επάνω σε αυτό υπήρχαν αρχαία τεχνουργήματα που περιγράφονται στο Βιβλίο του Μόρμον: οι διερμηνείς, ο θώρακας, ένα σπαθί και η θαυματουργή πυξίδα που οδήγησε την οικογένεια του Νεφί από την Ιερουσαλήμ στη γη της επαγγελίας.
Οι άνδρες άκουσαν τη φωνή του Θεού να διακηρύσσει: «Αυτές οι πλάκες έχουν αποκαλυφτεί μέσω της δύναμης τού Θεού και έχουν μεταφραστεί με τη δύναμη τού Θεού. Η μετάφραση αυτών, την οποία έχετε δει, είναι σωστή και σας δίνω εντολή να δώσετε μαρτυρία για αυτά που τώρα βλέπετε και ακούτε»31.
Όταν αναχώρησε ο άγγελος, ο Τζόζεφ περπάτησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος και βρήκε τον Μάρτιν Χάρρις γονατισμένο. Ο Μάρτιν του είπε ότι δεν είχε ακόμα λάβει μαρτυρία από τον Κύριο, αλλά ακόμα ήθελε να δει τις πλάκες. Ζήτησε από τον Τζόζεφ να προσευχηθεί μαζί του. Ο Τζόζεφ γονάτισε δίπλα του και προτού προλάβουν να ολοκληρώσουν τα λόγια τους, είδαν τον ίδιο άγγελο και τους έδειξε τις πλάκες και τα άλλα αρχαία αντικείμενα.
«Είναι αρκετά! Είναι αρκετά!» αναφώνησε ο Μάρτιν. «Τα μάτια μου είδαν! Τα μάτια μου είδαν!»32
Ο Τζόζεφ και οι Τρεις Μάρτυρες επέστρεψαν στο σπίτι των Ουίτμερ αργότερα εκείνο το απόγευμα. Η Μαίρη Ουίτμερ μιλούσε με τους γονείς του Τζόζεφ, όταν ο Τζόζεφ μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο. «Πατέρα! Μητέρα!» είπε. «Δεν ξέρετε πόσο χαρούμενος είμαι!»
Κάθισε δίπλα στη μητέρα του. «Ο Κύριος έκανε ώστε οι πλάκες να παρουσιασθούν σε άλλους τρεις πέρα από εμένα» είπε. «Ξέρουν αφ’ εαυτού τους ότι δεν γυρεύω να ξεγελάσω τους ανθρώπους».
Αισθάνθηκε σαν ένα μεγάλο βάρος να είχε φύγει από πάνω του. «Τώρα θα πρέπει να φέρουν μέρος αυτού» είπε. «Δεν θα είμαι πλέον τελείως μόνος μου στον κόσμο».
Ο Μάρτιν ήταν ο επόμενος που μπήκε στο δωμάτιο, γεμάτος χαρά. «Τώρα έχω δει άγγελο από τους ουρανούς!» αναφώνησε. «Δοξάζω τον Θεό με όλη την ειλικρίνεια της ψυχής μου που έχει συγκατατεθεί για να κάνει εμένα –μάλιστα εμένα– μάρτυρα του μεγαλείου του έργου Του»!33
Μερικές ημέρες μετά, η οικογένεια Ουίτμερ πήγε στο αγρόκτημα των Σμιθ στο Μάντσεστερ. Γνωρίζοντας ότι ο Κύριος είχε υποσχεθεί να εδραιώσει τα λόγια Του «με το στόμα όσων μαρτύρων φαίνεται σωστό για Εκείνον» ο Τζόζεφ πήγε στο δάσος με τον πατέρα του, τον Χάιρουμ και τον Σάμουελ, όπως επίσης και με τέσσερεις αδελφούς τού Ντέιβιντ Ουίτμερ –τον Κρίστιαν, τον Τζέικομπ, τον Πήτερ τον νεότερο και τον Τζων– και τον πεθερό τους τον Χάιραμ Πέιτζ34.
Οι άνδρες συγκεντρώθηκαν σε ένα σημείο όπου πήγαινε συχνά η οικογένεια Σμιθ για να προσεύχεται ιδιαιτέρως. Με την άδεια του Κυρίου, ο Τζόζεφ αποκάλυψε τις πλάκες και τις έδειξε σε αυτούς που ήταν εκεί. Δεν είδαν έναν άγγελο όπως είχαν δει οι Τρεις Μάρτυρες, αλλά ο Τζόζεφ τους άφησε να κρατήσουν το χρονικό στα χέρια τους, να γυρίσουν τις σελίδες του και να επιθεωρήσουν την αρχαία γραφή του. Το γεγονός ότι κράτησαν στα χέρια τους τις πλάκες επιβεβαίωσε την πίστη τους ότι η μαρτυρία του Τζόζεφ σχετικά με τον άγγελο και το αρχαίο χρονικό ήταν αλήθεια35.
Τώρα που η μετάφραση είχε τελειώσει και είχε μάρτυρες να υποστηρίξουν τη θαυμαστή μαρτυρία του, ο Τζόζεφ δεν χρειαζόταν πλέον τις πλάκες. Όταν οι άνδρες βγήκαν από το δάσος και πήγαν πίσω στο σπίτι, ο άγγελος παρουσιάσθηκε και ο Τζόζεφ επέστρεψε το ιερό χρονικό στην φροντίδα του36.