Κεφάλαιο 22
Η ιεραποστολή του Άλμα στο Αμμωνίχα
Ο Άλμα ανησυχούσε για την ανομία των Νεφιτών, έτσι αποφάσισε να διαθέσει όλο του τον χρόνο κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Διάλεξε τον Νεφίχα για να τον αντικαταστήσει ως αρχιδικαστή.
Ο Άλμα δίδαξε το Ευαγγέλιο σε όλη τη χώρα. Όταν προσπάθησε να κηρύξει στο Αμμωνίχα, ο λαός δεν τον άκουγε. Τον έδιωξαν από την πόλη.
Ο Άλμα ήταν πολύ στενοχωρημένος που ο λαός του Αμμωνίχα ήταν τόσο άνομος. Έφυγε για να πάει σε άλλη πόλη.
Ένας άγγελος παρουσιάστηκε και παρηγόρησε τον Άλμα. Ο άγγελος του είπε να γυρίσει στο Αμμωνίχα και να κηρύξει ξανά. Ο Άλμα γύρισε αμέσως πίσω.
Ο Άλμα πεινούσε. Καθώς μπήκε στην πόλη, ζήτησε από έναν άνδρα λίγο φαγητό. Ένας άγγελος είχε πει στον άνδρα ότι ο Άλμα θα ερχόταν και ότι ο Άλμα ήταν προφήτης του Θεού.
Αυτός ο άνδρας, ο Αμουλέκ, πήρε τον Άλμα στο σπίτι του και του έδωσε φαγητό. Ο Άλμα έμεινε με τον Αμουλέκ και την οικογένειά του για πολλές ημέρες. Ευχαρίστησε τον Θεό για την οικογένεια του Αμουλέκ και τους ευλόγησε.
Ο Άλμα είπε στον Αμουλέκ για την αποστολή του να διδάξει τον λαό του Αμμωνίχα. Ο Αμουλέκ πήγε μαζί με τον Άλμα να διδάξει τον λαό. Το Άγιο Πνεύμα τους βοήθησε.
Ο Άλμα είπε στους ανθρώπους να μετανοήσουν, αλλιώς ο Θεός θα τους κατέστρεφε. Είπε ότι ο Ιησούς Χριστός θα ερχόταν και θα έσωζε εκείνους που είχαν πίστη σε Αυτόν και μετανοούσαν.
Ο λαός του Αμμωνίχα εξοργίστηκε. Προσπάθησαν να ρίξουν τον Άλμα στη φυλακή, αλλά η Κύριος τον προστάτευσε.
Τότε ο Αμουλέκ άρχισε να διδάσκει. Πολλοί άνθρωποι γνώριζαν τον Αμουλέκ. Αυτός δεν ήταν ξένος όπως ο Άλμα. Τους είπε για τον άγγελο που είχε δει.
Ο Αμουλέκ είπε ότι ο Άλμα ήταν προφήτης του Θεού και έλεγε την αλήθεια. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν όταν άκουσαν τη μαρτυρία του Αμουλέκ.
Μερικοί άνθρωποι θύμωσαν, ιδιαίτερα ένας πονηρός άνθρωπος που ονομαζόταν Ζεζρώμ. Προσπάθησαν να παγιδεύσουν τον Αμουλέκ με ερωτήσεις, αλλά αυτός τους είπε ότι ήξερε το σχέδιό τους.
Ο Ζεζρώμ ήθελε να καταστρέψει οτιδήποτε καλό. Θα προκαλούσε προβλήματα και μετά ο λαός θα τον πλήρωνε για να λύσει τα προβλήματα που αυτός είχε δημιουργήσει.
Ο Ζεζρώμ δεν μπορούσε να παγιδεύσει τον Αμουλέκ, οπότε του πρόσφερε χρήματα για να πει ότι δεν υπάρχει Θεός. Ο Αμουλέκ ήξερε ότι ο Θεός ζει και είπε ότι και ο Ζεζρώμ το ήξερε αλλά αγαπούσε τα χρήματα περισσότερο από τον Θεό.
Τότε ο Αμουλέκ δίδαξε τον Ζεζρώμ για τον Ιησού και την Ανάσταση και την αιώνια ζωή. Οι άνθρωποι είχαν μείνει κατάπληκτοι. Ο Ζεζρώμ άρχισε να τρέμει από φόβο.
Ο Ζεζρώμ ήξερε ότι ο Άλμα και ο Αμουλέκ είχαν τη δύναμη του Θεού γιατί γνώριζαν τις σκέψεις του. Ο Ζεζρώμ έκανε ερωτήσεις και άκουγε καθώς ο Άλμα του δίδαξε το Ευαγγέλιο.
Μερικοί άνθρωποι πίστεψαν τον Άλμα και τον Αμουλέκ και άρχισαν να μετανοούν και να μελετούν τις γραφές.
Αλλά οι περισσότεροι από τους ανθρώπους ήθελαν να σκοτώσουν τον Άλμα και τον Αμουλέκ. Έδεσαν τους δύο άνδρες και τους πήγαν στον αρχιδικαστή.
Ο Ζεζρώμ μετάνιωσε που ήταν πονηρός και είχε διδάξει ψέματα στον λαό. Ικέτευσε τον λαό να αφήσει τον Άλμα και τον Αμουλέκ ελεύθερους.
Ο Ζεζρώμ και οι άλλοι άνδρες που είχαν πιστέψει τις διδασκαλίες του Άλμα και του Αμουλέκ εκδιώχθηκαν από την πόλη. Οι άνομοι άνθρωποι τους πετούσαν πέτρες.
Κατόπιν, οι άνομοι συγκέντρωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν πιστέψει και τους έριξαν, μαζί με τις γραφές τους, στη φωτιά.
Ο Άλμα και ο Αμουλέκ υποχρεώθηκαν να δουν τις γυναίκες και τα παιδιά να πεθαίνουν στη φωτιά. Ο Αμουλέκ ήθελε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Θεού για να τους σώσει.
Αλλά ο Άλμα είπε στον Αμουλέκ ότι δεν πρέπει να σταματήσει το φονικό, γιατί οι άνθρωποι που πέθαιναν θα ήταν σύντομα μαζί με τον Θεό και οι άνομοι θα τιμωρούνταν.
Ο αρχιδικαστής χτύπησε στο πρόσωπο τον Άλμα και τον Αμουλέκ πολλές φορές και τους κορόιδεψε γιατί δεν είχαν σώσει τις γυναίκες και τα παιδιά που κάηκαν. Μετά τους έριξε στη φυλακή.
Άλλοι κακοί άνθρωποι ήρθαν στη φυλακή και κακομεταχειρίστηκαν τον Άλμα και τον Αμουλέκ με πολλούς τρόπους, μεταξύ άλλων τους άφησαν να λιμοκτονήσουν και τους έφτυναν.
Ο αρχιδικαστής είπε πως αν ο Άλμα και ο Αμουλέκ χρησιμοποιούσαν τη δύναμη του Θεού για να ελευθερωθούν, θα πίστευε. Τους χτύπησε ξανά.
Ο Άλμα και ο Αμουλέκ στάθηκαν όρθιοι. Ο Άλμα προσευχήθηκε και ζήτησε από τον Θεό να τους κάνει δυνατούς, χάρη στην πίστη τους στον Χριστό.
Ο Άλμα και ο Αμουλέκ γέμισαν με τη δύναμη του Θεού και έλυσαν τα δεσμά που τους κρατούσαν. Οι κακοί άνθρωποι φοβήθηκαν και προσπάθησαν να τρέξουν, αλλά έπεσαν κάτω.
Το έδαφος σείστηκε και οι τοίχοι της φυλακής γκρεμίστηκαν επάνω στους άνομους ανθρώπους. Ο Κύριος προστάτευσε τον Άλμα και τον Αμουλέκ και δεν τραυματίστηκαν.
Ο λαός του Αμμωνίχα ήρθε να δει τι συνέβαινε. Όταν είδαν τον Άλμα και τον Αμουλέκ να βγαίνουν από την κατεστραμμένη φυλακή, φοβήθηκαν και έφυγαν τρέχοντας.
Ο Κύριος είπε στον Άλμα και τον Αμουλέκ να πάνε στη Σιδώμ. Εκεί βρήκαν ενάρετους ανθρώπους. Ο Ζεζρώμ ήταν επίσης εκεί και ήταν πολύ άρρωστος.
Ο Ζεζρώμ χάρηκε που είδε τον Άλμα και τον Αμουλέκ. Ανησυχούσε πως θα είχαν σκοτωθεί εξαιτίας αυτών που είχε κάνει. Τους ζήτησε να τον θεραπεύσουν.
Ο Ζεζρώμ πίστευε στον Ιησού Χριστό και είχε μετανιώσει για τις αμαρτίες του. Όταν ο Άλμα προσευχήθηκε για αυτόν, ο Ζεζρώμ θεραπεύτηκε αμέσως.
Ο Ζεζρώμ βαπτίστηκε και άρχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο. Πολλοί άλλοι βαπτίσθηκαν επίσης.
Οι άνομοι άνθρωποι του Αμμωνίχα είχαν όλοι σκοτωθεί από μία στρατιά Λαμανιτών, όπως ο Άλμα είχε προφητεύσει.