Γλωσσάριο
A
-
άγγελοςένας αγγελιαφόρος από τον Θεό
-
αιώνια ζωήη ζωή για πάντα μαζί με τον Θεό
-
αληθινόκάτι που έχει συμβεί πραγματικά ή που είναι καλό ή σωστό
-
αμαρτάνωπαραβιάζω μία εντολή
-
ανασταίνωεπαναφέρω κάποιον ή κάτι στη ζωή
-
άνομοαυτό που δεν είναι από τον Θεό. Ένας άνομος άνθρωπος αγαπά τον Σατανά και δεν τηρεί τις εντολές του Θεού.
-
ασπίδαμέρος πανοπλίας που προστατεύει το πάνω μέρος του σώματος ενός στρατιώτη από σπαθιά ή άλλα όπλαΒ
Β
-
βάπτισμαδιάταξη κατά την οποία ένα άτομο με εξουσία από τον Θεό βάζει ένα άλλο άτομο εντελώς κάτω από το νερό και μετά το βγάζει έξω. Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για να γίνει κάποιος μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού.
-
βασιλιάςηγέτης μίας ομάδας ανθρώπων
-
βέλοςόπλο με μυτερή άκρη, χρησιμοποιείται στο κυνήγι ή τον πόλεμο
-
βωμόςιερός, υπερυψωμένος χώρος από χώμα ή πέτρες, πάνω στον οποίο προσφέρονται προσευχές ή θυσίες προς τον ΘεόΓ
-
γδέρνω κρανίοη αφαίρεση του κρανιακού δέρματος
-
γενναίοςαυτός που ξέρει και υπερασπίζεται το σωστό
Δ
-
διαθήκημία υπόσχεση ανάμεσα στον Θεό και έναν άνθρωπο
-
διάταξηιερή τελετή ή πράξη με πνευματική σημασία, όπως το βάπτισμα ή η μετάληψη
-
δικαστήςηγέτης ο οποίος αποφασίζει τι σημαίνουν οι νόμοι και πώς οι άνθρωποι πρέπει να τους εφαρμόζουν
-
δικαστική έδραθέση στην κυβέρνηση των Νεφιτών που κατείχε ο αρχιδικαστής
-
δραπετεύωφεύγω μακριά από έναν άνθρωπο
-
δύναμηη επενέργεια του καλού ή του κακού, συχνά μία ιδιαίτερη βοήθεια ή δύναμη από τον Θεό
Ε
-
είδωλοκάτι που λατρεύουν οι άνθρωποι που δεν είναι από τον Θεό
-
ειρήνηγαλήνιο αίσθημα ή χρονική περίοδος χωρίς πόλεμο
-
ελευθερίανα μπορείς να παίρνεις αποφάσεις
-
ελευθερίαη ελευθερία να κάνεις επιλογές
-
ενάρετοςαυτός που είναι από τον Θεό. Ενάρετοι άνθρωποι είναι εκείνοι που ακολουθούν τις εντολές του Θεού.
-
εντολήκάτι που λέει ο Θεός στον λαό του να κάνει ώστε να είναι ευτυχισμένος
-
επαναστατώπαρακούω ή εναντιώνομαι στις εντολές
-
ερημιάμεγάλη, άδεια έκταση γης, που δεν έχει πόλεις ή ανθρώπους
-
Ευαγγέλιοοι διδασκαλίες του Ιησού Χριστού
-
ευλογώδίνω σε ένα άτομο κάτι που θα το ωφελήσει. Ευλογώ τη μετάληψη είναι να ζητήσω από τον Θεό να δεχθεί το ψωμί και το νερό ως σύμβολα του Ιησού Χριστού.
Η
-
ηγέτηςένα άτομο που καθοδηγεί μία ομάδα ανθρώπωνΘ
-
θαύμαασυνήθιστο γεγονός ή συμβάν που δείχνει τη δύναμη του Θεού
-
θεραπεύωκάνω καλά ή καλύτερα έναν άρρωστο ή τραυματισμένο άνθρωπο
-
θυσιάζωαφήνω κάτι πολύτιμο για τον ΘεόΙ
-
ιεραπόστολοςαυτός που διδάσκει σε άλλους το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού
-
ιεροσύνηη εξουσία να ενεργούμε στο όνομα του ΘεούΚ
-
καταδιώκωλέω ψέματα για κάποιον και προσπαθώ να του κάνω κακό
-
καταλαβαίνωξέρω ή κατανοώ μία ιδέα
-
καταστρέφωτερματίζω ή χαλάω εντελώς κάτι, όπως μία πόλη ή μία ζωή
-
κλέβωόταν παίρνω κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλον
-
κωφόςαυτός που δεν μπορεί να ακούσει
Λ
-
λατρεύωαγαπώ ή ακολουθώ κάποιον ή κάτι
-
Λιαχόναη ορειχάλκινη σφαίρα που έδωσε ο Θεός στην οικογένεια του Λεχί για να τους δείχνει τον δρόμο μέσα στην ερημιά. Δούλευε μόνο όταν η οικογένεια του Λεχί ήταν ενάρετη.
-
λιθοβολώρίχνω πέτρες σε ένα άτομο μέχρι να πεθάνει
-
λόγχηένα μυτερό κοντάρι που χρησιμοποιείται για να καρφώνει
Μ
-
μαθητήςένα άτομο που ακολουθεί τον Ιησού Χριστό και προσπαθεί να γίνει σαν Αυτόν
-
μανδύαςμακρύ, φαρδύ ένδυμα
-
μαρτυρίααίσθημα ή καταγραφή πως το Ευαγγέλιο είναι αληθινό
-
Μεγάλο Πνεύματο όνομα του Θεού κατά τους Λαμανίτες
-
μεθυσμένοςαυτός που έχει χάσει τον έλεγχο εξαιτίας της μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ
-
μέλοςαυτός που ανήκει σε μία εκκλησία ή ομάδα
-
μετάληψηδιάταξη κατά την οποία άνδρες που έχουν την ιεροσύνη ευλογούν και μοιράζουν το ψωμί και το νερό σε άλλους ανθρώπους. Η μετάληψη υπενθυμίζει στους ανθρώπους τον Ιησού Χριστό.
-
μετανοώλυπάμαι για μία πράξη ή σκέψη και υπόσχομαι να μην την επαναλάβω
-
μεταφράζωμεταφέρω λέξεις από μία γλώσσα σε άλλη
Ν
-
ναόςοίκος του Θεού
-
να μην λαμβάνεις τροφή ή νερό, ενόσω αναζητάς πνευματική βοήθειαΞ
-
ξίφοςμακριά, μεταλλική λεπίδα που χρησιμοποιείται για να κόβει ή να τρυπά
Ο
-
όνειροιστορία που συμβαίνει το μυαλό ενός ανθρώπου όταν αυτός κοιμάται.
-
όπλοαυτό που χρησιμοποιείται για να τραυματίσει ή να σκοτώσει άλλους ανθρώπους, όπως το σπαθί ή το δόρυ
-
όραματρόπος αποκάλυψης
-
ορειχάλκινες πλάκεςχρονικό των εντολών και των σχέσεων του Θεού με τους προγόνους του Λεχίουρανοί
-
ο τόπος που ζει ο Επουράνιος Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός
-
Ουρίμ και Θουμμίμειδικά όργανα που δίνει ο Θεός στους προφήτες, για να τους βοηθήσει να μεταφράσουν και να λάβουν αποκάλυψη
Π
-
πανοπλίακάλυμμα που φορούν οι στρατιώτες για να προστατεύονται στη μάχηπείνα
-
έλλειψη τροφής που προκαλείται όταν δεν βρέχει και δεν μπορούν να μεγαλώσουν οι καλλιέργειες
-
πιστεύωνιώθω ή γνωρίζω πως κάτι είναι σωστό
-
πίστηνα πιστεύεις στον Ιησού Χριστό
-
πιστόςαυτός που συνεχίζει να υπακούει στις εντολές
-
πλάκεςλεπτές μεταλλικές πλάκες, επάνω στις οποίες ο λαός έγραψε τις διδασκαλίες του Θεού και τις ιστορίες των ανθρώπωνπλήρης
-
με το Άγιο Πνεύμαόταν το Άγιο Πνεύμα μιλά στο μυαλό και την καρδιά ενός ανθρώπου για αυτό που είναι αληθινό
-
πόλεμοςμάχη μεταξύ εχθρών ή αντίπαλων στρατών
-
πονηρόκάτι που είναι κακό
-
προσεύχομαιμιλώ στον Θεό, προσφέρω ευχαριστίες και ζητώ ευλογίες
-
προσχωρώγίνομαι μέρος μίας ομάδος
-
προφητεύωπεριγράφω ένα γεγονός προτού να συμβεί
-
προφήτηςένα άτομο που έχει κληθεί από τον Θεό για να λέει στον λαό το θέλημα του Θεού
-
πύργοςψηλό κτήριο ή πλατφόρμα όπου μπορούν να στέκονται οι άνθρωποιΡ
-
ρόπαλοόπλο που χρησιμοποιείται για να χτυπά ζώα ή ανθρώπουςΣ
-
σιδερένια ράβδοςσύμβολο στο όνειρο του Λεχί που αντιπροσωπεύει τον λόγο του Θεού
-
σκλαβιάνα μην είμαστε ελεύθεροι, να εργαζόμαστε όλη την ημέρα για κάποιου άλλου το κέρδος
-
σκλάβοιάνθρωποι που εξαναγκάζονται να εργάζονται για άλλους ανθρώπους
-
σταυρώνωθανατώνω καρφώνοντας έναν άνθρωπο πάνω σε έναν σταυρό
-
στρατηγόςο αρχηγός ενός στρατού
-
στρατιώτηςένα άτομο που πολεμά σε έναν στρατό
-
στρατόςομάδα στρατιωτών έτοιμοι για πόλεμο
-
συγχωρώξεχνώ τα άσχημα πράγματα που έχει κάνει κάποιος και τον αγαπώ
-
σύμβολο της ελευθερίαςμήνυμα που έγραψε ο αρχιστρατηγός Μορόνι για να ενθαρρύνει τον λαό του να υπερασπιστεί την ελευθερία του
-
είδος κτηρίου όπου ο λαός συγκεντρώνεται για να λατρέψει τον Θεό
-
συνωμοτώκαταστρώνω ένα δόλιο σχέδιο εναντίον κάποιου
-
σφεντόναόπλο που χρησιμοποιείται για να εκτοξεύει πέτρες
-
ταπεινόςαυτός που αποδέχεται την διδασκαλία και προσπαθεί να κάνει το θέλημα του Θεού
-
τιμωρώπροκαλώ ή επιτρέπω να συμβούν άσχημα πράγματα σε ένα άτομο. Οι άνθρωποι συχνά τιμωρούνται όταν δεν υπακούν στον Θεό.
-
το δέντρο της ζωήςδέντρο στο όνειρο του Λεχί που αντιπροσωπεύει την αγάπη του Θεού
-
τόξομακριά βέργα με μία χορδή δεμένη στις δύο άκρες, που χρησιμοποιείται για να εκτοξεύει βέλη
-
τυφλόςαυτός που δεν μπορεί να δει
Υ
-
υπακούωκάνω αυτό που μου έχουν ζητήσει ή που με έχουν προστάξει
-
υπηρέτεςάνθρωποι που υπηρετούν ή εργάζονται για κάποιον, όπως για έναν βασιλιά
-
υπόσχεσηόρκος ή δέσμευση να κάνω κάτι ή να γίνω κάποιος
Φ
-
φορτηγίδαένα μεγάλο πλοίο που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει ανθρώπους ή εφόδιαφυλακή
-
μέρος όπου κρατούνται άνθρωποι που έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα
Χ
-
χαρούμενα νέαμηνύματα ελπίδας και παρηγοριάς σταλμένα από τον Θεό
-
χειροτονώδίνω την εξουσία και δύναμη της ιεροσύνης
-
χρυσές πλάκεςχρονικό γραμμένο σε λεπτές πλάκες από χρυσό. Ο Μορόνι τις έκρυψε στον λόφο Κουμώρα και ο Τζόζεφ Σμιθ τις βρήκε αργότερα.χτίζω
-
φτιάχνω ή κατασκευάζω κάτι