Η πρώτη μέρα του Τζέτσαν
Ήταν αυτή η σωστή διαδρομή; Ο Τζέτσαν ένιωθε μπερδεμένος.
«Eκζήτησα τoν Kύριo, και με εισάκoυσε» (Ψαλμοί 34:4).Αυτή η ιστορία λαμβάνει χώρα στο Γκιόνγκι-ντου της Νοτίου Κορέας.
Έπαιζε χαρούμενη μουσική καθώς ο Τζέτσαν και η μαμά σηκώθηκαν από τις θέσεις τους στο γυμναστήριο του σχολείου. Κάμποσα λαμπερά μπαλόνια αιωρούνταν στους τοίχους καθώς τα άλλα παιδιά και οι γονείς τους μιλούσαν με ενθουσιασμό.
Αύριο θα ήταν η πρώτη μέρα του σχολείου και στη Νότιο Κορέα οι νέοι μαθητές πάντοτε πηγαίνουν σε μία ιδιαίτερη τελετή για να εορτάσουν την έναρξη του σχολείου. Καθώς άκουγε τα τραγούδια και τα μεγάφωνα, ο Τζέτσαν ένιωθε ενθουσιασμένος. Ανυπομονούσε να αρχίσει να μαθαίνει!
Μετά το πρόγραμμα, η μαμά και ο Τζέτσαν περπάτησαν στους διαδρόμους του σχολείου. Όταν πήγαν στην αίθουσά του, ο Τζέτσαν γνώρισε τη δασκάλα του. Φαινόταν πραγματικά καλή.
Αργότερα η μαμά και ο Τζέτσαν βγήκαν έξω στη ζεστή, ανοιξιάτικη λιακάδα. Ακόμη και ο ήλιος και ο ουρανός φαίνονταν ευτυχισμένοι για την έναρξη του σχολείου.
Το επόμενο πρωινό, η μαμά συνόδευσε τον Τζέτσαν έως την πύλη του σχολείου. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Σ’ αγαπώ» είπε. «Να έχεις μία καλή πρώτη μέρα».
«Θα έχω» είπε ο Τζέτσαν. «Κι εγώ σε αγαπώ!» Την αποχαιρέτησε και γύρισε για να πάει στην τάξη του, όπως είχαν κάνει εξάσκηση.
Καθώς ο Τζέτσαν βάδιζε στον διάδρομο, άρχισε να ανησυχεί. Είναι αυτή η σωστή διαδρομή; Ο Τζέτσαν σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω. Γύρισε και περπάτησε σε έναν διαφορετικό διάδρομο. Σύντομα ένιωθε τελείως μπερδεμένος.
Ο Τζέτσαν πήρε βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι ήταν σε αυτόν τον διάδρομο χθες. Συνέχισε να βαδίζει και πέρασε από μεγάλες πόρτες.
Όμως ο Τζέτσαν δεν είδε την τάξη του, με τα θρανία, τους φίλους και την καλή του δασκάλα. Είδε το γυμναστήριο. Και τώρα δεν υπήρχαν ούτε άνθρωποι ούτε μπαλόνια. Ήταν απλώς ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Τζέτσαν. Προσπάθησε να μην πανικοβληθεί, αλλά φοβόταν. Δεν ήξερε πώς να βρει την αίθουσά του. Γονάτισε για να προσευχηθεί. «Επουράνιε Πατέρα, έχω χαθεί. Παρακαλώ βοήθησε τη μαμά να έλθει να με βρει και να με βοηθήσει να πάω στην τάξη μου».
Ο Τζέτσαν σηκώθηκε. Πήρε λίγες ακόμη βαθιές αναπνοές. Μετά περίμενε.
Λίγα λεπτά αργότερα, η μαμά ήλθε στη γωνία. «Τζέτσαν!» Έτρεξε σε αυτόν και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Τι συνέβη;»
Ο Τζέτσαν ξέσπασε σε κλάματα. Ανακουφίστηκε τόσο που είδε τη μαμά. «Δεν μπορούσα να βρω την αίθουσα» είπε. «Κι έτσι προσευχήθηκα να έλθεις να με βρεις».
Η μαμά σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Είμαι χαρούμενη που είπες μία προσευχή» είπε εκείνη. «Ήμουν καθοδόν για το σπίτι. Κατόπιν είχα ένα συναίσθημα ότι θα έπρεπε να γυρίσω και να βεβαιωθώ ότι βρήκες την αίθουσά σου. Όταν δεν ήσουν εκεί, κοίταξα παντού. Και μετά σε βρήκα!»
Ο Τζέτσαν κρατούσε το χέρι της μαμάς καθώς περπατούσαν στον σωστό διάδρομο. Ο Τζέτσαν είχε σταματήσει να κλαίει. Ήξερε ότι ο Επουράνιος Πατέρας είχε απαντήσει στην προσευχή του και όλα ήταν εντάξει. Όταν έφθασαν στην αίθουσα, άκουσε τα άλλα παιδιά μέσα να γελούν και να διασκεδάζουν.
«Τζέτσαν! Χαιρόμαστε που σε βλέπουμε» είπε η δασκάλα του Τζέτσαν καθώς εκείνος έμπαινε μέσα.
«Ευχαριστώ» είπε ο Τζέτσαν με μία μικρή υπόκλιση. Αγκάλιασε ξανά τη μαμά. Θα ήταν μία καλή πρώτη μέρα στο σχολείο, ούτως ή άλλως.