Η φωνή του καλού ποιμένα
Ως ιδιοκτήτρια ενός ράντσου στη Μοντάνα τον περισσότερο καιρό από τα 70 χρόνια μου, κρατώ σαν θησαυρό την παραβολή του καλού ποιμένα, που βρίσκεται στο Κατά Ιωάννην 10:1–18, διότι την έχω ζήσει. Οι παρακάτω εμπειρίες ήταν ιδιαίτερα έντονες, ώστε να κάνουν πράξη τη διδασκαλία αυτής της παραβολής.
Στη βιβλική εποχή ο κάθε ποιμένας συγκέντρωνε τα δικά του πρόβατα ανάμεσα στο πλήθος των ζώων που ήταν μαζεμένα στο μαντρί για τη νύχτα (βλέπε στίχους 3–4). Κατά τον ίδιο τρόπο, όποτε μετακινώ τα πρόβατά μου, απλώς φωνάζω κι εκείνα ακολουθούν.
Πριν από χρόνια, η δραστήρια 96χρονη γειτόνισσά μου, η Άλις που εξέτρεφε κι αυτή πρόβατα, αρρώστησε την εποχή που γεννούν τα πρόβατα κι έτσι προσφέρθηκα να κάθομαι εγώ τα βράδια που γεννούσαν. Όταν μπήκα στην παράγκα όπου γεννούσαν το πρώτο βράδυ της «υπηρεσίας» μου, οι σχεδόν 100 προβατίνες της Άλις ήταν ήρεμα ξαπλωμένες για ύπνο. Όμως όταν εμφανίστηκα, αμέσως αισθάνθηκαν έναν ξένο ανάμεσά τους. Τρομοκρατημένες, στριμώχτηκαν η μια κοντά στην άλλη για ασφάλεια σε μια μακρινή γωνιά (βλέπε στίχο 5).
Αυτό εξακολούθησε αρκετές νύχτες. Όσο αθόρυβα κι αν έμπαινα, τα πρόβατα τρόμαζαν και έφευγαν. Μιλούσα ήρεμα και μαλακά στα νεογέννητα αρνιά και στις προβατίνες καθώς τα φρόντιζα. Το πέμπτο βράδυ δεν είχαν πια την ανησυχία εκείνη καθώς δούλευα ανάμεσά τους. Είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν τη φωνή μου και με εμπιστεύονταν.
Λίγο καιρό αργότερα είπα στην Άλις ότι θα τάιζα με το μπιμπερό τα δώδεκα περίπου ορφανά νεογέννητα. (Ορφανό αρνάκι είναι εκείνο που έχει πεθάνει η μητέρα του ή δεν μπορεί να παράγει αρκετό γάλα.) Μιμούμενη την Άλις, φώναζα στα αρνιά της: «Ελάτε, Μπε…μπε! Ελάτε, Μπε… μπε!» Περίμενα ότι τα αρνιά θα έτρεχαν πεινασμένα προς το μέρος μου, όπως έκαναν με εκείνη. Όμως ούτε ένα δε γύρισε να κοιτάξει. Τότε η Άλις βγήκε από την πόρτα της κουζίνας και φώναξε. Μόλις άκουσαν τη φωνή της, έτρεξαν γρήγορα προς το μέρος της, φωνάζοντας δυνατά για να πιουν το γάλα τους.
Πολύ περίεργες, η Άλις κι εγώ κάναμε ένα πείραμα. Στέκοντας στη δική μου θέση μέσα στο μαντρί, η Άλις μιμήθηκε τη δική μου φωνή: «Ελάτε, ελάτε μικρούλια! Ελάτε, ελάτε μικρούλια!» Αλλά δεν είδε ανταπόκριση. Όμως όταν φώναξα εγώ με τα ίδια ακριβώς λόγια, τα δικά μου πρόβατα ήρθαν γρήγορα κοντά μου. Μολονότι τα λόγια που χρησιμοποιήσαμε για να φωνάξουμε τα πρόβατα ήταν απαράλλαχτα, οι φωνές μας που δεν ήταν οικείες, δεν εισακούστηκαν. Τα πρόβατα άκουγαν πιστά μόνο τον αληθινό ποιμένα τους (βλέπε στίχο 4).
Στο Κατά Ιωάννην 10 γίνεται διάκριση ανάμεσα σε έναν ποιμένα και σε έναν που βοσκά τα πρόβατα. Ο ποιμένας που είναι δικά του τα πρόβατα, νοιάζεται στοργικά για την ασφάλειά τους. Αντίθετα, αυτός που βοσκά τα πρόβατα είναι απλώς ο «μισθωτός» και «δεν τον μέλει» (στίχος 13). Η παραβολή διδάσκει, επίσης, ότι ενώ ο μισθωτός φεύγει και εγκαταλείπει τα πρόβατά του (βλέπε στίχο 12), ο ποιμένας βάζει πρόθυμα τη ζωή του για τα πρόβατά του (βλέπε στίχο 11). Αυτό είναι σίγουρα αληθινό για τον Καλό Ποιμένα μας,—το Σωτήρα μας, Ιησού Χριστό,—ο οποίος με αγάπη έδωσε τη ζωή Του για μας (βλέπε στίχους 15, 17–18).
Οι εμπειρίες αυτές επιβεβαίωσαν για μένα ένα από τα ζωτικά μηνύματα της παραβολής: όταν προσπαθούμε να γνωρίσουμε προσωπικά τον Καλό Ποιμένα μας και πρόθυμα να αναγνωρίσουμε τη φωνή Του, δε θα ακολουθήσουμε κατά λάθος το μισθωτό. Όταν με πίστη ακούμε προσεκτικά τη φωνή του Καλού Ποιμένα μας—και κανενός άλλου,—θα οδηγούμαστε στην αιώνια ασφάλεια.