Πρωτοπόροι σε κάθε χώρα
Τζούλια Μαβιμπέλα
Κοινοτική ηγέτις στη Νότιο Αφρική
«Η αγάπη έρχεται μόνο συγ-χωρώντας τους άλλους».
Η Τζούλια σκούπισε το μέτωπό της. Μετά σήκωσε το φτυάρι της και άρχισε να σκάβει. Τώρα το έδαφος γύρω της ήταν μία επιφάνεια με χώμα. Αλλά σύντομα επρόκειτο να γίνει ένας όμορφος κήπος.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι για τους Μαύρους στην Νότιο Αφρική. Οι νόμοι εκεί κρατούσαν χωριστά τους Μαύρους και τους Λευκούς. Πολλοί Μαύροι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ζήσουν σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από τους Λευκούς και δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Είχε υπάρξει βία στην κωμόπολη όπου ζούσε η Τζούλια και τα σχολεία ήταν κλειστά εξαιτίας αυτού. Μερικές φορές ήταν επικίνδυνο να είσαι έξω.
Όμως αυτό δεν σταμάτησε την Τζούλια. Ήθελε να κάνει κάτι για να φέρει καλοσύνη στην κοινότητά της. Γι’ αυτό έφτιαχνε έναν κήπο.
Μερικά παιδιά είδαν την Τζούλια να εργάζεται. «Μπορούμε να βοηθήσουμε;» ρώτησαν.
«Φυσικά» είπε η Τζούλια. Έδωσε στο καθένα ένα φτυάρι. Τους έδειξε πώς να σκάβουν το χώμα και να ξεθάβουν τα ζιζάνια.
«Ας σκάψουμε το χώμα της πικρίας, ας ρίξουμε έναν σπόρο αγάπης και ας δούμε τι καρπούς μπορεί να μας δώσει» έλεγε. «Η αγάπη έρχεται μόνο συγχωρώντας τους άλλους».
Πέρασαν εβδομάδες και περισσότερα φυτά μεγάλωσαν. Άλλοι άνθρωποι ήλθαν να εργαστούν στον κήπο. Ξερίζωσαν ψηλά ζιζάνια. Φύτεψαν περισσότερους σπόρους. Πότισαν τα φυτά. Έκανε την Τζούλια ευτυχισμένη που έβλεπε τόσους πολλούς ανθρώπους να βοηθούν.
Μία ημέρα η Τζούλια συνάντησε δύο νέους άνδρες. Η Τζούλια εξεπλάγη, επειδή οι Λευκοί σπάνια έρχονταν στη γειτονιά της. Είπαν ότι ήταν ιεραπόστολοι. Τους προσκάλεσε να δώσουν ένα μήνυμα στο σπίτι της.
Όταν ο γιος της Τζούλιας άκουσε ότι έρχονταν, συγκλονίστηκε. «Γιατί τους προσκάλεσες;» είπε. «Είναι Λευκοί. Δεν είναι ασφαλές».
Αλλά η Τζούλια εμπιστευόταν τους ιεραποστόλους. «Αυτοί οι άνδρες είναι διαφορετικοί» είπε η Τζούλια. «Κηρύττουν την ειρήνη».
Όταν οι ιεραπόστολοι ήλθαν, η Τζούλια τους καλωσόρισε. Ένας από αυτούς παρατήρησε μία φωτογραφία στο ράφι του τζακιού. Ήταν από τον γάμο της Τζούλιας.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο ιεραπόστολος, δείχνοντας τη φωτογραφία.
«Ο σύζυγός μου, ο Τζων». Η Τζούλια χαμήλωσε το βλέμμα. «Πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα».
Ο ιεραπόστολος έγνευσε καταφατικά. «Πιστεύουμε ότι οι οικογένειες μπορούν να είναι για πάντα μαζί ακόμα και μετά τον θάνατο».
Ένα συναίσθημα γαλήνης κατέκλυσε την Τζούλια. Αισθάνθηκε χαρούμενη να μάθει για το σχέδιο του Θεού και συνέχισε να συναντά τους ιεραποστόλους. Η αγάπη για το Ευαγγέλιο μεγάλωσε στην καρδιά της Τζούλιας, ακριβώς όπως τα φυτά στον κήπο της. Σύντομα αποφάσισε να βαπτισθεί.
Στην εκκλησία, η Τζούλια συνάντησε πολλούς νέους ανθρώπους. Μερικοί ήταν Μαύροι. Μερικοί ήταν Λευκοί. Αλλά όλοι υπηρετούσαν και μάθαιναν μαζί.
Η Τζούλια έδειξε στα παιδιά στην εκκλησία πώς να βοηθούν στον κήπο της. «Πρέπει να είμαστε μαλακοί στην καρδιά μας, όπως αυτό το χώμα» είπε. «Πρέπει να κάνουμε ένα μέρος για το Ευαγγέλιο μέσα μας. Πρέπει να κάνουμε ένα μέρος για την αγάπη».