Κλειδωμένη ’Eξω!
Η συγγραφέας ζει στη Γιούτα των Η.Π.Α.
Η ιστορία έλαβε χώρα στην κεντρική Ουγγαρία.
Ίσως η Έμμα θα μπορούσε να βοηθήσει!
«Στηρίξου σ’ εκείνο το Πνεύμα το οποίο οδηγεί στο να κάνει κανείς καλό» (Διδαχή και Διαθήκες 11:12).
Η Έμμα πηδούσε πάνω από τις ρωγμές του πέτρινου πεζοδρομίου. Ήταν μία λαμπρή ηλιόλουστη ημέρα. Εκείνη και η μαμά περπατούσαν προς το παντοπωλείο.
«Μαμά, πόσο μακριά είναι ο ήλιος;» ρώτησε.
«Δεν είμαι σίγουρη» είπε η μαμά.
Η Έμμα μισόκλεισε τα μάτια στον ουρανό. «Πιστεύεις ότι ένας πύραυλος θα μπορούσε να πάει ποτέ στον ήλιο; Πιστεύεις ότι είναι θερμότερος από την αστραπή; Πιστεύεις…»
Η μαμά γέλασε. «Οι ερωτήσεις σου γίνονται όλο και πιο δύσκολες!»
Η Έμμα γέλασε επίσης. Είχε πολλές ερωτήσεις. Η μαμά έκανε πάντα ό,τι μπορούσε καλύτερο για να τις απαντήσει. Αυτός ήταν ένας λόγος που άρεσε στην Έμμα να πηγαίνει βόλτες με την μαμά.
Η Έμμα έψαξε στη γειτονιά της. Ταξί κυκλοφορούσαν στον πέτρινο δρόμο. Άνθρωποι οδηγούσαν πάνω σε ποδήλατα. Πολλοί άνθρωποι επίσης ήταν έξω περπατώντας.
Κατόπιν η Έμμα κοίταξε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ένα μικρό κορίτσι καθόταν στα σκαλιά έξω από μία πολυκατοικία. Φαινόταν σαν να έκλαιγε.
Η Έμμα επιβράδυνε. Έπρεπε να σταματήσει για να βοηθήσει; Ίσως το κορίτσι να ήθελε να μείνει μόνο του. Μερικές φορές η Έμμα ήθελε να μείνει μόνη της, όταν ήταν λυπημένη.
Η Έμμα σταμάτησε να περπατά. Τις περισσότερες φορές η Έμμα ήθελε κάποιον να μιλήσει, όταν χρειαζόταν βοήθεια. Και ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει!
Άρπαξε το χέρι της μαμάς. «Κοίτα μαμά. Νομίζω ότι αυτό το κορίτσι χρειάζεται λίγη βοήθεια».
Η μαμά κοίταξε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. «Νομίζω πως έχεις δίκιο».
Η Έμμα κρατούσε το χέρι της μαμάς καθώς διέσχιζαν τον δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια εκεί όπου καθόταν το κορίτσι. «Γεια» είπε η Έμμα. «Χρειάζεσαι βοήθεια;»
Το μικρό κορίτσι ρούφηξε τη μύτη και τις κοίταξε. Οι βραχίονές της ήταν τυλιγμένοι γύρω από τα γόνατά της και τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα.
«Είμαι… είμαι κλειδωμένη έξω από το διαμέρισμά μου». Πήρε μία βαθιά ανάσα. Η φωνή της ήταν τρεμάμενη και σιγανή. Η Έμμα γονάτισε δίπλα της για να την ακούσει καλύτερα.
«Δεν μπορώ να διαβάσω» είπε το κορίτσι. «Δεν ξέρω ποιο κουμπί να πατήσω για να μπω μέσα».
Η Έμμα κοίταξε τον τοίχο έξω από την πολυκατοικία. Υπήρχαν πολλά μικρά κουμπιά. Κάθε κουμπί είχε ένα όνομα επάνω. Δίπλα στα κουμπιά ήταν ένα ηχείο.
«Ποιο είναι το επίθετό σου;» Ρώτησε η Έμμα.
«Σνάιντερ» είπε το μικρό κορίτσι.
Η μαμά διάβασε όλα τα κουμπιά μέχρι που βρήκε ένα που έλεγε «Σνάιντερ». Το έσπρωξε.
Ντριν!
Το κουμπί έκανε έναν δυνατό ήχο. Κατόπιν μία φωνή κροτάλισε μέσω του ηχείου.
«Είμαστε οι Σνάιντερ. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
Η μαμά μίλησε στο ηχείο. «Γεια! Η κόρη μου και εγώ είμαστε έξω με ένα μικρό κορίτσι που λέει ότι κλειδώθηκε έξω».
Το μικρό κορίτσι σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε προς το ηχείο. «Μαμά» είπε «δεν μπορούσα να διαβάσω το κουμπί για να μπω μέσα και αυτοί οι άνθρωποι με βοήθησαν!»
Η φωνή στο ηχείο ακούστηκε έκπληκτη. «Λένι! Νόμιζα ότι ήσουν στο δωμάτιό σου! Μην ανησυχείς. Έρχομαι εκεί κάτω αμέσως».
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα μία κυρία ήλθε τρέχοντας έξω. Το κορίτσι έτρεξε και την αγκάλιασε.
Η κυρία στράφηκε στην Έμμα. «Ευχαριστώ που βοήθησες τη μικρή μου Λένι!»
Η Έμμα χαμογέλασε. «Ήταν εύκολο να βοηθήσω».
Χαιρέτησαν και κατέβηκαν τις σκάλες. Η Έμμα ένιωθε το σώμα της ζεστό. Σκέφθηκε μία ακόμη ερώτηση για τη μαμά.
«Ήταν εύκολο να βοηθήσω αυτό το κορίτσι. Γιατί αισθάνομαι τόσο ευτυχισμένη γι’ αυτό;»
Η μαμά ζούληξε το χέρι της Έμμας. «Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που σου λέει ότι έκανες μία καλή επιλογή».
Η Έμμα χαμογέλασε. Ήταν χαρούμενη που σταμάτησε να βοηθήσει.