Πρωτοπόροι σε κάθε χώρα
Το πιάνο του Λούντοβικ
Ο Λούντοβικ χαιρόταν που υπηρετούσε τον Επουράνιο Πατέρα.
Ο Λούντοβικ πήρε κάποιες σπαστές καρέκλες και τις μετέφερε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ήταν Κυριακή και η εκκλησία θα άρχιζε σύντομα. Το σπίτι όπου είχαν εκκλησία στο Τόγκο δεν είχε αρκετές θέσεις. Έτσι ο Λούντοβικ πάντοτε έφερνε καρέκλες από το σπίτι του παππού του.
«Γιατί αφήνεις μία όμορφη εκκλησία για να πας σε μία μικρή καλύβα;» κάποιος τον ρώτησε. «Η εκκλησία σου δεν έχει καν πάγκους!» κάποιος άλλος είπε, γελώντας.
Ο Λούντοβικ έκανε ότι δεν άκουσε. Απλώς πρέπει να συνεχίσω να κάνω το σωστό, σκέφθηκε.
Ο Λούντοβικ έμαθε για πρώτη φορά σχετικά με την Εκκλησία, όταν ήταν 10 ετών. Τώρα ήταν 12. Εκείνος και η οικογένειά του είχαν βαπτισθεί προσφάτως. Είχε την ιεροσύνη και βοηθούσε στη διανομή της μεταλήψεως. Έβαζε στην άκρη μάλιστα κάποια από τα χρήματά του για φαγητό, προκειμένου να αγοράζει ψωμί για τη μετάληψη κάθε εβδομάδα. Ο Λούντοβικ χαιρόταν που υπηρετούσε τον Επουράνιο Πατέρα.
Όταν ήταν ώρα να αρχίσει η εκκλησία, το μικρό δωμάτιο ήταν γεμάτο. Ορισμένοι άνθρωποι κάθονταν στις καρέκλες που είχε φέρει ο Λούντοβικ. Άλλοι ήταν όρθιοι.
Η συγκέντρωση άρχισε με ένα τραγούδι. «Ο Θεός σου σε φωνάζει, Ισραήλ» τραγουδούσε ο Λούντοβικ. Του άρεσε να τραγουδά στην εκκλησία.
Μετά την εκκλησία, ο Λούντοβικ σιγοτραγουδούσε καθώς μάζευε τις καρέκλες. Σιγοτραγουδούσε καθώς περπατούσε προς το σπίτι. Μετά είχε μια ιδέα! Έβγαλε έξω το παιδικό αρμόνιο. Ίσως θα μπορούσε να βρει πώς να παίξει το «Ο Θεός σου σε φωνάζει, Ισραήλ»!
Ο Λούντοβικ σιγοτραγουδούσε τις νότες και έπαιζε διαφορετικά κλειδιά έως ότου το πέτυχε. Σύντομα έμαθε να παίζει μόνος του όλο το τραγούδι.
Κατόπιν θυμήθηκε ότι η οικογένειά του είχε κάποιες ηχογραφήσεις ύμνων της Εκκλησίας. Τις άκουσε και άρχισε να παίζει κι άλλα τραγούδια. Ο Λούντοβικ έκανε εξάσκηση ξανά και ξανά.
«Γιατί δεν παίζεις στην εκκλησία, ενώ τραγουδούμε;» ρώτησε ο μπαμπάς του Λούντοβικ μια μέρα.
Το στομάχι του Λούντοβικ ανακατεύτηκε. «Είμαι πολύ ντροπαλός» είπε. «Κι αν δεν τα καταφέρω;»
Τότε θα συνεχίσεις» είπε ο μπαμπάς. «Είσαι καλύτερος πιανίστας απ’ ό,τι νομίζεις».
Την επόμενη Κυριακή, ο Λούντοβικ δεν μετέφερε απλώς τις καρέκλες. Μετάφερε το παιδικό του αρμόνιο στην εκκλησία επίσης. Όταν ήταν ώρα για το εναρκτήριο τραγούδι, έβαλε με τρακ τα δάκτυλά του επάνω στα πλήκτρα. Μετά άρχισε να παίζει. Όλοι τραγουδούσαν μαζί. Και ακουγόταν τόσο καλά!
Ο Λούντοβικ έπαιζε στην εκκλησία κάθε Κυριακή ύστερα από αυτό. Μερικές φορές δεν τα κατάφερνε. Όμως δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Όταν ήταν δύσκολο να παίζει το τραγούδι, τραγουδούσαν χωρίς πιάνο και ο Λούντοβικ διηύθυνε τη μουσική.
Ο Λούντοβικ χαμογελούσε. Δεν είχε σημασία για εκείνον που είχαν εκκλησία στο σπίτι κάποιου. Δεν είχε σημασία καν που άτομα τον κορόιδευαν. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο Λούντοβικ χρησιμοποιούσε τα ταλέντα του για να υπηρετήσει τον Θεό.