«Το δένδρο της ζωής», Ιστορίες από το Βιβλίο του Μόρμον (2023)
«Το δένδρο της ζωής», Ιστορίες από το Βιβλίο του Μόρμον
Το δένδρο της ζωής
Το εμπνευσμένο όνειρο του Λεχί
Ένα βράδυ, ο Λεχί είχε ένα όνειρο από τον Κύριο. Είπε στην οικογένειά του για το όνειρο.
Στο όνειρό του, ο Λεχί είδε έναν άνδρα με λευκό χιτώνα. Ο άνδρας είπε στον Λεχί να τον ακολουθήσει.
Ο Λεχί είδε ότι ήταν σε ένα σκοτεινό και άδειο μέρος. Βάδιζε πολλές ώρες. Όμως το σκοτάδι δεν έφευγε. Τελικά ο Λεχί προσευχήθηκε για βοήθεια.
Όταν ο Λεχί τελείωσε την προσευχή του, είδε έναν μεγάλο αγρό. Σε αυτόν τον αγρό υπήρχε ένα δένδρο με λευκό καρπό. Ο Λεχί σκέφτηκε ότι ο καρπός θα τον έκανε ευτυχισμένο, έτσι τον έφαγε. Η ψυχή του ήταν γεμάτη αγαλλίαση.
Ο καρπός είχε καλύτερη γεύση από οποιονδήποτε άλλο καρπό. Ήταν γλυκός και νόστιμος. Ο Λεχί ήθελε να τον μοιραστεί με την οικογένειά του. Ήξερε ότι θα έκανε κι αυτούς ευτυχισμένους. Ο Λεχί είδε τη Σαρία, τον Σαμ και τον Νεφί να στέκονται δίπλα σε ένα ποτάμι. Έμοιαζαν χαμένοι. Ο Λεχί τους φώναξε με δυνατή φωνή. Τους ζήτησε να έλθουν και να φάνε τον καρπό.
Η Σαρία, ο Σαμ και ο Νεφί ήρθαν στο δένδρο και έφαγαν τον καρπό. Ο Λεχί αναζήτησε τον Λάμαν και τον Λεμουήλ. Ήθελε κι αυτοί να απολαύσουν τον καρπό. Όμως δεν έρχονταν να φάνε τον καρπό.
Κατόπιν ο Λεχί είδε ένα μονοπάτι με μία σιδερένια ράβδο που οδηγούσε στο δένδρο. Είδε πολλούς ανθρώπους να βαδίζουν στο μονοπάτι. Ξαφνικά έπεσε πυκνό σκοτάδι. Το σκοτάδι τούς δυσκόλευε να βλέπουν. Ο μόνος τρόπος να φτάσουν στο δένδρο ήταν να κρατηθούν από τη σιδερένια ράβδο.
Μερικοί άνθρωποι έφυγαν από το μονοπάτι και χάθηκαν. Άλλοι κρατήθηκαν από τη σιδερένια ράβδο και προχώρησαν εμπρός.
Όταν έφθασαν στο δένδρο, έφαγαν τον καρπό.
Ο Λεχί κοίταξε ψηλά και είδε ένα μέγα κτήριο γεμάτο με πολλούς ανθρώπους. Χλεύαζαν τους ανθρώπους που έτρωγαν τον καρπό. Μερικοί που έφαγαν τον καρπό αισθάνθηκαν άσχημα όταν άλλοι γελούσαν μαζί τους, έτσι έφυγαν από το δένδρο. Περιπλανήθηκαν μακριά και χάθηκαν.
Στο όνειρό του, ο Λεχί είδε περισσότερους ανθρώπους που κρατούσαν σφιχτά τη σιδερένια ράβδο. Βάδιζαν βήμα-βήμα μέχρι που έφθαναν στο δένδρο. Κατόπιν γονάτιζαν στο δένδρο και έτρωγαν τον καρπό. Δεν άκουγαν τους ανθρώπους στο κτήριο. Επέλεξαν να μείνουν στο δένδρο.
Όταν ξύπνησε ο Λεχί, ανησυχούσε για τον Λάμαν και τον Λεμουήλ. Δεν έφαγαν τον καρπό στο όνειρό του. Ο Λεχί αγαπούσε τον Λάμαν και τον Λεμουήλ. Ήλπιζε ότι θα έμεναν κοντά στον Κύριο. Τους ζήτησε να τηρούν τις εντολές του Θεού.