«Ο βασιλιάς Νώε και ο βασιλιάς Λίμχι», Ιστορίες από το Βιβλίο του Μόρμον (2023)
Ο βασιλιάς Νώε και ο βασιλιάς Λίμχι
Δραπετεύοντας από τους Λαμανίτες
Ο βασιλιάς Νώε κυβέρνησε μία ομάδα Νεφιτών. Έκανε πολλά άσχημα πράγματα και κάποιοι άνθρωποι θύμωσαν μαζί του. Ένας άνδρας ονόματι Γεδεών πολέμησε τον Νώε με σπαθί. Ο Νώε τράπηκε σε φυγή και σκαρφάλωσε σε έναν πύργο. Από τον πύργο είδε έναν στρατό Λαμανιτών να έρχεται. Ο Νώε προσποιήθηκε ότι φοβόταν για τον λαό του, οπότε ο Γεδεών τον άφησε να ζήσει.
Ο Νώε και ο λαός του τράπηκαν σε φυγή. Όμως οι Λαμανίτες τους κυνήγησαν και άρχισαν να τους επιτίθενται. Ο Νώε είπε στους άνδρες να αφήσουν πίσω τις οικογένειές τους και να πάνε μαζί του.
Μερικοί άνδρες έφυγαν με τον Νώε. Όμως πολλοί από τους άνδρες επέλεξαν να μείνουν με τις οικογένειές τους. Ο γυιος του Νώε, ο Λίμχι, επέλεξε επίσης να μείνει.
Πολλές θυγατέρες στάθηκαν μπροστά από τον στρατό και ζήτησαν από τους Λαμανίτες να μην βλάψουν τις οικογένειές τους. Οι Λαμανίτες άκουσαν τις θυγατέρες και άφησαν τους Νεφίτες να ζήσουν. Αντ’ αυτού, οι Λαμανίτες αιχμαλώτισαν τους Νεφίτες.
Οι άνδρες που τράπηκαν σε φυγή ήθελαν να πάνε πίσω στις οικογένειές τους. Ο Νώε προσπάθησε να τους σταματήσει, έτσι οι άνδρες τον θανάτωσαν. Κατόπιν, γύρισαν πίσω στις οικογένειές τους.
Οι άνδρες ήταν πολύ χαρούμενοι που οι οικογένειές τους ήταν ασφαλείς. Είπαν στον Γεδεών τι συνέβη στον Νώε.
Ο λαός επέλεξε τον Λίμχι για να γίνει ο νέος τους βασιλιάς. Ο Λίμχι υποσχέθηκε στον Λαμανίτη βασιλιά ότι θα πλήρωναν στους Λαμανίτες τα μισά από ό,τι είχαν. Σε αντάλλαγμα, ο Λαμανίτης βασιλιάς υποσχέθηκε ότι δεν θα έβλαπτε τον λαό του Λίμχι.
Έζησαν ειρηνικά για πολλά χρόνια. Κατόπιν οι Λαμανίτες άρχισαν να φέρονται άσχημα στον λαό του Λίμχι. Οι άνθρωποι ήθελαν να είναι πάλι ελεύθεροι. Προσπάθησαν να πολεμήσουν τους Λαμανίτες, αλλά έχασαν. Οι άνθρωποι προσευχήθηκαν στον Θεό για βοήθεια.
Μία ημέρα, ένας Νεφίτης ονόματι Αμμών επισκέφθηκε τον Λίμχι και τον λαό του. Ο Αμμών ήλθε από μία χώρα ονόματι Ζαραχέμλα. Ο βασιλιάς Λίμχι χάρηκε που είδε τον Αμμών.
Ο Αμμών μπορούσε να οδηγήσει τον λαό του Λίμχι στη Ζαραχέμλα, αλλά έπρεπε πρώτα να δραπετεύσουν από τους Λαμανίτες. Ο Γεδεών είχε ένα σχέδιο.
Τη νύκτα, ο Γεδεών έδωσε στους Λαμανίτες φρουρούς επιπλέον κρασί για να τους κάνει να αποκοιμηθούν. Ενώ οι φρουροί κοιμούνταν, ο Λίμχι και όλος ο λαός του έφυγαν από την πόλη.
Πήγαν στη Ζαραχέμλα και ενώθηκαν με τους Νεφίτες εκεί. Ο Λίμχι και ο λαός του έμαθαν περισσότερα για τον Θεό. Συνήψαν μία διαθήκη ή μία ξεχωριστή υπόσχεση να υπηρετούν τον Θεό και να υπακούν στις εντολές Του. Βαπτίσθηκαν και έγιναν μέρος της Εκκλησίας του Θεού. Θυμήθηκαν ότι ο Θεός τούς βοήθησε να δραπετεύσουν από τους Λαμανίτες.