Πρωτοπόροι σε κάθε χώρα
Φιλιππίνες: πνευματική δύναμη στα νησιά της θάλασσας
Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 53 ετών, η Εκκλησία βίωσε εκπληκτική δύναμη και ανάπτυξη στις Φιλιππίνες, γνωστές ως το «Μαργαριτάρι της Ανατολής».
Για τον Αουγκούστο Λιμ, το μήνυμα που παρουσιάστηκε από δύο νέους ιεραποστόλους από τις Ηνωμένες Πολιτείες έδειχνε να επιβεβαιώνει αρχές τις οποίες ήδη ήξερε ότι ήταν αληθινές. Νεαρός δικηγόρος και χριστιανός, ο Αουγκούστο παρατήρησε ότι διδαχές όπως η συνεχής αποκάλυψη ήταν «πράγματα στα οποία πίστευα ήδη από το γυμνάσιο και το κολλέγιο»1.
Ύστερα από μερικούς μήνες, ο Αουγκούστο συμφώνησε να παρευρίσκεται στις συγκεντρώσεις της Κυριακής και δέχθηκε να διαβάσει και να προσευχηθεί για το Βιβλίο του Μόρμον. «Άρχισα να διαβάζω το Βιβλίο του Μόρμον σοβαρά, με το ίδιο πνεύμα που μας συμβούλευσε [να έχουμε] ο Μορόνι. Όταν το έκανα, με την επιθυμία να γνωρίσω αν είναι αληθινό –ύστερα από μερικές γραμμές– άρχισα να αποκτώ μια μαρτυρία», ενθυμήθηκε2.
Τον Οκτώβριο του 1964, ο Αουγκούστο Λιμ βαπτίστηκε και έγινε πρωτοπόρος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στις Φιλιππίνες, ενώ η σύζυγός του και η οικογένεια προσεχώρησαν λίγο αργότερα. Σήμερα, έπειτα από δεκαετίες πιστής υπηρέτησης στην Εκκλησία‚ η οποία περιελάμβανε μία κλήση το 1992 να υπηρετήσει ως Μέλος της Γενικής Εξουσίας, ο πρώτος Φιλιππινέζος που υπηρέτησε σε εκείνη τη θέση – ο αδελφός Λιμ εκφράζει την πίστη και την αφοσίωση εκατοντάδων χιλιάδων Αγίων των Τελευταίων Ημερών, οι οποίοι ζουν στο «Μαργαριτάρι της Ανατολής».
Μία γόνιμη γη
550 περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού, ο Κύριος υποσχέθηκε στο Βιβλίο του Μόρμον στον προφήτη Νεφί: «Θυμάμαι αυτούς που βρίσκονται επάνω στα νησιά τής θάλασσας» και «φέρνω τα λόγια μου στα τέκνα των ανθρώπων, μάλιστα, σε όλα τα έθνη τής γης» (Νεφί Β΄ 29:7). Στους πολλούς που έχουν διαβάσει αυτά τα εκλεκτά λόγια, μία ομάδα «νησιών της θάλασσας» έρχεται στο νου μου: οι Φιλιππίνες.
Με πληθυσμό που πλησιάζει τα 100 εκατομμύρια, η Δημοκρατία των Φιλιππίνων είναι ένα μεγάλο αρχιπέλαγος με 7.100 περίπου νησιά που βρίσκονται έξω από τη νοτιοανατολική ακτή της Ασίας. Είναι μια όμορφη τροπική χώρα που κατοικείται από φιλικούς, δραστήριους και ταπεινούς ανθρώπους. Ωστόσο, η χώρα βιώνει συχνά σεισμούς, τυφώνες, εκρήξεις ηφαιστείων, παλιρροϊκά κύματα και άλλες φυσικές καταστροφές και υποφέρει από πλήθος κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Η εξαπλωμένη φτώχια αποτελεί μία συνεχή δυσκολία και οι Φιλιππινέζοι έχουν γνωρίσει περιόδους πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κρίσης.
Όμως για εκείνους οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τους τρόπους του Κυρίου, οι Φιλιππίνες αποτελούν γόνιμο έδαφος για τη φύτευση των σπόρων του Ευαγγελίου. Μαζί με την Ταγκαλόγκ και άλλες γηγενείς γλώσσες, πολλοί Φιλιππινέζοι μιλούν Αγγλικά τα οποία είναι επίσης επίσημη γλώσσα. Εξαιτίας μιας μακράς περιόδου ισπανικής κυριαρχίας, περισσότερο από το 90% του πληθυσμού είναι χριστιανοί. Σημαντικό μειονοτικό τμήμα είναι μουσουλμάνοι.
Η πρώτη προσπάθεια να εισαχθεί η Εκκλησία στις Φιλιππίνες έγινε το 1898 κατά τη διάρκεια του ισπανο-αμερικανικού πολέμου από τους Ουίλαρντ Κολ και Τζωρτζ Σίμαν, Αγίους των Τελευταίων Ημερών και στρατιωτικούς από τη Γιούτα, οι οποίοι είχαν ξεχωριστεί ως ιεραπόστολοι πριν από την αναχώρησή τους. Όταν έβρισκαν ευκαιρία, κήρυτταν το Ευαγγέλιο, όμως δεν ακολουθούσαν βαπτίσεις.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετοί Άγιοι των Τελευταίων Ημερών κινήθηκαν στα νησιά με τις προελαύνουσες συμμαχικές δυνάμεις. Το 1944 και το 1945 στρατιωτικές ομάδες οργάνωναν συγκεντρώσεις της Εκκλησίας σε πολλά σημεία και αναρίθμητοι ΑΤΗ στρατιωτικοί και στρατιωτικό προσωπικό υποστήριξης βρίσκονταν ακόμα στις Φιλιππίνες, όταν τελείωσε ο πόλεμος. Ανάμεσά τους ήταν ο Μαξίν Τέιτ και ο πρόσφατα μεταστραφείς Ζερόμ Χόροουιτζ. Και οι δύο βοήθησαν να γνωρίσει το Ευαγγέλιο ο Ανιθέτα Φαχάρδο. Τον καιρό που βοηθούσε στην ανοικοδόμηση της κατοικίας του Ανιθέτα σε μία βομβαρδισμένη περιοχή της Μανίλας, ο αδελφός Χόροουιτζ μίλησε στον Ανιθέτα και στην κόρη του, Ρουθ, για τη νέα πίστη που είχε βρει.
Ο Ανιθέτα απέκτησε μαρτυρία και θέλησε να βαπτισθεί, όμως η Εκκλησία δεν εξουσιοδοτούσε τις βαπτίσεις Φιλιππινέζων εκείνη την εποχή, διότι δεν υπήρχαν μόνιμες μονάδες της Εκκλησίας στα νησιά. Ο Πρεσβύτερος Χάρολντ Λη (1899–1973) της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων, ενημερώθηκε για την επιθυμία του Ανιθέτα και ως πρόεδρος της Γενικής Επιτροπής Στρατιωτικών, ενέκρινε τη βάπτιση του Ανιθέτα. Το πρωινό του Πάσχα του 1946, ο Ανιθέτα Φαχάρδο βαπτίσθηκε από τον στρατιωτικό Λόρεν Φερέ και αναγνωρίζεται τώρα ως ο πρώτος γνωστός Φιλιππινέζος ο οποίος έγινε μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών.
Η αρχή του ιεραποστολικού έργου
Μετά τον πόλεμο, οι ομάδες της Εκκλησίας οργανώθηκαν σε δύο στρατιωτικές βάσεις των Η.Π.Α. –την Αεροπορική Βάση Κλαρκ και τη Ναυτική Βάση Σούμπικ Μπέι– καθώς οι στρατιωτικοί Άγιοι των Τελευταίων Ημερών πρόσβλεπαν στην εδραίωση μιας περισσότερο επίσημης παρουσίας της Εκκλησίας στις Φιλιππίνες. Στις 21 Αυγούστου 1955, ο Πρόεδρος Τζόζεφ Φίλντινγκ Σμιθ (1876–1972) αφιέρωσε τις Φιλιππίνες για την κήρυξη του Ευαγγελίου. Ωστόσο, νομικοί περιορισμοί καθυστέρησαν την άφιξη των ιεραποστόλων έως το 1961.
Το 1960, ο Πρόεδρος Γκόρντον Χίνκλι (1910–2008), βοηθός τότε στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων, επισκέφθηκε για μερικές ημέρες τις Φιλιππίνες: «Εξέφρασα την άποψη ότι το ιεραποστολικό έργο θα είναι… εξίσου καρποφόρο, όπως σε πολλές άλλες περιοχές του κόσμου»3. Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από πολλή προετοιμασία και νομικές διαδικασίες που έγιναν από μέλη, όπως ο Μαξίν Τέιτ Γκριμ και ο Πρόεδρος Ρόμπερτ Τέιλορ της Ιεραποστολής Νοτίου Άπω Ανατολής καθώς και από φίλους εκτός Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Χίνκλι επέστρεψε στα νησιά για να αφιερώσει εκ νέου τις Φιλιππίνες για το ξεκίνημα του ιεραποστολικού έργου.
Σις 28 Απριλίου 1961, στα περίχωρα της Μανίλας, συναντήθηκε με μία μικρή ομάδα μελών που ήταν στρατιωτικοί, Αμερικανοί κάτοικοι και ένα μέλος που ήταν Φιλιππινέζος –τον Ντέιβιντ Λάγκμαν– και προσέφερε μια ξεχωριστή προσευχή «ώστε να είναι πολλές χιλιάδες εκείνοι οι οποίοι θα λάβουν αυτό το μήνυμα και με αυτόν τον τρόπο να ευλογηθούν»4. Εκείνα τα λόγια τα οποία ειπώθηκαν από έναν αληθινό υπηρέτη του Κυρίου, σύντομα απέβησαν προφητικά.
Οι πρώτοι τέσσερις ιεραπόστολοι –Ρέιμοντ Γκούντσον, Χάρυ Μάρεϊ, Κεντ Λόουε και Νέστερ Λεδέσμα– έφθασαν στη Μανίλα μερικές εβδομάδες αργότερα. «Οι Φιλιππινέζοι αποδέχθηκαν το Ευαγγέλιο πολύ πρόθυμα», παρατήρησε ο Πρεσβύτερος Λόουε. «Όταν ο αρχηγός της οικογένειας αποφάσιζε να προσχωρήσει στην Εκκλησία, σε πολλές, πολλές περιπτώσεις ολόκληρη η οικογένεια προσχωρούσε στην Εκκλησία»5.
Η Εκκλησία προοδεύει
Το έργο προόδευσε και έως το 1967 είχε οργανωθεί η Ιεραποστολή Φιλιππίνων. Έως το τέλος εκείνου του έτους υπήρχαν 3.193 μέλη στην ιεραποστολή, 631 εκ των οποίων είχαν μεταστραφεί εκείνο το έτος. Έως το 1973, η Εκκλησία στις Φιλιππίνες είχε διευρυνθεί και αριθμούσε 13.000 μέλη. Στις 20 Μαΐου 1973, δημιουργήθηκε ο πάσσαλος Μανίλας Φιλιππίνων, με τον Αουγκούστο Λιμ ως πρόεδρο. Το 1974 η ιεραποστολή χωρίστηκε και δημιουργήθηκαν η Ιεραποστολή Μανίλας Φιλιππίνων και η Ιεραποστολή της Πόλης Σεμπού των Φιλιππίνων.
Τον Αύγουστο του 1975, ο Πρόεδρος Σπένσερ Κίμπαλ (1895–1985) ήλθε στη Μανίλα για να προεδρεύσει στην πρώτη συνέλευση περιοχής στις Φιλιππίνες. Ο Αύγουστος ήταν ένας μήνας με καταιγίδες, κάνοντας το ταξίδι περισσότερο δύσκολο για εκείνους που έρχονταν εκτός Μανίλας. Ένα λεωφορείο γεμάτο Αγίους από τη Λαοάγκ Σίτυ, σχεδόν δεν τα κατάφερε, όμως οι Άγιοι ξεκόλλησαν το όχημα από τη λάσπη και ικέτευσαν τον οδηγό να μη γυρίσει πίσω. Μια άλλη ομάδα Αγίων ταξίδεψε θαρραλέα στις φουρτουνιασμένες θάλασσες επί τρεις ημέρες, διότι εκείνο που πραγματικά έχει σημασία, όπως είπε μια αδελφή, είναι να δεις και να ακούσεις έναν ζώντα προφήτη του Θεού.
Ο Πρόεδρος Κίμπαλ επισκέφθηκε ξανά τις Φιλιππίνες το 1980 για να προεδρεύσει σε μία άλλη συνέλευση περιοχής και, επίσης, είχε μια σύντομη συνάντηση με τον πρόεδρο των Φιλιππίνων Φερδινάντ Μάρκος. Η συνάντηση αυτή προετοίμασε το έδαφος ώστε να ανοίξει τελικά η Εκκλησία ένα ιεραποστολικό εκπαιδευτικό κέντρο στις Φιλιππίνες το 1983 και να αφιερώσει τον Ναό Μανίλας Φιλιππίνων το επόμενο έτος. Το 1987 ιδρύθηκε η Περιοχή Φιλιππίνων/Μικρονησίας, με έδρα τη Μανίλα.
Τμήματα του Βιβλίου του Μόρμον μεταφράσθηκαν στα Ταγκαλόγκ το 1987. Μεταφράσεις του Βιβλίου του Μόρμον υπάρχουν τώρα σε αρκετές γλώσσες των Φιλιππίνων, συμπεριλαμβανομένης της Σεμπουάνο.
Οι ευλογίες του Ναού
Τον Δεκέμβριο του 1980, ο Πρόεδρος Σπένσερ Κίμπαλ έστειλε τον διευθυντή τού τμήματος της Εκκλησίας για την ακίνητη κτηματική περιουσία στη Μανίλα για να βρει μια κατάλληλη τοποθεσία για έναν ναό. Αφού μελέτησε αρκετές τοποθεσίες, ο διευθυντής υπέβαλε αίτημα αγοράς 14 στρεμμάτων στο Κουεζόν Σίτυ. Η τοποθεσία δεσπόζει της Κοιλάδας Μαρικίνα και η θέση της είναι σχετικά προσβάσιμη σε πολλά μέλη της Εκκλησίας. Το αίτημα εγκρίθηκε και το κτήμα αγοράσθηκε τον Ιανουάριο του 1981. Το όνομα της οδού άλλαξε σε Τεμπλ Ντράιβ κατόπιν αιτήματος της Εκκλησίας.
Για την τελετή του σκαψίματος εδάφους στις 25 Αυγούστου 1982, παρά την απειλή ενός τυφώνα, περίπου 2.000 μέλη της Εκκλησίας συγκεντρώθηκαν από όλα τα τμήματα των νησιών με πλοίο, τρένο και λεωφορείο. Σύντομα ξεκίνησε η κατασκευή του ναού και ήταν έτοιμος προς αφιέρωση τον Αύγουστο του 1984.
Σχεδόν 27.000 μέλη και μη μέλη περιηγήθηκαν τον ναό πριν από την αφιέρωσή του. Έφθασαν παρά τους δύο τυφώνες –με διαφορά μόλις 48 ωρών– που είχαν ξεσπάσει στις Φιλιππίνες λίγες ημέρες νωρίτερα. Άγιοι από μακρινές επαρχίες έφθασαν αποκαμωμένοι αλλά χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι. Σε πολλές περιπτώσεις είχαν αναγκαστεί να ακολουθήσουν παρακαμπτήριες διαδρομές προς τη Μανίλα, διότι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και γέφυρες είχαν καταστραφεί από τους υπερχειλισμένους ποταμούς.
Η ομορφιά του ναού εντυπωσίασε τους επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν πολλοί εξέχοντες Φιλιππινέζοι. Ο συγγραφέας Σέλσο Καρουνούνγκαν σχολίασε σχετικά με «ένα συναίσθημα αγιότητας, πως όταν μπεις μέσα θα συναντήσεις τον Δημιουργό σου». Ο συνταγματάρχης Μπιενβενίδο Καστίγιο, επικεφαλής ιερέας της αστυνομίας των Φιλιππίνων, είπε ότι ο ναός είναι «ένας τόπος όπου μπορείς να στοχασθείς ιδιαίτερης βαρύτητας θέματα, διότι βρίσκεσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον». Δύο καλόγριες είπαν ότι ο ναός «είναι πραγματικά οίκος του Κυρίου». Ο Έβα Εστράδα-Καλάου, μέλος του Κοινοβουλίου των Φιλιππίνων, είπε στους ξεναγούς: «Μακάρι να χτίζατε περισσότερους ναούς εδώ»6.
Ο Πρόεδρος Χίνκλι, Δεύτερος Σύμβουλος στην Πρώτη Προεδρία εκείνον τον καιρό, διηύθυνε τη συγκέντρωση για να θέσουν τον θεμέλιο λίθο, την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 1984. Ακολούθησαν εννέα συγκεντρώσεις αφιέρωσης, οι οποίες έγιναν στη σελέστια αίθουσα. Περίπου 6.500 Άγιοι από 16 πασσάλους και 22 περιφέρειες στην Περιοχή Ειρηνικού παρευρέθηκαν στις διάφορες συγκεντρώσεις.
Όταν ολοκληρώθηκε η τελευταία συγκέντρωση αφιέρωσης, ο Πάουλο Μαλίτ ο νεότερος και η Έντνα Γιασόνα ήταν το πρώτο ζεύγος που παντρεύτηκε στον Ναό Μανίλας Φιλιππίνων, στις 27 Σεπτεμβρίου 1984. Ο πρώτος πρόεδρος εκείνου του ναού, ο Γκαρθ Άντρους, έκανε την τελετή του γάμου.
Πλήθος μελών της Εκκλησίας στάθηκε στην ουρά για να λάβουν την προικοδότησή τους, ξεκινώντας από τους εργαζόμενους στις διατάξεις. Το έργο ναού εξακολούθησε όλη τη νύχτα έως την επόμενη ημέρα.
Τα μέλη αισθάνθηκαν μια αυξανόμενη επιθυμία να εισέλθουν στον ναό. Όσοι ζούσαν μακριά από τη Μανίλα έπρεπε να θυσιάσουν πολλά, ώστε να κάνουν το μεγάλο ταξίδι με πλοίο ή λεωφορείο. Παρ’ όλα αυτά, έρχονταν και έφερναν μαζί τους ιστορίες πίστης και αποφασιστικότητας.
Για τον Μπερνάρδο και τη Λεονίδες Ομπεντόθα από το Τζένεραλ Σάντος, το να πάνε στον ναό στη μακρινή Μανίλα έδειχνε αδύνατον. Όμως, όπως ο έμπορος, ο οποίος πήγε και πούλησε όλα τα υπάρχοντά του για να αγοράσει ένα πολύτιμο μαργαριτάρι (βλέπε Κατά Ματθαίον 13:45–46), αυτό το ζευγάρι αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι τους για να πληρώσουν το ταξίδι, ώστε οι ίδιοι και τα παιδιά τους να μπορέσουν να επισφραγιστούν ως παντοτινή οικογένεια. Όταν πούλησαν το σπίτι τους και τα περισσότερα υπάρχοντά τους, κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν το ακριβές ποσόν ώστε να πληρώσουν τα ναύλα του πλοίου για τη Μανίλα για τα εννέα μέλη της οικογένειάς τους. Η Λεονίδες ήταν ανήσυχη, διότι δεν θα είχαν σπίτι να επιστρέψουν σε αυτό. Όμως ο Μπερνάρδο τη διαβεβαίωσε ότι ο Κύριος θα παρείχε σε αυτούς. Επισφραγίσθηκαν στον ναό ως οικογένεια για τον παρόντα καιρό και την αιωνιότητα, το 1985. Άξιζε κάθε θυσία που είχαν κάνει, διότι στον ναό βρήκαν ασύγκριτη χαρά – το πολύτιμο μαργαριτάρι τους. Και ακριβώς όπως το είπε ο Μπερνάρδο, ο Κύριος πράγματι παρείχε. Επιστρέφοντας από τη Μανίλα, καλοί άνθρωποι που τους γνώριζαν, τους έδωσαν μέρος να μείνουν. Τα παιδιά τους ολοκλήρωσαν τη σχολική εκπαίδευσή τους και η οικογένεια απέκτησε τελικά το καινούργιο σπίτι τους σε μια άλλη περιοχή.
Στις 18 Απριλίου 2006, η Πρώτη Προεδρία ανήγγειλε την κατασκευή του Ναού της Πόλης Σεμπού Φιλιππίνων. Μαθαίνοντας τα νέα, πολλά μέλη της Εκκλησίας έκλαψαν από χαρά. «Είμαστε ευλογημένοι, διότι ο Κύριος είχε διαλέξει την Πόλη του Σεμπού να είναι η περιοχή του επόμενου ναού», είπε ο Θεσάρ Πέρες ο νεότερος, διευθυντής του Ινστιτούτου Θρησκείας της Πόλης του Σεμπού.
Λίγους μήνες μετά την αφιέρωση του Ναού της Πόλης του Σεμπού Φιλιππίνων, οι Φιλιππινέζοι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών είχαν για μια ακόμα φορά λόγο να αγαλλιούν. Στις 2 Οκτωβρίου 2010, κατά τις εναρκτήριες παρατηρήσεις του στη γενική συνέλευση, ο Πρόεδρος Τόμας Μόνσον ανήγγειλε την οικοδόμηση του Ναού Ουρδανέτα Φιλιππίνων, στο Πανγκασινάν.
Τα καλύτερα έρχονται
Η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στις Φιλιππίνες είναι σχετικά νέα σε σύγκριση με την παρουσία της σε άλλες χώρες, όμως ο προορισμός της στο νησιωτικό έθνος είναι λαμπρός. Η ανάπτυξη της Εκκλησίας υπήρξε λαμπρή και τα καλύτερα έρχονται. Ο Πρεσβύτερος Μάικλ Τζων Τε των Εβδομήκοντα, ο δεύτερος Φιλιππινέζος ο οποίος κλήθηκε να υπηρετήσει ως Μέλος της Γενικής Εξουσίας, είπε: «Εμείς [οι Φιλιππινέζοι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών] θα πρέπει να προετοιμαστούμε πνευματικά περισσότερο από ποτέ, διότι το έργο θα κινηθεί προς τα εμπρός με ή χωρίς τη βοήθειά μας»7.
Πράγματι, καθώς προχωρεί ο 21ος αιώνας, η αποκατεστημένη Εκκλησία θα εξακολουθήσει να αυξάνει σε μέγεθος και επιρροή, καθώς όλο και περισσότεροι Φιλιππινέζοι αποδέχονται το μήνυμά της και γίνονται μια ευλογία για αυτούς τους εκλεκτούς ανθρώπους στα νησιά της θάλασσας. Για τον Πρεσβύτερο Τε και τους Φιλιππινέζους Αγίους, οι «μεγάλες… επαγγελίες του Κυρίου προς εκείνους που είναι επάνω στα νησιά της θάλασσας» (Νεφί Β΄ 10:21) εκπληρώνονται τώρα.