Η επιλογή της Νίγια
Η Νίγια έπαιζε μπροστά από το σπίτι της, όταν τη φώναξε η θεία της μέσα. «Νίγια, θα πας στον οπωροπώλη να αγοράσεις λίγα καρότα για τον δείπνο;» ερώτησε η θεία της.
«Ναι!» Είπε χαρούμενα η Νίγια. Της άρεσε να πηγαίνει στο κατάστημα και της άρεσε να βοηθά τη θεία της.
Η Νίγια πήρε τα χρήματα που της έδωσε η θεία της και πήγαινε προς το κοντινό κατάστημα.
«Πρέπει να αγοράσω λίγα καρότα για τον δείπνο», είπε η Νίγια στον καταστηματάρχη.
Ο καταστηματάρχης έβαλε τα καρότα στη σακούλα της Νίγια και της είπε πόσο έκαναν. Η Νίγια τού έδωσε τα χρήματα.
«Ορίστε τα ρέστα σου», είπε ο καταστηματάρχης καθώς της έδιδε ορισμένα χρήματα.
Η Νίγια τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το σπίτι. Καθώς περιπατούσε, κοίταξε τα χρήματα που της είχε δώσει ο καταστηματάρχης. «Μου έδωσε πάρα πολλά ρέστα», σκέφθηκε. «Τώρα μπορώ να κρατήσω αυτά τα χρήματα για μένα!»
Όμως, η Νίγια σταμάτησε να περιπατεί. «Ο Επουράνιος Πατέρας δεν θα είναι ευχαριστημένος μαζί μου, εάν κρατήσω αυτά τα χρήματα», σκέφθηκε. «Πρέπει να είμαι έντιμη με τα λόγια και τις πράξεις μου».
Η Νίγια γύρισε πίσω και πήγε στο κατάστημα. «Μου δώσατε πίσω πάρα πολλά χρήματα», είπε στον καταστηματάρχη καθώς του έδιδε τα επιπλέον χρήματα.
Ο καταστηματάρχης πήρε τα χρήματα. «Είσαι καλό κορίτσι», είπε. Μετά έβαλε λίγα μήλα στη σακούλα και τα έδωσε στη Νίγια. «Σε ευχαριστώ που είσαι έντιμη. Παρακαλώ, πάρε αυτά τα μήλα και απόλαυσέ τα με την οικογένειά σου».
Η Νίγια ένιωσε μία ζέστη και ευτυχία μέσα της καθώς πήγαινε σπίτι. Ήξερε ότι ο Επουράνιος Πατέρας ήταν ευχαριστημένος, επειδή είχε επιλέξει να είναι έντιμη.