2012
Μία κλήση για μία νεοφώτιστη
Απρίλιος 2012


Μία κλήση για μία νεοφώτιστη

Ήμουν νεοφώτιστη και δεν είχα δεξιότητες να παίζω πιάνο. Όμως πόσο ευγνώμων είμαι για την κλήση μου ως μουσικού συνοδού του κλάδου, που άλλαξε τη ζωή μου.

Λίγο καιρό αφότου βαπτίστηκα σε ηλικία 10 ετών στο Λαπινράντα της Φινλανδίας, έλαβα την πρώτη κλήση μου στην Εκκλησία. Ήταν το 1960 και ο μικρός κλάδος μας χρειαζόταν επειγόντως κάποιον να συνοδεύει τους ύμνους για τις συγκεντρώσεις μεταλήψεως. Μου ζητήθηκε να φέρω εις πέρας αυτή την ανάθεση.

Παρόλο που η μητέρα μου πάντοτε ενεθάρρυνε τον αδελφό μου κι εμένα να ακολουθήσουμε τα καλλιτεχνικά, δεν ήξερα να παίζω πιάνο και δεν είχαμε πιάνο στο σπίτι. Όμως ήθελα να φέρω εις πέρας την κλήση μου, κι έτσι κάναμε ένα πρόγραμμα.

Στην οικογενειακή βραδιά μιλήσαμε για το τι σήμαινε αυτή η κλήση για όλους μας. Ωστόσο, επειδή η μητέρα μου ήταν χήρα με δύο μικρά παιδιά, ξέραμε ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μας να αγοράσουμε ένα πιάνο και να πληρώσουμε για μαθήματα. Καταλήξαμε ότι ήμασταν όλοι πρόθυμοι να κάνουμε τις απαραίτητες θυσίες.

Η πρώτη θυσία που έκανε η οικογένειά μου ήταν οικονομική. Αποφασίσαμε ότι από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο θα χρησιμοποιούσαμε τα ποδήλατά μας αντί για το λεωφορείο. Ο αδελφός μου, Μάρτι, ήταν θαρραλέος και ιδιαίτερα καλός να χρησιμοποιεί το ποδήλατο—ακόμα και με χιόνι και πάγο. Σταμάτησα να αγοράζω ρούχα και έμαθα να ράβω. Επίσης, μάθαμε να προνοούμε για τα προς το ζην. Ξεκινήσαμε φτιάχνοντας έναν κήπο στην εξοχή, κοντά στο σπίτι των παππούδων μου, και διατηρούσαμε τρόφιμα για τον χειμώνα. «Διακοπές» μας έγιναν τα ταξίδια της μητέρας μας στον ναό στην Ελβετία ή τα πικνίκ και η κατασκήνωση κοντά στο σπίτι.

Η δεύτερη θυσία που έκανε η οικογένειά μου ήταν με τον χρόνο. Μοιράσαμε τις δουλειές του σπιτιού και επαναπροσδιορίσαμε τις άλλες δραστηριότητες και τη μελέτη στο σπίτι, ώστε να έχω αρκετό χρόνο για εξάσκηση στο πιάνο. Χάρη στις θυσίες και τη σκληρή δουλειά, η μητέρα παρατηρούσε συχνά ότι δεν είχαμε ελεύθερο χρόνο να έχουμε μπλεξίματα και προβλήματα όπως άλλοι της ηλικίας μας. Στην πραγματικότητα, η κλήση μου έγινε μια οικογενειακή κλήση πολύ πριν μπορέσω να παίξω έστω και μία νότα.

Ξεκίνησα μαθήματα με έναν δάσκαλο μουσικής στο τοπικό σχολείο. Έκανα εξάσκηση επάνω σε ένα χάρτινο πληκτρολόγιο και στο πιάνο στην εκκλησία. Όταν μετακόμισε ο δάσκαλός μου στο πιάνο, αγοράσαμε το πιάνο του και έγινα δεκτή από μια διάσημη δασκάλα στο πιάνο στην περιοχή, για να μαθαίνω μαζί της.

Έμαθα μόνη μου τους ύμνους και εξασκήθηκα πολύ με τον διευθυντή μουσικής του κλάδου. Όλοι με ενεθάρρυναν—ακόμα κι όταν ξέφευγε κάποια φάλτσα νότα. Η δασκάλα μου τρομοκρατήθηκε, όταν ανακάλυψε ότι έπαιξα μπροστά σε κόσμο προτού μάθω εντελώς και απομνημονεύσω τα κομμάτια. Όμως παίζοντας με το ένα χέρι ήταν προτιμότερο από το να μην υπάρχει καθόλου μουσική.

Πήγαινα με το ποδήλατο στα μαθήματά μου και όταν μπήκε ο χειμώνας, προσπάθησα να πηγαίνω πεζή ή με τα σκι, όταν ήταν δυνατόν. Τις Κυριακές πήγαινα μόνη μου, πεζή, στις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας, ώστε να φθάσω μια ώρα νωρίτερα και να έχω χρόνο για εξάσκηση. Αποφάσισα να παίρνω το λεωφορείο μόνο όταν η θερμοκρασία έφθανε κάτω από -15ºC. Η βροχή και το χιόνι δεν με πείραζαν πολύ. Ο χρόνος περνούσε γρήγορα περπατώντας, γιατί είχα τόσους πολλούς ωραίους ύμνους να μου κρατάνε συντροφιά. Καθώς περπατούσα, διέσχιζα τις πεδιάδες μαζί με τους πρωτοπόρους (βλέπε «Ελάτε σεις, οι Άγιοι της γης», Ύμνοι και παιδικά τραγούδια, σελ. 2), ανέβαινα ψηλά στην κορυφή του βουνού της Σιών (βλέπε «Απ’ το βουνό ψηλά», Ύμνοι και παιδικά τραγούδια, σελ. 30) και στεκόμουν με τους νέους που δεν θα αποδυναμώνονταν ποτέ (βλέπε “True to the Faith,” Hymns, αρ. 254). Ποτέ δεν θα μπορούσα να αποδυναμωθώ με αυτή τη στήριξη—ακόμα κι αν η οικογένειά μου κι εγώ ήμασταν οι μοναδικοί Άγιοι των Τελευταίων Ημερών στην κοινότητά μας στην ανατολική Φινλανδία, στις σκιές των ρωσικών συνόρων.

Με τα χρόνια, προόδευσα στο πιάνο και μπορούσα να συνθέτω μουσική, αντί απλώς να παίζω τις σωστές νότες. Έμαθα να είμαι γεμάτη πίστη επιλέγοντας τη μουσική, ώστε το Πνεύμα να βρίσκεται στη συγκέντρωση. Και, κυρίως, η μαρτυρία μου για το ευαγγέλιο ήλθε σε μένα μέσω της μουσικής. Μπορούσα εύκολα να θυμηθώ συναισθήματα, λόγια και μηνύματα των ύμνων, αν ποτέ με ρωτούσαν κάτι. Ήξερα ότι οι αρχές και οι διατάξεις του ευαγγελίου ήταν αληθινές, έχοντάς τις μάθει γραμμή επάνω στη γραμμή και νότα μετά τη νότα.

Θυμάμαι μια συγκεκριμένη ημέρα, όταν δοκιμάστηκε η δέσμευσή μου σε εκείνες τις αρχές. Ήμουν 14 ετών. Μου άρεσε το κολύμπι και ονειρευόμουν να κολυμπήσω στους Ολυμπιακούς. Δεν διαγωνιζόμουν τις Κυριακές, όμως προόδευα. Τελικά, καθώς πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί στην Πόλη του Μεξικού, ένας προπονητής με κάλεσε να συμμετάσχω σε μια ξεχωριστή προπόνηση.

Όμως η προπόνηση ήταν κάθε Κυριακή πρωί, στη διάρκεια του Σχολείου Κυριακής. Δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου ότι θα μπορούσα να πάω στην προπόνηση και να χάσω το Σχολείο Κυριακής, διότι πρόφταινα να είμαι πίσω στην εκκλησία για την απογευματινή συγκέντρωση μεταλήψεως. Εξοικονόμησα τα χρήματα για το εισιτήριο του λεωφορείου και σχεδίασα τα πάντα. Το Σάββατο πριν από την πρώτη προπόνηση, είπα στη μητέρα μου το σχέδιό μου.

Είδα τη θλίψη και την απογοήτευση στα μάτια της, όμως μου απάντησε ότι η απόφαση ήταν δική μου και ότι είχα διδαχθεί ποιο ήταν το σωστό. Εκείνο το βράδυ, τα λόγια από το «Καν’ το σωστό» (Ύμνοι και παιδικά τραγούδια, σελ. 34), δεν έφευγαν από τον νου μου. Τα λόγια αντηχούσαν στο κεφάλι μου σαν χαλασμένος δίσκος.

Το πρωί της Κυριακής, κρατούσα την τσάντα της κολύμβησης στο ένα χέρι και την τσάντα της μουσικής στο άλλο, ελπίζοντας να κάνω τη μητέρα μου να πιστέψει ότι πήγαινα στην εκκλησία. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Έτυχε ώστε η στάση του λεωφορείου προς το κολυμβητήριο να είναι στη δική μου πλευρά του δρόμου και η άλλη προς την εκκλησία στην αντίθετη πλευρά. Καθώς περίμενα, με έπιασε ένας εκνευρισμός. Στα αφτιά μου ηχούσε η μουσική από το «Have I Done Any Good?» (Έχω κάνει κάτι καλό;) (Hymns, αρ. 223)—τον προγραμματισμένο ύμνο για το Σχολείο Κυριακής εκείνη την ημέρα. Από την εμπειρία μου ήξερα ότι με τον δύσκολο ρυθμό, τους πολύπλοκους στίχους και τις ψηλές νότες, ο ύμνος αυτός θα ήταν μια καταστροφή χωρίς δυνατή συνοδεία μουσικής.

Ενώ σκεφτόμουν τι να κάνω, πλησίασαν και τα δύο λεωφορεία. Το λεωφορείο για το κολυμβητήριο σταμάτησε μπροστά μου και ο οδηγός του λεωφορείου για την εκκλησία σταμάτησε και με κοίταξε σαστισμένος, διότι ήξερε ότι πάντα έπαιρνα το λεωφορείο του. Για κάποια δευτερόλεπτα όλοι κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο. Τι περίμενα; Είχα επιλέξει τον Κύριο (βλέπε “Who’s on the Lord’s Side?” [Ποιος είναι στο μέρος του Κυρίου;] Hymns αρ. 260). Είχα υποσχεθεί να πάω εκεί που Εκείνος ήθελε να πάω (βλέπε «Θα πάω όπου θέλεις εσύ, Θεέ», Ύμνοι και παιδικά τραγούδια, σελ. 46). Είχα πάρει εδώ και πολύ καιρό την απόφαση να τηρώ τις εντολές (βλέπε “Keep the Commandments,” [Τήρησε τις εντολές] Hymns, αρ. 260).

Προτού η σκέψη μου ενωθεί με την επιθυμία μου, ανέλαβε δράση το σώμα μου. Πέρασα τρέχοντας τον δρόμο και έκανα νόημα στον οδηγό του άλλου λεωφορείου. Πλήρωσα το εισιτήριο και κάθισα στο πίσω μέρος του λεωφορείου που πήγαινε προς την εκκλησία, παρακολουθώντας τα όνειρά μου για την κολύμβηση να φεύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Όλοι σκέφθηκαν εκείνη την ημέρα ότι έκλαιγα επειδή αισθάνθηκα το Πνεύμα. Όμως στην πραγματικότητα έκλαιγα επειδή το παιδικό όνειρό μου είχε συντριβεί και επειδή ντρεπόμουν που είχα και μόνο σκεφθεί ότι θα κολυμπούσα την Ημέρα του Κυρίου. Όμως εκείνη την Κυριακή, όπως και τις άλλες πριν και μετά, εκπλήρωσα την κλήση μου.

Μέχρι να πάω στο κολέγιο, είχα εκπαιδεύσει αρκετά μέλη του κλάδου να διευθύνουν τη μουσική και να παίζουν πιάνο. Στο κολέγιο εξακολούθησα να παίζω πιάνο και πήρα μαθήματα Οργάνου. Πίστευα ότι η ευκαιρία μου να πάω στη Λατινική Αμερική είχε για πάντα χαθεί, όταν εγκατέλειψα την αγωνιστική κολύμβηση, όμως όταν πήρα το μάστερ μου στο Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ, υπηρέτησα σε ιεραποστολή στην Κολομβία. Στη διάρκεια της ιεραποστολής μου, δίδασκα μαθήματα πιάνου. Ήθελα να αφήσω εκείνους τους Αγίους με τη δωρεά της μουσικής. Παιδιά και νέοι από την Κολομβία περπατούσαν μίλια κάτω από τον καυτό ήλιο για να έχουν την ευκαιρία να μάθουν πιάνο. Κι εκείνοι ξεκίνησαν με το ένα χέρι, μέχρις ότου προόδευσαν και έπαιζαν με τα δύο χέρια. Και έκαναν περισσότερες θυσίες από ό,τι εγώ, προσπαθώντας να μάθουν πιάνο.

Πέρασαν περισσότερα από 50 χρόνια από τότε που βαπτίσθηκα. Ταξίδεψα πολύ μακριά από το σπίτι μου στη Φινλανδία, όμως όπου και αν πήγα, πάντοτε υπήρχε ανάγκη να παίξει κάποιος τους ύμνους. Η παγκόσμια γλώσσα της μουσικής έχει χτίσει γέφυρες κατανόησης και αγάπης σε πολλούς τόπους.

Σήμερα τα χέρια μου κινούνται αργά και έχω αρθριτικά. Πολλοί ικανότεροι μουσικοί έχουν πάρει τη θέση μου. Η μητέρα μου συχνά στενοχωριέται όταν αναπολεί το παρελθόν, τα πρώτα χρόνια μου στην Εκκλησία και τις θυσίες που έκανα, τα μίλια που περπάτησα και όσα θυσίασα. Φοβάται ότι το κρύο έπαιξε τον ρόλο του στα αρθριτικά μου. Ωστόσο, φέρω τις «ουλές της μάχης» με χαρά. Έστρεψα τις χαρές και τις θλίψεις μου προς τη μουσική. Έμαθα να γελάω και να κλαίω μέσα από τα δάχτυλά μου.

Η καρδιά μου τραγουδά με ευγνωμοσύνη, όταν σκέφτομαι ότι ο Επουράνιος Πατέρας και οι ηγέτες μου νοιάζονταν αρκετά, ώστε να ζητήσουν από ένα μικρό κορίτσι να εκπληρώσει μια τόσο δύσκολη ανάθεση. Εκείνη η κλήση με βοήθησε να αποκτήσω σθεναρή κατανόηση του ευαγγελίου και μου επέτρεψε να βοηθήσω άλλους να αισθανθούν το Πνεύμα μέσω της μουσικής. Είμαι μια ζωντανή απόδειξη ότι οι νεοφώτιστοι χρειάζονται μια κλήση—ακόμα και μικρά κορίτσια χωρίς δεξιότητες στο πιάνο. Μέσα από την πρώτη κλήση μου, ανακάλυψα ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον με τον Θεό και πως Εκείνος έχει ένα σχέδιο και έναν σκοπό για καθένα από τα παιδιά Του. Και μέσω της μουσικής, απέκτησα μια ακλόνητη μαρτυρία για το αποκατεστημένο ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού.

Εικονογραφήσεις υπό Mike Malm