2012
Ίσως θα πρέπει να προσευχηθούμε
Απρίλιος 2012


Ίσως θα πρέπει να προσευχηθούμε

Σκοτ Έντγκαρ, Γιούτα, Η.Π.Α.

Την άνοιξη του 1975 η οικογένειά μου και εγώ ζούσαμε ανάμεσα σε όμορφη πράσινη καλλιεργήσιμη γη στην περιοχή Ράινλαντ-Πφαλτς της Δυτικής Γερμανίας. Οδηγώντας προς το σπίτι από την εκκλησία μία βροχερή Κυριακή, σταματήσαμε για να ρίξουμε μια ματιά σε ένα όχημα, το οποίο είχε γυρίσει στα πλάγια στο βρεγμένο οδόστρωμα στην άκρη ενός δάσους. Μέσα στο δάσος ήταν ήδη σκοτεινά λόγω των πυκνών φυλλωμάτων που είχαν δημιουργήσει τα δένδρα και η επερχόμενη νύκτα.

Αφού κοιτάξαμε το κατεστραμμένο όχημα, επιστρέψαμε στο αυτοκίνητό μας και ανακαλύψαμε ότι είχε κολλήσει στη λάσπη. Δεν μπορούσα να πάω πίσω, αλλά μπορούσα να οδηγήσω εμπρός—στο δάσος. Κατά το παρελθόν είχαμε οδηγήσει μέσα από το δάσος και είχαμε ανακαλύψει ότι πολλοί δασικοί δρόμοι συνδέονταν μεταξύ τους και τελικώς θα μας οδηγούσαν έξω, επομένως απεφάσισα να κινηθούμε εμπρός προς το μαύρο σκοτάδι.

Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι είχα πάρει τη λανθασμένη απόφαση. Ο στενός, βρεγμένος δρόμος ήταν γεμάτος βαθιά αυλάκια λάσπης και οδηγούσε ολοένα πιο μακριά στο σκοτεινό δάσος. Προσπαθούσα να διατηρώ ταχύτητα, φοβούμενος ότι αν σταματούσαμε, θα κολλούσαμε στη λάσπη. Είδα ένα υψηλό μέρος ακριβώς εμπρός μας που φαινόταν αρκετά γερό για να συγκρατήσει το βάρος του αυτοκινήτου. Το σχέδιό μου ήταν να βγάλω το αυτοκίνητο από τη λάσπη, ώστε να δώσω χρόνο στον εαυτό μου να σκεφθώ. Το αυτοκίνητο πετάχτηκε επάνω και έξω από τη λάσπη.

Έσβησα το αυτοκίνητο και βγήκα έξω. Με κλειστούς τους προβολείς, δεν μπορούσα να δω τίποτε. Άνοιξα τους προβολείς πάλι, άρπαξα τον φακό μας και αφού επιθεώρησα το αυτοκίνητο, απεφάσισα ότι ο καλύτερος τρόπος ενέργειας ήταν να κινηθώ προς τα πίσω στο δάσος και κατόπιν να εφορμήσω στον δρόμο από τον οποίον ήλθαμε.

Πήγα προς τα πίσω στο δάσος όσο το δυνατόν πιο μακριά, μάρσαρα τη μηχανή λιγάκι, πετάχτηκα πίσω στον δρόμο και βυθίσθηκα βαθιά μέσα στη λάσπη. Τώρα στ’ αλήθεια είχαμε πρόβλημα. Έξω από το αυτοκίνητο ήταν το πλήρες σκότος και η πλήρης σιωπή. Μέσα στο αυτοκίνητο η σύζυγός μου και εγώ καθόμασταν με τρία τρομοκρατημένα παιδιά.

Ρώτησα τη σύζυγό μου αν είχε κάποιες ιδέες. Ύστερα από μια στιγμή είπε: «Ίσως θα πρέπει να προσευχηθούμε». Τα παιδιά ηρέμησαν σχεδόν αμέσως. Προσέφερα μία ταπεινή αλλά απεγνωσμένη προσευχή για βοήθεια. Καθώς προσευχόμουν, μία σκέψη ήλθε ευκρινώς στον νου μου: «Βάλε τις αλυσίδες».

Ενώ στεκόταν σε 25 εκατοστά λάσπης με το κυριακάτικο φόρεμά της, η γλυκιά σύζυγός μου κρατούσε τον φακό, ενώ εγώ καθάριζα τα πίσω ελαστικά με γυμνά χέρια και έβαζα τις αλυσίδες. Με πίστη και πεποίθηση, προσευχηθήκαμε ξανά και βάλαμε εμπρός τη μηχανή. Σιγά κινηθήκαμε μέσα από τη λάσπη και τελικώς πίσω στο οδόστρωμα.

Στον ενθουσιασμό μας που ήμαστε ελεύθεροι από τη λάσπη και το σκοτάδι, ξέχασα σχεδόν ποιος μας είχε βοηθήσει να βγούμε από το δάσος. Η πεντάχρονη θυγατέρα μας μου υπενθύμισε, όταν είπε: «Μπαμπάκα, ο Επουράνιος Πατέρας πραγματικά εισακούει προσευχές, έτσι δεν είναι;»