Όλοι γνωρίζουν τον Μπλεκ
Για τον Ονουρά «Μπλεκ» Μπονέ, η καλαθοσφαίριση ήταν τα πάντα. Σε ηλικία 15 ετών, ο Μπλεκ ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι στη Γαλλική Πολυνησία—ένας από τους καλύτερους παίκτες που έπαιζε για μία από τις καλύτερες ομάδες στην ανώτατη κατηγορία ενηλίκων της χώρας. Αν και το παρωνύμιό του ήταν ανορθογραφία της αγγλικής λέξεως black, δεν υπήρχε λάθος όσον αφορά στο ταλέντο του.
Όμως, ήθελε περισσότερα. Ήθελε να παίξει επαγγελματικώς στην Ευρώπη. Και περισσότερο από οτιδήποτε, ήθελε να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους Αγώνες του Νοτίου Ειρηνικού.
Το μόνο εμπόδιο που φαινόταν να υπάρχει στον δρόμο του ήταν η Εκκλησία.
Ένας άνδρας σε ιεραποστολή
Αν και η ομάδα για την οποίαν έπαιζε ο Μπλεκ τότε χρηματοδοτείτο από την Εκκλησία, ο Μπλεκ λίγο ενδιαφέρον είχε για την Εκκλησία ή την κλήση του προφήτου προς κάθε άξιο και ικανό άνδρα να υπηρετεί σε μία ιεραποστολή.
Είχε ήδη πει στον επίσκοπό του ότι δεν θα πήγαινε σε ιεραποστολή. Δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να παίξει επαγγελματικώς, αν τα παρατούσε δύο χρόνια.
Κι εκτός αυτού, οι Αγώνες του Νοτίου Ειρηνικού—που διεξήγοντο κάθε τέσσερα χρόνια—θα ελάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της ιεραποστολής του και η Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης της Ταϊτής ενδιαφερόταν να τον βάλει να παίξει για την εθνική ομάδα. Τελικώς θα είχε την ευκαιρία να βάλει ένα τέλος σε αυτά τα λόγια που του έλεγε ο πατέρας του κάθε φορά που ο Μπλεκ άρχιζε να σκέπτεται με μεγάλη εκτίμηση για τον εαυτό του: «Όλοι γνωρίζουν τον Μπλεκ, αλλά δεν έχει ένα χρυσό μετάλλιο».
Ο πατέρας του Μπλεκ, ο Ζαν-Μπατίστ, εννοούσε αυτά τα λόγια με καλό τρόπο. Όμως, τρέλαιναν τον Μπλεκ. Ήταν υπενθύμιση ότι αν και οι οπαδοί της καλαθοσφαίρισης σε όλη την Ταϊτή τον ήξεραν, δεν είχε μετάλλιο από τους αγώνες. Ο πατέρας του είχε κερδίσει ένα χρυσό μετάλλιο με την ομάδα ανδρών κατά τη διάρκεια των πρώτων Αγώνων του Νοτίου Ειρηνικού.
Ήταν η αποστολή του Μπλεκ να αποδείξει ότι αυτά τα λόγια ήταν λάθος. Δεν είχε χρόνο για καμία άλλη (ιερ)αποστολή.
Αλλαγή γνώμης, αλλαγή καρδιάς
Ασχέτως των συναισθημάτων του για μία ιεραποστολή, ο Μπλεκ συμμετείχε ακόμη σε δραστηριότητες της Εκκλησίας. Σε έναν χορό της Εκκλησίας όταν ήταν 16 ετών, ο Μπλεκ είχε το θάρρος να ζητήσει από τη Μιράντα Μαριτεράγκι να χορέψουν. Η Μιράντα ήταν και αυτή μία καλή παίκτρια καλαθοσφαίρισης—με όνειρα να κερδίσει το δικό της χρυσό μετάλλιο. Ο πατέρας της ήταν επίσης σε εκείνη την αρχική ομάδα που κέρδισε το μετάλλιο.
Δευτερόλεπτα αφού της ζήτησε [να χορέψουν], το τραγούδι τελείωσε. Έτσι, χόρεψαν κατά τη διάρκεια του επόμενου τραγουδιού, το οποίο κατέληξε να είναι το τελευταίο της βραδιάς. Μέχρι τότε ο Μπλεκ δεν ήθελε να τελειώσει ο χορός.
Ο Μπλεκ δεν είχε κάνει σχέδια να νυμφευθεί στον ναό ή ακόμη και να νυμφευθεί ένα μέλος γι’ αυτό το θέμα. Όμως, αυτό άρχισε να αλλάζει καθώς γνώριζε τη Μιράντα καλύτερα τα επόμενα δύο χρόνια. Στο σπίτι της μία ημέρα, κάτι που είχε φτειάξει στις Νέες Γυναίκες κέντρισε την προσοχή του. Έλεγε: «Θα παντρευτώ στον ναό».
Το ενδιαφέρον του Μπλεκ για τη Μιράντα και τη σταθερή της αφοσίωσή της στον γάμο του ναού ήταν αρκετά για να τον κάνουν να ξανασκεφθεί τα σχέδιά του. Απεφάσισε να αρχίσει να παίρνει στα σοβαρά την Εκκλησία. Οι αποφάσεις του οδήγησαν σε πράξεις που επέτρεψαν στο Άγιο Πνεύμα να εργασθεί στη ζωή του.
Η απόφαση
Μία εξ αυτών των αποφάσεων ήταν να προετοιμασθεί να λάβει την πατριαρχική ευλογία σε ηλικία 18 ετών. Όταν ο πατριάρχης δήλωσε στην ευλογία ότι ο Μπλεκ θα υπηρετούσε σε μία ιεραποστολή και θα νυμφευόταν στον ναό, ο Μπλεκ ένιωσε το Πνεύμα. «Ήξερα ότι αυτό ήθελε να κάνω ο Θεός», λέει.
Αν και φαινόταν ότι η εθνική ομάδα είχε πιθανότητα για ένα μετάλλιο, ο Μπλεκ απεφάσισε με την υποστήριξη της οικογενείας του να βάλει εμπρός αυτό που ήθελε ο Θεός από αυτό που ήθελε εκείνος. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Η πίεση να παίξει ήταν μεγάλη. Και έμαθε γρήγορα ότι η αποφασιστικότητά του να ενδώσει στο θέλημα του Θεού θα δοκιμαζόταν πάνω από μία φορά.
Αφού είχε υπηρετήσει ως ιεραπόστολος στην Ταϊτή για ένα έτος, η ομοσπονδία καλαθοσφαίρισης ρώτησε αν μπορούσε να επιστρέψει στην ομάδα για μόλις έναν μήνα, ώστε να συμμετάσχει στους αγώνες.
Ο πρόεδρος ιεραποστολής του Μπλεκ, ανήσυχος για την επίπτωση που θα είχε η εμπειρία στην ικανότητα του Μπλεκ να επιστρέψει και να υπηρετήσει, ένιωσε την έμπνευση να του πει: «Μπορείς να φύγεις, αν θέλεις, αλλά δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω».
Ο Μπλεκ ήθελε αυτό το μετάλλιο, αλλά πλέον δεν το ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η ιεραποστολή του ήταν εκπληκτική. Δεν ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τον τελευταίο χρόνο του ακόμη και για την καλαθοσφαίριση.
Ο Μπλεκ παρέμεινε.
Η ομάδα κέρδισε το χρυσό.
Διαφορετικές συνθήκες, ίδια απόφαση
Αφού ολοκλήρωσε με τιμή την ιεραποστολή του ο Μπλεκ, νυμφεύθηκε τη Μιράντα στον Ναό Παπίτι της Ταϊτής και δημιούργησαν μια οικογένεια. Άρχισε εκ νέου επίσης να παίζει για την εθνική ομάδα.
Η Μιράντα έπαιζε ως γκαρντ στην εθνική ομάδα γυναικών και προετοιμαζόταν για τους Αγώνες του Νοτίου Ειρηνικού.
Εντούτοις, καθώς πλησίαζαν οι αγώνες, το ζεύγος άρχισε να αισθάνεται σθεναρώς ότι θα έπρεπε να αποκτήσουν ένα δεύτερο παιδί.
Με τους επερχόμενους αγώνες σε λιγότερο από έναν χρόνο, θα ήταν εύκολο να αναβάλουν ένα άλλο μωρό αρκετά πριν για να παίξει η Μιράντα. Η ομάδα γυναικών είχε καλές πιθανότητες για μετάλλιο.
Όμως, το ζεύγος είχε μάθει εκ πείρας ότι το να ενδίδουν στο θέλημα του Θεού έφερνε μεγαλύτερες ευλογίες από οτιδήποτε θα μπορούσαν να ελπίσουν παρά από το να ακολουθούν τις δικές τους επιθυμίες. Ύστερα από προσεκτική μελέτη και προσευχή, απεφάσισαν να βάλουν πρώτη την οικογένειά τους.
Το 1999, ενώ η Μιράντα ήταν έγκυος οκτώ μηνών, η ομάδα γυναικών κέρδισε το χρυσό.
Όλοι γνωρίζουν τον Μπλεκ
Ο Μπλεκ και η Μιράντα μπόρεσαν να παίξουν καλαθοσφαίριση στα υψηλότερα επίπεδα στη Γαλλική Πολυνησία την περασμένη δεκαετία—κέρδισαν εθνικά επαγγελματικά πρωταθλήματα και κύπελλα τουρνουά και έπαιξαν για την εθνική ομάδα κατά τη διάρκεια των αγώνων του 2003 και 2007.
Στους αγώνες του 2011, συμμετείχαν και οι δύο, μόνο που αυτή τη φορά ο Μπλεκ ήταν εκεί ως προπονητής της ομάδας ανδρών. Ενώ η Μιράντα και η ομάδα γυναικών κέρδισαν το χρυσό μετάλλιο, η ομάδα ανδρών κέρδισε το χάλκινο, πάλι αποτυγχάνοντας να πραγματοποιήσει το όνειρο του Μπλεκ για το χρυσό.
Μερικές φορές, ο Μπλεκ διερωτάται πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή του, αν είχε κάνει αυτό που ήθελε αντί γι’ αυτό που ήθελε ο Θεός.
«Πιθανώς να είχα ένα χρυσό μετάλλιο», λέει. «Ίσως θα έπαιζα επαγγελματικώς, ίσως όχι».
Όμως, το ζεύγος δεν μετανιώνει για τις αποφάσεις που πήρε. Δεν είναι βέβαιοι πώς θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι.
«Νυμφεύθηκα στον ναό», λέει ο Μπλεκ. «Έχω μία υπέροχη σύζυγο, τέσσερα όμορφα παιδιά και είμαι ακόμη στην Εκκλησία. Η καλαθοσφαίριση από μόνη της δεν μπορούσε να μου δώσει τίποτε απ’ αυτά. Αυτές είναι ευλογίες που έχουν έλθει ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι βάλαμε πρώτα τον Κύριο».
Το ότι έθεσε πρώτα τον Κύριο δεν έχει σταματήσει το πείραγμα του πατέρα του, αλλά έχει δώσει σε αυτά τα λόγια νέο νόημα. Πριν από λίγα χρόνια, όταν η ομοσπονδία σκέφθηκε το ενδεχόμενο να προγραμματίζει επαγγελματικούς αγώνες την Κυριακή, οι πρόεδροι των ομίλων συναντήθηκαν για να το συζητήσουν. Κάποιος ρώτησε: «Ρωτήσατε τον Μπλεκ;»
Η πρόταση απερρίφθη.
Επειδή ο Μπλεκ έβαλε πρώτα τον Κύριο, όχι μόνον όλοι γνωρίζουν τον Μπλεκ—γνωρίζουν τι πιστεύει.