Η Αστερούλα λάμπει
Η συγγραφέας ζει στο Κολοράντο των Η.Π.Α.
«Είναι ωραίο να είμαι εδώ μαζί σου στην Προκαταρκτική» (Children’s Songbook, 254).
Η Αστερούλα διόρθωσε τα ρούχα της. Ακόμη αισθανόταν παράξενα που φορούσε φόρεμα στην εκκλησία. Στην παλιά της εκκλησία τα κορίτσια φορούσαν παντελόνι ή σορτς την Κυριακή. Όμως όχι στη νέα της εκκλησία. Εκείνη και η μητέρα της είχαν μόλις βαπτισθεί στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών.
Η Αστερούλα αναστέναξε καθώς κοίταξε στον καθρέπτη. Ήταν ενθουσιασμένη να πάει στην εκκλησία για πρώτη φορά ως μέλος επισήμως, αλλά επίσης ήταν νευρική. Πριν, καθόταν με τη μαμά όλη την ώρα στην εκκλησία. Όμως αυτήν τη φορά θα πήγαινε στην Προκαταρκτική.
Η Αστερούλα ανοιγόκλεισε τα μάτια στο είδωλό της. Τι θα γινόταν εάν δεν ταίριαζε; Τι θα γινόταν εάν στα άλλα παιδιά δεν τους άρεσε;
«Αστερούλα; Είσαι έτοιμη;» Φώναξε η μητέρα.
Η Αστερούλα κατέβηκε τα σκαλιά. «Φαίνομαι εντάξει;» ρώτησε.
Η μαμά χαμογέλασε. «Φαίνεσαι όμορφη».
Η Αστερούλα έκανε μία γκριμάτσα. «Έπρεπε να το πεις αυτό. Είσαι η μαμά μου».
«Έχεις δίκιο. Έπρεπε να το πω αυτό. Επειδή είναι αλήθεια».
Η Αστερούλα χαμογέλασε λίγο. Η μαμά πάντα είχε τον τρόπο να την κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Όμως ήταν ακόμη νευρική. Τι θα γινόταν εάν κανένα από τα άλλα παιδιά δεν ήθελε να της μιλήσει; Είχε φίλους στο σχολείο, αλλά δεν ήταν μέλη στη νέα της εκκλησία. Ευχήθηκε να είχε έστω και έναν φίλο που να πηγαίνει στην εκκλησία με αυτήν.
«Μόλις θυμήθηκα κάτι που πρέπει να κάνω» είπε στη μαμά.
Έτρεξε πίσω επάνω και γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι της. «Αγαπητέ Επουράνιε Πατέρα, παρακαλώ βοήθησέ με να κάνω φίλους. Πιστεύω ότι αυτό που οι ιεραπόστολοι δίδαξαν είναι αληθινό, αλλά φοβάμαι».
Η Αστερούλα έμεινε στα γόνατά της και άκουγε. Μετά από λίγο αισθάνθηκε ένα γλυκό, γαλήνιο συναίσθημα και δεν ήταν πλέον τόσο νευρική.
Στην εκκλησία η Αστερούλα και η μαμά κάθισαν δίπλα σε μία οικογένεια με τρία μικρά κορίτσια. Οι γονείς συστήθηκαν μεταξύ τους και άρχισαν να μιλούν με τη μαμά πριν ξεκινήσει η συγκέντρωση. Η Αστερούλα βοήθησε τα κορίτσια να χρωματίσουν μία απεικόνιση του Ιησού.
Ο επίσκοπος Άντριους πήγε προς εκείνους. «Αδελφή Κάννινγχαμ! Αστερούλα! Είναι ωραίο που σας βλέπω σήμερα». Χαμογέλασε θερμά σε κάθε μία και τις χαιρέτισε. Η Αστερούλα είχε ξεχάσει πόσο καλοί ήταν όλοι στην εκκλησία. Ίσως θα έκανε έναν φίλο τελικά.
Μετά τη συγκέντρωση μεταλήψεως η Αστερούλα πήγε στην Προκαταρκτική. Έριξε μια ματιά στα άλλα παιδιά με νευρικότητα καθώς καθόταν. Μιλούσαν μεταξύ τους και δεν φάνηκε να την προσέχουν. Η Αστερούλα αισθάνθηκε αποθαρρυμένη. Θα ήταν μόνη της τελικά.
Ακριβώς τότε ένα κορίτσι στην ηλικία της Αστερούλας μπήκε στην αίθουσα. «Φαίνεται νευρική επίσης» σκέφτηκε η Αστερούλα. «Θα μπορούσα να πάω να της μιλήσω».
Η Αστερούλα πήρε μία βαθιά ανάσα, κατόπιν περπάτησε προς το κορίτσι. «Γεια, ονομάζομαι Αστερούλα. Είμαι καινούργια. Θα ήθελες να καθίσεις δίπλα μου;» Η Αστερούλα κράτησε την αναπνοή της. Θα ήθελε το κορίτσι να είναι φίλη της;
Στο στόμα του κοριτσιού εμφανίστηκε ένα μισό χαμόγελο. «Είμαι η Σάρα. Είμαι επίσης καινούργια. Η οικογένειά μου μόλις μετακόμισε εδώ από το Οντάριο».
«Η μαμά μου και εγώ βαπτισθήκαμε πριν από δύο εβδομάδες» είπε η Αστερούλα. «Δεν είμαι σίγουρη τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω».
Το χαμόγελο της Σάρας μεγάλωσε. «Θα το βρούμε μαζί».
Η Αστερούλα και η Σάρα κάθισαν με την τάξη τους. Μερικές φορές η Αστερούλα κοίταζε τη Σάρα και χαμογελούσε. Η Σάρα ανταπέδιδε το χαμόγελο. Η Αστερούλα αισθανόταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Ήξερε ότι ο Επουράνιος Πατέρας είχε απαντήσει στην προσευχή της και την είχε βοηθήσει να βρει μία φίλη.
Στην τάξη η δασκάλα ζήτησε από την Αστερούλα και τη Σάρα να συστηθούν.
Η Αστερούλα σηκώθηκε. «Ονομάζομαι Αστερούλα Κάννινγχαμ. Η μαμά μου και εγώ βαπτισθήκαμε πριν από δύο εβδομάδες». Σταμάτησε και ένα χαμόγελο μεγάλωσε στο πρόσωπό της καθώς κοίταξε την καινούργια φίλη της. «Και αυτή είναι η φίλη μου η Σάρα».