2021
Να υπερνικούμε τις έγνοιες του κόσμου
Μάρτιος 2021


Διδαχή και Διαθήκες 37-40

Να υπερνικούμε τις έγνοιες του κόσμου

Οι έγνοιες του κόσμου δεν πρέπει να με αποσπούν από την υπακοή στον λόγο του Θεού.

man riding a bicycle in the city

Πέρασα όλο το απόγευμα επάνω στο ποδήλατό μου, πηγαίνοντας από τη μία επιχείρηση στην άλλη, ψάχνοντας για δουλειά.

Εικονογραφήσεις υπό Liam O’Farrell

Ακόμη και όταν έχουμε λάβει υπόσχεση για μεγάλες ευλογίες, αν ανησυχούμε για τις έγνοιες του κόσμου αντί για το θέλημα του Κυρίου, θα χάσουμε εκείνες τις ευλογίες. Αυτό καταδεικνύεται καθαρά από την εμπειρία ενός άνδρα κατά τις πρώτες ημέρες της Αποκατάστασης.

Ο Τζέιμς Κόβελ υπήρξε ιερέας σε άλλο δόγμα επί 40 έτη, όμως αφού άκουσε το αποκατεστημένο Ευαγγέλιο, «έκανε διαθήκη με τον Κύριο ότι θα υπάκουε όποια εντολή θα του έδινε ο Κύριος μέσω τού Τζόζεφ τού Προφήτη» (Διδαχή και Διαθήκες 39, επικεφαλίδα τμήματος). Μέσω του Τζόζεφ, ο Κύριος είπε στον Κόβελ: «Άκουσ[ε] προσεκτικά τη φωνή μου, που σου λέει: Σήκω και βαφτίσου, και ξέπλυνε από πάνω σου τις αμαρτίες σου, επικαλούμενος το όνομά μου, και θα λάβεις το Πνεύμα μου, και ευλογία τόσο μεγάλη που ποτέ ώς τώρα δε γνώρισες» (Διδαχή και Διαθήκες 39:10).

Ωστόσο, ο Κόβελ σύντομα «αρνήθηκε το λόγο τού Κυρίου, και επέστρεψε στους παλιούς του θεσμούς και ανθρώπους» (Διδαχή και Διαθήκες 40, επικεφαλίδα τμήματος). Μιλώντας για τον Κόβελ, ο Κύριος είπε ότι «δέχτηκε το λόγο με χαρά, αλλά αμέσως ο Σατανάς τον έβαλε σε πειρασμό. Και ο φόβος της καταδίωξης και οι εγκόσμιες έννοιες το έκαναν να αρνηθεί το λόγο» (Διδαχή και Διαθήκες 40:2). Εξαιτίας της ανησυχίας του για εγκόσμιες έγνοιες, ο Κόβελ έχασε την ευλογία που του είχε υποσχεθεί ο Κύριος.

Θα έπρεπε να μείνω ή να φύγω;

Στη ζωή μου έμαθα ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τις έγνοιες του κόσμου να μας αποσπούν την προσοχή από την υπακοή στον Κύριο. Μεγάλωσα σε ένα υπέροχο και στοργικό σπίτι, όπου οι γονείς μου μας δίδαξαν καλά το Ευαγγέλιο και η αγάπη τους για μας αντικατόπτριζε την αγάπη του Επουράνιου Πατέρα για τα τέκνα Του.

Σε ηλικία 16 ετών με κάλεσαν να εργαστώ σε ένα ράντσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη δυνατότητα να χτίσω μία ημέρα εκεί το δικό μου σπίτι. Αυτό μου άρεσε, διότι η πατρίδα μου η Ολλανδία είναι μία μικρή πολυπληθής χώρα.

Στην πραγματικότητα, όλοι οι πρόγονοί μου από την πλευρά του πατέρα μου αισθάνονταν μία παρόμοια επιθυμία να ζήσουν σε έναν άλλο τόπο. Μετακόμισαν στην Ινδονησία που ήταν παλιά ολλανδική αποικία. Μπορούσα απολύτως να καταλάβω το γιατί. Στην Ινδονησία ο καιρός είναι ωραίος, τα τοπία όμορφα και ο χώρος άφθονος. Στα γονίδιά μου υπήρχε ο ίδιος πόθος για περιπλάνηση που είχε εμπνεύσει τους προγόνους μου. Θα έπρεπε κι εγώ να φύγω από την πατρίδα μου αναζητώντας επιτυχία και περιπέτεια;

Κατά τη διάρκεια εκείνου του καιρού που θα έπαιρνα αποφάσεις, ο πατέρας μου μού έδωσε ένα αντίγραφο από ένα γράμμα που απευθυνόταν σε εκείνον και τις αδελφές του πολλά χρόνια πριν, από τον πρόεδρο ιεραποστολής τους, Ντόνοβαν βαν Νταμ. Ο Πρόεδρος βαν Νταμ τους είχε ζητήσει να παραμείνουν στην Ολλανδία και να οικοδομήσουν την Εκκλησία εκεί. Ο μπαμπάς μου μού είπε ότι είχε αποφασίσει να κάνει ακριβώς αυτό. Και εφόσον το όνομα της οικογένειας Μπουμ υπήρχε στο γράμμα, ήταν τώρα η σειρά μου να αποφασίσω τι να κάνω.

Στα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά μέλη της Εκκλησίας είχαν μεταναστεύσει σε Αμερική και Καναδά. Αυτό συνεχιζόταν και στη δεκαετία του 1970, παρά την παρότρυνση από τους ηγέτες της Εκκλησίας προς τα μέλη να παραμείνουν στις χώρες τους και να ενδυναμώσουν την Εκκλησία εκεί όπου ζούσαν. Με προσευχή, πήρα κι εγώ την απόφαση να μείνω και να οικοδομήσω την Εκκλησία στην Ολλανδία, χωρίς να καταλαβαίνω απόλυτα τι θα σήμαινε αυτό στο μέλλον.

Αποφάσεις, αποφάσεις

Όταν τελείωσα το λύκειο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ολλανδική οικονομία περνούσε μεγάλη κρίση. Τα ποσοστά ανεργίας ήταν υψηλά. Γενικά, τα πράγματα έδειχναν ζοφερά. Ήταν δύσκολο για τους αποφοίτους να αποφασίσουν τι θα κάνουν στη συνέχεια.

Ο πατέρας μου υπηρετούσε ως πρόεδρος κλάδου. Πότε-πότε συζητούσε μαζί μου τη δυνατότητα να υπηρετήσω μίας πλήρους απασχόλησης ιεραποστολή. Φυσικά αυτό θα ήταν υπέροχο. Το προσδοκούσα σε όλη τη ζωή μου.

Όμως δεν καταλάβαινα πώς υπηρετώντας μία ιεραποστολή θα μου παρείχε τα αναγκαία για τη μελλοντική οικογένειά μου. Από την παιδική μου ηλικία είχα πάντοτε μια μεγάλη επιθυμία να βρω κάποια ημέρα την αγάπη της ζωής μου και να φτιάξουμε μαζί την οικογένειά μας.

Ήμουν 17 ετών τότε και μην ξέροντας τι να κάνω στη συνέχεια, ξεκίνησα το δεύτερο στάδιο της εκπαίδευσής μου. Έπειτα όμως από αρκετές εβδομάδες ανακάλυψα ότι αυτός ο τομέας σπουδών δεν επρόκειτο να με κάνει ευτυχισμένο. Αμφέβαλλα ότι θα μπορούσε να μου παράσχει έστω μία σταθερή δουλειά. Σκέφθηκα να σταματήσω τη σχολή.

Οι γονείς μου δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτό. Μου είπαν ότι μπορούσα να σταματήσω τη σχολή μόνον όταν θα είχα μια δουλειά. Πιθανόν σκέπτονταν ότι δεν θα έβρισκα ποτέ, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Πέρασα όλο το απόγευμα επάνω στο ποδήλατό μου, πηγαίνοντας από τη μία επιχείρηση στην άλλη. Τελικά μία εταιρεία με προσέλαβε για να εργαστώ στην αποθήκη της.

Το σχέδιό μου

Αν και είχα δεχθεί αυτήν την προσωρινή θέση, είχα ένα σχέδιο. Θα γινόμουν αστυνομικός. Η εργασία στο δημόσιο θα ήταν ένας σταθερός τρόπος να παράσχω τα αναγκαία για τη μελλοντική οικογένειά μου και όλα θα πήγαιναν καλά.

Θυμάμαι την ημέρα που πήγα να δώσω εξετάσεις για να μπω στη σχολή αστυνομικών. Πήρα το τρένο νωρίς το πρωί και πέρασα όλη την ημέρα κάνοντας κάθε είδους τεστ. Στο τέλος της ημέρας με κάλεσαν στο γραφείο. Μου είπαν ότι πέρασα όλες τις εξετάσεις και θα ήταν ευτυχείς να με έχουν κοντά τους, όμως επειδή ήμουν 17, ήμουν πολύ νέος για αυτό. Μου είπαν να δοκιμάσω ξανά σε έναν χρόνο.

Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε και σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι σκεπτόμουν: «Τι θα γίνει στη συνέχεια;» Στο σπίτι ο μπαμπάς μου άκουσε προσεκτικά το πόσο είχα απογοητευθεί και προσφέρθηκε να μου δώσει μία ευλογία. Περίμενα ότι ο Κύριος θα μου έλεγε πως όλα θα επιλύονταν και θα γινόμουν δεκτός στην ακαδημία αστυνομίας με κάποιον θαυμαστό τρόπο. Αντίθετα, ο Κύριος μου είπε ότι αν επέλεγα να θέσω Εκείνον πρώτον, θα είχα πάντα ψωμί στο τραπέζι μου και τα μέσα να φροντίσω τη μελλοντική οικογένειά μου.

Ένα καλύτερο σχέδιο

map showing parts of Europe

Ως ανταπόκριση στις προσευχές μου, έλαβα την απάντηση ότι το να θέσω τον Κύριο πρώτο, σήμαινε να υπηρετήσω μία πλήρους απασχόλησης ιεραποστολή. Πάντοτε σκόπευα να το κάνω, όμως δεν καταλάβαινα πώς το ένα βήμα θα οδηγούσε στο άλλο. Τώρα ήξερα ότι αυτό που επρόκειτο να κάνω ήταν να υπηρετήσω μία ιεραποστολή και ήθελα να το κάνω όσο το δυνατόν συντομότερα.

Τότε το κόστος για μία ιεραποστολή ήταν 10.000 φιορίνια σε παλαιό ολλανδικό νόμισμα ή περίπου οι μισθοί ενός έτους. Συνέχισα να εργάζομαι στην αποθήκη και μέχρι το καλοκαίρι του 1981 είχα συγκεντρώσει τα 10.000 φιορίνια μου. Είχα επίσης κλείσει τα 18. Ο πατέρας μου, ο πρόεδρος κλάδου, μου είπε ότι ήμουν πολύ νέος για ιεραποστολή και το ίδιο είπαν ο πρόεδρος περιφερείας και ο πρόεδρος ιεραποστολής. Εκείνη την εποχή έπρεπε να είσαι 19 ετών. Όμως στα 18α γενέθλιά μου πήγα στον ιατρό και στον οδοντίατρο από μόνος μου και τους έβαλα να συμπληρώσουν τα σημεία που αφορούσαν εκείνους στην αίτησή μου για ιεραπόστολος.

Με κάποιον τρόπο κατόρθωσα να πάρουν συνέντευξη από εμένα οι ηγέτες μου και να υποβάλουν την αίτησή μου. Κατόπιν περιμέναμε. Δεν ήξερα ότι ο πατέρας μου, ως πρόεδρος κλάδου, είχε λάβει μία επιστολή. Η αίτηση επεστράφη σε εκείνον με τη γνωστοποίηση ότι ήμουν πολύ νέος. Όμως δεν ήθελε να μου το ανακοινώσει ακόμα και είχε επί εβδομάδες στην τσέπη του σακακιού του την επιστολή χωρίς να με ενημερώσει. Ευτυχώς, εντωμεταξύ, είχε λάβει μία άλλη γνωστοποίηση. Έγραφε ότι σε ορισμένες περιστάσεις οι Αδελφοί ήταν πρόθυμοι να επιτρέψουν σε νέους άνδρες να πάνε νωρίτερα, όταν ήταν καλά προετοιμασμένοι. Σύντομα κλήθηκα να υπηρετήσω και τοποθετήθηκα στην Ιεραποστολή Ανατολικού Λονδίνου στην Αγγλία. Η ιεραποστολή μου έγινε η ευλογία μιας ολόκληρης ζωής.

Ευλογίες από τον Κύριο

Τρεις μήνες αργότερα, επιστρέφοντας από την ιεραποστολή μου, συνάντησα την αγάπη της ζωής μου. Έναν χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε και επισφραγιστήκαμε στον Ναό του Λονδίνου στην Αγγλία. Η οικονομία εξακολουθούσε να μην είναι σε καλή κατάσταση, όμως πάντοτε μπορούσα να έχω δουλειά και να παράσχω τα αναγκαία στην οικογένειά μου. Υπήρχε πάντοτε ψωμί στο τραπέζι και μια στέγη επάνω από το κεφάλι μας.

Όταν ήμουν ιεραπόστολος αυτή έγινε μία από τις αγαπημένες γραφές μου: «Εφόσον τηρήσεις τις εντολές του Θεού, θα ευημερήσεις στη χώρα» (Άλμα 36:1). Με αυτό ως οδηγό, αποφάσισα να κάνω αυτό που είχε κάνει ο πατέρας μου – να μείνω στην Ολλανδία και να οικοδομήσω την Εκκλησία στην πατρίδα μου.

photograph of Elder Boom’s family

Η οικογένεια του Πρεσβυτέρου και της αδελφής Μπουμ το 2019. Από την εποχή εκείνη και μετά γεννήθηκε μία ακόμα εγγονή.

Σήμερα ο μικροσκοπικός κλάδος όπου μεγάλωσα είναι πια ένας υπέροχος τομέας όπου τα εγγόνια μας απολαμβάνουν τη συντροφιά πολλών φίλων, συγκεντρωμένων σε μία μεγάλη Προκαταρκτική. Οι γιοι μας έχουν επικερδή επαγγέλματα και είναι ευλογημένοι να έχουν ψωμί στο τραπέζι. Βλέπω ότι οι αποφάσεις μου είχαν αντίκτυπο στην επόμενη γενεά που επιθυμεί κι αυτή να θέσει τον Κύριο πρώτο στη ζωή της.

Είμαι ευγνώμων που έμαθα νωρίς στη ζωή μου ότι η σωστή απόφαση είναι να υπερνικούμε τις έγνοιες του κόσμου και να θέτουμε τον Επουράνιο Πατέρα πρώτον. Εκείνος μου έχει δώσει ευλογίες που διαφορετικά δεν θα είχα ποτέ γνωρίσει.