Φωνές των Αγίων των Τελευταίων Ημερών
Μία δεύτερη ευκαιρία
Κέιλη Μπόλντγουιν, Αριζόνα, Η.Π.Α.
Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, κρατούσα το βιολί μου.
Ήρθε κοντά μου σέρνοντας τα πόδια του καθώς προχωρούσα στην αίθουσα φαγητού, με τη θήκη του βιολιού μου να χτυπάει στο πόδι μου.
«Βιολί» είπε πλησιάζοντας.
«Ναι» είπα.
Δεν είχα ποτέ μιλήσει με άτομο με αναπηρία και δεν ήξερα τι άλλο να πω. Με ακολούθησε στο τραπέζι μου και κάθισε δίπλα μου, δείχνοντας τη θήκη του βιολιού μου.
«Βιολί» είπε ξανά.
Άνοιξα τη θήκη και τα μάτια του άστραψαν. Χτύπησε σκληρά τις χορδές. Πανικοβλήθηκα στη σκέψη ότι θα έσπαγε κάποια χορδή από το βιολί μου και έκλεισα προσεκτικά τη θήκη. Με αγκάλιασε πριν φύγει.
Από τότε τον έβλεπα συχνά.
Όποτε με έβλεπε, τύλιγε τα μπράτσα του γύρω από τους ώμους μου, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού μου.
Την υπόλοιπη ώρα στο λύκειο, προσπαθούσα πάντα να τον αποφεύγω όταν τον έβλεπα να έρχεται. Όταν με έβρισκε και με έπνιγε στις αγκαλιές και στα φιλιά, τον ανεχόμουν για λίγο με ένα βεβιασμένο χαμόγελο και κατόπιν έφευγα γρήγορα μακριά χωρίς να αρθρώσω λέξη.
«Αχ όχι» μουρμούρισα όταν τον είδα στην τελευταία μου συναυλία ορχήστρας του γυμνασίου. Μετά τη συναυλία, προχώρησε αργά προς τα κει όπου στεκόμουν με τους φίλους μου, έξω από την αίθουσα θεάτρου.
Οι φίλοι μου έκαναν πίσω καθώς ερχόταν προς τα μένα με ένα πλατύ χαμόγελο, τα χέρια ανοιχτά για να με αγκαλιάσει.
«Γουίλλιαμ!»
Στράφηκα και είδα μια γυναίκα να τρέχει προς εμάς.
«Συγγνώμη» είπε, πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Στον Γουίλλιαμ αρέσει το βιολί. Με ικέτευσε να τον φέρω απόψε στη συναυλία. Πάμε, χρυσό μου».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν ήξερα καν το όνομά του. Είχα συναντήσει τον Γουίλλιαμ πριν από δύο χρόνια, όμως πέρασα τόσον καιρό αποφεύγοντάς τον, ώστε δεν είχα κάνει ποτέ μια προσπάθεια να τον γνωρίσω πραγματικά. Καθώς παρακολουθούσα τον Γουίλλιαμ και τη μητέρα του να φεύγουν, κύματα ντροπής με κατέκλυσαν.
Χρόνια αργότερα, αφού είχα παντρευτεί, γέννησα ένα όμορφο αγοράκι με σύνδρομο Ντάουν, που ονομάσαμε Σπένσερ. Συχνά έβρισκα τις σκέψεις μου να σταματούν για λίγο στον Γουίλλιαμ καθώς κοίταζα τον γιο μου και αναρωτιόμουν αν ο Σπένσερ θα γνώριζε παρόμοιες εμπειρίες. Θα τον απέφευγαν οι άνθρωποι γιατί φιλούσε τόσο πολύ ή σε αγκάλιαζε τόσο σφιχτά; Θα ένιωθαν άβολα οι συνομήλικοί του με τους νοητικούς και σωματικούς περιορισμούς του;
Όταν ο Σπένσερ ήταν τεσσάρων μηνών, τον πήγα στο τοπικό νοσοκομείο μας, όπου είχα κλείσει ραντεβού. Καθώς τον έβγαζα από το αυτοκίνητο, είδα δύο ανθρώπους να βγαίνουν από το νοσοκομείο. Δεν το πίστευα, όμως ήταν ο Γουίλλιαμ και η μητέρα του.
«Γουίλλιαμ!» φώναξα όταν πλησιάσαμε και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
«Γεια σου!» Προχώρησε αργά στο χώρο στάθμευσης, με ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό μου σε μια θερμή χειραψία.
«Πώς είσαι;» τον ρώτησα.
«Βιολί» είπε, και ο ενθουσιασμός έλαμπε στα μάτια του.
Βιολί. Με θυμόταν κι εκείνος. «Ναι» είπα με δυσκολία μέσα από ένα γέλιο και κλάμα μαζί «έπαιζα βιολί».
Καθώς μιλούσαμε, η καρδιά μου υψώθηκε σε προσευχή για τη γλυκιά ευσπλαχνία ενός στοργικού Πατέρα στους Ουρανούς, που ήξερε πόσο πολύ είχα επιθυμήσει να συναντήσω ξανά τον Γουίλλιαμ. Είμαι ευγνώμων που ο Θεός με είδε --μια αγωνιζόμενη νεαρή μητέρα, κατακλυσμένη από τα προβλήματα υγείας του γιου μου, ανήσυχη για το μέλλον του-- και μου έδωσε μία εμπειρία που μου θύμισε ότι Εκείνος είναι ενήμερος για εμάς.