Κλονισμός, θλίψη & το σχέδιο του Θεού
Η συγγραφέας ζει στην Αλβανία.
Στη διάρκεια της πιο καταστροφικής εμπειρίας της ζωής μου, αισθάνθηκα ότι ο Επουράνιος Πατέρας ήταν μαζί μου σε όλη τη διαδρομή μου.
Ήταν νωρίς ένα πρωινό του 2008, όταν η μητέρα μου με ξύπνησε να πάω στο σχολείο. Ήμουν πραγματικά χαρούμενη εκείνο το πρωί, όμως δεν ήξερα ότι θα γινόταν η χειρότερη ημέρα της ζωής μου ή η τελευταία φορά που θα ήμουν μαζί της. Δεν έκανα όλα τα μαθήματά μου στο σχολείο εκείνη την ημέρα, γιατί μια οικογενειακή φίλη ήρθε και με πήρε από το σχολείο και μου είπε ότι η μητέρα μου αυτοκτόνησε. Ήμουν μόνο 12 χρονών.
Σκέφτηκα: «Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς τη μητέρα μου;» Ήταν η καλύτερη φίλη μου.
Έκλαιγα επί μήνες. Δεν ήθελα να πάω σχολείο, γιατί τα άλλα παιδιά μου φέρονταν διαφορετικά και ένιωθαν λύπη για μένα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπρεπε να είμαι δυνατή για όλους τους άλλους.
Μία ημέρα, πέντε ή έξι μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας μου, βρισκόμουν μόνη στην κάμαρά μου πλάι στο παράθυρο, κλαίγοντας, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί ήμουν εδώ. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου: «Είσαι κόρη μου. Δεν θα σε αφήσω να υποφέρεις». Ήξερα ότι ήταν ο Θεός. Όμως, με ξάφνιασε, γιατί δεν πίστευα πια σε Αυτόν, ιδιαίτερα από τότε που ένιωσα ότι ήταν ο Θεός εκείνος που πήρε τη μητέρα μου από εμένα. Αν και δεν ήξερα τι εννοούσε, αισθάνθηκα ασφαλής.
Τρία χρόνια αργότερα, πήγα στη Ρώμη, στην Ιταλία, να επισκεφθώ τον θείο μου. Μου μιλούσε συνεχώς για αυτήν την εκκλησία που πήγαινε. Μια Κυριακή, με πήρε μαζί του. Θα θυμάμαι πάντοτε να προχωρώ προς τις πόρτες της εκκλησίας για πρώτη φορά και να αισθάνομαι την αγάπη του Επουράνιου Πατέρα μόλις μπήκα μέσα. Ένιωσα σαν στο σπίτι μου.
Άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή και σε κάθε δραστηριότητα στη διάρκεια της εβδομάδας. Μου άρεσε να είμαι με τους νέους της Εκκλησίας. Με έκαναν πιο χαρούμενη. Σκέφτονταν και πίστευαν τα ίδια με εμένα. Μετά, έπειτα από τρεις μήνες, τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διακοπές μου και έπρεπε να επιστρέψω στην Αλβανία.
Όταν επέστρεψα σπίτι, είπα στον μπαμπά μου για τα συναισθήματα που είχα και πόσο χαρούμενη ένιωθα όλον εκείνο τον καιρό. Δεν του άρεσε. Μου είπε ότι δεν θα μου επέτρεπε να συνεχίσω να πηγαίνω στην εκκλησία ή να μάθω περισσότερα για αυτήν. Έτσι έπρεπε να κάνω υπομονή τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι να γίνω 18 χρονών. Τότε θα μπορούσα να αποφασίζω μόνη μου και να βαπτιστώ.
Όλο αυτό το διάστημα ήμουν ευλογημένη ακούγοντας τόσους πολλούς ανθρώπους που μου έλεγαν για όσα μάθαιναν κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν η Στέφανι. Ζούσε στην Ιταλία όταν ο θείος μου προσχώρησε στην Εκκλησία, όμως είχε επιστρέψει σπίτι της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο θείος μου σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό για μας να γράφουμε η μία στην άλλη, έτσι την πρόσθεσα σαν φίλη στο Facebook.
Μολονότι δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί, θα είμαι πάντοτε ευγνώμων σ’ αυτήν που με βοήθησε να οικοδομήσω την πίστη μου και να μάθω περισσότερα για το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Μου έγραφε σχεδόν κάθε Κυριακή και μου έλεγε όλα όσα μάθαινε στην εκκλησία και κατόπιν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Ήταν μια σπουδαία φίλη για μένα.
Τελικά, έπειτα από χρόνια υπομονής, βαπτίστηκα δύο μόλις ημέρες μετά τα 18α γενέθλιά μου. Και σύντομα θα μοιραστώ με τη μητέρα μου την ευτυχία που αισθάνθηκα εκείνη την ημέρα, γιατί θα βαπτιστώ για αυτήν. Ξέρω ότι θα είναι περήφανη για τη ζωή που διάλεξα.
Αισθάνομαι ευλογημένη από τον Επουράνιο Πατέρα διότι ήταν μαζί μου σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, με τόσο πολλούς τρόπους. Απλώς έπρεπε να περιμένω και να είμαι υπομονετική, διότι Εκείνος είχε ένα σχέδιο για μένα. Είναι Εκείνος που μου έδωσε δύναμη να προχωρήσω μέσα από όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα. Ήταν πάντοτε εκεί, βοηθώντας με να είμαι πιο ευτυχισμένη.