2013
Θάνατος και ζωή: Προοπτικές πρωτοπόρων επί τής ανάστασης
Απρίλιος 2013


Θάνατος και ζωή

Προοπτικές πρωτοπόρων επί τής ανάστασης

Καθώς οι πρώτοι νεοφώτιστοι τής Εκκλησίας ταξίδευαν στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να συγκεντρωθούν με τους Αγίους, ήλθαν αντιμέτωποι με τον θάνατο, αλλά ενδυναμώθηκαν από τη νέα τους πίστη στο αποκατεστημένο Ευαγγέλιο. Ακολουθούν αποσπάσματα από αφηγήσεις πρωτοπόρων που δείχνουν την ελπίδα των Αγίων στην ανάσταση, μαζί με παρηγορητικές διδασκαλίες από τους πρώτους πέντε προέδρους τής Εκκλησίας.

Η ιστορία ενός μη κατονομασθέντος πατέρα Σκανδιναβού Αγίου των Τελευταίων Ημερών, τού οποίου ο μικρός γιος πέθανε στο ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στη Γιούτα το 1866:

«Με τη βοήθεια ενός φίλου σκάφθηκε ο μικρός τάφος και η σορός ετέθη εκεί μέσα. Το παιδί πέθανε από μεταδοτική ασθένεια, δεν υπήρχαν συγκεντρωμένοι πενθούντες, καμία επίσημη τελετή, καθόλου άνθη, κανένα πνευματικό τραγούδι, κανένας επικήδειος λόγος. Όμως, προτού αναχωρήσει ο πενθών πατέρας, εξεστόμισε μία σύντομη προσευχή αφιερώσεως στη μητρική του γλώσσα (Δανικά) ως ακολούθως:

»‘Επουράνιε Πατέρα: Μού έδωσες αυτόν τον μικρό θησαυρό—αυτό το πολυαγαπημένο αγόρι και τώρα το κάλεσες. Δώσε να παραμείνει εδώ η σορός του ανενόχλητη μέχρι το πρωινό τής αναστάσεως. Ας γίνει το θέλημά σου. Αμήν’.

»Και εγειρόμενος από το έδαφος, τα αποχαιρετιστήρια λόγια του ήσαν:

»‘Αντίο, μικρέ μου αγαπητέ Χανς—όμορφό μου αγόρι’. Μετά, με σκυμμένο το κεφάλι και την καρδιά να πονά, θαρραλέα συνέχισε τον δρόμο του στην κατασκήνωση»1.

Πρόεδρος Τζόζεφ Σμιθ (1805–1844):

«Πόσο παρηγορητικό για τους πενθούντες, όταν καλούνται να αποχωρισθούν έναν σύζυγο, μία σύζυγο, έναν πατέρα, μία μητέρα, ένα παιδί ή έναν αγαπημένο συγγενή, να γνωρίζουν ότι αν και το επίγειο σκήνωμα τίθεται κάτω και διαλύεται, θα εγερθούν εκ νέου, προκειμένου να κατοικήσουν σε αιώνιες καύσεις σε αθάνατη δόξα, να μη θλίβονται, να μην υποφέρουν ούτε να πεθαίνουν πια, αλλά θα είναι κληρονόμοι τού Θεού και συγκληρονόμοι μαζί με τον Ιησού Χριστό»2.

Ο Τζόζεφ Ουάτσον Γιανγκ (1828–1873), ανιψιός τού Μπρίγκαμ Γιανγκ, ο οποίος ταξίδευσε από την Αγγλία στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1853:

«Ήταν πένθιμη σκηνή να θάβεις ένα άτομο στη θάλασσα αργά τη νύκτα με λίγους μόνον μάρτυρες. …Δεν είχε κανέναν συγγενή επιβαίνοντα ή κάποιον άλλον συγκεκριμένως, για να τον πενθήσει εκτός από έναν συνάδελφο υπηρέτη. Αυτοί είναι οι πιο ευσεβείς πόθοι τής ανθρώπινης φύσεως που καταστρέφονται σε μια στιγμή. Αυτός ο νέος άνδρας είχε εγκαταλείψει τα πάντα, για να πάει στη Σιών και η καρδιά του ήταν γεμάτη ελπίδα και μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον, με λίγη σκέψη στην πιθανότητα ότι θα μπορούσε να πεθάνει στη θάλασσα. Εντούτοις, πέθανε όχι όπως αυτοί που δεν έχουν ελπίδα, επειδή η ειρήνη του είχε γίνει με τον Θεό του και είχε την πλήρη διαβεβαίωση για μια ένδοξη ανάσταση κατά το πρωινό των δικαίων»3.

Πρόεδρος Μπρίγκαμ Γιανγκ (1847–1877):

«Τι σκοτεινή κοιλάδα και σκιά είναι αυτό που αποκαλούμε θάνατο! Πόσο παράξενο είναι να περάσουμε από αυτήν την κατάσταση υπάρξεως, όσον αφορά στο θνητό σώμα, σε μία κατάσταση κενότητας! Πόσο σκοτεινή είναι αυτή η κοιλάδα! Πόσο μυστήρια είναι η οδός και πρέπει να ταξιδεύσουμε μόνοι μας. Θα ήθελα να σας πω, φίλοι και αδελφοί μου, αν μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα ως έχουν και όπως θα τα δούμε και θα τα καταλάβουμε, ότι αυτή η σκοτεινή σκιά και κοιλάδα είναι τόσο μηδαμινή, ώστε θα γυρίσουμε πίσω, θα την παρατηρήσουμε και θα σκεφθούμε, όταν θα την έχουμε διασχίσει, ότι πράγματι αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα όλης τής υπάρξεώς μου, επειδή έχω περάσει από μία κατάσταση λύπης, θλίψεως, θρήνου, συμφοράς, δυστυχίας, πόνου, αγωνίας και απογοήτευσης σε μία κατάσταση υπάρξεως, όπου μπορώ να απολαύσω τη ζωή στον μέγιστο βαθμό όσο μπορεί να γίνει αυτό χωρίς σώμα»4.

Ο Νταν Τζόουνς (1811–1862), Ουαλός νεοφώτιστος, ο οποίος μαζί με την κυρία Ουίλιαμς και άλλα μέλη τής Εκκλησίας απέπλευσαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1849:

«Η κα Ουίλιαμς από το Ινίσιμποντ κοντά στο Τρέγκαρον [Ουαλία] χειροτερεύει γρήγορα και υπάρχουν σημάδια ότι δεν θα ζήσει για πολύ. …Είπε ότι η μεγαλύτερη τιμή που είχε λάβει ποτέ ήταν που μπόρεσε να γίνει μέλος τής αληθινής εκκλησίας τού Υιού τού Θεού, ότι δεν υπήρχε φόβος στο στήθος της σχετικώς με την άλλη ζωή και ότι η θρησκεία της τώρα απεδείκνυε τη δύναμή της περισσότερο από ποτέ πριν. …Συμβούλευσε επισήμως τους γυιους της να εξακολουθήσουν πιστοί μέχρι τον θάνατό τους, ώστε να αποκτήσουν μαζί της καλύτερη ανάσταση. …Εξακολούθησε με πνευματική διαύγεια όλη τη νύχτα και στις τέσσερις και τέταρτο το επόμενο πρωί το πνεύμα της αναχώρησε εν γαλήνη, αφήνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη της»5.

Πρόεδρος Τζων Τέιλορ (1880–1887):

«Πόσο παρηγορητικό είναι για όσους πρέπει να θρηνούν την απώλεια αγαπητών φίλων από θάνατο, να γνωρίζουν ότι θα τους συναναστραφούμε ξανά! Πόσο ενθαρρυντικό για όλους που ζουν σύμφωνα με τις αποκεκαλυμμένες αρχές τής αλήθειας, ίσως πιο ειδικά για αυτούς των οποίων η ζωή είναι κοντά στο τέλος, οι οποίοι έχουν υποφέρει για πολύ καιρό και έχουν αντέξει μέχρι τέλους, να γνωρίζουν ότι λίγο αργότερα θα εγερθούμε από τού τάφου και θα προβάλλουμε ζώσες και αθάνατες ψυχές, προκειμένου να απολαύσουμε τη συναναστροφή των δοκιμασμένων και έμπιστων φίλων μας, πλέον να μην υποφέρουμε από τον θάνατο και να τελειώσουμε το έργο που μας έχει δώσει να κάνουμε ο Πατέρας!»6

Ο Άντριου Τζένσον (1850–1941), Δανός μετανάστης, ο οποίος ταξίδευσε με την εταιρεία αμάξης Άντριου Σκοτ από τη Νεμπράσκα των ΗΠΑ στη Γιούτα το 1866:

«Όταν υπήρξαμε μάρτυρες να εναποτίθενται οι επίγειοι σοροί [των συνταξιδιωτών μας] στη μητέρα γη, στην ερημία, όλοι κλάψαμε ή θέλαμε να κλάψουμε, διότι η σκέψη τής ταφής αγαπημένων κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν φίλοι και συγγενείς πρέπει να φύγουν αμέσως, χωρίς ελπίδα ότι θα επισκεφθούν ποτέ ξανά τον τόπο αναπαύσεως των νεκρών τους, ήταν λυπηρό και πράγματι δύσκολο. …Όμως οι τάφοι τους θα βρεθούν, όταν ηχήσει τη σάλπιγγά του ο Γαβριήλ το πρωινό τής πρώτης αναστάσεως. Αυτοί οι εκλιπόντες τοιουτοτρόπως εναπόθεσαν το σώμα τους σαν να βάδιζαν προς τη Σιών. Ο Κύριος τούς κάλεσε σπίτι, προτού φθάσουν στον προορισμό τους. Δεν τους επετράπη να δουν τη Σιών κατά τη σάρκα, αλλά θα λάβουν δόξα και αγαλλίαση στη μέλλουσα ζωή. Πέθαναν ενώ πάσχιζαν να υπακούσουν στον Θεό και να τηρήσουν τις εντολές του και μακάριοι είναι όσοι πεθαίνουν εν [Κυρίω]»7.

Πρόεδρος Ουίλφορντ Γούντροφ (1807–1898):

«Χωρίς το Ευαγγέλιο τού Χριστού ο αποχωρισμός με θάνατο είναι ένα από τα πιο καταθλιπτικά θέματα πιθανά προς συλλογισμό. Όμως, μόλις αποκτήσουμε το Ευαγγέλιο και μάθουμε την αρχή τής ανάστασης, η θλίψη, η λύπη και τα δεινά που προκαλεί ο θάνατος, απομακρύνονται σε μεγάλο βαθμό. …Η ανάσταση των νεκρών παρουσιάζεται ενώπιον τού διαφωτισμένου νοός τού ανθρώπου και έχει θεμέλιο για να εδράσει το πνεύμα του. Αυτή είναι η θέση των Αγίων των Τελευταίων Ημερών σήμερα. Γνωρίζουμε αφ’ εαυτού μας, δεν είμαστε στο σκότος όσον αφορά σε αυτό το ζήτημα. Ο Θεός μάς το έχει αποκαλύψει και καταλαβαίνουμε την αρχή τής αναστάσεως των νεκρών και ότι το Ευαγγέλιο φέρνει ζωή και αθανασία στο φως»8.

Ο Ουίλιαμ Ντράιβερ (1837–1920), πρωτοπόρος, ο οποίος ταξίδευσε από την Αγγλία στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. το 1866:

«Ο Ουίλι, το πολυαγαπημένο μου παιδί, ήταν πολύ άρρωστο όλη τη νύκτα μέχρι τις 07:30 π.μ., όταν απηλλάγη των δεινών του. Ο Θεός να ευλογεί την ακριβή ψυχή του. Πόσο υπέφερε. Βίωσε τον θάνατό του, επειδή έσπασε η άμαξα τού κυρίου Πόλτερ στον λόφο τής Αγίας Άννης, στο Γουάντσγουορθ τού Σέρι τής Αγγλίας. Ω, πόσο θρηνώ αυτό το μεγάλο βάσανο. Ω Κύριε, βοήθησέ με, με τη δύναμή σου να το υπομείνω από το χέρι σου και υποκίνησέ με να Σε υπηρετώ ευγενέστερα και πιστότερα και είθε να ζήσω για να προετοιμασθώ να τον συναντήσω σε έναν ευτυχέστερο και καλύτερο κόσμο με την αγαπητή του αδελφή, την Ελίζαμπεθ Μάριαν, και κατά την ανάσταση των δικαίων είθε να είμαι εκεί, για να τους συναντήσω»9.

Πρόεδρος Λορέντζο Σνόου (1814–1901):

«Στην επόμενη ζωή θα έχουμε το σώμα μας ένδοξο και ελεύθερο από ασθένεια και θάνατο. Τίποτε δεν είναι τόσο όμορφο όσο ένα άτομο σε ανεστημένη και ένδοξη κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο από το να είμαστε σε αυτήν την κατάσταση και να έχουμε τη σύζυγο, τα παιδιά μας και τους φίλους μας μαζί μας»10.

Σημειώσεις

  1. Ρόμπερτ Άβεσον, “Leaves from the Journal of a Boy Emigrant,” Deseret News, 12 Μαρτίου 1921, 4:7. Διαθέσιμο στο lds.org/churchhistory/library/pioneercompanysearch.

  2. Διδασκαλίες των Προέδρων τής Εκκλησίας: Τζόζεφ Σμιθ (2007), 52.

  3. Joseph W. Young, Ημερολόγιο, 6 Μαρτίου 1853, Βιβλιοθήκη Ιστορίας τής Εκκλησίας, Γιούτα. Διαθέσιμο στο Διαδίκτυο στο mormonmigration.lib.byu.edu.

  4. Teachings of Presidents of the Church: Brigham Young (1997), 273.

  5. «Γράμμα από τον πλοίαρχο Ντ. Τζόουνς προς τον συντάκτη τού Udgorn Seion,» στο Ρόναλντ Ντένις, The Call of Zion: The Story of the First Welsh Mormon Emigration, τεύχος 2 (1987), 164–65. Διαθέσιμο στο mormonmigration.lib.byu.edu.

  6. Teachings of Presidents of the Church: John Taylor (2001), 50–51.

  7. Άντριου Τζένσον, Ημερολόγιο, 20 Αυγούστου 1866, στο Journal History of The Church of Jesus Christ of Latter-day Saints, 8 Οκτωβρίου 1866, Βιβλιοθήκη Ιστορίας τής Εκκλησίας, Σωλτ Λέηκ Σίτυ, Γιούτα, 6. Διαθέσιμο στο lds.org/churchhistory/library/pioneercompanysearch.

  8. Teachings of Presidents of the Church: Wilford Woodruff (2004), 82‑–83.

  9. Φρανκ Ντράιβερ Ριβ, επιμέλεια υπό, London to Salt Lake City in 1866: The Diary of William Driver (1942), 42. Διαθέσιμο στο mormonmigration.lib.byu.edu.

  10. Λορέντζο Σνόου, στο Conference Report, Οκτ. 1900, 63.

Εικονογραφήσεις υπό Michael T. Malm ΚΑΙ ΦΟΝΤΟ ΥΠΟ Welden C. Andersen © IRI

Δεξιά: Ο Πρόεδρος Μπρίγκαμ Γιανγκ. Επάνω: Ο Τζόζεφ Ουάτσον Γιανγκ.

Δεξιά: Ο Πρόεδρος Τζων Τέιλορ. Επάνω: Ο Νταν Τζόουνς.

Ενθέματα: Μπρίγκαμ Γιανγκ, υπό John Willard Clawson. Φωτογραφία τού Τζόζεφ Ουάτσον Γιανγκ, κατόπιν αδείας τής Βιβλιοθήκης Ιστορίας τής Εκκλησίας. Φωτογραφία τού Νταν Τζόουνς © IRI. Τζων Τέιλορ, υπό A. Westwood, κατόπιν αδείας τού Μουσείου Ιστορίας τής Εκκλησίας.

Δεξιά: Ο Πρόεδρος Ουίλφορντ Γούντροφ. Επάνω: Ο Άντριου Τζένσον.

Δεξιά: Ο Πρόεδρος Λορέντζο Σνόου. Επάνω: Ο Ουίλιαμ Ντράιβερ.

Ενθέματα: Ουίλφορντ Γούντροφ, υπό H. E. Peterson © IRI. Φωτογραφία τού Άντριου Τζένσον, υπό Harold Howell Jenson, κατόπιν αδείας τής Βιβλιοθήκης Ιστορίας τής Εκκλησίας. Φωτογραφία τού Ουίλιαμ Ντράιβερ, κατόπιν αδείας τής Βιβλιοθήκης Ιστορίας τής Εκκλησίας. Λορέντζο Σνόου, υπό Lewis Ramsey, κατόπιν αδείας τού Μουσείου Ιστορίας τής Εκκλησίας © IRI.