«Η ζωή και η διακονία του Τόμας Μόνσον», Διδασκαλίες των Προέδρων της Εκκλησίας: Τόμας Μόνσον (2020)
«Ζωή και διακονία», Διδασκαλίες: Τόμας Μόνσον
Η ζωή και η διακονία του Τόμας Μόνσον
Μία κρύα ημέρα τον Απρίλιο του 1972, ο Πρεσβύτερος Τόμας Μόνσον έκανε μία συνηθισμένη διαδρομή προς ένα από τα νοσοκομεία στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Για περισσότερες από δύο δεκαετίες, σύχναζε σε αυτά τα νοσοκομεία για να δώσει ευλογίες και να φέρει χαρά σε μέλη του τομέως, μέλη της οικογένειας, φίλους και πολλούς άλλους. Αυτή τη φορά, επρόκειτο να δει την αγαπημένη του μητέρα.
Όταν ολοκληρώθηκε η επίσκεψή τους, πήγε να δει τον Πρεσβύτερο Σπένσερ Κίμπαλ, έναν από τους αδελφούς του στην Απαρτία των Δώδεκα, ο οποίος είχε πρόσφατα υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Ο Πρεσβύτερος Κίμπαλ αναπαυόταν και ο Πρεσβύτερος Μόνσον δεν ήθελε να τον ενοχλήσει, έτσι έφυγε για να επιστρέψει στο αυτοκίνητό του. Στον ανελκυστήρα, τον συνάντησαν δύο γυναίκες που τον ρώτησαν αν θα έδινε στον πατέρα τους μία ευλογία. Τις συνόδευσε στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου, όπου την χορήγησε στον πατέρα τους.
Καθώς ο Πρεσβύτερος Μόνσον γύρισε να φύγει από το δωμάτιο, άκουσε έναν άνδρα να φωνάζει το όνομά του. Κοίταξε προς το κρεβάτι του άνδρα και τον αναγνώρισε ως πρώην μέλος του τομέως. «Χάρηκα πολύ που του έδωσα μία ευλογία» κατέγραψε ο Πρεσβύτερος Μόνσον. Όταν έφυγε από το δωμάτιο, τον πλησίασε μία νοσοκόμα με δάκρυα στα μάτια, η οποία τον ρώτησε αν θα πήγαινε στο Νοσοκομείο Παίδων της Προκαταρκτικής. Είπε ότι δεν είχε σχεδιάσει να πάει εκείνη την ημέρα – αλλά θα χαιρόταν να πάει, εάν εκείνη ήθελε από αυτόν να δει κάποιον εκεί. Η νοσοκόμα του είπε για έναν εξάδελφο που είχε προσβληθεί από πολιομυελίτιδα πολλά χρόνια νωρίτερα και είχε δυσκολίες.
Όταν ο Πρεσβύτερος Μόνσον έφθασε στο νοσοκομείο παίδων, συνάντησε έναν άνδρα που τον οδήγησε στον εξάδελφο της νοσοκόμας, στον οποίο έδωσε μία ευλογία. Ο άνδρας κατόπιν ρώτησε τον Πρεσβύτερο Μόνσον αν είχε χρόνο να ευλογήσει ένα 10χρονο κορίτσι που είχε λευχαιμία. Πήγαν μαζί για να της δώσουν μία ευλογία.
Σχετικά με τις επισκέψεις του στο νοσοκομείο εκείνη την ημέρα, ο Πρεσβύτερος Μόνσον έγραψε στο ημερολόγιό του: «Έφυγα… συνειδητοποιώντας ότι ο Επουράνιος Πατέρας μας νοιάζεται πολύ για εκείνους που υποφέρουν εδώ στη θνητότητα και που επιθυμούν από τα χέρια της ιεροσύνης μία ευλογία»1.
Τέτοιες εμπειρίες ήταν συχνές στη ζωή του Τόμας Μόνσον. Ύστερα από μία παρόμοια ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας πέρασε σχεδόν δύο ώρες σε ένα νοσοκομείο, έγραψε: «Ένιωσα ότι είχα κάνει κάποιο καλό και ήμουν εκεί όπου ήθελε ο Κύριος να είμαι σήμερα»2.
Να είναι εκεί όπου ήθελε ο Κύριος να είναι ήταν μία διά βίου δέσμευση για τον Πρόεδρο Μόνσον. Συχνά μιλούσε για το προνόμιο να είναι «στην υπηρεσία του Κυρίου» – να είναι τα χέρια του Κυρίου επί της Γης, ειδικά στη φροντίδα των ανθρώπων που είχαν ανάγκη. Είπε: «Θέλω να γνωρίζει πάντοτε ο Κύριος πως εάν χρειαστεί να εκτελέσει ένα έργο, ο Τομ Μόνσον θα εκτελέσει αυτό το έργο για Εκείνον»3.
Γέννηση, παιδική ηλικία και νεότητα
«Τι νομίζεις για το τρένο του Μαρκ, Τόμμυ;» ρώτησε η Γκλάντυς Μόνσον τον 10χρονο γυιο της.
«Περίμενε μια στιγμή» απάντησε. «Έρχομαι αμέσως». Βγήκε βιαστικά από την πόρτα και έτρεξε στο σπίτι. Είχε να επανορθώσει.
Εκείνο το πρωινό, ο νεαρός Τόμμυ είχε λάβει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο το οποίο λαχταρούσε – ένα ηλεκτρικό τρένο που οι γονείς του αγόρασαν με κάποιες θυσίες κατά τη διάρκεια των ημερών του Μεγάλου Κραχ. Αφού έπαιξε με αυτό για λίγες ώρες, η μητέρα του τού είπε ότι είχε αγοράσει ένα κουρδιστό τρένο για τον Μαρκ Χάνσεν, τον γυιο μίας χήρας που ζούσε εκεί κοντά. Όταν το έδειξε στον Τόμμυ, παρατήρησε ότι το τρένο του Μαρκ είχε ένα βαγόνι πετρελαιοφόρο, το οποίο έλειπε από το σετ του. Παρακάλεσε τη μητέρα του να έχει το βυτιοφόρο και τελικώς του το έδωσε, λέγοντας: «Εάν το χρειάζεσαι περισσότερο από τον Μαρκ, πάρ’ το».
Η Γκλάντυς και ο Τόμμυ πήγαν το υπόλοιπο τρένο στον Μαρκ, ο οποίος δεν περίμενε ένα τέτοιο δώρο και ενθουσιάστηκε. Κούρδισε τη μηχανή και καθώς το τρένο περιφερόταν στις ράγες, η Γκλάντυς Μόνσον έκανε στον γυιο της την απλή, διαπεραστική ερώτηση τι σκεπτόταν για το τρένο του Μαρκ. Αργότερα θυμήθηκε: «Αισθάνθηκα ένα έντονο αίσθημα ενοχής και συνειδητοποίησα πολύ καλά τον εγωισμό μου».
Όταν έφτασε στο σπίτι, πήρε το πετρελαιοφόρο –και ένα άλλο βαγόνι από το δικό του σετ– και έτρεξε πίσω για να τα δώσει στον Μαρκ, ο οποίος με χαρά τα συνέδεσε με τα άλλα βαγόνια. «Παρακολουθούσα τη μηχανή να κάνει τον δύσκολο δρόμο της γύρω από τις ράγες» είπε αργότερα ο Πρεσβύτερος Μόνσον «και αισθάνθηκα μία υπέρτατη χαρά, δύσκολο να περιγραφεί και αδύνατο να ξεχαστεί»4.
Η χαρά της προσφοράς, η χαρά της θυσίας, η χαρά να νοιάζεται για τους άλλους – όλα αυτά ήταν μαθήματα που έμαθε ο Τόμμυ Μόνσον κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, μαθήματα που θα διαμόρφωναν την καρδιά και τον χαρακτήρα ενός μελλοντικού προφήτη.
Ο Τόμας Σπένσερ Μόνσον γεννήθηκε στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ στις 21 Αυγούστου 1927, το δεύτερο παιδί και πρώτος γυιος του Σπένσερ και της Γκλάντυς Κόντι Μόνσον. Τον υποδέχτηκαν στον κόσμο η αδελφή του, Μάρτζορυ, και μία στενά δεμένη οικογένεια παππούδων, θείων και εξαδέλφων, πολλοί από τους οποίους ζούσαν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Οι πρόγονοι της μητέρας του ήταν ανάμεσα στους πρώτους νεοφώτιστους της Εκκλησίας στην Σκωτία και είχαν φθάσει στην κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ το 1850, τρία χρόνια μετά την ομάδα πρωτοπόρων του Μπρίγκαμ Γιανγκ. Ο πατέρας του Τομ είχε Άγγλους και Σουηδούς προγόνους, οι οποίοι μετανάστευσαν στην επικράτεια της Γιούτας αρχής γενομένης το 1865.
«Για να γνωρίσετε τι άνδρας έχει γίνει ο Τόμας Σπένσερ Μόνσον, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις ρίζες του και το περιβάλλον που τον γαλούχησε» είπε ο Πρεσβύτερος Τζέφρυ Χόλλαντ της Απαρτίας των Δώδεκα5. Έχοντας το όνομα «Τόμμυ» ως νεαρό αγόρι, μεγάλωσε σε ένα φτωχικό σπίτι και γειτονιά, περίπου 1,6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του κέντρου της Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Σχεδόν όλα τα χρόνια της ενηλικίωσής του τα πέρασε κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ, το οποίο άρχισε όταν ήταν δύο ετών, και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε αυτούς τις δύσκολους καιρούς, οι γονείς του και άλλοι του δίδαξαν αγνή αγάπη και συμπόνια, αφοσίωση και σκληρή δουλειά – χαρακτηριστικά που έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα του.
Είπε ότι η μητέρα του τού ενστάλαξε «τρυφερά συναισθήματα και φροντίδα για τους άλλους»6. Επιζητούσε να εμψυχώνει ανθρώπους και έδειχνε ιδιαίτερη συμπόνια για εκείνους που ήταν περιορισμένοι στο σπίτι. Επίσης παρείχε τροφή και φρόντιζε άτομα που ανέβαιναν σαν λαθρεπιβάτες στο τρένο κατά τη διάρκεια του Κραχ, αναζητώντας εργασία (βλ. κεφάλαιο 17). «Η ίδια μου η μητέρα… με δίδασκε με τη ζωή και τις πράξεις της τι περιέχει η [Βίβλος]» είπε ο Πρεσβύτερος Μόνσον. «Το ενδιαφέρον για τους φτωχούς, τους ασθενείς, τους έχοντες ανάγκη ήταν καθημερινά δραματικά γεγονότα που δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθούν»7.
Ο πατέρας του ήταν τόσο ήρεμος και συγκρατημένος όσο η μητέρα του ήταν εξωστρεφής, και η αγνή αγάπη του τού έκανε επίσης έντονη εντύπωση. Ένας θείος του που ζούσε εκεί κοντά ήταν τόσο ανάπηρος από αρθρίτιδα, που δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο Σπενς Μόνσον έλεγε συχνά: «Έλα μαζί, Τόμμυ. Ας πάρουμε τον θείο Ελάιας για μία μικρή βόλτα». Ο Σπενς πήγαινε με το αυτοκίνητο στο σπίτι του Ελάιας, τον μετέφερε έξω και τον έβαζε απαλά στο μπροστινό κάθισμα, για να έχει καλή θέα. Ο Πρεσβύτερος Μόνσον θυμόταν: «Η βόλτα ήταν σύντομη και η συζήτηση περιορισμένη, αλλά ω τι κληρονομιά αγάπης!»8 Αυτό το μάθημα, είπε, «δεν χάθηκε για μένα»9. (Βλ. κεφάλαιο 17.)
Από τον πατέρα του, έμαθε επίσης να εργάζεται σκληρά. Σε ηλικία 14 ετών, ο Σπενς Μόνσον είχε εγκαταλείψει το σχολείο και άρχισε να εργάζεται σε μία τυπογραφική εταιρεία, επειδή ο πατέρας του ήταν σοβαρά άρρωστος και η οικογένειά του χρειαζόταν το εισόδημα. Αφού παντρεύτηκαν ο Σπενς και η Γκλάντυς, ο Σπενς άρχισε να εργάζεται σε ένα άλλο τυπογραφείο, όπου έγινε διευθυντής και παρέμεινε για περισσότερα από 50 χρόνια, εργαζόμενος έξι ημέρες την εβδομάδα και πολλά βράδια. Όταν ο Τομ ήταν 12 ετών, άρχισε να εργάζεται με τον πατέρα του μετά το σχολείο και τα Σάββατα, κάνοντας μικρές εργασίες στην αρχή και σταδιακώς μαθαίνοντας την τέχνη της εκτύπωσης έως ότου έγινε μαθητευόμενος. Μετά από εκείνο το ξεκίνημα, τελικώς θα εδραίωνε μία σταδιοδρομία στον κλάδο των εκτυπώσεων.
Ο νεαρός Τόμμυ Μόνσον γαλουχήθηκε επίσης από τους ηγέτες και τους δασκάλους του στην εκκλησία. Ενθυμούμενος μία φορά που η πρόεδρος της Προκαταρκτικής, Μελίσσα Τζωρτζέλ, τον διόρθωσε στοργικά, είπε: «Η συμπεριφορά μας στην Προκαταρκτική δεν ήταν πάντα όπως θα έπρεπε. Είχα πολλή ενέργεια και δυσκολευόμουν να κάθομαι υπομονετικά»10. Μία ημέρα, η πρόεδρος της Προκαταρκτικής τού ζήτησε να συναντηθεί μαζί της και καθώς έβαλε τον βραχίονά της γύρω από τον ώμο του, άρχισε να κλαίει. Έκπληκτος από τα δάκρυά της, την ρώτησε γιατί έκλαιγε. «Φαίνεται ότι δεν μπορώ να κάνω… τα αγόρια να είναι ευλαβή κατά τη διάρκεια των εναρκτήριων ασκήσεων της Προκαταρκτικής» εξήγησε. «Θα ήσουν πρόθυμος να με βοηθήσεις, Τόμμυ;» Υποσχέθηκε ότι θα το έκανε.
«Περιέργως για εμένα, αλλά όχι για [αυτήν], αυτό τερμάτισε οποιοδήποτε πρόβλημα ευλάβειας στην Προκαταρκτική» θυμήθηκε. «Είχε πάει στην πηγή του προβλήματος – εμένα. Η λύση ήταν η αγάπη»11. Σε όλη την ενήλικη ζωή του, θα συνέχιζε να επισκέπτεται αυτήν την αγαπητή γυναίκα έως ότου εκείνη απεβίωσε σε ηλικία 97 ετών12. (Βλ. κεφάλαιο 11.)
Ένας σύμβουλος απαρτίας διδασκάλων έδωσε στον Τομ ένα ζεύγος περιστεριών Μπέρμιγχαμ ρόλλερ και τα χρησιμοποίησε για να διδάξει για την ευθύνη του ως προέδρου απαρτίας για να διασώσει τα μέλη της απαρτίας13. Ένας δάσκαλος του Κατηχητικού δίδαξε ότι «μακάριο είναι το να δίνει κάποιος μάλλον, παρά να παίρνει» (Πράξεις 20:35), προτείνοντας στα μέλη της τάξης να πάρουν τα χρήματα που είχαν αποταμιεύσει για ένα πάρτι και να τα δώσουν στην οικογένεια ενός συμμαθητή, του οποίου η μητέρα είχε μόλις πεθάνει (βλ. κεφάλαιο 19). Από έναν αρχηγό προσκόπων που είχε τεχνητό πόδι και ήταν αντικείμενο φάρσας από ένα από τα αγόρια, ο Τομ έμαθε να ανταποκρίνεται με καλοσύνη παρά με θυμό (βλ. κεφάλαιο 21).
Οι εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας κατά τη διάρκεια των καλοκαιριών στο Πρόβο Κάνυον, νοτίως της Σωλτ Λέηκ Σίτυ, είχαν επίσης μία διά βίου επιρροή. Εκεί μεγάλωσε μαθαίνοντας να αγαπά το κολύμπι, το ψάρεμα και άλλες υπαίθριες δραστηριότητες. Αργότερα θα χρησιμοποιούσε αυτές τις εμπειρίες για να επεξηγήσει αρχές του Ευαγγελίου. Οι αγωνιστικές βάρκες-παιχνίδια στον ποταμό Πρόβο θα γίνονταν ένας τρόπος να διδάξει για τα χαρίσματα που έχει δώσει ο Επουράνιος Πατέρας για να καθοδηγήσει τα τέκνα Του μέσω της θνητότητας (βλ. κεφάλαιο 7). Η έναρξη μίας φωτιάς που χρειάστηκε αρκετές ώρες για να σβήσει θα γινόταν ένας τρόπος να διδάξει για την υπακοή (βλ. κεφάλαιο 12).
Πανεπιστήμιο, ναυτικό και γάμος
Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο το 1944, ο Τομ αντιμετώπισε πολλές, καθοριστικής σημασίας, αποφάσεις. Εκείνο το φθινόπωρο έκανε εγγραφή στο Πανεπιστήμιο της Γιούτας, αρκετά βέβαιος ότι θα καλείτο για στρατιωτική θητεία, όταν θα γινόταν 18 ετών τον επόμενο χρόνο, δεδομένου ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται στην Ευρώπη και στον Ειρηνικό.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς στη σχολή, ο Τομ γνώρισε την Φράνσις Τζόνσον, τη γυναίκα που θα γινόταν η αγάπη της ζωής του. Την πρώτη φορά που βγήκε μαζί της ραντεβού, ο πατέρας της ρώτησε: «“Μόνσον” – αυτό είναι σουηδικό όνομα, δεν είναι έτσι;»
«Ναι», απήντησε ο Τομ.
Ο πατέρας της Φράνσις τότε του έδειξε μία φωτογραφία δύο ιεραποστόλων και ρώτησε αν είχε συγγενική σχέση με εκείνον που ονομαζόταν Ελάιας Μόνσον. Ο Τομ απήντησε ότι ο Ελάιας ήταν ο αδελφός του παππού του.
Ακούγοντας αυτό, ο πατέρας της Φράνσις άρχισε να κλαίει. Η οικογένειά του είχε γνωρίσει τον Πρεσβύτερο Ελάιας Μόνσον, όταν ζούσαν στη Σουηδία. Ο πατέρας της Φράνσις φίλησε τον Τομ στο μάγουλο και η μητέρα της έκλαψε και τον φίλησε στο άλλο μάγουλο14. Αυτό το φλερτ, σκέφτηκε, έκανε μια καλή αρχή. Εκείνος και η Φράνσις είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα, όπως ο χρόνος στη φύση, ο χρόνος με την οικογένεια και ο χορός με μεγάλες μπάντες. «Εκείνη γελούσε εύκολα» θυμόταν. Ήταν «ευσπλαχνική και ευγενική» και έδειχνε «πολλή ενσυναίσθηση»15.
Τον Ιούλιο του 1945, μετά από έναν χρόνο στο πανεπιστήμιο, ο Τομ κατετάγη στον στρατό. Ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε τελειώσει τον Μάιο, αλλά οι μάχες συνεχίζονταν στον Ειρηνικό. Προσευχόμενος για καθοδήγηση στον σταθμό στρατολόγησης, ο Τομ επέλεξε να καταταγεί στη Ναυτική Εφεδρεία των Ηνωμένων Πολιτειών παρά στο ναυτικό – μία απόφαση που αργότερα θα έλεγε ότι άλλαξε την πορεία της ζωής του (βλ. κεφάλαιο 5). Ο πόλεμος στον Ειρηνικό τελείωσε λίγο μετά την κατάταξή του και ολοκλήρωσε μετά τιμής τη στρατιωτική του θητεία ύστερα από ένα έτος στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας. Ήταν ένα μνημειώδες έτος για εκείνον, που παρείχε ευκαιρίες να υποστηρίξει με θάρρος τις πεποιθήσεις του, να θέσει το παράδειγμα και να δώσει μία ευλογία της ιεροσύνης για πρώτη φορά (βλ. κεφάλαια 8 και 23). Μη θέλοντας να τον ξεχάσει η Φράνσις, ο Τομ της έγραφε κάθε μέρα που ήταν στο Σαν Ντιέγκο.
Όταν ο Τομ επέστρεψε στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ το 1946, άρχισε ξανά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γιούτας και απέκτησε πτυχίο στο μάρκετινγκ, αποφοιτώντας με άριστα το 1948. Επίσης, εξακολούθησε να βγαίνει ραντεβού με την Φράνσις και καθώς άνθισε η αγάπη τους, της πρότεινε γάμο. Παντρεύτηκαν στον Ναό της Σωλτ Λέηκ Σίτυ στις 7 Οκτωβρίου 1948. Ο Πρόεδρος Μόνσον συχνά μιλούσε για τη συμβουλή που έλαβαν εκείνη την ημέρα για το πώς να διατηρήσουν καλά συναισθήματα στον γάμο τους (βλ. κεφάλαιο 17). Μετά τη δεξίωσή τους, άρχισαν τη ζωή τους μαζί στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο όπου είχε μεγαλώσει ο Τομ.
Επίσκοπος του Τομέως Σιξθ-Σέβενθ
Την ημέρα που ο Τόμας Μόνσον γεννήθηκε το 1927, ένας νέος επίσκοπος υποστηρίχθηκε στον τομέα της οικογένειάς του. Όταν ο Σπενς Μόνσον πήγε στο νοσοκομείο για να δει τη σύζυγό του και τον νεογέννητο γυιο τους, ανακοίνωσε: «Λάβαμε έναν νέο επίσκοπο σήμερα». Κρατώντας ψηλά τον μικρό Τομ, η Γκλάντυς Μόνσον είπε: «Και έχω έναν νέο επίσκοπο για εσένα»16.
Είτε ήταν είτε όχι μία στιγμή ενός προαισθήματος για την Γκλάντυς, τα λόγια της εκπληρώθηκαν νωρίτερα από ό,τι θα μπορούσε να αναμένει οποιοσδήποτε. Στις 7 Μαΐου 1950, όταν ο Τομ Μόνσον ήταν μόλις 22 ετών, κλήθηκε να γίνει ο επίσκοπος του τομέως στον οποίο είχε μεγαλώσει. Αυτός ο τομέας είχε περισσότερα από 1.000 μέλη, συμπεριλαμβανομένων των γονέων του, των αδελφών του και άλλων συγγενών. Ο Τομ και η Φράνσις ήταν παντρεμένοι μόλις 19 μήνες.
Ο επίσκοπος Μόνσον περιέγραψε τον Τομέα Σιξθ-Σέβενθ ως «έναν ταπεινό, πρωτοπόρο τομέα σε έναν ταπεινό πάσσαλο πρωτοπόρων»17. Εκείνη την περίοδο είχε πολλές δυσκολίες. Ένας μεγάλος αριθμός μελών δεν παρευρισκόταν στην εκκλησία και χρειαζόταν αγάπη και συντροφιά για να βοηθηθούν να επιστρέψουν σε ενεργό δράση. Επειδή πολλοί από αυτούς ήταν φτωχοί, ο τομέας είχε τις μεγαλύτερες ανάγκες πρόνοιας στην Εκκλησία18. Τα ηλικιωμένα μέλη, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 80 χηρών, χρειάζονταν επίσης ειδική φροντίδα. Ο τομέας ήταν άκρως μεταβατικός, με πολλούς ανθρώπους να πηγαινοέρχονται κάθε μήνα. Χρόνια αργότερα, ο Πρόεδρος Μόνσον θυμήθηκε τα συναισθήματά του –και την πίστη του– για την αντιμετώπιση τόσων πολλών δυσκολιών ως νεαρός επίσκοπος:
«Το μέγεθος της κλήσης ήταν συντριπτικό και η ευθύνη τρομακτική. Η ανεπάρκεια μου με ταπείνωσε. Όμως ο Επουράνιος Πατέρας μου δεν με άφησε να περιπλανηθώ στο σκοτάδι και στη σιωπή, χωρίς οδηγίες ή χωρίς έμπνευση. Με τον δικό του τρόπο, αποκάλυψε τα μαθήματα που θα ήθελε να μάθω»19.
Μερικά από τα μαθήματα που αποκαλύφθηκαν στον επίσκοπο Μόνσον ήλθαν μέσω της βοήθειας και της καθοδήγησης άλλων. Πήρε άλλα μαθήματα μέσω προσευχής. «Κάθε επίσκοπος χρειάζεται ένα ιερό άλσος στο οποίο να μπορεί να αποσυρθεί για να μελετήσει και να προσευχηθεί για καθοδήγηση» είπε. «Το δικό μου ήταν η παλιά μας εκκλησία τομέως. Ήταν αμέτρητες οι φορές που πήγαινα αργά κατά τη σκοτεινή νύκτα προς το βήμα αυτού του κτηρίου όπου ευλογήθηκα, επικυρώθηκα, χειροτονήθηκα, διδάχθηκα και τελικώς κλήθηκα να προεδρεύω… Με το χέρι μου στον άμβωνα γονάτιζα και Του έλεγα τις σκέψεις μου, τις ανησυχίες μου, τα προβλήματά μου»20.
Ένα προς ένα, ο επίσκοπος Μόνσον αναζήτησε μέλη που δεν παρευρίσκονταν στην εκκλησία. Στην πόρτα ενός σπιτιού, είπε στον πατέρα: «Ήρθα να γνωριστούμε και να σας παροτρύνω να παρευρεθείτε με την οικογένειά σας στις συγκεντρώσεις μας». Ο άνδρας τον έδιωξε και η οικογένεια σύντομα μετακόμισε στην Καλιφόρνια. Ωστόσο, πολλά χρόνια αργότερα ήρθε να δει τον Πρεσβύτερο Μόνσον, ο οποίος μέχρι τότε είχε γίνει μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα. «Ήρθα να ζητήσω συγγνώμη που δεν σηκώθηκα από την καρέκλα μου και δεν σας είπα να μπείτε μέσα εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα πριν από χρόνια» είπε. «Είμαι τώρα δεύτερος σύμβουλος στην επισκοπική ηγεσία τομέως μου. Η πρόσκλησή σας να έρθω στην εκκλησία και η αρνητική απάντησή μου με κατέτρυχε τόσο, ώστε αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό»21. (Βλ. κεφάλαιο 2.) Μολονότι αυτή η οικογένεια επέστρεψε ενεργώς στην Εκκλησία, μετά την αποχώρησή της από τον Τομέα Σιξθ-Σέβενθ, πολλά άλλα μέλη επέστρεψαν κατά τη διάρκεια της υπηρέτησης του επισκόπου Μόνσον. Η προσέλευση στη συγκέντρωση μεταλήψεως αυξήθηκε ουσιαστικά22.
Ο επίσκοπος Μόνσον ήταν αφοσιωμένος στους νέους του τομέως και επιζητούσε να τους κρατήσει μέσα στο ποίμνιο της Εκκλησίας. Μία φορά ένιωσε την προτροπή να φύγει από μία συγκέντρωση ιεροσύνης για να αναζητήσει έναν νέο άνδρα, ο οποίος σπανίως παρευρισκόταν στην εκκλησία. Τελικώς τον βρήκε να εργάζεται στην τάφρο λίπανσης ενός σταθμού εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών. Ο επίσκοπος Μόνσον είπε στον νέο άνδρα πόσο πολύ τους έλειπε και τον χρειάζονταν, και εκείνος άρχισε να παρευρίσκεται23. (Βλ. κεφάλαιο 2.) Αργότερα υπηρέτησε μία ιεραποστολή και τελικώς υπηρέτησε ως επίσκοπος δύο φορές. Ανάμεσα στις πολλές του εκφράσεις ευγνωμοσύνης ήταν ένα γράμμα, γραμμένο 40 χρόνια αργότερα, στο οποίο έλεγε:
«Καθώς συλλογίζομαι τα γεγονότα της ζωής μου, είμαι τόσο ευγνώμων για έναν επίσκοπο που αναζήτησε, βρήκε και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποιον που είχε χαθεί. Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για όλα όσα κάνατε και έχετε κάνει για εμένα προσωπικώς. Σας αγαπώ!»24.
Ο επίσκοπος Μόνσον προσέφερε ειδική φροντίδα στις χήρες στον τομέα του. Τις βοήθησε όταν κινδύνευαν να χάσουν το σπίτι τους, όταν χρειάζονταν τα απαραίτητα της ζωής και όταν δεν ήταν καλά στην υγεία τους. Τις χαροποιούσε με επισκέψεις σε περιόδους μοναξιάς και ψυχικού άλγους. Κατά τη διάρκεια της εποχής των Χριστουγέννων, χρησιμοποιούσε τον χρόνο των διακοπών για να επισκεφθεί την καθεμία, δίνοντάς της ένα κουτί με καραμέλες ή ένα κοτόπουλο για ψήσιμο. Συνέχισε να επισκέπτεται πολλές από αυτές πολύ καιρό αφότου απηλλάγη από επίσκοπος και επισκέφθηκε πολλές που χήρευσαν μετά την υπηρέτησή του ως επισκόπου. Ένα παράδειγμα είναι μία γυναίκα η οποία χήρεψε το 1965 –10 χρόνια μετά την απαλλαγή του– την οποία έβλεπε τακτικά μέχρι που εκείνη πέθανε το 2009 σε ηλικία 98 ετών, όταν ήταν Πρόεδρος της Εκκλησίας. «Η Περλ… ήταν μία από τις χήρες που είχα επισκεφθεί όλα αυτά τα χρόνια» κατέγραψε στο ημερολόγιό του. «Είχε μια δύσκολη ζωή, αλλά υπέμεινε»25. Μίλησε στην κηδεία της λίγες ημέρες αργότερα, μία από τις περισσότερες από τις 800 κηδείες στις οποίες μίλησε, αφού κλήθηκε στην Απαρτία των Δώδεκα.
Με τόσους πολλούς ανθρώπους που χρειάζονταν υλική βοήθεια, ο επίσκοπος Μόνσον επιζήτησε τόσο πρωτότυπους, όσο και εμπνευσμένους τρόπους για να βοηθά, δημιουργώντας συχνά ευκαιρίες για να υπηρετούν τα μέλη. Κάποιον Δεκέμβριο έμαθε ότι μία οικογένεια από τη Γερμανία σύντομα θα μετακόμιζε στον τομέα. Λίγες εβδομάδες πριν φτάσουν, πήγε να δει το διαμέρισμα που είχε ενοικιασθεί γι’ αυτούς και το βρήκε τόσο σκοτεινό και καταθλιπτικό, που αισθάνθηκε αποκαρδιωμένος. «Τι θλιβερό καλωσόρισμα για μία οικογένεια η οποία έχει υπομείνει τόσα πολλά» σκέφτηκε26.
Το επόμενο πρωί ανέφερε αυτό το θέμα σε μία συγκέντρωση με ηγέτες τομέως. Ο επίσκοπος Μόνσον έγραψε ότι ένα «πνεύμα γνήσιας αγάπης… διαπέρασε την καρδιά και την ψυχή κάθε μέλους» καθώς προθύμως προσέφεραν τις υπηρεσίες τους27. Για τις επόμενες δύο ή τρεις εβδομάδες, τα μέλη του τομέως εργάστηκαν μαζί για να προετοιμάσουν το διαμέρισμα.
Όταν έφθασε η οικογένεια, δάκρυα έρρεαν καθώς είδαν ένα φωτεινό διαμέρισμα με νέο χαλί, νέο βάψιμο, ντουλάπια γεμάτα τρόφιμα και ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο στολισμένο από τους νέους. Ο πατέρας έσφιξε το χέρι του επισκόπου Μόνσον και προσπάθησε να πει λόγια ευγνωμοσύνης, αλλά η συγκίνησή του ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Αντ’ αυτού, «πίεσε το κεφάλι του στον ώμο μου» είπε ο επίσκοπος Μόνσον «και επανέλαβε τα λόγια: “Mein Bruder, mein Bruder, mein Bruder [Αδελφέ μου, αδελφέ μου, αδελφέ μου]”»28. Καθώς τα μέλη του τομέως έφευγαν εκείνη τη νύκτα, μία νέα γυναίκα ρώτησε: «Επίσκοπε, αισθάνομαι καλύτερα απ’ ό,τι έχω νιώσει ποτέ πριν. Μπορείτε να μου πείτε γιατί;» Εκείνος απήντησε με αυτά τα λόγια από τον Κύριο: «Καθόσον αυτό το κάνατε σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα» (Κατά Ματθαίον 25:40).
Το 1955, μετά από πέντε χρόνια υπηρέτησης, ο επίσκοπος Μόνσον κλήθηκε ως σύμβουλος στην προεδρία πασσάλου. Μολονότι δεν είχε πλέον την κλήση του επισκόπου, παρέμεινε επίσκοπος στην καρδιά του για το υπόλοιπο της ζωής του, συνεχίζοντας την φροντίδα του για τα μέλη του τομέως Σιξθ-Σέβενθ και χρησιμοποιώντας τα μαθήματα που έμαθε για να διδάσκει άλλους και να καθοδηγεί τη μελλοντική υπηρέτησή του. Σκεπτόμενος εκείνα τα χρόνια, είπε αργότερα: «Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου επίσκοπο, που όταν χρειαζόταν να πάρω αποφάσεις ανάμεσα σε δύο τρόπους δράσεως, πάντα διάλεγα τον πιο γενναιόδωρο. Και αν έπρεπε να το ξανακάνω, θα ήμουν ακόμη πιο γενναιόδωρος»29.
Το κτήριο τομέως Σιξθ-Σέβενθ κατεδαφίστηκε το 1967, αλλά όχι προτού διασώσει ο επίσκοπος Μόνσον κάτι που είχε ξεχωριστή σημασία για εκείνον: τον όμορφο άμβωνα όπου είχε γονατίσει για να προσευχηθεί ως επίσκοπος30. Το 2009, ως Πρόεδρος της Εκκλησίας, μίλησε από αυτόν τον άμβωνα, όταν αφιέρωσε τη νέα Βιβλιοθήκη Ιστορίας της Εκκλησίας. Ήταν μία συναισθηματική εμπειρία, επειδή ο άμβωνας αντιπροσώπευε τόσες πολλές αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, τη νεότητά του και τη διακονία του ως επισκόπου. «Αυτός ο άμβωνας, εν μέρει, λέει την ιστορία της δικής μου πίστης» είπε εκείνη την περίοδο. «Είναι, για μένα, μία πολύτιμη ανάμνηση ιερών εμπειριών»31.
Οικογένεια
Ο Τομ και η Φράνσις Μόνσον ήταν ενθουσιασμένοι, όταν το πρώτο τους παιδί, ένας γυιος που ονομάσθηκε Τόμας Λη, γεννήθηκε το 1951, έναν χρόνο αφότου ο Τομ άρχισε να υπηρετεί ως επίσκοπος. Η μοναδική θυγατέρα των Μόνσον, Ανν Φράνσις, γεννήθηκε επίσης ενώ ο Τομ υπηρετούσε ως επίσκοπος το 1954. Το τρίτο και τελευταίο παιδί τους, ένας γυιος που ονόμασαν Κλαρκ Σπένσερ, γεννήθηκε το 1959 κατά τη διάρκεια της ιεραποστολής τους στον Καναδά.
Αν και εργαζόταν πολλές ώρες στο επάγγελμά του και στην υπηρέτηση στην Εκκλησία, ο Τομ ήταν αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας. Τα παιδιά του θυμούνταν ότι άλλοι πατέρες «φαινόταν ότι ήταν σπίτι περισσότερο από ό,τι ήταν ο μπαμπάς μας, αλλά δεν φαίνονταν να κάνουν τόσα πολλά με τα παιδιά τους όπως έκανε ο μπαμπάς μαζί μας. Πάντα κάναμε κάτι μαζί και αγαπούμε αυτές τις αναμνήσεις»32.
Ο νεαρός Τομ θυμόταν ότι όσο ο μπαμπάς του προήδρευε στην Καναδική Ιεραποστολή, είχαν λίγο ελεύθερο χρόνο μαζί. Αλλά κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο, πήγαινε στο γραφείο του πατέρα του στο οίκημα ιεραποστολής και έπαιζαν μια παρτίδα ντάμα. «Με τον δικό της τρόπο, αυτή η ανάμνηση είναι τόσο γλυκιά για μένα, όσο αυτή που έχω από τον πατέρα μου που πέταξε μέχρι τη Λούισβιλ του Κεντάκυ, χρόνια αργότερα για να μου δώσει μία ευλογία κατά της πνευμονίας από την οποία είχα προσβληθεί κατά τη διάρκεια της βασικής στρατιωτικής εκπαίδευσής μου εκεί» είπε ο Τομ33.
Η Ανν εκτιμούσε πώς ο πατέρας της ανέφερε εμπειρίες από τις αναθέσεις του στην Εκκλησία: «Οι πιο τρυφερές μου αναμνήσεις είναι ότι ερχόταν σπίτι τα βράδια της Κυριακής μετά από μία ανάθεση συνέλευσης πασσάλου ή μία περιοδεία ιεραποστολής και τον άκουγα να μιλά για την ειδική έμπνευση που είχε για την κλήση ενός πατριάρχη ή των εμπειριών που προήγαγαν την πίστη που είχε παίρνοντας συνέντευξη από ιεραποστόλους»34. Αργότερα, όταν η Ανν είχε τη δική της οικογένεια, εκτιμούσε την ευκαιρία οι γυιοι της να εργαστούν μαζί με τον παππού τους, καθώς και τις εμπειρίες τους στο Πρόβο Κάνυον: «Σε όλους στην οικογένεια αρέσει να κάθονται γύρω από τη φωτιά στο εξοχικό της οικογένειας, να ψήνουν γλυκίσματα και να ακούν τον παππού να λέει ιστορίες»35.
Ο Κλαρκ είπε ότι μολονότι ο πατέρας του ταξίδευε συχνά σε αναθέσεις της Εκκλησίας, «πάντοτε είχε χρόνο για τα παιδιά του… Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι στερήθηκα χρόνο με τον μπαμπά. Όταν ήταν σπίτι, έπαιζε παιχνίδια μαζί μας και μας έβγαζε έξω για να πάρουμε παγωτό… Πέρασα πολύ χρόνο όσο ήμουν παιδί ψαρεύοντας με τον πατέρα μου»36. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού για ψάρεμα, ο Κλαρκ συγκινήθηκε, όταν ο πατέρας του τού ζήτησε να ψαρέψει στη θέση του και είπε: «Σε περίπου πέντε λεπτά ο αδελφός σου, ο Τομ, θα δώσει εξετάσεις στον δικηγορικό σύλλογο, που θα τον κάνουν δεκτό στη δικηγορία. Έχει εργασθεί σκληρά στα τρία χρόνια της νομικής σχολής για αυτό και θα είναι λίγο αγχωμένος. Ας γονατίσουμε εδώ στη βάρκα. Θα προσφέρω μία προσευχή για αυτόν και μετά εσύ θα προσφέρεις μία»37.
Η Φράνσις αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών τους και στη δημιουργία ενός ευτυχισμένου, υποστηρικτικού σπιτικού. Λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας της το 1953, της είπε: «Είμαι πολύ υπερήφανος για σένα, Φράνσις. Είμαι περήφανος για τον σύζυγό σου, Τομ. Και οι δύο θα λάβετε πολλές ευλογίες λόγω της πίστης και της αφοσίωσής σας στο Ευαγγέλιο, στο σπίτι και την οικογένειά σας»38.
Σταδιοδρομία
Όταν ο Τομ απεφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Γιούτας το 1948, είχε πολλές προσφορές εργασίας, συμπεριλαμβανομένων μερικών από μεγάλες εταιρείες εκτός πολιτείας. Αποφάσισε να αποδεχθεί μία θέση στην Deseret News ως αντιπρόσωπος πωλήσεων καταχώρισης μικρών αγγελιών. Εντός ολίγων μηνών έγινε βοηθός διευθυντή καταχώρισης μικρών αγγελιών και τον επόμενο χρόνο έγινε διευθυντής.
Το 1953, ο Τομ άρχισε να εργάζεται στην Deseret News Press, μία από τις μεγαλύτερες τυπογραφικές επιχειρήσεις στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή ήταν μία επιστροφή στις ρίζες του ως έφηβος, όταν εργαζόταν με τον πατέρα του σε ένα τυπογραφείο. Στην Deseret News Press, έγινε βοηθός διευθυντής πωλήσεων, κατόπιν διευθυντής πωλήσεων. Μία από τις αφηγήσεις του ήταν για το Deseret Book, και καθώς βοηθούσε τους ηγέτες της Εκκλησίας να δημοσιεύσουν τα βιβλία τους, ανέπτυξε πολλές στενές συναναστροφές και είχε πολλές εμπειρίες διδασκαλίας. «Το θεωρώ ένα από τα κύρια σημεία της ζωής μου που μπόρεσα να εργασθώ τόσο στενά με τα Μέλη της Γενικής Εξουσίας και άλλους για να τους βοηθήσω να μετατρέψουν τα χειρόγραφά τους σε τελικό προϊόν» έγραψε39. Επίσης χειρίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των εκτυπώσεων της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων των ιεραποστολικών εντύπων και της εκτύπωσης του Βιβλίου του Μόρμον σε πολλές γλώσσες.
Πρόεδρος της Καναδικής Ιεραποστολής
Ο Ιούλιος του 1957 ήταν ένας μήνας μεγάλων αλλαγών για την οικογένεια Μόνσον. Εκτός από διευθυντής πωλήσεων στην Deseret News Press, ο Τομ διορίσθηκε βοηθός γενικός διευθυντής. Κατόπιν, προς το τέλος του μηνός, η οικογένεια μετακόμισε σε ένα νέο σπίτι σε ένα προάστιο της Σωλτ Λέηκ Σίτυ, αφήνοντας τη γειτονιά όπου είχε μεγαλώσει ο Τομ και είχε υπηρετήσει ως επίσκοπος.
Αλλαγές θα εξακολουθούσαν να έρχονται. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, ο Τομ κλήθηκε να προεδρεύσει της Καναδικής Ιεραποστολής, με έδρα το Τορόντο. Για μία ακόμη φορά θα έπαιρνε μία βαριά ευθύνη σε νεαρή ηλικία (31) και αυτή τη φορά θα απαιτούσε μία μακρά μετακίνηση για την οικογένειά του. Η Φράνσις, η οποία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην υγεία της, που είχαν να κάνουν με την εγκυμοσύνη της, θα είχε επίσης πολλές νέες ευθύνες. Ο Πρεσβύτερος Χάρολντ Λη της Απαρτίας των Δώδεκα έδωσε χρήσιμες συμβουλές που θα γίνονταν εξέχοντα θέματα στις διδασκαλίες του Προέδρου Μόνσον:
«Αυτόν που ο Κύριος καλεί, αυτόν ο Κύριος προετοιμάζει».
«Όταν είστε στην υπηρεσία του Κυρίου, δικαιούσθε τη βοήθεια του Κυρίου».
«Ο Θεός διαμορφώνει την πλάτη για να σηκώνει το βάρος που έχει τοποθετηθεί επάνω της»40.
Τον Απρίλιο του 1959, η οικογένεια Μόνσον επιβιβάστηκε σε ένα τρένο για το Τορόντο, όπου θα ζούσαν για σχεδόν τρία χρόνια. Τα δύο παιδιά, ο Τόμμυ και η Ανν, ήταν επτά και τέσσερα. Η Φράνσις είχε δάκρυα στα μάτια της καθώς έφευγαν από το σπίτι, αλλά η οικογένεια έκανε αυτή τη θυσία πρόθυμα, με την πίστη ότι έκαναν το θέλημα του Θεού.
Στον Καναδά, επιδόθηκαν αμέσως στο ιεραποστολικό έργο. Ο Πρόεδρος Μόνσον άρχισε να επιβλέπει το έργο 130 ιεραποστόλων (αργότερα έγιναν περισσότεροι από 180), οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε όλες τις μεγάλες επαρχίες του Οντάριο και του Κεμπέκ. Όπως είχε κάνει ως επίσκοπος, ηγήθηκε με αισιοδοξία και αγάπη, βοήθησε στην οικοδόμηση πίστης και ενέπνευσε πεποίθηση. Βασιζόταν επίσης στον Κύριο. Ένας από τους ιεραποστόλους του είπε: «Οι επιλογές του φαίνονταν πάντοτε να ταιριάζουν στο μεγαλύτερο σχέδιο του Κυρίου»41. Ένας άλλος ιεραπόστολος θυμήθηκε: «Είχε σημαντική επίδραση σε εκείνη την ιεραποστολή… Σε μία γρήγορη περιήγηση στην ιεραποστολή έμαθε το όνομα κάθε ιεραποστόλου και πολλά των μελών. Τους εξύψωνε όλους, όπου πήγαινε – ενεργοποίησε εντελώς όλη την ιεραποστολή»42.
Υπό την καθοδήγηση του Προέδρου Μόνσον, η ιεραποστολή ευημερούσε. «Ο Κύριος εξέχυσε το πνεύμα Του επάνω στον λαό» ανέφερε στην Πρώτη Προεδρία. «Πόλεις που δεν είχαν ποτέ πριν βαπτίσεις δημιουργούν τώρα νεοφώτιστους κάθε μήνα»43. Σε μεγάλο βαθμό απέδωσε αυτήν την επιτυχία στα μέλη που συμμετείχαν περισσότερο στην εύρεση ανθρώπων για τους ιεραποστόλους για να τους διδάσκουν και να τους συντροφεύουν.
Το τρίτο παιδί των Μόνσον, ο Κλαρκ, γεννήθηκε έξι μήνες μετά την άφιξή τους στο Τορόντο. Εκτός από τη φροντίδα τριών μικρών παιδιών, τη φιλοξενία ιεραποστόλων και άλλων στο οίκημα ιεραποστολής, και την υπηρέτηση ως πρόεδρος της Εταιρείας Αρωγής ιεραποστολής, η αδελφή Μόνσον βοήθησε στο ιεραποστολικό έργο. Μία ημέρα δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από έναν άνδρα που είπε: «Ήλθαμε από την πατρίδα μας την Ολλανδία όπου είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε κάτι για τους μορμόνους. Η σύζυγός μου θα ήθελε να μάθει περισσότερα. Εγώ δεν θα ήθελα». Η αδελφή Μόνσον έδωσε το όνομα και τη διεύθυνση του καλούντος στους πρεσβυτέρους, αλλά καθυστέρησαν να επικοινωνήσουν. Τους ρώτησε: «Τι γίνεται με την οικογένεια από την Ολλανδία; Πρόκειται να τους καλέσετε απόψε;» Ύστερα από αρκετές εβδομάδες, τους είπε ότι αν δεν έρχονταν σε επικοινωνία με την οικογένεια σύντομα, εκείνη και ο σύζυγός της θα το έκαναν μόνοι τους. Δύο πρεσβύτεροι έκαναν την επίσκεψη και ο Γιακόμπ και η Μπέα της οικογένειας ντε Γιάγκερ προσεχώρησαν στην Εκκλησία. Ο αδελφός ντε Γιάγκερ, ο οποίος αρχικά είπε ότι δεν ενδιαφερόταν για την Εκκλησία, υπηρέτησε ως Μέλος της Γενικής Εξουσίας-Μέλος των Εβδομήκοντα από το 1976 έως το 199344.
Δεν υπήρχαν πάσσαλοι στον ανατολικό Καναδά όταν έφθασαν οι Μόνσον, οπότε εκτός από την εποπτεία του έργου των ιεραποστόλων, ο Πρόεδρος Μόνσον είχε την ευθύνη για τις επτά περιφέρειες στην ιεραποστολή. Ιεραπόστολοι πλήρους απασχόλησης προήδρευαν σε πολλές περιφέρειες και κλάδους και μία από τις προτεραιότητες του Προέδρου Μόνσον ήταν να καλέσει τοπικούς φέροντες την ιεροσύνη να υπηρετήσουν σε αυτές τις θέσεις. Αυτή η προσέγγιση οικοδόμησε τοπική ηγεσία και επέτρεπε στους ιεραποστόλους να δαπανούν περισσότερο χρόνο προσέγγισης και διδασκαλίας. Μέχρι το 1962, ένας τοπικός ηγέτης προήδρευε σε κάθε μονάδα της Εκκλησίας στην ιεραποστολή45.
Όταν οι Μόνσον έφθασαν στον ανατολικό Καναδά το 1959, η Εκκλησία είχε μόνον δύο μικρές εκκλησίες σε όλη την ιεραποστολή, έτσι τα περισσότερα εκκλησιάσματα συγκεντρώνονταν σε ενοικιαζόμενες αίθουσες. Αισθανόμενος την ανάγκη να βελτιώσει τις εγκαταστάσεις συγκέντρωσης, ο Πρόεδρος Μόνσον ξεκίνησε ένα πρόγραμμα οικοδομήσεως. Το γεγονός ότι είχαν εκκλησίες για συγκεντρώσεις βοήθησε επίσης τις ιεραποστολικές προσπάθειες, παρέχοντας μία αίσθηση μονιμότητας σε αφιερωμένα κτήρια. Όταν οι Μόνσον ολοκλήρωσαν την ιεραποστολή τους, επτά νέες εκκλησίες είχαν οικοδομηθεί ή ήταν εν εξελίξει και δέκα ακόμη ήταν στα στάδια σχεδιασμού46.
Η Εκκλησία έφθασε σε ένα ορόσημο τον Αύγουστο του 1960 με τη δημιουργία του πασσάλου του Τορόντο. Αυτός ήταν ο πρώτος πάσσαλος στον ανατολικό Καναδά και ο 300ός στην Εκκλησία. «Ήταν το αποκορύφωμα της ιεραποστολής μας να δούμε τα μέλη… να γίνονται πάσσαλος της Σιών» έγραψε ο Πρόεδρος Μόνσον. «Αγαλλίαζαν με αυτό το επίτευγμα»47. Περισσότεροι πάσσαλοι θα έρχονταν στο μέλλον, καθώς και ένας ναός στην περιοχή του Τορόντο, για τον οποίο θα έκαναν την τελετή ενάρξεως εργασιών το 1987.
Σε μία ιεραποστολή γεμάτη με σημαντικά γεγονότα, ο Πρόεδρος Μόνσον είπε ότι το κυριότερο ήταν να μπορεί να υπηρετήσει με την οικογένειά του. «[Εκείνη] η τριετής περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής μας, καθώς αφιερώναμε όλο τον χρόνο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού στους άλλους» συλλογίστηκε48.
Μετά από σχεδόν τρία χρόνια υπηρέτησης, ο Τόμας Μόνσον απηλλάγη από πρόεδρος της Καναδικής Ιεραποστολής τον Ιανουάριο του 1962. Η οικογένεια είχε αναπτύξει μία βαθιά αγάπη για τον Καναδά, τους ανθρώπους του και τους ιεραποστόλους. Ακριβώς όπως ο Πρόεδρος Μόνσον διατήρησε δυνατές σχέσεις με τα μέλη του τομέως Σιξθ-Σέβενθ, αφότου απηλλάγη από επίσκοπος, παρέμεινε στενά συνδεδεμένος με τους ιεραποστόλους και τα μέλη με τα οποία είχε υπηρετήσει στον Καναδά. Παρευρέθηκε και μίλησε σε περισσότερες από 50 επανενώσεις μετά από καιρό με αυτούς τους ιεραποστόλους –και μέλη της οικογένειάς τους και άλλους– από το 1962 έως το 2015.
Καλείται ως Απόστολος
Όταν οι Μόνσον επέστρεψαν από τον Καναδά τον Φεβρουάριο του 1962, ο Τομ επέστρεψε στην εργασία του στην Deseret News Press. Τον Μάρτιο προήχθη σε γενικό διευθυντή, μία απαιτητική θέση, ειδικά από τότε που διηύθυνε το έργο μίας τεράστιας αλλαγής σε νέες διαδικασίες και εξοπλισμό εκτύπωσης. Υπηρέτησε επίσης σε τέσσερεις γενικές επιτροπές της Εκκλησίας.
Το απόγευμα της 3ης Οκτωβρίου 1963, ο Τομ κουβέντιαζε με έναν επισκέπτη στο γραφείο του, όταν ο γραμματέας του τον πληροφόρησε ότι είχε ένα τηλεφώνημα. Απαντώντας στο τηλέφωνο, εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι ο καλών ήταν ο γραμματέας του Προέδρου της Εκκλησίας, Ντέιβιντ ΜακΚέι και ότι ο Πρόεδρος ΜακΚέι ήθελε να μιλήσει μαζί του. Αφού κουβέντιασε εν συντομία στο τηλέφωνο, ο Πρόεδρος ΜακΚέι ρώτησε τον Τομ εάν θα μπορούσε να έλθει στο γραφείο του εκείνο το απόγευμα.
Το αυτοκίνητο του Τομ ήταν στο συνεργείο, έτσι δανείστηκε ένα και πήγε με αυτοκίνητο στο γραφείο του Προέδρου ΜακΚέι. Λόγω της υπηρέτησής του στις επιτροπές της Εκκλησίας, σκέφτηκε ότι ο Πρόεδρος ΜακΚέι ήθελε να συζητήσει μία από αυτές τις αναθέσεις, αλλά ο Πρόεδρος είχε κάτι διαφορετικό κατά νου. «Με έβαλε να καθίσω δίπλα του σε μία καρέκλα στο πλάι του γραφείου του, απέναντί του» θυμόταν ο Τομ και μετά είπε: «Έχω ονομάσει τον Πρεσβύτερο Νέιθαν Έλντον Τάννερ να είναι ο δεύτερος σύμβουλός μου στην Πρώτη Προεδρία και ο Κύριος σε έχει καλέσει να συμπληρώσεις τη θέση του στο Συμβούλιο των Δώδεκα Αποστόλων. Θα μπορούσες να αποδεχθείς αυτήν την κλήση;»49
Κατακλυσμένος από αυτά που είχε ζητήσει ο Πρόεδρος ΜακΚέι, ο Τομ δεν μπόρεσε να μιλήσει. «Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου» είπε «και ύστερα από μία παύση που έμοιαζε με αιωνιότητα, απήντησα διαβεβαιώνοντας τον Πρόεδρο ΜακΚέι ότι οποιοδήποτε ταλέντο με το οποίο ίσως είχα ευλογηθεί θα προσφερόταν στην υπηρεσία του Διδασκάλου»50.
Εκείνο το βράδυ, ο Τομ ζήτησε από την Φράνσις να πάνε μία βόλτα με το αυτοκίνητο. Παίρνοντας τον τετράχρονο Κλαρκ, πήγαν με το αυτοκίνητο σε ένα μνημείο στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ και καθώς περπατούσαν τριγύρω, η Φράνσις καταλάβαινε ότι κάτι είχε στον νου του ο Τομ. Όταν ρώτησε για αυτό, της είπε για την κλήση στην αγία ιδιότητα του αποστόλου. Η Φράνσις είπε αργότερα: «Έμεινα έκπληκτη και ένιωσα ταπεινοφροσύνη… Αυτή ήταν μία πολύ σημαντική κλήση και μία συντριπτική ευθύνη»51. Όπως πάντα, έδωσε την ολόψυχη υποστήριξή της.
Στη γενική συνέλευση το επόμενο πρωί, o Τόμας Μόνσον υποστηρίχθηκε ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων, ως ειδικός μάρτυρας «του ονόματος του Χριστού σε όλον τον κόσμο»52. Σε ηλικία 36 ετών, ήταν ο νεότερος Απόστολος που κλήθηκε από τότε που είχε κληθεί o Τζόζεφ Φίλντινγκ Σμιθ το 1910 και ήταν 17 χρόνια μικρότερος από τον επόμενο μικρότερο Απόστολο εκείνη την εποχή.
Στην ίδια συνεδρίαση της συνέλευσης, ο Πρεσβύτερος Μόνσον έδωσε την πρώτη του ομιλία ως Μέλους της Γενικής Εξουσίας. Μετά από εκφράσεις ευγνωμοσύνης, έδωσε την ακόλουθη μαρτυρία και υπόσχεση:
«Γνωρίζω ότι ο Θεός ζει, αδελφοί και αδελφές μου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στον νου μου. Γνωρίζω ότι αυτό είναι το έργο Του και γνωρίζω ότι η πιο γλυκεία εμπειρία σε όλη τούτη τη ζωή είναι να αισθανθούμε τις προτροπές Του καθώς μας καθοδηγεί στην προαγωγή του έργου Του. Έχω νιώσει αυτές τις προτροπές ως νέος επίσκοπος, να καθοδηγούμαι στα σπίτια όπου υπήρχαν πνευματικές –ή ίσως υλικές– ανάγκες. Το αισθάνθηκα ξανά στο ιεραποστολικό πεδίο καθώς εργαζόμουν με τους γυιους και τις κόρες σας – τους ιεραποστόλους αυτής της μεγάλης Εκκλησίας…
»…Τάζω τη ζωή μου, όλα όσα μπορώ να έχω. Θα προσπαθήσω στο ύψιστο των ικανοτήτων μου να είμαι αυτό που θα θέλατε να είμαι. Είμαι ευγνώμων για τα λόγια του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος μας, όταν είπε:
»“Πρόσεξε, στέκομαι στη θύρα και κρούω· αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου, και ανοίξει τη θύρα, θα μπω μέσα σ’ αυτόν, και θα δειπνήσω μαζί του και αυτός μαζί μου” (Αποκάλυψη 3:20).
»Προσεύχομαι ειλικρινώς… ώστε η ζωή μου να αξίζει αυτή την υπόσχεση από τον Σωτήρα μας»53.
Έξι ημέρες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1963, ο Πρεσβύτερος Μόνσον χειροτονήθηκε Απόστολος και ξεχωρίστηκε ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα από τον Πρόεδρο Τζόζεφ Φίλντινγκ Σμιθ, ο οποίος ήταν Πρόεδρος της Απαρτίας.
Συμμετοχή στην αποστολική διακονία
Όταν ο Πρεσβύτερος Μόνσον κλήθηκε ως Απόστολος, η παγκόσμια επέκταση της Εκκλησίας επιταχύνθηκε με πρωτοφανή ρυθμό. Όπως άλλα Μέλη της Γενικής Εξουσίας, σύντομα άρχισε να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο για να καθοδηγήσει αυτήν την ανάπτυξη. Μερικές φορές έλειπε πέντε εβδομάδες κάθε φορά, διδάσκοντας μέλη και ιεραποστόλους, οργανώνοντας νέες μονάδες της Εκκλησίας, αφιερώνοντας ευκτήριους οίκους και εφαρμόζοντας προγράμματα της Εκκλησίας.
Ο Πρεσβύτερος Μόνσον κράτησε στην καρδιά του τα λόγια ενός μέλους των Δώδεκα που είπε ότι η υπηρέτηση ως Αποστόλου απαιτούσε «ολοκληρωτική δέσμευση στο έργο του Διδασκάλου να ενθαρρύνει και να εξυψώνει, να διδάσκει και να εκπαιδεύει, να οδηγεί και να κατευθύνει τους Αγίους του Θεού. Σημαίνει αποδοχή των φορτίων και ενδυνάμωση των ελπίδων της Εκκλησίας και του λαού της»54.
Τα διοικητικά ζητήματα ήταν δευτερεύοντα σε σχέση με την αναζήτηση τρόπων για ευλόγηση ατόμων. Ένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα ήταν η υπηρέτησή του στον Πωλ Τσάιλντ, ο οποίος ήταν ο πρόεδρος πασσάλου του Πρεσβυτέρου Μόνσον κατά τη διάρκεια της νεότητάς του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Πρόεδρος Τσάιλντ και η σύζυγός του, Ντιάνα, είχαν προβλήματα υγείας και ζούσαν σε μονάδα φροντίδας. Ο Πρεσβύτερος Μόνσον τους επισκεπτόταν τακτικά και μία φορά κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων Κυριακής στη μονάδα, απέδωσε φόρο τιμής σε αυτόν τον αγαπημένο ηγέτη. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, είπε στη Φράνσις: «Νομίζω ότι επέτυχα περισσότερο καλό κατά τη διάρκεια αυτής της συγκεκριμένης επίσκεψης παρά σε πολλές συνελεύσεις»55.
Στις αναθέσεις του στα κεντρικά της Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Μόνσον επηρέασε σχεδόν κάθε πτυχή της δομής και των προγραμμάτων της Εκκλησίας. Από το 1965 έως το 1971 υπηρέτησε ως πρόεδρος της Επιτροπής Συσχετισμού Ενηλίκων, βοηθώντας στην ενοποίηση των εγχειριδίων, των οδηγών και των οργανώσεων της Εκκλησίας. Ήταν επίσης σύμβουλος στις οργανώσεις Νέων Ανδρών και Νέων Γυναικών. Υπηρέτησε στην Ιεραποστολική Εκτελεστική Επιτροπή από το 1965 έως το 1982 και προήδρευσε αυτής τα τελευταία επτά από εκείνα τα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμμετείχε στην ανάθεση δεκάδων χιλιάδων ιεραποστόλων, επιλέγοντας προέδρους ιεραποστολής, δημιουργώντας νέες ιεραποστολές, αναπτύσσοντας ιεραποστολικά εκπαιδευτικά προγράμματα και επιβλέποντας τα κέντρα επισκεπτών. «Πολλές είναι οι εμπειρίες που προάγουν την πίστη, οι οποίες έχουν συμβεί στην ανάθεση των ιεραποστόλων» έγραψε56.
Το 1965, ο Πρόεδρος ΜακΚέι ανέθεσε στον Πρεσβύτερο Μόνσον να επιβλέπει το έργο της Εκκλησίας στον Νότιο Ειρηνικό. Αυτή η ανάθεση απαιτούσε ταξίδια από τα νησιά του Ειρηνικού μέχρι την ήπειρο της Αυστραλίας. Ο Πρεσβύτερος Μόνσον ανέπτυξε μία βαθιά αγάπη για τους Αγίους σε αυτούς τους τόπους και εμπνεύστηκε από την αφοσίωσή τους στο Ευαγγέλιο και από την πίστη τους.
Όταν ο Πρεσβύτερος και η αδελφή Μόνσον επισκέφθηκαν για πρώτη φορά τις Σαμόα το 1965, πήγαν σε ένα χωριό όπου συνάντησαν σχεδόν 200 παιδιά σε ένα σχολείο της Εκκλησίας. Προς το τέλος της συγκέντρωσης, ο Πρεσβύτερος Μόνσον αισθάνθηκε την παρότρυνση να χαιρετήσει τα παιδιά ατομικώς, αλλά ήλεγξε το ρολόι του και είδε ότι δεν υπήρχε αρκετός χρόνος μέχρι την προγραμματισμένη αναχώρηση του αεροπλάνου του. Ωστόσο, όταν ήρθε εκ νέου η προτροπή, είπε στον δάσκαλο του σχολείου για την επιθυμία του να χαιρετήσει διά χειραψίας κάθε παιδί. Ο δάσκαλος ήταν υπερβολικά ενθουσιασμένος, επειδή τα παιδιά είχαν προσευχηθεί για μία τέτοια εμπειρία. «Δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους» είπε ο Πρεσβύτερος Μόνσον «καθώς τα πολύτιμα αγόρια και κορίτσια βάδιζαν ντροπαλά και μας ψιθύριζαν απαλά τον γλυκό χαιρετισμό των Σαμόα “talofa lava”»57.
Όταν ο Πρεσβύτερος Μόνσον επισκέφθηκε το Σύδνεϋ της Αυστραλίας το 1967, ένας άνδρας του είπε ότι η μαρτυρία του κατά τη διάρκεια μίας προηγούμενης επίσκεψης είχε οδηγήσει στην απόφασή του να βαπτισθεί. «Ένα τέτοιο σχόλιο με φέρνει στα βάθη της ταπεινοφροσύνης» έγραψε ο Πρεσβύτερος Μόνσον στο ημερολόγιό του «και μου δίνει αληθινή επίγνωση της ευθύνης που έχω»58.
Σε όλη την αποστολική διακονία του Προέδρου Μόνσον, η πρωταρχική του ανησυχία ήταν το κάθε άτομο. Καθοδηγούμενος από το Πνεύμα και τη δική του παρατήρηση, προσέγγιζε όσους πάλευαν ή ήταν επιβεβαρημένοι από δυσκολίες. Η προσέλευση σε συνελεύσεις πασσάλου και περιοχής, η συμμετοχή σε αφιερώσεις ναών και η υπηρέτηση σε επιτροπές παρείχαν ευκαιρίες όχι μόνον για ιερουργίες και διδασκαλίες, αλλά επίσης για να δείξει πόσο βαθιά ενδιαφερόταν για τα άτομα.
Τέλεση διακονίας και θαύματα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας
Τον Ιούνιο του 1968, αφού ο Πρεσβύτερος Μόνσον είχε επιβλέψει το έργο στον Νότιο Ειρηνικό για τρία χρόνια, η Πρώτη Προεδρία του ανέθεσε να επιβλέπει τις ιεραποστολές της Εκκλησίας στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ελβετία. Στη Γερμανία, σχεδόν 5.000 μέλη της Εκκλησίας ζούσαν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή, εκείνο το τμήμα της Γερμανίας ήταν υπό κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο περιόριζε αυστηρά τις ελευθερίες και κατέστελλε τις θρησκευτικές δραστηριότητες. Κυρίως εξαιτίας των κυβερνητικών περιορισμών, δεν υπήρχε εκεί κανένα Μέλος της Γενικής Εξουσίας από τότε που είχε οικοδομηθεί το Τείχος του Βερολίνου το 1961. Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του Πρεσβυτέρου Μόνσον στη νέα του ανάθεση ήταν να προσεγγίσει τα μέλη της Εκκλησίας που ζούσαν εκεί.
Το ταξίδι στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν γεμάτο κινδύνους. Ο Πρεσβύτερος Μόνσον επικοινώνησε με έναν αξιωματούχο στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τον αποθάρρυνε να πάει και προειδοποίησε: «Εάν συμβεί κάτι, δεν μπορούμε να σε βγάλουμε από εκεί». Αποφάσισε να πάει ούτως ή άλλως. «Απλώς έπρεπε να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι ο αντικειμενικός σκοπός ήταν ανώτερος από οποιαδήποτε επίγεια εξουσία» εξήγησε αργότερα «και με εμπιστοσύνη στον Κύριο να πάει»59.
Έκανε την πρώτη του επίσκεψη στις 31 Ιουλίου 1968. Εκείνος και ο Σταν Ρης, πρόεδρος της Ιεραποστολής Βορείου Γερμανίας, διέβησαν από το καλά φυλασσόμενο σημείο ελέγχου στο Τείχος του Βερολίνου και πέρασαν μέρος της ημέρας στο Ανατολικό Βερολίνο. Αν και η επίσκεψη ήταν σύντομη, απετελέσε την αρχή της αξιοσημείωτης διακονίας του Πρεσβυτέρου Μόνσον στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας – μία διακονία που θα συνεχιζόταν για περισσότερες από δύο δεκαετίες και θα γινόταν καθοριστικό μέρος της υπηρέτησής του ως Αποστόλου.
Ο Πρεσβύτερος Μόνσον επέστρεψε στη συνέχεια τον Νοέμβριο του 1968. Κι ενώ υπήρχαν μεγάλες εντάσεις, ο Πρόεδρος Ρης και η αδελφή Έλεν Ρης ταξίδεψαν μακριά στο εσωτερικό της χώρας στο Γκέρλιτς, όπου πήγαν σε μία παλιά αποθήκη που ήταν γεμάτη σημάδια από βλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έφθασαν απροειδοποίητα και βρήκαν περισσότερα από 200 μέλη της Εκκλησίας συγκεντρωμένα στον δεύτερο όροφο. Σε εκείνη τη συγκέντρωση, ο Πρεσβύτερος Μόνσον είχε μία από τις πιο εμπνευσμένες εμπειρίες της ζωής του.
Οι ομιλητές έδωσαν μηνύματα που έδειχναν βαθιά κατανόηση του Ευαγγελίου και το τραγούδι ήταν πιο θερμό από ό,τι είχε ακούσει ποτέ ο Πρεσβύτερος Μόνσον, γεμίζοντας την αίθουσα με πίστη και αφοσίωση. Παρά τις δυσχέρειες, τη φτώχια και τις στερήσεις που αντιμετώπιζαν αυτοί οι Άγιοι, είδε αντοχή, ελπίδα και πίστη. Αργότερα είπε: «Λίγα είναι τα εκκλησιάσματα που έχω συναντήσει, τα οποία έχουν επιδείξει μεγαλύτερη αγάπη για το Ευαγγέλιο»60.
Μολονότι ο Πρεσβύτερος Μόνσον αγαλλίαζε με την πίστη αυτών των Αγίων, λυπόταν επίσης επειδή δεν είχαν πατριάρχες ούτε τομείς ή πασσάλους και καμία ευκαιρία να λάβουν ευλογίες του ναού. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, πήγε στον άμβωνα με δάκρυα στα μάτια του και υποσχέθηκε: «Αν παραμείνετε αληθινοί και πιστοί στις εντολές του Θεού, κάθε ευλογία που κάθε μέλος της Εκκλησίας απολαμβάνει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είναι δική σας»61.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, ο Πρεσβύτερος Μόνσον και οι ηγέτες και μέλη της Εκκλησίας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας εργάστηκαν αόκνως για να κάνουν αυτό που τους αναλογούσε για την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης. Ο Πρεσβύτερος Μόνσον επέστρεφε συχνά για να ενδυναμώσει τους Αγίους και να δώσει ευλογίες και παρότρυνση. Τον βοήθησε ο Χένρυ Μπούρκχαρντ, ο οποίος προήδρευε στην ιεραποστολή της Δρέσδης για 10 χρόνια και πολλοί άλλοι τοπικοί ηγέτες της Εκκλησίας. Τα μέλη νήστεψαν και προσευχήθηκαν και άκουσαν τη συμβουλή του Πρεσβυτέρου Μόνσον να τηρούν το δωδέκατο άρθρο της πίστης – να σέβονται τους νόμους της χώρας.
Λίγο-λίγο, η υπόσχεση άρχισε να πραγματοποιείται. Το 1969 η Πρώτη Προεδρία ενέκρινε τη χειροτόνηση ενός πατριάρχη στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ και την εξουσιοδότηση να ταξιδέψει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας για να δώσει πατριαρχικές ευλογίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι κυβερνητικοί ηγέτες άρχισαν να επιτρέπουν σε λίγους ηγέτες της Εκκλησίας να εγκαταλείπουν τη χώρα για λίγο για να παρευρεθούν στη γενική συνέλευση.
Τον Απρίλιο του 1975, ο Πρεσβύτερος Μόνσον ένιωσε την προτροπή να αφιερώσει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ώστε το έργο να μπορούσε να επισπευσθεί. Συγκέντρωσε μερικούς ηγέτες σε ένα ξέφωτο που έβλεπε στον ποταμό Έλβα και προσέφερε μία προσευχή αφιέρωσης στην οποία παρακάλεσε να ανοίξει ο δρόμος για να μπορέσουν τα μέλη να λάβουν τις διατάξεις τους του ναού. Προσευχήθηκε ώστε οι άνθρωποι να είναι δεκτικοί στο Ευαγγέλιο και οι κυβερνητικοί ηγέτες να επέτρεπαν στο έργο να προοδεύσει. Επίσης προσευχήθηκε να επιτραπεί ξανά στους ιεραποστόλους να διδάξουν το Ευαγγέλιο εκεί62.
«Η υπέρτατη ευλογία που χρειαζόταν ήταν το προνόμιο των άξιων μελών μας να λάβουν τις προικοδοτήσεις τους και τις επισφραγίσεις τους» είπε αργότερα ο Πρεσβύτερος Μόνσον. «Ερευνούσαμε κάθε πιθανότητα. Ένα ταξίδι μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής στον ναό στην Ελβετία; Δεν έχει εγκριθεί από την κυβέρνηση. Ίσως η μητέρα και ο πατέρας θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελβετία, αφήνοντας τα παιδιά πίσω. Δεν είναι σωστό. Πώς επισφραγίζετε τα παιδιά στους γονείς, όταν δεν μπορούν να γονατίσουν σε έναν βωμό; Ήταν μία τραγική κατάσταση»63.
Ο Πρεσβύτερος Μόνσον συζήτησε αυτήν την κατάσταση και πιθανές λύσεις με την Πρώτη Προεδρία και άλλους ηγέτες στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Την άνοιξη του 1978, ο Πρόεδρος Σπένσερ Κίμπαλ του είπε ότι ο Κύριος δεν επρόκειτο να αρνηθεί τις ευλογίες του ναού σε αυτά τα μέλη και κατόπιν χαμογέλασε και είπε: «Βρίσκεις τον δρόμο»64.
Σύντομα ύστερα από αυτό, έγινε μία σημαντική ανακάλυψη. Καθώς ο Χένρυ Μπούρκχαρντ εξακολούθησε να αιτείται σε κυβερνητικούς ηγέτες να επιτρέψουν στις οικογένειες να πάνε στον ναό στην Ελβετία, τον ρώτησαν: «Γιατί δεν οικοδομείτε εδώ έναν ναό;»65 Ο Χένρυ εξεπλάγη που η κυβέρνηση, η οποία είχε παρακολουθήσει τις θρησκευτικές δραστηριότητες τόσο στενά για χρόνια, θα επέτρεπε στην Εκκλησία να οικοδομήσει έναν ναό που θα ήταν ανοικτός μόνον σε μέλη που είχαν εγκριτικό ναού.
Η Εκκλησία δέχθηκε την προσφορά και σταδιακά ο Κύριος άνοιξε τον δρόμο για την οικοδόμηση ενός ναού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το κομμάτι γης αποκτήθηκε στο Φράιμπεργκ και ο Πρεσβύτερος Μόνσον προήδρευσε της τελετής ενάρξεως των εργασιών στις 23 Απριλίου 1983. «Αυτό είναι θαύμα θαυμάτων!» πανηγύρισε. «[Ένιωσα] αγαλλίαση στην καρδιά και την ψυχή μου»66. Περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα, στις 29 και 30 Ιουνίου 1985, ο Πρόεδρος Γκόρντον Χίνκλυ αφιέρωσε τον Ναό Φράιμπεργκ της Γερμανίας και κάλεσε τον Πρεσβύτερο Μόνσον να είναι ο πρώτος ομιλητής. Εκφράζοντας τα συναισθήματά του για αυτό το ιστορικό γεγονός, ο Πρεσβύτερος Μόνσον κατέγραψε στο ημερολόγιό του:
«Σήμερα σηματοδοτήθηκε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της ζωής μου… Ήταν δύσκολο για εμένα να ελέγξω τα συναισθήματά μου καθώς μιλούσα, διότι οι αγώνες μέσα στον νου μου ήταν παραδείγματα της πίστης των αφοσιωμένων Αγίων αυτού του μέρους του κόσμου. Συχνά οι άνθρωποι θα ρωτούν: “Πώς ήταν δυνατόν η Εκκλησία να λάβει άδεια για την οικοδόμηση ενός ναού πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα; Αισθάνομαι απλώς ότι η πίστη και η αφοσίωση των Αγίων μας των Τελευταίων Ημερών σε εκείνη την περιοχή έφερε τη βοήθεια του Παντοδύναμου Θεού και παρείχε σε αυτούς τις αιώνιες ευλογίες που τόσο πλούσια αξίζουν»67.
Εκείνη τη νύκτα, ο Πρεσβύτερος Μόνσον συλλογίστηκε τη διακονία του στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας από την πρώτη του επίσκεψη 17 χρόνια νωρίτερα και την προσευχή αφιερώσεως 10 χρόνια νωρίτερα – η οποία ολοκληρώθηκε με την αφιέρωση ενός ναού. Μολονότι εκείνος διαδραμάτισε βασικό ρόλο σε «ένα από τα πιο ιστορικά και γεμάτα πίστη κεφάλαια της ιστορίας της Εκκλησίας», έγραψε ότι «όλη η τιμή και η δόξα ανήκουν στον Επουράνιο Πατέρα μας, διότι μόνο μέσω της θείας παρέμβασής Του έχουν λάβει χώρα αυτά τα γεγονότα»68.
Το 1982, ο πρώτος πάσσαλος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε οργανωθεί στο Φράιμπεργκ. Δύο χρόνια αργότερα, ο Πρεσβύτερος Μόνσον και ο Πρεσβύτερος Ρόμπερτ Χέιλς δημιούργησαν τον δεύτερο πάσσαλο, στη Λειψία. Με αυτό, όλα τα μέλη της Εκκλησίας στη χώρα αποτελούσαν μέρος ενός πασσάλου της Σιών.
Απέμεινε μία ακόμη ευλογία να πραγματοποιηθεί: άδεια για ιεραποστόλους από άλλα έθνη για να διδάξουν το Ευαγγέλιο στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και για ιεραποστόλους από αυτό το έθνος να υπηρετήσουν σε άλλα έθνη. Το 1988, ο Πρόεδρος Μόνσον ζήτησε άδεια απευθείας από τον Έριχ Χόνεκερ, τον ηγέτη της χώρας.
Όταν έφθασε ο Πρόεδρος Μόνσον και η ομάδα του, ο κύριος Χόνεκερ είπε: «Γνωρίζουμε ότι τα μέλη της Εκκλησίας σας πιστεύουν στο έργο. Το έχετε αποδείξει. Ξέρουμε ότι πιστεύετε στην οικογένεια. Το έχετε δείξει. Ξέρουμε ότι είστε καλοί πολίτες σε οποιαδήποτε χώρα θεωρείτε ως πατρίδα. Το έχουμε παρατηρήσει. Το βήμα είναι δικό σας. Κάντε γνωστές τις επιθυμίες σας»69.
Μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος Μόνσον εξέφρασε ευγνωμοσύνη για την άδεια οικοδόμησης του Ναού του Φράιμπεργκ. Κατόπιν διηγήθηκε πώς σχεδόν 90.000 άνθρωποι είχαν παρευρεθεί στα θυρανοίξια του ναού και δεκάδες χιλιάδες περισσότεροι είχαν παρευρεθεί στα θυρανοίξια για νέες εκκλησίες στη Λειψία, τη Δρέσδη και το Τσβικάου. «Θέλουν να ξέρουν τι πιστεύουμε» είπε. «Θα θέλαμε να τους πούμε ότι πιστεύουμε στο να τιμούμε και να υπακούμε και να υποστηρίζουμε τον νόμο της χώρας. Θα θέλαμε να εξηγήσουμε την επιθυμία μας να επιτύχουμε δυνατές οικογενειακές μονάδες. Αυτά είναι μόνο δύο από τα πιστεύω μας».
Ο Πρόεδρος Μόνσον εξήγησε την ανάγκη για ιεραποστόλους και κατόπιν συνέχισε: «Οι νέοι άνδρες και οι νέες γυναίκες που θα θέλαμε να έλθουν στη χώρα σας ως αντιπρόσωποι-ιεραπόστολοι θα αγαπούσαν το έθνος σας και τον λαό σας. Πιο συγκεκριμένα, θα άφηναν μία επιρροή στον λαό σας που θα εξευγένιζε».
Το τελικό αίτημα του Προέδρου Μόνσον ήταν για «νέους άνδρες και νέες γυναίκες από το έθνος σας, οι οποίοι είναι μέλη της Εκκλησίας μας, να υπηρετήσουν ως αντιπρόσωποι-ιεραπόστολοι σε πολλά έθνη, όπως στην Αμερική, στον Καναδά και σε πλήθος άλλα». Υποσχέθηκε ότι όταν αυτοί οι ιεραπόστολοι επέστρεφαν στην πατρίδα, θα ήταν «καλύτερα προετοιμασμένοι να αναλάβουν θέσεις ευθύνης στη χώρα σας».
Όταν ο Πρόεδρος Μόνσον ολοκλήρωσε, ο κύριος Χόνεκερ μίλησε για 30 λεπτά περίπου. Ο Πρόεδρος Ράσσελ Νέλσον, ο οποίος ήταν στη συγκέντρωση, είπε: «Όλοι περιμέναμε… με αγωνία που έκοβε την ανάσα» να ακούσουμε πώς θα απαντούσε στο αίτημα ο Πρόεδρος Χόνεκερ»70. Τελικώς είπε: «Σας γνωρίζουμε. Σας εμπιστευόμαστε. Είχαμε εμπειρία μαζί σας. Το ιεραποστολικό σας αίτημα εγκρίνεται». Ο Πρόεδρος Μόνσον είπε ότι όταν άκουσε αυτά τα λόγια, το πνεύμα του «εκτινάχθηκε από την αίθουσα»71.
Τον Μάρτιο του 1989, ιεραπόστολοι πλήρους απασχόλησης εκτός Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας άρχισαν να υπηρετούν εκεί για πρώτη φορά έπειτα από 50 χρόνια. Τον Μάιο του 1989, οι πρώτοι 10 ιεραπόστολοι από εκείνο το έθνος εισήλθαν στο Ιεραποστολικό Εκπαιδευτικό Κέντρο στο Πρόβο της Γιούτας. Η κυβέρνηση δεν έθεσε περιορισμούς στο πού θα μπορούσαν να υπηρετήσουν72.
Μέσα από πολλά θαύματα κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων, οι υποσχέσεις που είχε δώσει ο Πρεσβύτερος Μόνσον σε μία παλιά αποθήκη το 1968 –και οι ευλογίες για τις οποίες είχε προσευχηθεί, όταν αφιερώθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1975– εκπληρώθηκαν. Όσον αφορά σε αυτές τις ευλογίες, χρόνια αργότερα κατέγραψε στο ημερολόγιό του: «Έχω μάθει από την εμπειρία μου ότι το έσχατο σημείο του ανθρώπου δεν είναι παρά η ευκαιρία του Θεού. Αποτελώ ζώντα μάρτυρα του τρόπου με τον οποίον το χέρι του Κυρίου έχει φανερωθεί στο να φυλάσσει τα μέλη της Εκκλησίας σε χώρες που ήταν κάποτε κομμουνιστικές»73.
Νέες εκδόσεις των γραφών
Ενώ ήταν στη συγκέντρωση μεταλήψεως ως νέος, ο Τομ Μόνσον άκουσε ένα μέλος της προεδρίας πασσάλου του να διδάσκει από το 76ο τμήμα του Διδαχή και Διαθήκες με έναν τρόπο που ξεσήκωνε μέσα του την επιθυμία να μελετήσει τις γραφές. Οι ηγέτες του της Ααρωνικής Ιεροσύνης, τους οποίους περιέγραψε ως «σοφούς και υπομονετικούς άνδρες που μας δίδαξαν από τις άγιες γραφές», τον βοήθησαν επίσης να αναπτύξει αγάπη για τις γραφές74. Μία από τις δασκάλες του Κατηχητικού, η Λούσυ Γκερτς, «έφερε στην τάξη της ως επίτιμους προσκεκλημένους τους Μωυσή, Ιησού του Ναυή, Πέτρο, Θωμά, Παύλο και φυσικά τον Χριστό. Μολονότι δεν τους είδαμε, μάθαμε να τους αγαπούμε, να τους τιμούμε και να τους μιμούμαστε»75.
Η αγάπη του για τις γραφές βάθαινε κατά τη διάρκεια της υπηρέτησής του ως επισκόπου και της σταδιοδρομίας του στις εκτυπώσεις. Αισθανόμενος ότι η καλύτερη γνώση των γραφών θα τον βοηθούσε ως επίσκοπο, τις διάβασε όλες μέχρι το τέλος του πρώτου έτους που κλήθηκε. Στην Deseret News Press, «η μεγαλύτερη δουλειά ήταν να παραγγέλλουμε το Βιβλίο του Μόρμον»76. Αυτές οι εμπειρίες με τις γραφές τον βοηθούσαν να προετοιμαστεί για μία μοναδική ανάθεση ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα.
Το 1972, ο Πρόεδρος Χάρολντ Λη διόρισε τον Πρεσβύτερο Μόνσον Πρόεδρο της Επιτροπής Βοηθημάτων Μελέτης της Βίβλου, στην οποία ζητήθηκε να βρει τρόπους για να βελτιώσει τη μελέτη των γραφών μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Αυτή η επιτροπή αργότερα έγινε η Επιτροπή Εκδόσεων Γραφών και επιφορτίστηκε με την προετοιμασία νέων εκδόσεων των γραφών που θα διευκόλυναν καλύτερη μελέτη. Η δημιουργία αυτών των νέων εκδόσεων απαιτούσε μία μακρά, εντατική προσπάθεια από μέλη της επιτροπής και περισσότερους από 100 λογίους, ειδικούς υπολογιστών και άλλους ειδικούς που εργάζονταν υπό τη διεύθυνση αυτών.
Ένα τεράστιο έργο ήταν η δημιουργία υποσημειώσεων που ενσωμάτωναν παραπομπές και από τις τέσσερεις βασικές γραφές: τη Βίβλο, το Βιβλίο του Μόρμον, το Διδαχή και Διαθήκες και το Πολύτιμο Μαργαριτάρι. Για την έκδοση Αγίων των Τελευταίων Ημερών της Αγίας Γραφής υπό βασιλέως Ιακώβου, ένα άλλο τεράστιο έργο ήταν η δημιουργία του Topical Guide [Θεματικού Οδηγού], ο οποίος αποτελείτο από περισσότερα από 2.800 θέματα του Ευαγγελίου με παραπομπές μελέτης των γραφών από τις τέσσερεις βασικές γραφές. Επιπροσθέτως, η νέα έκδοση περιελάμβανε ένα Bible Dictionary [Λεξικό Βίβλου] και αποσπάσματα από τη Μετάφραση της Βίβλου που έκανε ο Τζόζεφ Σμιθ. Γράφτηκαν νέες επικεφαλίδες κεφαλαίων που τόνιζαν το περιεχόμενο διδαχής και προστέθηκαν 24 σελίδες με χάρτες.
Όταν εκδόθηκε αυτή η έκδοση της Βίβλου το 1979, ο Πρεσβύτερος Μόνσον έγραψε ότι ήταν «ίσως η πιο σημαντική πρόοδος στις ακαδημαϊκές γνώσεις της Εκκλησίας εδώ και έναν αιώνα». Είπε περαιτέρω ότι «το επαναστατικό σύστημα υποσημειώσεων για τις άλλες βασικές γραφές» καθώς επίσης και το Topical Guide, την καθιστούν «μία Βίβλο αναφοράς χωρίς όμοιά της»77.
Δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκαν νέες εκδόσεις από το Βιβλίο του Μόρμον, το Διδαχή και Διαθήκες και το Πολύτιμο Μαργαριτάρι. Οι εκδόσεις αυτές περιελάμβαναν νέες υποσημειώσεις, εισαγωγές, επικεφαλίδες κεφαλαίων, επικεφαλίδες τμημάτων και περιλήψεις εδαφίων, μαζί με ένα διευρυμένο ευρετήριο που ενσωμάτωνε παραπομπές και από τα τρία βιβλία γραφών. Δύο νέα τμήματα προστέθηκαν στο Διδαχή και Διαθήκες (137 και 138), καθώς επίσης και το Επίσημη Διακήρυξη 2.
Ο Πρεσβύτερος Μόνσον αισθάνθηκε το καθοδηγητικό χέρι του Θεού σε όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας αυτών των νέων εκδόσεων των γραφών. Άτομα με τις απαραίτητες δεξιότητες ήλθαν την κατάλληλη στιγμή, όπως και οι νέες τεχνολογίες υπολογιστών. «Ο Κύριος άνοιξε πολλές πόρτες σε διάφορες στιγμές ανάγκης καθώς το έργο προόδευε» είπε «και ήσυχα θαύματα συνέβησαν για να εξακολουθήσει να προχωρεί»78.
Ο Πρεσβύτερος Μόνσον ηγήθηκε της Επιτροπής Εκδόσεων Γραφών επί 10 χρόνια και αισθάνθηκε ότι αυτή ήταν μία από τις πιο σημαντικές αναθέσεις του ως Αποστόλου79. Τελικά, ήλπιζε ότι τα μέλη της Εκκλησίας θα χρησιμοποιούσαν αυτές τις νέες εκδόσεις των γραφών και τα ενισχυμένα βοηθήματα μελέτης για να συμμετάσχουν σε βαθύτερη μελέτη των γραφών που θα ενδυνάμωνε τη μαρτυρία τους.
Αφού δημοσιεύθηκαν οι νέες εκδόσεις στα Αγγλικά, η μετάφραση σε άλλες γλώσσες έγινε υψηλή προτεραιότητα. Μέχρι το τέλος της υπηρέτησης του Προέδρου Μόνσον ως Προέδρου της Εκκλησίας, το Βιβλίο του Μόρμον είχε μεταφραστεί σε 91 γλώσσες και επιλογές από το βιβλίο είχαν μεταφραστεί σε 21 επιπλέον γλώσσες. Μία έκδοση από την Εκκλησία της Βίβλου στα Ισπανικά, βασισμένη στη μετάφραση Ρέινα-Βαλέρα, εκδόθηκε επίσης το 2009.
Σύμβουλος σε τρεις Πρώτες Προεδρίες
Το πρωί της Κυριακής 10 Νοεμβρίου 1985, ο Τόμας Μόνσον επισκέφθηκε ένα κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, όπως έκανε συχνά, για να παρευρεθεί σε συγκεντρώσεις της Εκκλησίας και να χαροποιήσει τους ενοίκους. Εκείνο το απόγευμα, συγκεντρώθηκε με έτερους Αποστόλους στον Ναό της Σωλτ Λέηκ για την αναδιοργάνωση της Πρώτης Προεδρίας μετά τον θάνατο του Προέδρου Σπένσερ Κίμπαλ. Στη συγκέντρωση, ο Έζρα Ταφτ Μπένσον χειροτονήθηκε και ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας. Κάλεσε τον Γκόρντον Χίνκλυ ως Πρώτο του Σύμβουλο και τον Τόμας Μόνσον ως Δεύτερό του Σύμβουλο. Σε ηλικία 58 ετών, ο Πρόεδρος Μόνσον ήταν το νεότερο μέλος της Πρώτης Προεδρίας εδώ και περισσότερο από 80 χρόνια.
Μία από τις πολλές νέες ευκαιρίες που ήλθαν στον Πρόεδρο Μόνσον ήταν η προεδρία επί των αφιερώσεων ναών. Περίπου δύο μήνες μετά την κλήση του στην Πρώτη Προεδρία, αφιέρωσε τον Ναό του Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή. Στο ημερολόγιό του κατέγραψε ότι «οι καρδιές ήταν ευαίσθητες και τα δάκρυα ήταν δύσκολο να συγκρατηθούν καθώς τα μέλη της Εκκλησίας αναγνώριζαν ότι επιτέλους οι αιώνιες ευλογίες που παρέχει ένας ναός ήταν τώρα εντός των δυνατοτήτων τους»80.
Τον Ιούνιο του 1986, ο Πρόεδρος Μόνσον βοήθησε στη δημιουργία του πασσάλου Κίτσενερ στο Οντάριο του Καναδά, ο οποίος ήταν ο 1.600ός πάσσαλος της Εκκλησίας. Συλλογίστηκε την υπηρέτησή του ως προέδρου ιεραποστολής σε εκείνη την περιοχή 26 χρόνια νωρίτερα, όταν είχε δημιουργηθεί ο 300ός πάσσαλος της Εκκλησίας στο Τορόντο. Το επόμενο έτος επέστρεψε στον ανατολικό Καναδά για να διευθύνει την τελετή ενάρξεως των εργασιών για τον Ναό του Τορόντο στο Οντάριο και τον Αύγουστο του 1990 επέστρεψε ξανά για αυτό που ονόμαζε «επιστέγασμα του γεγονότος» – την αφιέρωση του ναού81.
Ως σύμβουλος στην Πρώτη Προεδρία, ο Πρόεδρος Μόνσον επίσης έδιδε κλήσεις σε προέδρους ιεραποστολής και στις συζύγους τους. Αφιέρωσε σημαντικό χρόνο για να γνωρίσει κάθε ζεύγος, δίνοντας συμβουλές και εκφράζοντας την αγάπη του. Όταν κάλεσε τον 37χρονο Νιλ Άντερσεν να γίνει πρόεδρος ιεραποστολής, είπε: «Είσαι νέος άνδρας. Μην αφήνεις ποτέ τη νεότητά σου να είναι δικαιολογία. Ο Τζόζεφ Σμιθ ήταν νέος. Ο Σωτήρας ήταν νέος». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Πρεσβύτερος Άντερσεν σκέφτηκε: «Και ο Τόμας Μόνσον ήταν νέος»82.
Ο Πρόεδρος Έζρα Ταφτ Μπένσον απεβίωσε στις 30 Μαΐου 1994, αφού υπηρέτησε για σχεδόν εννέα χρόνια ως Πρόεδρος της Εκκλησίας. Όταν αναδιοργανώθηκε η Πρώτη Προεδρία στις 5 Ιουνίου, ο διάδοχός του, Χάουαρντ Χάντερ, κάλεσε τον Γκόρντον Χίνκλυ και τον Τόμας Μόνσον να συνεχίσουν να υπηρετούν ως σύμβουλοι. Ο Πρόεδρος Χάντερ έκανε ό,τι μπορούσε για να συναντά και να ενδυναμώνει τους Αγίους, αλλά η υγεία του ήταν αδύναμη και υπηρέτησε ως Πρόεδρος μόνον εννέα μήνες προτού πεθάνει στις 3 Μαρτίου 1995.
Στις 12 Μαρτίου οι Απόστολοι συναντήθηκαν ξανά για την αναδιοργάνωση της Πρώτης Προεδρίας. Ο Γκόρντον Χίνκλυ χειροτονήθηκε και ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας και κάλεσε τον Τόμας Μόνσον και τον Τζέιμς Φάουστ να είναι σύμβουλοί του. Ο Πρόεδρος Μόνσον υπηρέτησε σε αυτήν τη θέση σε όλη τη διακονία του Προέδρου Χίνκλυ, υπηρετώντας συνολικά 22 χρόνια ως σύμβουλος στην Πρώτη Προεδρία.
Ο Πρόεδρος Χίνκλυ ταξίδεψε περισσότερα από 1.000.000 χιλιόμετρα σε περισσότερες από 60 χώρες και έγινε ο πιο πολυταξιδεμένος Πρόεδρος στην ιστορία της Εκκλησίας. «Συναντάται με τα μέλη μας που σπάνια, ίσως και ποτέ, να έχουν δει έναν ζώντα Πρόεδρο της Εκκλησίας» κατέγραψε ο Πρόεδρος Μόνσον83. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών, ο Πρόεδρος Μόνσον και ο Πρόεδρος Φάουστ διαχειρίζονταν μεγάλο μέρος του έργου της Πρώτης Προεδρίας στην έδρα της Εκκλησίας.
Ο Πρόεδρος Μόνσον συνέχισε να ταξιδεύει σε τοπικές συνελεύσεις, αφιερώσεις ναών και άλλες εκδηλώσεις. Το 1995 πήγε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας για να αφιερώσει έναν ευκτήριο οίκο – 27 χρόνια αφότου είχε συναντηθεί για πρώτη φορά με ένα εκκλησίασμα Αγίων των Τελευταίων Ημερών εκεί (βλ. σελίδες 23-24). «Ευγνωμοσύνη γέμισε την καρδιά και την ψυχή μου για το προνόμιο να δω το χέρι του Κυρίου στην ευλογία αυτού του εκλεκτού λαού» κατέγραψε στο ημερολόγιό του84. Το 2000, προήδρευσε σε έξι αφιερώσεις ναών, μία εκ των οποίων ήταν στο Τάμπικο του Μεξικού – μία πόλη όπου είχε οργανώσει τον πρώτο πάσσαλο 28 χρόνια νωρίτερα.
Σχετικά με την υπηρέτηση του Προέδρου Μόνσον ως συμβούλου τριών Προέδρων της Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Κουέντιν Κουκ σημείωσε ότι «είχε ξεκάθαρες γνώμες επί θεμάτων. Είχε ξεκάθαρα τεράστια εμπειρία… Λόγω της δύναμης της προσωπικότητάς του, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε δώσει τις καλύτερες συμβουλές και παραινέσεις. Εκτιμά την ενότητα, εκτιμά την αφοσίωση, θα αφήσει τη φωνή του να ακουστεί όταν είναι κατάλληλο να το κάνει… Όμως όταν λαμβάνεται μία απόφαση, την υποστηρίζει πλήρως και ολόψυχα. Η ενότητα της Πρώτης Προεδρίας στις σημαντικές αποφάσεις της είναι ένα μεγάλο παράδειγμα για όλη την Εκκλησία»85.
Πρόεδρος της Εκκλησίας
Στις 27 Ιανουαρίου 2008, ο Πρόεδρος Μόνσον πήγε στο προσκέφαλο του αγαπημένου του φίλου και ηγέτη, Γκόρντον Χίνκλυ, για να του δώσει μία ευλογία ιεροσύνης. Αρχίζοντας το 1963, οι δύο άνδρες είχαν υπηρετήσει μαζί για περισσότερα από 44 χρόνια στην Απαρτία των Δώδεκα και στην Πρώτη Προεδρία. Είχαν αναπτύξει βαθιά αγάπη και σεβασμό ο ένας για τον άλλον.
Ο Πρόεδρος Χίνκλυ είχε ηγηθεί της Εκκλησίας με όραμα, σθένος και έμπνευση για σχεδόν 13 χρόνια. Τον Ιανουάριο του 2008, σε ηλικία 97 ετών, συνέχιζε με τις περισσότερες από τις δραστηριότητές του, αλλά η δύναμή του έφθινε. Αφού έφυγε από το προσκέφαλο του Προέδρου Χίνκλυ στις 27 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος Μόνσον κατέγραψε: «Τον κράτησα από τον καρπό και είχα ένα ξεχωριστό συναίσθημα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον αγαπημένο μου Πρόεδρο και φίλο ζωντανό στη θνητότητα»86. Ο Πρόεδρος Χίνκλυ απεβίωσε εκείνο το βράδυ.
«Δεν μπορώ να εκφράσω επαρκώς πόσο μου λείπει» είπε ο Πρόεδρος Μόνσον στην κηδεία λίγες ημέρες αργότερα. «Υπήρξε ο προφήτης, ο βλέπων και ο αποκαλυπτής μας… ένα νησί ηρεμίας σε μία θάλασσα καταιγίδας. Υπήρξε ένας φάρος για τον χαμένο ναυτικό. Υπήρξε ο φίλος σας και ο φίλος μου. Μας παρηγορούσε και μας ηρεμούσε, όταν οι καταστάσεις του κόσμου ήταν τρομακτικές. Μας καθοδηγούσε απαρέγκλιτα στο μονοπάτι που θα μας οδηγήσει πίσω στον Επουράνιο Πατέρα μας»87.
Ως αρχαιότερος τη τάξει Απόστολος, ο Πρόεδρος Μόνσον αισθάνθηκε το βάρος αυτού που σήμαινε για εκείνον προσωπικά ο θάνατος του Προέδρου Χίνκλυ. Σχετικά με αυτό, είπε: «Βρήκα ότι πιο χρήσιμο για μένα ήταν να γονατίσω και να ευχαριστήσω τον Επουράνιο Πατέρα μου για τη ζωή, για την εμπειρία, την οικογένειά μου και κατόπιν να Του ζητήσω απευθείας να πορεύεται μπροστά από το πρόσωπό μου, να είναι στα δεξιά μου, να είναι στα αριστερά μου και το πνεύμα Του να είναι στην καρδιά μου και οι άγγελοί Του γύρω μου να με βαστάζουν» (βλ. Διδαχή και Διαθήκες 84:88)88.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2008, οι Απόστολοι συναντήθηκαν στον Ναό της Σωλτ Λέηκ για να αναδιοργανώσουν την Πρώτη Προεδρία. Σε αυτήν τη συγκέντρωση, ο Τόμας Μόνσον χειροτονήθηκε και ξεχωρίστηκε ως ο Πρόεδρος της Εκκλησίας, ο 16ος άνδρας που υπηρέτησε σε αυτήν την κλήση. Είχε εξετάσει προσεκτικά το θέμα των συμβούλων του και είχε λάβει επιβεβαίωση από τον Κύριο να καλέσει τον Χένρυ Άιρινγκ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως Δεύτερος Σύμβουλος στον Πρόεδρο Χίνκλυ μετά τον θάνατο του Προέδρου Φάουστ και τον Ντίτερ Ούχτντορφ, ένα μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα.
Την επομένη, ο Πρόεδρος Μόνσον και οι σύμβουλοί του απευθύνθηκαν σε δημοσιογράφους στο Κτήριο Γραφείων της Εκκλησίας. Εν μέρει, είπε:
«Νιώθω ταπεινοφροσύνη καθώς στέκομαι εμπρός σας σήμερα. Καταθέτω μαρτυρία ότι αυτό το έργο στο οποίο συμμετέχουμε είναι το έργο του Κυρίου και έχω αισθανθεί την υποστηρικτική Του επιρροή. Ξέρω ότι θα κατευθύνει τις προσπάθειές μας καθώς Τον υπηρετούμε με πίστη και επιμέλεια.
»Ως εκκλησία δεν προσεγγίζουμε μόνο τους ανθρώπους μας, αλλά επίσης τους ανθρώπους με καλή θέληση ανά τον κόσμο με εκείνο το πνεύμα αδελφότητας το οποίο προέρχεται από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ήταν η ευκαιρία μου να εργαστώ κάπως στενά με ηγέτες άλλων δογμάτων για την επίλυση μερικών από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κοινότητά μας και, πράγματι, ολόκληρος ο κόσμος. Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη συνεργατική προσπάθεια».
Αναφερόμενος στην ενότητα που εκείνος και ο Πρόεδρος Χίνκλυ είχαν αναπτύξει έπειτα από δεκαετίες υπηρέτησης μαζί, συνέχισε: «Δεν θα υπάρξει καμία απότομη αλλαγή από την πορεία που ακολουθούμε… Θα συνεχίσουμε με τη δέσμευση εκείνων που έχουν προηγηθεί ημών στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, στην προαγωγή της συνεργασίας με τους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο και στην κατάθεση μαρτυρίας για τη ζωή και την αποστολή του Κυρίου και Σωτήρος μας, Ιησού Χριστού»89.
Τα μέλη της Εκκλησίας στήριξαν τον Πρόεδρο Μόνσον ως προφήτη, βλέποντα και αποκαλυπτή σε επίσημη συνάθροιση στη γενική συνέλευση Απριλίου 2008. Στην πρώτη του ομιλία προς τα μέλη της Εκκλησίας γενικώς, τα μηνύματά του ήταν μερικά από αυτά που ήταν –και θα συνέχιζαν να είναι– το επίκεντρο της διακονίας του. Προσκάλεσε μέλη της Εκκλησίας που δεν συμμετείχαν να «επιστρέψουν» και να απολαύσουν τους καρπούς της συντροφιάς. Αναφερόμενος στο παράδειγμα του Σωτήρος να κάνει καλό, είπε: «Είθε να ακολουθήσουμε αυτό το τέλειο παράδειγμα». Παρότρυνε τα μέλη της Εκκλησίας να «δείχνουν καλοσύνη και σεβασμό προς όλους τους ανθρώπους παντού». Τα παρότρυνε περαιτέρω να κάνουν τα σπίτια τους καταφύγια «όπου μπορεί να κατοικεί το Πνεύμα του Θεού… όπου βασιλεύει η αγάπη».
Σχετικά με τον «πόνο των συντετριμμένων καρδιών, την απογοήτευση των θρυμματισμένων ονείρων και την απόγνωση των εξαφανισμένων ελπίδων», παρακάλεσε τα μέλη να στραφούν στον Επουράνιο Πατέρα με πίστη. «Θα σας εξυψώνει και θα σας καθοδηγεί» υποσχέθηκε ο Πρόεδρος Μόνσον. «Δεν θα αφαιρεί πάντοτε τα βάσανα από εσάς, αλλά θα σας παρηγορεί και θα σας οδηγεί με αγάπη μέσα από οιανδήποτε καταιγίδα που αντιμετωπίζετε»90.
Οι ναοί – φάροι στον κόσμο
Ο Πρόεδρος Μόνσον συχνά έλεγε ότι «καμία οικοδομημένη στην Εκκλησία εγκατάσταση δεν είναι πιο σημαντική από έναν ναό»91. Επειδή τόσες πολλές ευλογίες είναι διαθέσιμες για τους ζώντες και τους νεκρούς μόνον σε ναούς, ήθελε να κάνει αυτά τα ιερά οικοδομήματα όσο το δυνατόν πιο προσβάσιμα στα μέλη της Εκκλησίας. Μόνον σε ναούς, δίδαξε, θα μπορούσαν τα μέλη να λάβουν τις περίλαμπρες ευλογίες που έχει να προσφέρει η Εκκλησία92.
Ο Πρόεδρος Μόνσον ήθελε ειδικώς τα μέλη να λάβουν τις διατάξεις του ναού που επιτρέπουν «[να είναι] επισφραγισμένοι μαζί με σχέσεις που να διαρκούν σε όλη την αιωνιότητα»93. Τόνισε επίσης τη σημασία του έργου για τους νεκρούς που τελείται στους ναούς. Λέγοντας ότι ο Θεός επισπεύδει το έργο Του στον κόσμο των πνευμάτων, κάλεσε τα μέλη της Εκκλησίας να βοηθήσουν κάνοντας έργο οικογενειακής ιστορίας και τελώντας διατάξεις εξ υποκαταστάσεως στον ναό για τους νεκρούς συγγενείς τους94. Ο Πρόεδρος Μόνσον δίδαξε επίσης ότι οι ναοί είναι καταφύγια όπου τα μέλη μπορούν να λάβουν επουράνια καθοδήγηση, ανάπαυλα από τις καταιγίδες της ζωής και δύναμη να αντέξουν δοκιμασίες και να αντισταθούν στον πειρασμό.
Η Εκκλησία είχε 12 ναούς εν λειτουργία, όταν ο Πρόεδρος Μόνσον κλήθηκε ως Απόστολος το 1963. Κατά τη διάρκεια της υπηρέτησής του ως συμβούλου στην Πρώτη Προεδρία, συμμετείχε σε μία εξαιρετική επιτάχυνση της οικοδόμησης ναών. Μέχρι τη στιγμή που έγινε Πρόεδρος της Εκκλησίας το 2008, υπήρχαν 124 ναοί. Κατά τη διάρκεια της διακονίας του ως Προέδρου, συνέχισε αυτόν τον επιταχυνόμενο ρυθμό, ανακοινώνοντας 45 νέους ναούς σε 21 χώρες. Μία εβδομάδα αφού έγινε Πρόεδρος, αφιέρωσε τον Ναό Ρέξμπουργκ στο Άινταχο, τον πρώτο από τους 46 ναούς που αφιερώθηκαν ή αφιερώθηκαν εκ νέου κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Αφιέρωσε προσωπικώς ή αφιέρωσε εκ νέου 19 από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Ναού του Κιέβου στην Ουκρανία, ο οποίος ήταν ο πρώτος ναός που οικοδομήθηκε σε ένα έθνος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Πρόεδρος Μόνσον δίδαξε ότι ένα στοιχείο θυσίας συνδέεται πάντοτε με τους ναούς και υποσχέθηκε ότι τα μέλη της Εκκλησίας θα ευλογούνταν που κάνουν τέτοιες θυσίες. Για κάποιους ανθρώπους είπε: «Η θυσία σας μπορεί να φέρει τη ζωή σας σε συμμόρφωση με ό,τι απαιτείται για να λάβετε ένα εγκριτικό»95. Για άλλους, «η θυσία σας θα μπορούσε να είναι να αφιερώσετε χρόνο στην πολυάσχολη ζωή σας για να επισκέπτεστε τον ναό τακτικώς»96. Παροτρύνοντας τη συχνή προσέλευση στον ναό, όπου είναι δυνατόν, προέτρεπε: «Αγαπημένοι μου αδελφοί και αδελφές μου, είθε να κάνουμε οποιεσδήποτε θυσίες είναι απαραίτητες, προκειμένου να παρευρισκόμαστε στον ναό»97.
Ιεραποστολικό έργο
Στη γενική συνέλευση Οκτωβρίου 2012, ο Πρόεδρος Μόνσον έκανε μία σημαντική ανακοίνωση ότι οι νέοι άνδρες και οι νέες γυναίκες θα μπορούσαν να επιλεγούν για να υπηρετήσουν ιεραποστολές σε μικρότερες ηλικίες. Άξιοι, ικανοί νέοι άνδρες θα μπορούσαν να «προταθούν για ιεραποστολική υπηρέτηση αρχίζοντας από την ηλικία των 18, αντί 19 ετών». Άξιες, ικανές νέες γυναίκες που επιθυμούσαν να υπηρετήσουν θα μπορούσαν να «προταθούν για ιεραποστολική υπηρέτηση αρχίζοντας από την ηλικία των 19, αντί 21 ετών»98.
Αυτή η ανακοίνωση έφερε «ένα αναμφισβήτητο πνευματικό ξέσπασμα» είπε ο Πρεσβύτερος Νιλ Άντερσεν της Απαρτίας των Δώδεκα. Στη γενική συνέλευση Απριλίου 2013, ανέφερε ότι πολλοί είχαν ανταποκριθεί αμέσως στη νέα ευκαιρία:
«Την Πέμπτη μετά τη συνέλευση, μου ανετέθη να προτείνω ιεραποστολικές κλήσεις προς την Πρώτη Προεδρία. Ήμουν έκπληκτος που έβλεπα τις αιτήσεις των 18χρονων ανδρών και των 19χρονων γυναικών που είχαν ήδη διευθετήσει τα σχέδιά τους, επισκεφθεί τους ιατρούς τους, συνεντευξιαστεί από τους επισκόπους και τους προέδρους πασσάλου τους και υποβάλει τις ιεραποστολικές τους αιτήσεις – όλα σε μόλις πέντε ημέρες. Χιλιάδες άλλοι έχουν συμμετάσχει με αυτούς τώρα»99.
Έξι μήνες μετά την ανακοίνωση, ο Πρόεδρος Μόνσον είπε ότι «η ανταπόκριση των νέων μας ανθρώπων είναι αξιοσημείωτη και γεμάτη έμπνευση». Η ιεραποστολική δύναμη είχε αυξηθεί από 59.000 σε περισσότερες από 65.000, με 20.000 επιπλέον να έχουν λάβει την κλήση τους100. Ο αριθμός των ιεραποστόλων συνέχισε να αυξάνεται έως ότου έφθασε στο ανώτατο όριο των 88.000 το 2014101. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε καθώς το αρχικό κύμα των ιεραποστόλων επέστρεφε στο σπίτι και στο τέλος του 2017, 68.000 ιεραπόστολοι υπηρετούσαν σε όλον τον κόσμο.
Ο αριθμός των ιεραποστόλων που υπηρετούν στην Εκκλησία αυξήθηκε επίσης κατά τη θητεία του Προέδρου Μόνσον, από περίπου 12.000 το 2008 σε περισσότερους από 33.000. Οι ιεραπόστολοι υπηρετήσεως στην Εκκλησία υποστήριξαν όλα τα τμήματα της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης της υπηρέτησης σε λειτουργίες πρόνοιας, σε έργο οικογενειακής ιστορίας, σε γραφεία ιεραποστολής, σε κατασκηνώσεις αναψυχής και σε πολλούς άλλους τομείς.
Φροντίζοντας όσους έχουν ανάγκη
Η φροντίδα όσων είχαν ανάγκη ήταν πάντοτε το επίκεντρο της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού. Ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ είπε:«[Ένα μέλος της Εκκλησίας] είναι για να θρέψει τον πεινασμένο, να ντύσει τον γυμνό, να χορηγεί για τη χήρα, να στεγνώνει το δάκρυ του ορφανού, να παρηγορεί τον πληγέντα, είτε σε αυτή την εκκλησία είτε σε οποιαδήποτε άλλη ή σε καμία εκκλησία, οπουδήποτε τους βρίσκει»102. Ο Πρόεδρος Μόνσον έζησε, δίδαξε και καθοδήγησε σύμφωνα με αυτά τα λόγια. «Ανέπτυξα πολύ νέος στη ζωή ένα πνεύμα συμπόνιας για άλλους που μπορεί να έχουν ανάγκη, ασχέτως ηλικίας ή συνθηκών» είπε103.
Το 1936 η Πρώτη Προεδρία είχε ανακοινώσει ένα πρόγραμμα πρόνοιας για να βοηθήσει στη φροντίδα των εχόντων ανάγκη. Εκείνη την εποχή, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ήταν άνεργοι και σε φτώχια λόγω του Μεγάλου Κραχ. Το πρόγραμμα πρόνοιας της Εκκλησίας ήταν «μία σύγχρονη εφαρμογή αιώνιων αρχών», όπως η εργασία, η αυτοδυναμία, η συνετή οικονομική διαχείριση, η ετοιμότητα και η υπηρέτηση104. Η εφαρμογή αυτών των αρχών επιλαμβάνεται τόσο των άμεσων αναγκών, όσο και της μακροχρόνιας πνευματικής και σωματικής ευημερίας κάθε ατόμου, ευλογώντας εκείνους που δίνουν και εκείνους που λαμβάνουν.
Ενώ υπηρετούσε ως επίσκοπος από το 1950 έως το 1955, ο Πρόεδρος Μόνσον είδε από πρώτο χέρι πώς το πρόγραμμα πρόνοιας της Εκκλησίας βοήθησε να ανακουφιστούν η πείνα και η απελπισία της έλλειψης. Αυτό το σχέδιο, είπε, «είναι εμπνευσμένο από τον Παντοδύναμο Θεό. Πράγματι, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο Αρχιτέκνων του»105. Διδάχθηκε τις αρχές πρόνοιας από δασκάλους οι οποίοι είπε ότι είχαν αποσταλεί από τους ουρανούς. Μία φορά, ο Ρούμπεν Κλαρκ της Πρώτης Προεδρίας του διάβασε την αφήγηση της Καινής Διαθήκης για τη χήρα της Ναΐν, κατόπιν έκλεισε τις γραφές του και είπε κλαίγοντας: «Τομ, να είσαι ευγενικός με τις χήρες και να φροντίζεις τους πτωχούς»106. (Βλ. Κατά Λουκάν 7:11-15.) Ο Πρόεδρος Μόνσον κράτησε αυτά τα λόγια στην καρδιά του.
Κατά τη διάρκεια των 22 ετών του ως μέλους της Απαρτίας των Δώδεκα και 22 ετών ως συμβούλου στην Πρώτη Προεδρία, υπήρξε μία κινητήριος δύναμη των προσπαθειών πρόνοιας της Εκκλησίας στην επέκταση της προσέγγισης. Υπήρξε επίσης μία καθοδηγητική επιρροή στη βελτίωση αυτών των προσπαθειών. «Εμείς, ως Εκκλησία, συνεχίσαμε να λαμβάνουμε θεία καθοδήγηση [σε θέματα πρόνοιας] όπως έχουν απαιτήσει οι συνθήκες» είπε. «Προγράμματα και διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των αρχών πρόνοιας έχουν τροποποιηθεί και πιθανότατα θα συνεχίσουν να αλλάζουν περιστασιακώς για να καλύπτουν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες. Αλλά οι βασικές αρχές δεν αλλάζουν. Δεν θα αλλάξουν. Είναι αποκεκαλυμμένες αλήθειες»107.
Το 1981, ο Πρόεδρος Σπένσερ Κίμπαλ ανακοίνωσε ότι «η αποστολή της Εκκλησίας είναι τριπλή»: να κηρύττει το Ευαγγέλιο, να τελειοποιεί τους Αγίους και να λυτρώνει τους νεκρούς108. Ο Πρόεδρος Μόνσον επιθυμούσε να προσθέσει «τη φροντίδα για τους φτωχούς και τους έχοντες ανάγκη» ως το τέταρτο μέρος της αποστολής της Εκκλησίας και η Πρώτη Προεδρία ενέκρινε αυτήν την προσθήκη το 2008 και την επισημοποίησε στην έκδοση ενός νέου εγχειριδίου της Εκκλησίας το 2010109. Αντί να αναφερθεί σε αυτές τις τέσσερεις μεγάλες προσπάθειες ως «αποστολή» της Εκκλησίας, το νέο εγχειρίδιο αναφερόταν σε αυτές ως «θεϊκά καθορισμένες ευθύνες»110.
Τα αποτελέσματα αυτής της έμφασης ήταν εκτεταμένα. Τα μέλη της Εκκλησίας ανταποκρίθηκαν γενναιόδωρα στην κλήση να βοηθήσουν σε μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστικές ανάγκες, επιτρέποντας στην Εκκλησία να υπερδιπλασιάσει την ανθρωπιστική της βοήθεια κατά τη διάρκεια της υπηρέτησης του Προέδρου Μόνσον. Αυτή η βοήθεια περιελάμβανε την παροχή καθαρού νερού σε εκατομμύρια ανθρώπους, την παροχή αναπηρικών αμαξιδίων σε εκατοντάδες χιλιάδες και την παροχή φροντίδας οράσεως για βοήθεια στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της τύφλωσης. Περιελάμβανε επίσης την παροχή τροφίμων και ρουχισμού, μητρικής και νεογνικής φροντίδας, ιατρικής εκπαίδευσης και προμηθειών, εκπαιδευτικών προμηθειών και εκστρατειών ανοσοποίησης111.
«Είμαι βαθιά ευγνώμων που ως εκκλησία συνεχίζουμε να επεκτείνουμε την ανθρωπιστική βοήθεια, όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη» είπε ο Πρόεδρος Μόνσον. «Έχουμε κάνει πολλά από την άποψη αυτή και έχουμε ευλογήσει τη ζωή χιλιάδων επί χιλιάδων από τα τέκνα του Πατρός μας, τα οποία δεν είναι από το δικό μας δόγμα καθώς και αυτούς που είναι από το δόγμα μας. Προτιθέμεθα να συνεχίσουμε να βοηθούμε όπου υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο»112.
Μερικές από τις σημαντικότερες ανταποκρίσεις της Εκκλησίας σε έκτακτες ανάγκες σχετικές με καταστροφές έλαβαν χώρα υπό την ηγεσία του Προέδρου Μόνσον. Είπε στα μέλη της Εκκλησίας: «Οι συνεισφορές σας στα κεφάλαια της Εκκλησίας μάς επιτρέπουν να ανταποκρινόμαστε σχεδόν αμέσως, όταν συμβαίνουν καταστροφές οπουδήποτε στον κόσμο. Σχεδόν πάντοτε είμαστε μεταξύ των πρώτων στον τόπο της καταστροφής, παρέχοντας οποιαδήποτε βοήθεια μπορούμε»113.
Ως παράδειγμα, μίλησε για την ανταπόκριση της Εκκλησίας, όταν ένας σεισμός συγκλόνισε την Αϊτή το 2010, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους: «Μέσα σε μία ώρα μετά το κτύπημα του σεισμού… η Εκκλησία ήταν εν δράσει, στέλνοντας αμέσως προμήθειες ανακούφισης στην περιοχή τους. Παρείχαμε νερό, τρόφιμα, ιατρικές προμήθειες, κυτία υγιεινής και άλλα αντικείμενα. Στείλαμε ομάδες γιατρών και νοσοκόμων για να παράσχουν την τόσο απαραίτητη ιατρική περίθαλψη»114.
Μαζί με την ανθρωπιστική ανταπόκριση και την ανταπόκριση εκτάκτου ανάγκης που παρείχε η Εκκλησία ως οργάνωση, ο Πρόεδρος Μόνσον ήταν ευγνώμων στις χιλιάδες των μελών που προσέφεραν τον εαυτό τους –τους πόρους, τον χρόνο και τη δαημοσύνη τους– για να βοηθήσουν όσους είχαν ανάγκη. Στην εναρκτήρια ομιλία του στη γενική συνέλευση Απριλίου 2011, ανέφερε εν συντομία για τους τόνους προμηθειών που είχε παραδώσει η Εκκλησία μετά από έναν καταστρεπτικό σεισμό και τσουνάμι στην Ιαπωνία. Το μεγαλύτερο μέρος της αναφοράς του, ωστόσο, αφορούσε στη στοργική υπηρέτηση των ατόμων:
«Οι νέοι ανύπανδροι ενήλικοί μας προσέφεραν εθελουσίως τον χρόνο τους προκειμένου να εντοπίσουν αγνοούμενα μέλη, χρησιμοποίησαν το Διαδίκτυο, κοινωνικά μέσα και άλλα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Μέλη παραδίδουν βοήθεια χρησιμοποιώντας σκούτερ που παρέχει η Εκκλησία σε περιοχές που είναι δύσκολο να τις προσεγγίσει αυτοκίνητο. Σχέδια υπηρετήσεως για συλλογή κυτίων υγιεινής και καθαρισμού οργανώνονται σε πολλαπλούς πασσάλους και τομείς στο Τόκυο, τη Ναγκόγια και την Οσάκα. Μέχρι τούδε, πάνω από 40.000 ώρες υπηρέτησης έχουν δωριστεί από περισσότερους των 4.000 εθελοντών»115.
Κατά τη διάρκεια του χρόνου του Τόμας Μόνσον ως Προέδρου, τα μέλη της Εκκλησίας προσέφεραν κατά μέσο όρο πάνω από 7 εκατομμύρια ώρες ετησίως υπηρετώντας σε εγκαταστάσεις πρόνοιας. Κάθε χρόνο, κατά μέσο όρο περίπου 10.000 εθελοντές παρείχαν πληθώρα υπηρεσιών σε όλον τον κόσμο. Η Εκκλησία επίσης ανταποκρίθηκε σε εκατοντάδες καταστροφές –σεισμούς και ανεμοστρόβιλους, τυφώνες και τσουνάμι, πυρκαγιές και πλημμύρες, λιμούς και κρίσεις προσφύγων– σε έως και 89 χώρες ετησίως116.
Η αυτοδυναμία είναι μία άλλη αρχή πρόνοιας την οποία τόνισε ο Πρόεδρος Μόνσον για τη βοήθεια ανθρώπων που έχουν ανάγκη. «Η αυτοδυναμία… στηρίζει όλες τις άλλες πρακτικές πρόνοιας» δίδαξε. «Είναι ένα ουσιώδες στοιχείο στην πνευματική καθώς και στην υλική μας ευημερία»117. Το 2012 η Πρώτη Προεδρία ενέκρινε μία πρωτοβουλία αυτοδυναμίας για χώρες εκτός Βορείου Αμερικής για να βοηθήσει άτομα και οικογένειες να βελτιώσουν τη μόρφωσή τους, να αποκτήσουν καλύτερη απασχόληση, να αρχίσουν και να αναπτύξουν μία επιχείρηση και να διαχειρίζονται καλύτερα τα οικονομικά τους. Μέσα σε τέσσερα χρόνια περισσότερα από 500.000 μέλη της Εκκλησίας σε περισσότερα από 100 έθνη είχαν συμμετάσχει σε αυτήν την πρωτοβουλία118. Λόγω της επιτυχίας της, το 2015 η Πρώτη Προεδρία έκανε διαθέσιμη την πρωτοβουλία αυτοδυναμίας στη Βόρειο Αμερική επίσης.
Φράνσις – Μία αφοσιωμένη σύντροφος
«Ευχαριστώ τον Πατέρα μου στους Ουρανούς για την γλυκιά μου σύντροφο, Φράνσις» είπε ο Τόμας Μόνσον στη γενική συνέλευση, όταν υποστηρίχθηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας. »Δεν θα μπορούσα να ζητήσω μία πιο αφοσιωμένη, στοργική και γεμάτη κατανόηση σύντροφο»119.
Οι βαριές ευθύνες του Προέδρου Μόνσον στην Εκκλησία άρχισαν σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά τον γάμο του με την Φράνσις, όταν κλήθηκε ως επίσκοπος. Αυτές οι ευθύνες εντάθηκαν σε όλη τη ζωή του και απαιτούσαν επίσης σε μεγάλο μέρος συμμετοχή της αδελφής Μόνσον. Έδωσε την υποστήριξή της ευχαρίστως. «Δεν ήταν ποτέ θυσία να βλέπω τον σύζυγό μου να κάνει το έργο του Κυρίου» έλεγε εκείνη. «Με έχει ευλογήσει και έχει ευλογήσει τα παιδιά μας»120.
Αναγνωρίζοντας αυτήν την πίστη, ο Πρόεδρος Μόνσον είπε: «Δεν έχω λάβει ποτέ τίποτα άλλο παρά υποστήριξη και ενθάρρυνση από τη Φράνσις»121. Τα ταξίδια του για να εκπληρώσει τις αναθέσεις της Εκκλησίας μερικές φορές απαιτούσαν από αυτόν να είναι μακριά από το σπίτι για μακρές περιόδους, αφήνοντας τη Φράνσις μόνη για να φροντίσει τα παιδιά τους. «Αρχής γενομένης από τότε που εκλήθην ως επίσκοπος σε ηλικία των 22 ετών, σπανίως είχαμε την πολυτέλεια να καθίσουμε μαζί κατά τη διάρκεια μίας συγκεντρώσεως της Εκκλησίας» είπε ο Πρόεδρος Μόνσον122. Σημείωσε επίσης ότι «σε κάθε κλήση έχω ανακαλύψει συνεχώς νέες ικανότητες και ταλέντα σε [εκείνη]»123.
Η κόρη των Μόνσον, Ανν, θυμήθηκε πώς η μητέρα της ηγείτο της οικογένειας, ενώ ο πατέρας της έλειπε από το σπίτι για υπηρέτηση στην Εκκλησία:
«Πολλές φορές ο μπαμπάς έκανε περιοδείες υπηρέτησης σε όλον τον κόσμο… Η μητέρα μάς μετέφερε ότι έκανε το καθήκον του και ότι θα μας πρόσεχαν και θα μας προστάτευαν όποτε έλειπε εκείνος. Μας διαβίβασε αυτό το μήνυμα όχι μόνο με λόγια, αλλά με τον ήρεμο τρόπο της να διαβεβαιώνει ότι όλα όσα έπρεπε να γίνουν επιτυγχάνονταν πάντα… Καθώς συλλογίζομαι τις πολλές ευλογίες που έχω λάβει ως θυγατέρα ενός Αποστόλου του Κυρίου, αυτή που έχει περισσότερη αξία για μένα είναι το δώρο και η ευλογία της γυναίκας που παντρεύτηκε, της μητέρας μου»124.
Η αδελφή Μόνσον βίωσε κάποιες σοβαρές δυσκολίες υγείας κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της και ο Πρόεδρος Μόνσον έκανε ό,τι μπορούσε για να την φροντίσει έως ότου απεβίωσε στις 17 Μαΐου 2013, σε ηλικία 85 ετών. Στην επόμενη γενική συνέλευση, μίλησε τρυφερά για την εκδημία της και κατόπιν εξέφρασε τη μαρτυρία του για την αιώνια ζωή:
«Ήταν η αγάπη της ζωής μου, η έμπιστή μου και η πιο κοντινή φίλη μου. Το να πω ότι μου λείπει δεν αρχίζει να μεταφέρει το βάθος των συναισθημάτων μου…
»Αυτό που ήταν η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς για εμένα κατά τη διάρκεια αυτού του τρυφερού καιρού αποχωρισμού είναι η μαρτυρία μου για το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και η γνώση που έχω ότι η αγαπητή μου Φράνσις ζει ακόμη. Γνωρίζω ότι ο αποχωρισμός μας είναι παροδικός. Επισφραγισθήκαμε στον οίκο του Θεού από κάποιον που είχε την εξουσία να δένει επάνω στη γη και στους ουρανούς. Γνωρίζω ότι θα ενωθούμε εκ νέου μία ημέρα και δεν θα χωρισθούμε ποτέ ξανά. Αυτή είναι η γνώση που με στηρίζει»125.
Η επεκτεινόμενη Εκκλησία
«Η Εκκλησία συνεχίζει να μεγαλώνει σταθερά και να αλλάζει τη ζωή όλο και περισσοτέρων ανθρώπων κάθε έτος» είπε ο Πρόεδρος Μόνσον στα εναρκτήρια σχόλιά του στη γενική συνέλευση Οκτωβρίου 2013126. Όταν έγινε Πρόεδρος της Εκκλησίας, υπήρχαν 13,2 εκατομμύρια μέλη. Η Εκκλησία αυξανόταν σταθερά κατά τη διάρκεια της εποχής του ως Προέδρου, με τα μέλη να αυξάνονται σε 16 εκατομμύρια, με πασσάλους να αυξάνονται από 2.791 σε 3.322 και με ναούς να αυξάνονται από 124 σε 159. Είκοσι μία χώρες είχαν οργανώσει τον πρώτο πάσσαλό τους κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, δείχνοντας μία άλλη διάσταση της ανάπτυξης της Εκκλησίας.
Ο Πρόεδρος Μόνσον τόνισε ότι η ανάπτυξη της Εκκλησίας απαιτεί υπηρέτηση, θυσία και το καλό παράδειγμα των μελών της Εκκλησίας. «Εμείς… έχουμε αποσταλεί στη Γη αυτήν την εποχή για να μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στην επίσπευση αυτού του μεγάλου έργου» είπε127. Τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικής ανάπτυξης και της προόδου κάθε μέλους.
Μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό
«Κοιτάξτε την καλοσύνη σε εκείνα τα μάτια. Κοιτάξτε τη ζεστασιά της έκφρασης. Όταν αντιμετωπίζω δύσκολες καταστάσεις, συχνά τον κοιτάζω και διερωτώμαι: “Τι θα έκανε Εκείνος;” Κατόπιν έχω προσπαθήσει να ανταποκριθώ αναλόγως»128. Ο Πρόεδρος Μόνσον συζητούσε με τον Πρεσβύτερο Τζέφρυ Χόλλαντ για τον αγαπημένο του πίνακα του Σωτήρος, από τον Χάινριχ Χόφμαν, ο οποίος ήταν τοποθετημένος ακριβώς απέναντι από το γραφείο του. «Νιώθω δύναμη που τον έχω κοντά μου».
Ο Πρόεδρος Μόνσον αρχικά είχε ένα αντίγραφο αυτού του πίνακα στο γραφείο του τού επισκόπου στο παλαιό κτήριο του τομέως Σιξθ-Σέβενθ. Αργότερα τον πήρε μαζί του στον Καναδά, όταν υπηρέτησε ως πρόεδρος ιεραποστολής. Είχε το ίδιο αντίγραφο στο γραφείο του, όταν κλήθηκε ως Απόστολος, κατόπιν το μετέφερε από το ένα μέρος στο άλλο έως ότου, τελικώς, κρεμόταν στο γραφείο του όταν ήταν Πρόεδρος της Εκκλησίας. «Έχω προσπαθήσει να διαμορφώσω τη ζωή μου σύμφωνα με τον Διδάσκαλο» είπε ο Πρόεδρος Μόνσον στον Πρεσβύτερο Χόλλαντ. «Οποτεδήποτε είχα… να ζυγίσω ένα αίτημα για να δώσω μία ευλογία εν συγκρίσει με τις ατελείωτες απαιτήσεις κάποιων από τα έγγραφά μου, πάντα κοίταζα εκείνη την απεικόνιση και αναρωτιόμουν: Τι θα έκανε Εκείνος;» Κατόπιν, με ένα χαμόγελο, προσέθεσε: «Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι η επιλογή δεν ήταν ποτέ να μείνω και να ασχοληθώ με τα γραφειοκρατικά!»129
Ο Πρόεδρος Μόνσον επίσης αντλούσε προοπτική από τον πίνακα, όταν έπρεπε να προβεί σε δύσκολες κρίσεις. Συλλογιζόταν: «Από αυτή την πλευρά υπάρχει ευσπλαχνία και από άλλη πλευρά υπάρχει δικαιοσύνη. Πού υπάρχει η μεγαλύτερη βαρύτητα;» Καθώς κοίταζε τον πίνακα και σκεφτόταν τι θα έκανε ο Σωτήρας, γενικώς επέλεγε την ευσπλαχνία130.
«Ο πίνακας… είναι κάτι περισσότερο από μία υπενθύμιση για το ποια είναι η “ακρογωνιαία πέτρα” (Προς Εφεσίους 2:20) της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών» είπε ο Πρεσβύτερος Χόλλαντ. «Είναι κάτι περισσότερο από μία διακήρυξη ότι ο άνδρας που καλείται να γίνει Πρόεδρος της Εκκλησίας αναμένεται να είναι πρώτος ανάμεσα στους ζώντες μάρτυρες του Σωτήρος. Ο πίνακας αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό – τον Διδάσκαλο σύμφωνα με τον οποίο ο Τόμας Μόνσον έχει διαμορφώσει τη ζωή του. “Μου αρέσει αυτός ο πίνακας” είπε ο Πρόεδρος Μόνσον καθώς τον κοίταξε ξανά»131.
Ο Πρόεδρος Μόνσον ανέφερε τη μαρτυρία του για τη θεία αποστολή του Σωτήρος σε όλον τον κόσμο για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Η ζωή του ήταν επίσης μία έκφραση εκείνης της μαρτυρίας. Ζώντας σύμφωνα με μία γραφή την οποία συχνά παρέθετε όταν παρότρυνε περισσότερη πίστη την ιδιότητα του μαθητή, εκείνος, όπως ο Σωτήρας, «πέρασε ευεργετώντας» (Πράξεις 10:38). Σκοπός Του ήταν πάντοτε να βοηθά τους ανθρώπους να οικοδομούν πίστη στον Ιησού Χριστό, ώστε να μπορούν να βιώνουν τις ευλογίες εκείνης της πίστης – παρηγοριά, ειρήνη, δύναμη, ελπίδα, χαρά και υπερύψωση.
Μερικούς μήνες προτού γίνει Πρόεδρος της Εκκλησίας, ο Πρόεδρος Μόνσον κατέθεσε μαρτυρία:
«Με όλη την καρδιά μου και τη θέρμη της ψυχής μου, υψώνω τη φωνή μου σε μαρτυρία, ως ειδικός μάρτυρας και διακηρύσσω ότι ο Θεός πράγματι ζει. Ο Ιησούς είναι ο Υιός Του, ο Μονογενής του Πατρός κατά την σάρκα. Είναι ο Λυτρωτής μας· είναι ο Μεσολαβητής μας προς τον Πατέρα. Εκείνος πέθανε στον σταυρό για να μας εξιλεώσει για τις αμαρτίες μας. Έγινε η απαρχή της Ανάστασης. Επειδή Εκείνος πέθανε, όλοι θα ξαναζήσουν. “Τι γλύκα π’ έχ’ η φράσ’ αυτή: ‘Το ξέρ’ ο Λυτρωτής μου ζει!’” [“Το ξέρ’ ο Λυτρωτής μου ζει”, Ύμνοι, αρ. 69]»132.
Ολοκλήρωση της υπηρεσίας προς τον Κύριο
Ο Τόμας Μόνσον υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας για σχεδόν 10 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του στις 2 Ιανουαρίου 2018, σε ηλικία 90 ετών. Είχε υπηρετήσει συνολικά 54 χρόνια στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων, ως σύμβουλος στην Πρώτη Προεδρία και ως Πρόεδρος. Μόνον τέσσερεις άνδρες είχαν υπηρετήσει περισσότερο σε αυτές τις ιδιότητες. «Επηρέασε τη ζωή και διαμόρφωσε τον προορισμό εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο» είπε ο Πρόεδρος Ράσσελ Νέλσον στη νεκρώσιμο ακολουθία του133.
Καθώς η Εκκλησία μεγάλωσε από 2,1 εκατομμύρια μέλη, όταν χειροτονήθηκε Απόστολος, σε 16 εκατομμύρια μέλη κατά τη διάρκεια της περιόδου που προήδρευε αυτής, ο Τόμας Μόνσον συνέχισε τη διά βίου διακονία του στα άτομα. Παρότρυνε άλλους να κάνουν το ίδιο. Ο Πρόεδρος Νέλσον παρέθεσε μερικές από τις συχνές εκφράσεις του σχετικά με αυτό:
«Στείλτε ένα σημείωμα στον φίλο που έχετε παραμελήσει».
«Αγκαλιάστε το παιδί σας».
«Να λέτε “σ’ αγαπώ” πιο συχνά».
«Πάντοτε να εκφράζετε τις ευχαριστίες σας».
«Ποτέ μην αφήνετε ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί να γίνει πιο σημαντικό από ένα άτομο που πρέπει να αγαπηθεί».
Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος Νέλσον είπε: «Ο Πρόεδρος Μόνσον… υπήρξε πρότυπο ανιδιοτέλειας. Προσωποποίησε τη δήλωση του Κυρίου, ο οποίος είπε: “Kαι ο μεγαλύτερος από σας, θα είναι υπηρέτης σας” [Κατά Ματθαίον 23:11]. Αφιέρωσε τον χρόνο του για να επισκέπτεται, να ευλογεί και να αγαπά τους άλλους. Ακόμη και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξακολουθούσε να τελεί διακονία, κάνοντας συχνές επισκέψεις σε νοσοκομεία και γηροκομεία»134.
Επιζητώντας να είναι στην υπηρεσία του Κυρίου ήταν ένας τρόπος ζωής που ο Τόμας Μόνσον έμαθε και έζησε ως παιδί, επίσκοπος, πρόεδρος ιεραποστολής και απόστολος και προφήτης. «Ήθελα ο Κύριος να ξέρει… ότι αν ήθελε να γίνει κάτι, θα μπορούσε να βασίζεται στον Τομ Μόνσον» είπε135. «Όπου υπάρχει ανάγκη και όπου υπάρχει πόνος, θα ήθελα να είμαι εκεί για να δώσω μία χείρα βοηθείας»136.
Είτε ευλογώντας κάποιον που ήταν άρρωστος, σώζοντας έναν νέο, φροντίζοντας μία χήρα, παρηγορώντας τον αποθαρρυνόμενο ή προσφέροντας την ανθρωπιστική υπηρεσία της Εκκλησίας, ο Τόμας Μόνσον καθοδηγείτο από το παράδειγμα του Σωτήρος και τις πολλές παρακλήσεις Του στην ιδιότητα του μαθητή. «Αναπτύσσετε την εκτίμηση ότι ο Επουράνιος Πατέρας γνωρίζει ποιοι είστε» συλλογιζόταν «και Εκείνος λέει: “Ορίστε, πήγαινε να το κάνεις αυτό για μένα”. Πάντοτε Τον ευχαριστώ»137. Καθώς ο Πρόεδρος Μόνσον ακολουθούσε αυτές τις προτροπές, έκτιζε γέφυρες προς τις καρδιές των ατόμων και μετέφερε πίστη, ελπίδα και αγνή αγάπη σε όλον τον κόσμο. Αυτόν που ο Κύριος καλεί, αυτόν ο Κύριος προετοιμάζει.