“Κεφάλαιο 3: Ο Άγγελος Μορόνι και οι χρυσές πλάκες: 1823–1827,” Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες (2002), 13–16 “Κεφάλαιο 3,” Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες, 13–16 Κεφάλαιο 3 Ο Άγγελος Μορόνι και οι χρυσές πλάκες (1823–1827) Πέρασαν τρία χρόνια μετά το πρώτο όραμα του Τζόζεφ. Ήταν δεκαεφτά χρονών. Ο Τζόζεφ αναρωτιόταν τι ήθελε από αυτόν ο Θεός. Ένα βράδυ ο Τζόζεφ γονάτισε και προσευχήθηκε. Είχε πίστη ότι ο Θεός θα του έλεγε τι να κάνει. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:27, 29 Ο Τζόζεφ είδε ένα λαμπρό φως στο δωμάτιό του. Ένας άγγελος στεκόταν στο φως. Το πρόσωπο του αγγέλου ήταν πολύ φωτεινό. Φορούσε έναν ωραίο λευκό χιτώνα. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:30–32 Ο άγγελος είπε πως το όνομά του ήταν Μορόνι. Ο Θεός τον είχε στείλει να μιλήσει στον Τζόζεφ. Ο Μορόνι είπε ότι ο Θεός είχε κάποιο έργο για να κάνει ο Τζόζεφ. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:33 Ο Άγγελος Μορόνι μίλησε στον Τζόζεφ για ένα βιβλίο. Το βιβλίο μιλούσε για τους ανθρώπους στην Αμερική πριν από πολλά χρόνια. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στους ανθρώπους αυτούς. Τους δίδαξε το ευαγγέλιό του. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:34 Ο Μορόνι είπε πως το βιβλίο ήταν γραμμένο σε χρυσές σελίδες. Οι χρυσές σελίδες λέγονταν πλάκες. Το βιβλίο ήταν γραμμένο σε μια γλώσσα που δεν ξέρουμε. Ο Θεός ήθελε να μεταφράσει ο Τζόζεφ το βιβλίο. Ο Τζόζεφ θα το έγραφε στα αγγλικά, ώστε οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνα τα χρόνια στην Αμερική να καταλάβουν τι έλεγε το βιβλίο. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:34–35 Ο Άγγελος Μορόνι είπε πως οι πλάκες ήταν κρυμμένες σ’ ένα λόφο κοντά στο σπίτι του Τζόζεφ. Ήταν θαμμένες στο χώμα. Ο Μορόνι είπε πως μαζί με τις χρυσές πλάκες ήταν κρυμμένες δύο πέτρες. Οι πέτρες αυτές ονομάζονταν Ουρίμ και Θουμίμ. Οι πέτρες θα βοηθούσαν τον Τζόζεφ να μεταφράσει το βιβλίο. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:34–35, 42, 51 Ο Μορόνι μίλησε στον Τζόζεφ για τον Ηλιού. Ο Ηλιού ήταν ένας μεγάλος προφήτης που έζησε πριν πολλά χρόνια. Ο Ηλιού είχε την ιεροσύνη. Η ιστορία του Ηλιού βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Μορόνι είπε πως ο Ηλιού θα γύριζε πίσω στη γη. Ο Ηλιού θα έλεγε στους ανθρώπους να μάθουν για τους προγόνους τους. Οι πρόγονοι είναι μέλη της οικογένειάς μας που έζησαν πριν από εμάς. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:38–39; Δ&Δ 2:1–2 Ο Μορόνι μίλησε στον Τζόζεφ για την ιεροσύνη. Η ιεροσύνη είναι η δύναμη του Θεού. Ο Μορόνι είπε ότι ο Ηλιού θα έφερνε τη δύναμη της ιεροσύνης στη γη. Η δύναμη της ιεροσύνης θα βοηθούσε τις ενάρετες οικογένειες. Θα μπορούσαν να επισφραγιστούν. Έπειτα θα μπορούσαν να ζήσουν για πάντα μαζί. Ο Μορόνι έφυγε. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:38–39, 40; Δ&Δ 2:1–2 Ο Άγγελος Μορόνι ξανάρθε άλλες δυο φορές εκείνη τη νύχτα. Κάθε φορά που έρχονταν, έλεγε πολλά πράγματα στον Τζόζεφ. Έφυγε όταν ήταν πρωί. Ο Τζόζεφ σηκώθηκε και πήγε να δουλέψει στη φάρμα με τον πατέρα του. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:43–49 Ο Τζόζεφ ήταν πολύ κουρασμένος, δεν μπορούσε να δουλέψει. Έπεσε κάτω. Την ώρα που ήταν πεσμένος κάτω, ήρθε ξανά ο Μορόνι. Ο Τζόζεφ είπε στον πατέρα του αυτά που του έμαθε ο Μορόνι. Ο πατέρας του Τζόζεφ τον πίστεψε. Ήξερε πως ο Θεός είχε στείλει τον Μορόνι. Είπε στον Τζόζεφ να υπακούσει τον Μορόνι. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:48, 50 Ο Τζόζεφ πήγε να βρει τις χρυσές πλάκες. Πήγε σ’ ένα λόφο κοντά στο σπίτι του. Ήταν ο Λόφος Κουμώρα. Οι χρυσές πλάκες ήταν εκεί. Ήταν θαμμένες κάτω από ένα μεγάλο βράχο. Ήταν μέσα σε ένα πέτρινο κουτί. Μέσα στο κουτί ήταν επίσης το Ουρίμ και το Θουμμίμ. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:51–52 Ο Άγγελος Μορόνι παρουσιάστηκε στον Τζόζεφ. Δεν άφησε τον Τζόζεφ να πάρει στο σπίτι του τις χρυσές πλάκες. Είπε στον Τζόζεφ να έρχεται στο λόφο, την ίδια μέρα κάθε χρόνο για τέσσερα χρόνια. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:53 Ο Τζόζεφ υπάκουσε τον Μορόνι. Πήγαινε στο λόφο Κουμώρα κάθε χρόνο. Ο Μορόνι τον δίδασκε εκεί. Ο Μορόνι είπε στον Τζόζεφ για την αληθινή Εκκλησία του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς θα οργάνωνε ξανά στη γη την Εκκλησία Του. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:54 Στα 1827 ο Μορόνι έδωσε τις χρυσές πλάκες στον Τζόζεφ. Ο Τζόζεφ περίμενε τέσσερα χρόνια για να πάρει τις πλάκες. Ο Μορόνι είπε στον Τζόζεφ να φροντίσει έτσι ώστε να μην πάθουν τίποτα οι πλάκες. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:59 Ο Τζόζεφ πήρε τις χρυσές πλάκες στο σπίτι του. Ήθελε να τις φοντίσει έτσι ώστε να μην πάθουν τίποτα. Κακοί άνθρωποι προσπάθησαν να τις κλέψουν. Ο Τζόζεφ έκρυψε τις χρυσές πλάκες κάπου που να μην μπορούν να τις βρουν οι κακοί άνθρωποι. Ο Θεός βοήθησε τον Τζόζεφ να μην πάθουν τίποτα οι χρυσές πλάκες. Τζόζεφ Σμιθ – Ιστορία, 1:60