“Κεφάλαιο 46: Ο Τζόζεφ Σμιθ στη φυλακή του Λίμπερτυ: Μάρτιος 1839,” Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες (2002), 173–75 “Κεφάλαιο 46,” Ιστορίες από το Διδαχή και Διαθήκες, 173–75 Κεφάλαιο 46 Ο Τζόζεφ Σμιθ στη φυλακή του Λίμπερτυ (Μάρτιος 1839) Ο Τζόζεφ Σμιθ και οι φίλοι του έμειναν στη φυλακή πολλές μέρες. Μετά τους πήγαν σε μια άλλη φυλακή. Ήταν στο Λίμπερτυ του Μισσούρι. Η φυλακή του Λίμπερτυ ήταν κρύα και βρώμικη. Ο Τζόζεφ και οι φίλοι του υπέφεραν πολύ. Μερικές φορές ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Αναγκάζονταν να κοιμούνται στο πάτωμα. Το φαγητό δεν ήταν καλό. Μερικές φορές ήταν δηλητηριασμένο και αρρώσταιναν. Ο Τζόζεφ ήταν λυπημένος. Μαζί με τους φίλους του βρίσκονταν πολύ καιρό στη φυλακή. Ο Τζόζεφ δεν ήξερε αν θα έβγαιναν ποτέ. Ανησυχούσε για την Εκκλησία. Ο Τζόζεφ προσευχήθηκε στον Επουράνιο Πατέρα. Ρώτησε πόσο καιρό θα έπρεπε να υποφέρουν ο ίδιος και οι Άγιοι. Ζήτησε από τον Επουράνιο Πατέρα να τους βοηθήσει. Ο Τζόζεφ ζήτησε από τον Επουράνιο Πατέρα να τιμωρήσει τους εχθρούς τους. Δ&Δ 121:1–6 Ο Ιησούς είπε στον Τζόζεφ ότι θα υπέφερε μόνο για λίγο ακόμα. Είπε στον Τζόζεφ να φανεί γενναίος. Τότε ο Θεός θα τον ευλογούσε. Ο Ιησούς είπε ότι σύντομα ο Τζόζεφ θα ήταν μαζί με τους φίλους του. Οι φίλοι του Τζόζεφ τον αγαπούσαν και θα χαίρονταν να τον δουν. Δ&Δ 122:7–9 Ο Ιησούς ήξερε τι είχαν κάνει οι κακοί άνθρωποι. Είπε στον Τζόζεφ πώς θα τους τιμωρούσε. Οι κακοί άνθρωποι δε θα μπορούσαν να έχουν ποτέ την ιεροσύνη. Τα παιδιά τους δε θα μπορούσαν ποτέ να έχουν την ιεροσύνη. Οι κακοί άνθρωποι θα υπέφεραν και θα πέθαιναν. Δ&Δ 121:15, 21 Ο Ιησούς είπε στον Τζόζεφ ότι πολλά καλά πράγματα θα συνέβαιναν στους Αγίους. Τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει το Θεό να τους ευλογήσει. Το Άγιο Πνεύμα θα τους έλεγε υπέροχα πράγματα για τη δύναμη του Θεού. Θα μάθαιναν για τους ουρανούς και τη γη. Δ&Δ 121:26–33 Ο Ιησούς είπε στον Τζόζεφ ότι δεν έπρεπε να φοβάται όταν θα έπρεπε να υποφέρει. Ο Τζόζεφ δε θα έπρεπε να ανησυχεί όταν είχε βάσανα και προβλήματα. Ο Ιησούς είπε ότι τα βάσανα είναι για το καλό μας. Τα βάσανα μας βοηθούν να μαθαίνουμε. Ο Ιησούς είχε υποφέρει περισσότερο από τον καθένα. Δ&Δ 122:7–9