Η ζωή και η διακονία του Έζρα Ταφτ Μπένσον
Ταξιδιώτες στην εθνική οδό μεταξύ του Λόγκαν στη Γιούτα και του Ουίτνυ στο Άινταχο παρακολούθησαν αυτοπροσώπως κάτι ασυνήθιστο στις 4 Ιουνίου 1994. Είδαν ανθρώπους να στέκονται κατά μήκος τμημάτων εκείνου του 39 χιλιομέτρων μέρους του δρόμου. Την επομένη, ο Πρεσβύτερος Ρόμπερτ Χέιλς της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων εξήγησε γιατί είχαν συγκεντρωθεί οι άνθρωποι εκεί. Περίμεναν τη νεκρική πομπή, που μετέφερε το σώμα του Προέδρου Έζρα Ταφτ Μπένσον προς το κοιμητήριο στη γενέτειρά του, ύστερα από τη νεκρώσιμο τελετή στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ της Γιούτας. Ο Πρεσβύτερος Χέιλς περιέγραψε τη σκηνή:
«Η διαδρομή με την πομπή προς το Ουίτνυ του Άινταχο ήταν ένας συγκινητικός φόρος τιμής σε έναν προφήτη του Θεού.
»Υπήρξε φόρος τιμής από μέλη της Εκκλησίας καθώς ήταν στη σειρά στην εθνική οδό και στέκονταν στις ανισόπεδες διαβάσεις κατά μήκος του δρόμου. Ορισμένοι ήσαν ντυμένοι με τα κυριακάτικά τους το απόγευμα του Σαββάτου. Άλλοι έκαναν παύση με σεβασμό, σταματώντας τα αυτοκίνητά τους και στέκονταν με ευλάβεια, περιμένοντας να περάσει ο προφήτης. Αγρότες στέκονταν στα χωράφια τους με το καπέλο τους επάνω στην καρδιά τους. Πιθανώς πιο σημαντικά ήσαν τα νεαρά αγόρια που έβγαζαν τα καπέλα τους τού μπέιζμπολ και τα έβαζαν επάνω στην καρδιά τους. Σημαίες κυμάτιζαν το αντίο καθώς το σώμα του προφήτη προσπερνούσε. Υπήρχαν πινακίδες που έλεγαν: “Αγαπούμε τον Πρόεδρο Μπένσον”. Άλλες έλεγαν: “Διαβάστε το Βιβλίο του Μόρμον”»1.
Αυτό το ξεχείλισμα στοργής ήταν πράγματι ένας φόρος τιμής, αλλά ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήταν μία ορατή απόδειξη ότι ζωές ανθρώπων είχαν αλλάξει, επειδή είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του προφήτη. Και οι άνθρωποι που ήσαν συγκεντρωμένοι κατά μήκος της εθνικής οδού αντιπροσώπευαν πολλά περισσότερα. Μεταξύ της εποχής που ο Έζρα Ταφτ Μπένσον γεννήθηκε κοντά στο Ουίτνυ του Άινταχο και της εποχής που το υλικό του σώμα ήταν θαμμένο εκεί, υπηρέτησε ως όργανο στα χέρια του Κυρίου, ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο και βοηθώντας εκατομμύρια να έλθουν στον Χριστό.
Μαθήματα που διδάχθηκαν στο οικογενειακό αγρόκτημα
Στις 4 Αυγούστου 1899, η Σάρα Ντάνκλυ Μπένσον και ο Τζωρτζ Ταφτ Μπένσον ο νεότερος καλωσόρισαν στην οικογένειά τους το πρωτότοκο παιδί τους. Το ονόμασαν Έζρα Ταφτ Μπένσον, από τον προπάππο του, τον Πρεσβύτερο Έζρα Τ. Μπένσον, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων.
Ο Έζρα γεννήθηκε στην αγροικία δύο δωματίων την οποία είχε κτίσει ο πατέρας του τα προηγούμενα έτη. Ο τοκετός ήταν παρατεταμένος και δύσκολος και ο θεράπων ιατρός νόμιζε ότι το μωρό 5,3 κιλών δεν θα επιζούσε. Όμως οι γιαγιάδες του μωρού είχαν διαφορετική γνώμη. Γέμισαν δύο λεκάνες με νερό --μία με ζεστό και την άλλη με κρύο-- και βούτηξαν τον εγγονό τους εναλλάξ σε κάθε λεκάνη έως ότου άρχισε να κλαίει.
Ο μικρός Έζρα Ταφτ Μπένσον, τον οποίον αποκαλούσαν συχνά «Τι» μέλη της οικογένειας και φίλοι, απόλαυσε μία ικανοποιητική παιδική ηλικία στο αγρόκτημα που περιέβαλλε το σπίτι όπου γεννήθηκε. Ο Πρόεδρος Γκόρντον Χίνκλι, ο οποίος υπηρέτησε μαζί με τον Πρόεδρο Μπένσον επί σχεδόν 33 έτη στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων και την Πρώτη Προεδρία, έκανε λόγο περί των μαθημάτων που έμαθε ο μικρός Έζρα:
«Ήταν αγροτόπαιδο, στην κυριολεξία και στην πραγματικότητα, με εργατική φόρμα με τιράντες, ένα ηλιοκαμένο αγόρι, το οποίο σε πολύ μικρή ηλικία γνώρισε τον νόμο του θερισμού: “Επειδή, ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει” (Προς Γαλάτες 6:7).
»Γνώρισε εκείνες τις φτωχικές ημέρες ότι χωρίς σκληρή δουλειά τίποτε δεν μεγαλώνει παρά μόνο αγριόχορτα. Πρέπει να υπάρχει μόχθος, ακατάπαυστος και συνεχής, αν θέλουμε να υπάρξει θερισμός. Και έτσι υπήρχε όργωμα το φθινόπωρο και όργωμα την άνοιξη -- η κάθιδρη εργασία να περπατάς σε ένα χαντάκι όλη την ημέρα πίσω από μία ομάδα δυνατά άλογα. Εκείνες τις ημέρες χρησιμοποιείτο ένα άροτρο χειρός και ήταν απαραίτητο να κρατά κανείς συνεχώς τις χειρολαβές που στρέφονταν και τραντάζονταν καθώς η κοφτερή μύτη του αρότρου έκοβε τη γη και την γύριζε προσεγμένα. Ύστερα από μία ημέρα από αυτό, το αγόρι ήταν εξαντλημένο και κοιμόταν καλά. Όμως το πρωινό ερχόταν πολύ σύντομα.
»Το χωράφι χρειαζόταν τον βωλοκόπο, να τον σύρουν τα άλογα πάλι, για να σπάσει τους σβώλους και να προετοιμάσει το φυτώριο. Το φύτεμα ήταν ένα δύσκολο, επίμοχθο έργο. Και μετά ερχόταν η άρδευση. Το αγρόκτημα των Μπένσον ήταν σε ξηρή ύπαιθρο, η οποία γινόταν γόνιμη ως αποτέλεσμα της άρδευσης. Έπρεπε να παρακολουθούν το νερό, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά κατά τη νύκτα επίσης. Δεν υπήρχαν ηλεκτρικοί φακοί ούτε φανάρια προπανίου. Υπήρχαν μόνον φανάρια κηροζίνης τα οποία εξέπεμπαν μία αδύναμη και χλωμή κίτρινη λάμψη. Ήταν επιτακτική ανάγκη να πάει το νερό στο τέλος της σειράς. Αυτό ήταν ένα μάθημα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ.
»Φαντάζομαι στον νου μου το μικρό αγόρι, με το φτυάρι επάνω στον ώμο του, να περπατά στα χαντάκια και στα χωράφια για να φέρει το νερό που μεγαλώνει τη ζωή στο καψαλισμένο χώμα.
»Σύντομα ερχόταν ο καιρός να κόψει άχυρο, πολλά εκτάρια από αυτό. Η ομάδα από ζώα ήταν αγκιστρωμένη στη μηχανή κουρέματος, το αγόρι σκαρφαλωμένο στην παλαιά θέση από ατσάλι και το δρεπάνι πήγαινε μπρος-πίσω, κόβοντας μια δρεπανιά 1,5 μέτρων καθώς η ομάδα από ζώα προχωρούσε προς τα εμπρός. Με μύγες και κουνούπια, με σκόνη και ζέστη να τσουρουφλίζει, ήταν δύσκολο έργο. Κατόπιν τα άχυρα έπρεπε να συλλεχθούν, κατόπιν να στερεωθούν με ένα δίκρανο χειρός σε μία θημωνιά για να στεγνώσουν. Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου ήταν σημαντική. Όταν τα άχυρα έφθαναν στη σωστή φάση, στερεώνονταν σε πλέγμα συγκράτησης μεταφερόμενου άχυρου, μία άμαξα με μία μεγάλη επίπεδη βάση. Στην αυλή με τις στοίβες, ένας φορτωτήρας που τον οδηγούσαν άλογα τα σήκωνε από την άμαξα και σχημάτιζαν μία τεράστια στοίβα από άχυρα. Εκείνη την εποχή δεν έκαναν δεμάτια ούτε υπήρχαν μηχανικοί φορτωτές. Υπήρχαν μόνον δίκρανα και μύες.
»…Δεν είναι απορίας άξιον ότι το σώμα του έγινε μεγάλο και δυνατό. Όσοι από εμάς τον γνώριζαν στη μετέπειτα ζωή του, συχνά σχολιάζαμε το μέγεθος των καρπών του. Η εύρωστη υγεία, το θεμέλιο της οποίας ετέθη κατά την παιδική του ηλικία, ήταν μία από τις μεγάλες ευλογίες της ζωής του. Μέχρι τα τελευταία χρόνια, ήταν άνδρας με τρομακτική ενέργεια.
»Όλα τα χρόνια της ώριμης ζωής του, όταν αλληλεπιδρούσε με προέδρους και βασιλείς, ποτέ δεν έχασε αυτό που είχε κερδίσει από την παιδική του ηλικία στο αγρόκτημα. Ποτέ δεν έχασε την ικανότητά του για εργασία. Ποτέ δεν έχασε τη θέληση να σηκώνεται την αυγή και να εργάζεται τη νύκτα.
»Όμως υπήρχε κάτι περισσότερο από την τρομακτική συνήθεια να εργάζεται, που προερχόταν από εκείνο το σπίτι της παιδικής του ηλικίας. Υπήρχε μία ορισμένη ισχύς που προέρχεται από το χώμα. Υπήρχε μία συνεχής υπενθύμιση της δήλωσης που εδόθη στον Αδάμ και την Εύα, όταν εξεδιώχθησαν από τον κήπο: “Με τον ιδρώτα τού προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, μέχρις ότου επιστρέψεις στη γη” (Γένεση 3:19). Το πνεύμα της αυτοδυναμίας ήταν θεμελιώδες σε όσους δούλευαν το χώμα. Τότε δεν υπήρχαν κυβερνητικά αγροτικά προγράμματα, καμία επιχορήγηση κανενός είδους. Οι απρόβλεπτες αλλαγές των εποχών έπρεπε να γίνονται αποδεκτές. Οι εξοντωτικοί παγετοί, οι καταιγίδες εκτός εποχής, ο άνεμος και η ξηρασία, όλα γίνονταν αποδεκτά ως κίνδυνοι της ζωής για τους οποίους δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη ασφάλεια. Ήταν αναγκαιότητα η αποθήκευση για την εποχή έλλειψης, διαφορετικά θα υπήρχε πείνα. Η μοναδική, συνεχής πηγή ενάντια στους κινδύνους της ζωής ήταν η προσευχή, η προσευχή στον αιώνιο, στοργικό μας Πατέρα, τον Παντοδύναμο Θεό του σύμπαντος.
»Γινόταν πολλή προσευχή σε εκείνο το σπιτάκι στο Ουίτνυ του Άινταχο. Γινόταν οικογενειακή προσευχή, βράδυ και πρωί, στην οποία εκφράζονταν ευχαριστίες για τη ζωή με τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες της και στην οποία γίνονταν εκκλήσεις για δύναμη, προκειμένου να γίνει το έργο της ημέρας. Θυμούνταν όσους ήσαν σε ανάγκη και όταν η οικογένεια σηκωνόταν από τα γόνατα, η μητέρα, η οποία ήταν η πρόεδρος της Ανακουφιστικής Εταιρείας τομέως, είχε το μόνιππο φορτωμένο για να μοιρασθεί φαγητό με όσους ήσαν σε ανάγκη, με τον μεγαλύτερο υιό της ως τον οδηγό της. Τα μαθήματα αυτά ποτέ δεν χάθηκαν»2.
Μαθήματα που διδάχθηκαν από πιστούς γονείς
Αυτά τα μαθήματα της σκληρής δουλειάς, της οικογενειακής ενότητος, της υπηρέτησης και της ζωής σύμφωνα με το Ευαγγέλιο άρχισαν να μεγαλύνονται μία ημέρα, όταν οι γονείς του 12χρονου Έζρα ήλθαν στο σπίτι από μία συγκέντρωση της Εκκλησίας με απροσδόκητα νέα. Ο Πρόεδρος Μπένσον ενθυμήθηκε αργότερα:
«Καθώς ο πατέρας οδηγούσε το άλογο προς το σπίτι, η μητέρα άνοιξε το ταχυδρομείο και, προς έκπληξή τους, υπήρχε ένα γράμμα από τη Θυρίδα Β΄ [του ιεραποστολικού γραφείου] στη Σωλτ Λέηκ -- μία κλήση για να πάει σε μία ιεραποστολή. Κανείς δεν ρώτησε αν ήταν έτοιμος, πρόθυμος ή ικανός. Υποτίθεται ότι ο επίσκοπος γνώριζε, και ο επίσκοπος ήταν ο παππούς Τζωρτζ Τ. Μπένσον, ο πατέρας του πατέρα μου.
»Καθώς ο πατέρας και η μητέρα έρχονταν στην αυλή, έκλαιγαν και οι δύο -- κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ στην οικογένειά μας. Συγκεντρωθήκαμε γύρω από το μόνιππο --τότε ήμαστε επτά-- και τους ρωτήσαμε τι συνέβαινε.
»Είπαν: “Όλα είναι καλά”.
»“Τότε γιατί κλαίτε;” ρωτήσαμε.
»“Ελάτε στο σαλόνι και θα σας εξηγήσουμε”.
»Συγκεντρωθήκαμε γύρω από τον παλαιό καναπέ στο σαλόνι και ο πατέρας μάς είπε για την ιεραποστολική κλήση του. Τότε η μητέρα είπε: “Είμαστε υπερήφανοι που γνωρίζουμε ότι ο πατέρας θεωρείται άξιος να πάει σε μία ιεραποστολή. Κλαίμε λίγο, επειδή αυτό σημαίνει δύο έτη αποχωρισμού. Ξέρετε, εγώ και ο πατέρας σας δεν έχουμε ποτέ χωρίσει περισσότερο από δύο νύκτες από τότε που παντρευτήκαμε -- και τότε ήταν όταν ο πατέρας είχε πάει στο φαράγγι για να πάρει κούτσουρα, ξυλεία και καυσόξυλα”»3.
Με τον πατέρα του σε μία ιεραποστολή, ο Έζρα ανέλαβε μέγα μέρος της ευθύνης να διευθύνει το οικογενειακό αγρόκτημα. «Έκανε την εργασία ενός άνδρα, μολονότι ήταν απλώς ένα αγόρι» ενθυμείτο αργότερα η αδελφή του, Μάργκαρετ. «Πήρε τη θέση του πατέρα για σχεδόν δύο έτη»4. Υπό την ηγεσία της Σάρας, ο Έζρα και τα αδέλφια του εργάζονταν μαζί, προσεύχονταν μαζί και διάβαζαν γράμματα από τον πατέρα τους μαζί. Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, ο Πρόεδρος Μπένσον συλλογίσθηκε τις ευλογίες που ήλθαν στην οικογένειά του, επειδή ο πατέρας του υπηρέτησε μία ιεραποστολή:
«Υποθέτω ότι ορισμένοι στον κόσμο θα μπορούσαν να πουν ότι η αποδοχή από μέρους του αυτής της κλήσης αποτελούσε απόδειξη ότι δεν αγαπούσε πραγματικώς την οικογένειά του. Να αφήσει επτά παιδιά και μία μητέρα έγκυο στο σπίτι μόνους για δύο χρόνια, πώς θα μπορούσε να είναι αυτό αληθινή αγάπη;
»Όμως ο πατέρας μου είχε μεγαλύτερη κατανόηση της αγάπης. Ήξερε ότι “όλα συνεργούν προς το αγαθό σ’ αυτούς που αγαπούν τον Θεό” (Προς Ρωμαίους 8:28). Ήξερε ότι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για την οικογένειά του ήταν να υπακούει στον Θεό.
»Αν και μας έλειπε πολύ κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών και μολονότι η απουσία του έφερε πολλές δυσκολίες στην οικογένειά μας, η αποδοχή εκ μέρους του απεδείχθη ότι ήταν ένα δώρο χριστιανικής αγάπης. Ο πατέρας πήγε στην ιεραποστολή του, αφήνοντας τη μητέρα στο σπίτι με επτά παιδιά. (Το όγδοο γεννήθηκε τέσσερις μήνες, αφού εκείνος έφθασε στο ιεραποστολικό πεδίο.) Όμως ήλθε σε εκείνο το σπίτι το πνεύμα του ιεραποστολικού έργου που ποτέ δεν το άφησε. Αυτό δεν ήταν χωρίς κάποια θυσία. Ο πατέρας έπρεπε να πωλήσει το παλαιό, ξηρό αγρόκτημα, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ιεραποστολή του. Έπρεπε να μεταφέρει ένα παντρεμένο ζευγάρι σε μέρος του σπιτικού μας για να φροντίζει τις καλλιέργειες σε σειρά και άφησε στους υιούς και τη σύζυγό του την ευθύνη για τη γη με τα άχυρα, τον βοσκότοπο και μία μικρή αγέλη αγελάδων παραγωγής γάλακτος.
»Τα γράμματα του πατέρα ήσαν όντως ευλογία για την οικογένειά μας. Για εμάς τα παιδιά, φαίνονταν ότι έρχονταν από σχεδόν από όλον τον κόσμο, αλλά ήσαν μόνον από το Σπρίνγκφιλντ της Μασσαχουσέτης και το Σικάγο του Ιλινόι και το Σήνταρ Ράπιντς και το Μάρσαλταουν της Αϊόβα. Ναι, ήλθε στο σπίτι μας, ως αποτέλεσμα της ιεραποστολής του πατέρα, το πνεύμα του ιεραποστολικού έργου που ποτέ δεν το άφησε.
»Αργότερα η οικογένεια μεγάλωσε σε ένδεκα παιδιά -- επτά υιούς και τέσσερεις θυγατέρες. Και οι επτά υιοί υπηρέτησαν ιεραποστολές, μερικοί εκ των οποίων δύο ή τρεις ιεραποστολές. Αργότερα, δύο θυγατέρες και οι σύζυγοί τους υπηρέτησαν πλήρους απασχόλησης ιεραποστολές. Οι δύο άλλες αδελφές, χήρες αμφότερες --η μία μητέρα οκτώ παιδιών και η άλλη μητέρα εννέα-- υπηρέτησαν ως ιεραποστολικές συνάδελφοι στο Μπίρμινχαμ της Αγγλίας.
»Είναι μία κληρονομία που εξακολουθεί να ευλογεί την οικογένεια των Μπένσον ακόμη και στην τρίτη και τέταρτη γενεά. Δεν ήταν αυτό πράγματι ένα δώρο αγάπης;»5
Υπηρέτηση στην Εκκλησία ως Νέος Άνδρας
Εμπνευσμένος από το παράδειγμα των γονέων του και παρακινημένος από την ίδια του την επιθυμία να βοηθήσει στην οικοδόμηση της βασιλείας του Κυρίου επί της γης, ο Έζρα Ταφτ Μπένσον αποδεχόταν με ενθουσιασμό κλήσεις να υπηρετήσει. Όταν ήταν 19 ετών, ο επίσκοπός του, ο οποίος ήταν επίσης παππούς του, του ζήτησε να υπηρετήσει ως ένας από τους ενηλίκους ηγέτες για 24 νέους άνδρες στον τομέα. Οι νέοι άνδρες συμμετείχαν στους Προσκόπους της Αμερικής και ο Έζρα υπηρετούσε ως βοηθός αρχηγός ομάδος προσκόπων.
Σε αυτήν την κλήση, μία από τις πολλές ευθύνες του Έζρα ήταν να βοηθά τους νέους άνδρες να τραγουδούν σε μία χορωδία. Υπό την ηγεσία του, οι νέοι άνδρες κέρδισαν έναν διαγωνισμό με χορωδίες από άλλους τομείς στον πάσσαλό τους, δίδοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις για έναν τοπικό διαγωνισμό. Για να τους παροτρύνει να κάνουν εξάσκηση και να τραγουδήσουν κατά τον καλύτερο τρόπο, ο Έζρα τούς υποσχέθηκε ότι, αν κέρδιζαν τον τοπικό διαγωνισμό, θα τους πήγαινε σε μία πεζοπορία 56 χιλιομέτρων πέρα στα βουνά, σε μία λίμνη. Το σχέδιο λειτούργησε -- οι νέοι άνδρες από το Ουίτνυ κέρδισαν.
«Αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την πεζοπορία μας» αφηγήθηκε ο Πρόεδρος Μπένσον «και κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης ένας μικρός δωδεκάχρονος σήκωσε το χέρι του και είπε πολύ επισήμως: “…Θα ήθελα να προτείνω κάτι”. …Είπα: “Εντάξει, τι;” Είπε: “Θα ήθελα να προτείνω κάτι, ούτως ώστε να μην ασχολούμαστε με χτένες και βούρτσες σε αυτό το ταξίδι. Να κόψουμε τα μαλλιά μας”».
Τελικώς, όλοι οι νέοι άνδρες συμφώνησαν να κουρευτούν κοντά σε προετοιμασία για την πεζοπορία. Ενθουσιάσθηκαν περισσότερο για την ιδέα, όταν ένας από αυτούς πρότεινε να κόψουν οι αρχηγοί ομάδος προσκόπων τα μαλλιά τους επίσης. Ο Πρόεδρος Μπένσον εξακολούθησε:
«Δύο αρχηγοί ομάδος προσκόπων έλαβαν θέσεις στην καρέκλα του κουρέα, ενώ ο τελευταίος γεμάτος χαρά περνούσε το κάθε κεφάλι με την κουρευτική μηχανή. Καθώς κόντευε να φθάσει στο τέλος της δουλειάς, είπε: “Λοιπόν, παιδιά, αν με αφήνατε να ξυρίσω το κεφάλι σας, θα το έκανα χωρίς πληρωμή”. Και έτσι ξεκινήσαμε εκείνη την πεζοπορία -- 24 αγόρια με κεφάλι κουρεμένο και δύο αρχηγοί ομάδος προσκόπων με κεφάλι ξυρισμένο».
Συλλογιζόμενος τις εμπειρίες του με τους νέους άνδρες στον τομέα του, ο Πρόεδρος Μπένσον είπε: «Μία από τις χαρές να εργάζεσαι με τα αγόρια είναι το γεγονός ότι όντως λαμβάνεις την ανταμοιβή σου στην πορεία. Έχεις την ευκαιρία να παρατηρείς τα αποτελέσματα της ηγεσίας σου καθημερινώς καθώς εργάζεσαι μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια και τους παρακολουθείς να μεγαλώνουν και να γίνονται σταθεροί, πιστοί άνδρες, αποδεχόμενοι προθύμως τις δυσκολίες και τις ευθύνες τους. Τέτοια ικανοποίηση δεν μπορεί να αγορασθεί σε καμία τιμή· πρέπει να κερδηθεί μέσω υπηρέτησης και αφοσίωσης. Τι υπέροχο πράγμα που είναι να έχεις έστω και μικρό μέρος στην προσφορά βοηθείας για να κάνεις αγόρια άνδρες, αληθινούς άνδρες»6.
Ο Πρόεδρος Μπένσον ποτέ δεν ξέχασε εκείνους τους νέους άνδρες και κατέβαλλε προσπάθειες να διατηρεί επαφή μαζί τους. Πολλά χρόνια, ύστερα από εκείνη την πεζοπορία 56 χιλιομέτρων, επισκέφθηκε τον τομέα Ουίτνυ ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων και μίλησε με μία μικρή ομάδα αυτών. Ήσαν εις θέσιν να του πουν ότι 22 από τους 24 είχαν παραμείνει πιστοί στην Εκκλησία. Είχαν χάσει επαφή με τους άλλους δύο. Ο Πρόεδρος Μπένσον τελικώς βρήκε αυτούς τους δύο άνδρες, τους βοήθησε να επιστρέψουν στη δραστηριότητα της Εκκλησίας και τέλεσαν τις επισφραγίσεις του ναού7.
Το φλερτάρισμα με τη Φλώρα
Το φθινόπωρο του 1920, ο Έζρα πήγε στο Λόγκαν της Γιούτας, περίπου 40 χιλιόμετρα από το Ουίτνυ, για να εγγραφεί στο Κολέγιο Γεωργίας της Γιούτας (τώρα Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Γιούτας). Ήταν με κάποιους φίλους, όταν μία νέα γυναίκα τράβηξε το βλέμμα του. Ενθυμήθηκε αργότερα:
«Ήμαστε έξω κοντά στους αχυρώνες με ζώα παραγωγής γάλακτος, όταν μία νέα γυναίκα --πολύ ελκυστική και όμορφη-- οδηγούσε με το μικρό της αμάξι καθ’ οδόν προς το γαλακτοπωλείο για να αγοράσει λίγο γάλα. Καθώς τα αγόρια τής έκαναν νεύμα, ανταπέδωσε το νεύμα κι εκείνη. Είπα: “Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;” Είπαν: “Αυτή είναι η Φλώρα Αμούσεν”.
»Τους είπα: “Ξέρετε, μόλις είχα την έμπνευση ότι πρόκειται να την παντρευτώ”».
Οι φίλοι του Έζρα γέλασαν με τη δήλωσή του, λέγοντας: «Είναι πάρα πολύ δημοφιλής για ένα αγροτόπαιδο». Όμως εκείνος ήταν απτόητος. «Αυτό το κάνει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον», απήντησε εκείνος.
Σύντομα μετά τη συζήτηση αυτήν, η Φλώρα και ο Έζρα συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Ουίτνυ, όπου εκείνη είχε προσκληθεί να μείνει με μία από τις εξαδέλφες του Έζρα. Και σύντομα ύστερα από αυτό, ο Έζρα την προσκάλεσε σε έναν χορό. Εκείνη δέχθηκε, και άλλα ραντεβού οδήγησαν σε αυτό που αργότερα απεκάλεσαν «υπέροχο φλερτάρισμα». Όμως το φλερτάρισμά τους διεκόπη --και, με πολλούς τρόπους, βελτιώθηκε-- όταν ο Έζρα έλαβε την κλήση να υπηρετήσει ως πλήρους απασχόλησης ιεραπόστολος στη Βρετανική Ιεραποστολή.
Σε προετοιμασία για την ιεραποστολή του Έζρα, εκείνος και η Φλώρα μίλησαν για τη σχέση τους. Ήθελαν να συνεχίσει η φιλία τους, αλλά ανεγνώρισαν επίσης την ανάγκη να γίνει ο Έζρα αφοσιωμένος ιεραπόστολος. «Προτού φύγω, εγώ και η Φλώρα αποφασίσαμε να γράφουμε [γράμματα] μόνον μία φορά τον μήνα» είπε εκείνος. «Αποφασίσαμε επίσης ότι τα γράμματά μας θα ήταν γράμματα ενθάρρυνσης, πεποίθησης και ειδήσεων. Κάναμε απλώς αυτό»8.
Δύο ιεραπόστολοι
Η Βρετανική Ιεραποστολή, η οποία ήταν τόσο παραγωγικό πεδίο για τους πρώτους ιεραποστόλους Αγίους των Τελευταίων Ημερών, ήταν διαφορετική για τον πρεσβύτερο Μπένσον και τους συναδέλφους του. Ανταγωνιστές στις Βρετανικές Νήσους, συμπεριλαμβανομένου κάποιου κλήρου, είχαν εμπνεύσει ευρύ μίσος έναντι των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, εκδίδοντας άρθρα, μυθιστορήματα, έργα και ταινίες εναντίον των μορμόνων. Αναμφιβόλως, ο πρεσβύτερος Μπένσον λυπόταν με τα πικρά συναισθήματα των ανθρώπων για το αποκατεστημένο Ευαγγέλιο, αλλά δεν επέτρεπε σε τέτοιες δοκιμασίες να αποδυναμώσουν την πίστη του. Στην πραγματικότητα, έγραψε στο ημερολόγιό του για τους τοπικούς νέους που λοιδορούσαν εκείνον και τους συναδέλφους του, φωνάζοντας: «μορμόνοι!» Η ανείπωτη απάντησή του ήταν: «Δόξα τω Θεώ που είμαι μορμόνος»9.
Εκτός από τη διάδοση του Ευαγγελίου στους ανθρώπους που δεν ήσαν μέλη της Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Μπένσον υπηρέτησε ως ηγέτης της ιεροσύνης και γραφέας ανάμεσα στους Αγίους των Τελευταίων Ημερών στη Μεγάλη Βρετανία. Αυτές οι ποικίλες ευκαιρίες να υπηρετήσει, οδήγησαν σε γλυκές εμπειρίες, σε μεγάλη αντίθεση με τις δυσκολίες που συχνά αντιμετώπιζε. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον βάπτισε και επικύρωσε λίγους και βοήθησε πολλούς περισσότερους να πλησιάσουν τον Κύριο. Παραδείγματος χάριν, μίλησε για μία φορά κατά την οποία, σε μία ειδική συγκέντρωση οργανωμένη από πιστά μέλη της Εκκλησίας, καθοδηγήθηκε από το Πνεύμα να μιλήσει με έναν τρόπο που βοήθησε τους φίλους των μελών να λάβουν μαρτυρία ότι ο Τζόζεφ Σμιθ ήταν προφήτης του Θεού10. Κατέγραψε ότι εκείνος και ένας συνάδελφος κάποτε έδωσαν μία ευλογία της ιεροσύνης σε μία σοβαρά άρρωστη γυναίκα, η οποία ανάρρωσε περίπου 10 λεπτά αργότερα11. Αγαλλίασε όταν, ως γραφέας, βρήκε Αγίους τα ονόματα των οποίων ήσαν στα αρχεία της Εκκλησίας, αλλά οι οποίοι είχαν χαθεί για τους τοπικούς ηγέτες12. Έλαβε πολύτιμη εκπαίδευση ηγεσίας, υπηρετώντας υπό τη διεύθυνση δύο προέδρων ιεραποστολής οι οποίοι ήσαν επίσης μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων: οι Πρεσβύτεροι Όρσον Ουίτνυ και Ντέιβιντ ΜακΚέι.
Ο πρεσβύτερος Μπένσον ήταν ευγνώμων για την προστασία του Κυρίου καθώς κήρυττε το Ευαγγέλιο. Μία νύκτα, εκείνος και ο συνάδελφός του περικυκλώθηκαν από έναν όχλο ανδρών που τους απειλούσε να τους ρίξει στον ποταμό. Προσευχήθηκε σιωπηλώς για βοήθεια. Τότε, καθώς ανέφερε αργότερα «ένας γεροδεμένος ξένος έσπρωξε το πλήθος για να κάνει χώρο και να έλθει προς τη μεριά μου. Με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και είπε με δυνατή, ξεκάθαρη φωνή: “Νεαρέ, πιστεύω κάθε λέξη που είπες απόψε”. Καθώς μιλούσε, άνοιξε γύρω μου ένας μικρός κύκλος. Αυτό ήταν για εμένα μία άμεση απάντηση στην προσευχή μου. Κατόπιν, ένας Άγγλος αστυφύλακας εμφανίσθηκε»13.
Όταν ο Πρεσβύτερος Μπένσον δεν υπηρετούσε ενεργώς άλλους, «εξακολουθούσε να προοδεύει, “καταβροχθίζοντας το Βιβλίο του Μόρμον” ειδικώς τις ιεραποστολικές εμπειρίες των υιών του Μωσία»14. Ελάμβανε επίσης παρηγοριά και υποστήριξη μέσα από γράμματα από το σπίτι, τα οποία έλεγε ότι «διάβαζε κατ’ επανάληψη». Αναπολώντας την ιεραποστολή του, σχολίασε: «Η μητέρα και ο πατέρας εξέφραζαν τα συναισθήματά τους προς εμένα σε γράμματα και αποτελούσαν αληθινή δύναμη για εμένα ως νεαρό άνδρα. Τα γράμματα της Φλώρας ήσαν γεμάτα πνευματικές δηλώσεις και ενθάρρυνση, ποτέ συναισθηματικά πράγματα. Νομίζω ότι αυτό αύξησε την αγάπη και εκτίμησή μου για εκείνη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο»15.
Ο Πρεσβύτερος Μπένσον έλαβε την απαλλαγή του από την πλήρους απασχόλησης ιεραποστολική υπηρέτηση στις 2 Νοεμβρίου 1923. Δίσταζε να φύγει, λέγοντας ότι ο αποχαιρετισμός προς τους «αγαπητούς, καλούς Αγίους» στη Μεγάλη Βρετανία ήταν «το πιο δύσκολο μέρος της ιεραποστολής [του]»16. Ωστόσο, ήταν ευτυχής με την προοπτική ότι θα ενωνόταν εκ νέου με την οικογένειά του και προσδοκούσε να δει τη Φλώρα.
Η Φλώρα προσδοκούσε επίσης να δει τον Έζρα. Όμως έκανε περισσότερα από το να προσδοκά την άμεση προοπτική να περνά χρόνο μαζί του. Πράγματι προσδοκούσε -- για το μέλλον του και τις δυνατότητές του. Από τότε που ήταν έφηβη, ισχυριζόταν ότι θα «ήθελε να παντρευτεί έναν αγρότη»17 και ήταν ευτυχισμένη με την προφανή επιθυμία του Έζρα να εγκατασταθεί στο οικογενειακό αγρόκτημα στο Ουίτνυ του Άινταχο. Εντούτοις, ένιωθε ότι εκείνος χρειαζόταν να τελειώσει τις σπουδές του πρώτα. Είπε αργότερα: «Προσευχήθηκα και νήστεψα να με βοηθήσει ο Κύριος να μάθω πώς θα μπορούσα να τον βοηθήσω να υπηρετήσει καλύτερα τους συνανθρώπους του. Μου ήλθε η σκέψη ότι, αν ο επίσκοπος νόμιζε ότι ήμουν άξια, [θα] με καλούσε σε μία ιεραποστολή. Η Εκκλησία επέλεξε πρώτα τον Έζρα, έτσι ήξερα ότι εκείνος δεν θα έλεγε τίποτε εναντίον αυτού του πράγματος»18.
Ο Έζρα εξεπλάγη, όταν, αφού εκείνος και η Φλώρα είχαν αρχίσει να φλερτάρουν ξανά, του είπε ότι είχε αποδεχθεί μία κλήση να υπηρετήσει μία ιεραποστολή στις Νήσους της Χαβάης. Ξεχωρίστηκε στις 25 Αυγούστου 1924 και έφυγε την επομένη. Μόλις αναχώρησε, ο Έζρα έγραψε στο ημερολόγιό του: «Και οι δύο ήμαστε ευτυχισμένοι, διότι νιώθαμε ότι το μέλλον επεφύλασσε πολλά για εμάς και ότι αυτός ο χωρισμός θα μας αποζημίωνε αργότερα. Ωστόσο, είναι δύσκολο να βλέπεις τα όνειρα κάποιου να αλλάζουν. Όμως μολονότι κλαίγαμε ενίοτε γι’ αυτό, λαμβάναμε διαβεβαίωση από Εκείνον, ο οποίος μας έλεγε ότι όλα θα ήταν για το καλύτερο»19.
Πράγματι όλα ήταν για το καλύτερο. Με τα λόγια του προέδρου ιεραποστολής της, η Φλώρα ήταν: «μία πολύ καλή, δραστήρια ιεραπόστολος»20 που έδιδε την «καρδιά και την ψυχή της, τον χρόνο και τα ταλέντα της στο έργο του Κυρίου»21. Επέβλεπε την οργάνωση της Προκαταρκτικής σε ορισμένες περιοχές της ιεραποστολής, δίδασκε παιδιά σε ένα δημοτικό σχολείο, υπηρετούσε στον ναό και συμμετείχε σε προσπάθειες για την ενδυνάμωση τοπικών Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Μέχρι που υπηρέτησε για κάποιο διάστημα ως ιεραποστολική συνάδελφος της χήρας μητέρας της, Μπάρμπαρα Αμούσεν, η οποία εκλήθη σε μία βραχυπρόθεσμη ιεραποστολή. Μαζί, αυτή η συντροφιά μητέρας-κόρης συνάντησε έναν άνδρα ο οποίος είχε προσχωρήσει στην Εκκλησία χρόνια νωρίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες χάριν των προσπαθειών τού πατέρα της Φλώρας, Καρλ Αμούσεν. Ο νεοφώτιστος είχε γίνει ανενεργό μέλος μετά τη βάπτισή του, αλλά η Φλώρα και η μητέρα της τον συντρόφευσαν και τον βοήθησαν να επιστρέψει στην Εκκλησία22.
Ενώ η Φλώρα έλειπε, ο Έζρα παρέμεινε πολυάσχολος. Εκείνος και ο αδελφός του, Όρβαλ, αγόρασαν το οικογενειακό αγρόκτημα και συνέχισαν τις σπουδές τους. Για μία περίοδο, ο Έζρα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ στο Πρόβο της Γιούτας, ενώ ο Όρβαλ παρέμεινε στο Ουίτνυ για να φροντίζει το αγρόκτημα. Συμφώνησαν ότι αφού τελείωνε ο Έζρα τη σχολή, θα επέστρεφε στο αγρόκτημα, ενώ ο Όρβαλ θα υπηρετούσε μία ιεραποστολή και θα ολοκλήρωνε τη φοίτησή του. Αποφασισμένος να τελειώσει γρήγορα στο Π.Μ.Γ., ο Έζρα ακολούθησε ένα φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα μαθημάτων. Συμμετείχε επίσης σε κοινωνικές συγκεντρώσεις στο πανεπιστήμιο, συμπεριλαμβανομένων χορών, πάρτι και θεατρικών παραγωγών.
Μολονότι ο Έζρα ψηφίσθηκε «ο δημοφιλέστερος άνδρας του Π.Μ.Γ.» κατά το τελευταίο έτος της σχολής, κανείς δεν μπορούσε να κλέψει την προσοχή του από τη Φλώρα. Αργότερα είπε ότι όταν ολοκλήρωσε την ιεραποστολή της τον Ιούνιο του 1926, «ανυπομονούσε» να την δει, αν και επέμενε ότι δεν την «περίμενε» να επιστρέψει23. Απεφοίτησε μετ’ επαίνων λίγους μήνες προτού εκείνη επιστρέψει.
Αρχίζοντας την κοινή ζωή τους
Έναν μήνα αφού επέστρεψε η Φλώρα από την ιεραποστολή της, εκείνη και ο Έζρα ανακοίνωσαν τον αρραβώνα τους. Ορισμένοι άνθρωποι εξακολούθησαν να αμφισβητούν την κρίση της Φλώρας. Δεν καταλάβαιναν γιατί κάποια τόσο επιτυχημένη, πλούσια και δημοφιλής συμβιβαζόταν με ένα αγροτόπαιδο. Όμως εκείνη εξακολούθησε να λέει ότι «πάντοτε ήθελε να παντρευτεί έναν αγρότη»24. Ο Έζρα «ήταν πρακτικός, λογικός και σταθερός» έλεγε εκείνη. Και παρατήρησε: «Ήταν γλυκός με τους γονείς του και γνώριζα ότι αν τους σεβόταν, θα σεβόταν και εμένα»25. Εκείνη αναγνώριζε ότι ήταν «ακατέργαστο διαμάντι» και είπε «θα κάνω τα πάντα εντός των δυνάμεών μου για να τον βοηθήσω να γίνει γνωστός και αισθητός για το καλό, όχι μόνον σε αυτήν τη μικρή κοινότητα, αλλά για να τον μάθει ολόκληρος ο κόσμος»26.
Η Φλώρα και ο Έζρα επισφραγίσθηκαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1926 στον Ναό της Σωλτ Λέηκ από τον Πρεσβύτερο Όρσον Ουίτνυ της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων. Ο μοναδικός εορτασμός ύστερα από τον γάμο ήταν ένα πρόγευμα για την οικογένεια και τους φίλους. Μετά το πρόγευμα, το νέο ζεύγος έφυγε αμέσως με το ημιφορτηγό αυτοκίνητο Ford, μοντέλο Τ για το Έιμς στην Αϊόβα, όπου ο Έζρα είχε γίνει δεκτός για ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην αγροτική οικονομία στο Κολλέγιο Αγροτικών και Μηχανικών Τεχνών της Πολιτείας της Αϊόβα (τώρα Πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας της Πολιτείας της Αϊόβα).
Μέγα μέρος του ταξιδιού τους ήταν σε χωμάτινους δρόμους και μέσα από αραιοκατοικημένη ύπαιθρο. Κατά μήκος της πορείας, πέρασαν οκτώ νύκτες σε μία διαρρέουσα σκηνή. Όταν έφθασαν στο Έιμς, ενοικίασαν ένα διαμέρισμα, ένα τετράγωνο από την πανεπιστημιόπολη του κολλεγίου. Το διαμέρισμα ήταν μικρό και οι Μπένσον μοιράζονταν τον χώρο με μία μεγάλη οικογένεια κατσαρίδων, αλλά ο Έζρα είπε ότι «σύντομα έμοιαζε σαν το πιο ζεστό εξοχικό που θα μπορούσε κάποιος να φαντασθεί ποτέ»27. Ο Έζρα αφοσιώθηκε ξανά στις σπουδές του. Σε λιγότερο από ένα έτος αργότερα, ύστερα από αμέτρητες ώρες μελέτης, διαλέξεων και γραπτών, απεφοίτησε με μεταπτυχιακό. Το ζεύγος, το οποίο περίμενε τώρα το πρώτο τους μωρό, επέστρεψε στο αγρόκτημα των Μπένσον στο Ουίτνυ.
Εξισορροπώντας τις επαγγελματικές ευκαιρίες και τις κλήσεις στην Εκκλησία
Όταν οι Μπένσον επέστρεψαν στο Ουίτνυ, ο Έζρα απασχολήθηκε πλήρως με τις καθημερινές δραστηριότητες του αγροκτήματος, οι οποίες περιελάμβαναν το άρμεγμα των αγελάδων, την εκτροφή χοίρων και κοτόπουλων και την καλλιέργεια σακχαροτεύτλων, δημητριακών, τριφυλλιού και άλλων φυτειών. Ο Όρβαλ εκλήθη να υπηρετήσει μία πλήρους απασχολήσεως ιεραποστολή στη Δανία.
Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, οι τοπικοί κυβερνητικοί ηγέτες προσέφεραν στον Έζρα μία δουλειά ως γεωργικού αντιπροσώπου της επαρχίας. Με την παρότρυνση της Φλώρας, ο Έζρα απεδέχθη τη θέση, μολονότι αυτό σήμαινε ότι θα άφηναν το αγρόκτημα και θα μετακόμιζαν στην κοντινή πόλη το Πρέστον. Προσέλαβε έναν εντόπιο γεωργό να διευθύνει το αγρόκτημα έως ότου επέστρεφε ο Όρβαλ.
Οι ευθύνες του Έζρα περιελάμβαναν την παροχή συμβουλών σε εντόπιους γεωργούς επί θεμάτων που επηρέαζαν την παραγωγικότητά τους. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένιωθε ότι οι αγρότες χρειάζονταν καλύτερες ικανότητες προώθησης προϊόντων -- κάτι που έγινε όλο και πιο σημαντικό μετά την απαρχή του Μεγάλου Κραχ και για το οποίο εκείνος, με τη μόρφωσή του στην αγροτική οικονομία, ήταν τοποθετημένος να παράσχει. Παρότρυνε τους αγρότες να συμμετάσχουν σε γεωργικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι θα τους βοηθούσαν να περικόψουν το κόστος και να λάβουν τις καλύτερες τιμές για το μεροκάματο28.
Οι ικανότητες του Έζρα ως αγροτικού ηγέτη δημιούργησαν άλλες ευκαιρίες απασχολήσεως. Από το 1930 έως το 1939, εργαζόταν ως αγροτικός οικονομολόγος και ειδικός στο Τμήμα πανεπιστημιακών μαθημάτων για ευρύ εξωπανεπιστημιακό ακροατήριο του Πανεπιστημίου του Άινταχο στο Μπόιζι, την πρωτεύουσα της πολιτείας του Άινταχο. Αυτές οι ευθύνες διεκόπησαν μεταξύ του Αυγούστου του 1936 και του Ιουνίου του 1937, όταν οι Μπένσον μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, ώστε να μπορούσε ο Έζρα να σπουδάσει αγροτική οικονομία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ.
Ακόμη και με φορτικές ευθύνες στην εργασία και στο σπίτι, ο Έζρα και η Φλώρα Μπένσον έβρισκαν χρόνο να υπηρετούν στην Εκκλησία. Στο Ουίτνυ, στο Πρέστον και στο Μπόιζι εκλήθησαν να διδάσκουν και να ηγούνται των νέων29. Ασπάσθηκαν αυτές τις κλήσεις με ενθουσιασμό, πιστεύοντας ότι «οι νέοι είναι το μέλλον μας»30. Ο Έζρα είχε επίσης την ευκαιρία να βοηθήσει στο τοπικό ιεραποστολικό έργο31. Στο Μπόιζι, ο Έζρα εκλήθη να υπηρετήσει ως σύμβουλος στην προεδρία πασσάλου. Μάλιστα συνέχισε σε εκείνη τη θέση κατά τη διάρκεια του χρόνου που εκείνος και η οικογένειά του ζούσαν στην Καλιφόρνια. Ο πάσσαλος του Μπόιζι μεγάλωσε ταχέως και τον Νοέμβριο του 1938, ο Πρεσβύτερος Μέλβιν Μπάλαρντ της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων χώρισε τον πάσσαλο σε τρεις πασσάλους. Ο Έζρα Ταφτ Μπένσον εκλήθη να υπηρετήσει ως ένας εκ των προέδρων πασσάλου.
Τον Ιανουάριο του 1939, ο Έζρα εξεπλάγη που του προσεφέρθη η θέση του εκτελεστικού γραμματέα για το Εθνικό Συμβούλιο των γεωργικών συνεταιρισμών στην Ουάσινγκτον D.C. Συμβουλεύθηκε τη Φλώρα γι’ αυτήν την ευκαιρία. Επειδή είχε ξεχωριστεί ως πρόεδρος πασσάλου μόλις δύο μήνες νωρίτερα, επικοινώνησε επίσης με την Πρώτη Προεδρία για να ζητήσει τη συμβουλή της. Εκείνοι τον παρότρυναν να αποδεχθεί τη θέση, οπότε εκείνος και η οικογένειά του αποχαιρέτισαν τους φίλους τους στο Μπόιζι τον Μάρτιο του 1939 και μετακόμισαν στη Βηθεσδά, στο Μέρυλαντ, κοντά στην Ουάσινγκτον D.C. Τον Ιούνιο του 1940 εκλήθη να υπηρετήσει ως πρόεδρος πασσάλου ξανά, αυτή τη φορά στον προσφάτως οργανωμένο πάσσαλο Ουάσινγκτον, στην Ουάσινγκτον D.C.
Μία στοργική, ενωμένη οικογένεια
Ο Έζρα και η Φλώρα Μπένσον πάντοτε θυμούνταν την αιώνια σημασία της σχέσεώς τους και της σχέσεώς τους με τα παιδιά τους, τους γονείς τους που γερνούσαν, και τα αδέλφια τους. Η έμφασή τους στη διατήρηση μίας ενωμένης οικογένειας ήταν κάτι περισσότερο από αίσθηση καθήκοντος. Αγαπούσαν γνησίως ο ένας τον άλλον και ήθελαν να είναι μαζί -- σε αυτήν τη ζωή και σε όλη την αιωνιότητα.
Οι πολλές ευθύνες του Έζρα σε κλήσεις στην Εκκλησία και επαγγελματικές αναθέσεις, συχνά τον πήγαιναν μακριά από το σπίτι. Ενίοτε, οι εκφράσεις των μικρών παιδιών τόνιζαν αυτό το γεγονός. Παραδείγματος χάριν, καθώς έφευγε για μία συγκέντρωση της Εκκλησίας μία Κυριακή, η θυγατέρα του, η Μπάρμπαρα, είπε: «Αντίο, μπαμπά. Και έλα ξανά να μας επισκεφθείς καμιά φορά»32. Ήταν δύσκολο για τη Φλώρα να μεγαλώσει τα έξι παιδιά τους με τον σύζυγό της να λείπει τόσο συχνά, και περιστασιακώς παραδεχόταν ότι αισθανόταν «μόνη και λιγάκι αποθαρρυμένη»33. Εντούτοις, μέσα απ’ όλα αυτά, αγαπούσε τον ρόλο της ως συζύγου και μητέρας και ήταν ευχαριστημένη με την αφοσίωση του συζύγου της προς τον Κύριο και την οικογένεια. Σε ένα γράμμα προς τον Έζρα, έγραψε: «Ως συνήθως οι ημέρες φαίνονται μήνες από τότε που έφυγες. …[Όμως] αν όλοι οι άνδρες… αγαπούσαν και ζούσαν τη θρησκεία τους όπως εσύ, θα υπήρχε πολύ λίγη λύπη [και] δυστυχία. …Είσαι πάντα τόσο αφοσιωμένος στην οικογένειά σου και έτοιμος πάντοτε να δώσεις βοήθεια σε άλλους που είναι σε ανάγκη34.
Ο Έζρα έδειχνε αυτήν την αφοσίωση όποτε ήταν σπίτι. Περνούσε χρόνο να γελά και να παίζει με τα έξι παιδιά του, να τα ακούει προσεκτικά, να ζητεί τη γνώμη τους για σημαντικά θέματα, να διδάσκει το Ευαγγέλιο, να βοηθά με τις δουλειές του σπιτιού και να δαπανά χρόνο με καθένα από αυτά ξεχωριστά. Τα παιδιά έβρισκαν παρηγοριά και δύναμη στην ενωμένη αγάπη των γονέων τους γι’ αυτά. (Επειδή η οικογένεια ήταν τόσο σημαντική για τον Έζρα Ταφτ Μπένσον, αυτό το βιβλίο περιέχει δύο κεφάλαια των διδασκαλιών του επί του θέματος. Αυτά τα κεφάλαια με τον τίτλο «Γάμος και οικογένεια -- ορισμένα από τον Θεό» και «Οι ιερές κλήσεις των πατέρων και μητέρων» περιλαμβάνουν απομνημονεύματα των παιδιών Μπένσον για το στοργικό σπίτι της παιδικής ηλικίας τους.)
Η κλήση στην αποστολική ιδιότητα
Το καλοκαίρι του 1943 ο Έζρα έφυγε από το Μέρυλαντ μαζί με τον υιό του, Ρηντ, για να περιοδεύσουν σε διάφορους αγροτικούς συνεταιρισμούς στην Καλιφόρνια ως μέρος των ευθυνών του στο Εθνικό Συμβούλιο αγροτικών συνεταιρισμών. Σχεδίασε επίσης να συναντηθεί με ηγέτες της Εκκλησίας στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ και να επισκεφθεί μέλη της οικογένειας στο Άινταχο.
Στις 26 Ιουλίου, αφού επέτυχαν τους αντικειμενικούς στόχους του ταξιδιού τους, επέστρεψαν στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, προτού αναχωρήσουν για το σπίτι. Έμαθαν ότι ο Πρόεδρος Ντέιβιντ ΜακΚέι, με τον οποίον ο Έζρα είχε συναντηθεί λιγότερο από δύο εβδομάδες νωρίτερα, τον αναζητούσε. Ο Έζρα κάλεσε τον Πρόεδρο ΜακΚέι, ο οποίος του είπε ότι ο Πρόεδρος Χίμπερ Γκραντ, τότε Πρόεδρος της Εκκλησίας, ήθελε να τον συναντήσει. Ο Έζρα και ο Ρηντ οδηγήθηκαν στη θερινή οικία του Προέδρου Γκραντ, λίγα λεπτά από το κέντρο της Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Όταν έφθασαν, «παρουσιάσθηκε αμέσως στο υπνοδωμάτιο του Προέδρου Γκραντ, όπου αναπαυόταν ο ηλικιωμένος προφήτης. Κατ’ εντολή του Προέδρου, ο Έζρα έκλεισε την πόρτα και τον πλησίασε, αφού κάθισε σε μία καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Ο Πρόεδρος Γκραντ πήρε το δεξιό χέρι του Έζρα και στα δύο του χέρια και, με δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια του, είπε απλά: “Αδελφέ Μπένσον, με όλη μου την καρδιά σε συγχαίρω και προσεύχομαι ώστε να σε συνακολουθεί η ευλογία του Θεού. Έχεις επιλεγεί ως το νεότερο μέλος του Συμβουλίου των Δώδεκα Αποστόλων”»35.
Στο ημερολόγιό του, ο Έζρα αφηγήθηκε την εμπειρία:
«Η ανακοίνωση φαινόταν απίστευτη και συγκλονιστική. …Για μερικά λεπτά μπορούσα μόνο να πω: “Ω, Πρόεδρε Γκραντ, αυτό είναι απίστευτο!” το οποίο πρέπει να επανελάμβανα αρκετές φορές προτού μπορέσω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. …Κρατούσε το χέρι μου για πολλή ώρα καθώς αμφότεροι χύναμε δάκρυα. …Για περισσότερο από μία ώρα ήμαστε μόνοι μαζί, τον περισσότερο καιρό με τα χέρια μας σφιγμένα ζεστά μαζί. Μολονότι [ήταν] αδύναμος, ο νους του ήταν διαυγής και σε εγρήγορση και εντυπωσιάσθηκα βαθιά με το γλυκό, καλοσυνάτο, ταπεινό πνεύμα του καθώς φαινόταν ότι διερευνούσε την ψυχή μου.
»Αισθανόμουν τόσο τελείως αδύναμος και ανάξιος, που τα λόγια του παρηγοριάς και διαβεβαίωσης, τα οποία ακολούθησαν, εκτιμήθηκαν διπλά. Ανάμεσα στ’ άλλα, δήλωσε: “Ο Κύριος έχει έναν τρόπο να μεγαλύνει άνδρες που καλούνται σε θέσεις ηγεσίας”. Όταν στην αδυναμία μου μπόρεσα να δηλώσω ότι αγαπούσα την Εκκλησία, είπε: “Το γνωρίζουμε αυτό και ο Κύριος θέλει άνδρες οι οποίοι θα δώσουν τα πάντα για το έργο Του”»36.
Ύστερα από αυτήν τη συνέντευξη, ο Έζρα και ο Ρηντ οδηγήθηκαν στην οικία του Προέδρου ΜακΚέι. Καθ’ οδόν, ο Έζρα δεν ανέφερε τίποτε για την εμπειρία του με τον Πρόεδρο Γκραντ και ο Ρηντ δεν ρώτησε. Όταν έφθασαν στην οικία των ΜακΚέι, ο Πρόεδρος ΜακΚέι είπε στον Ρηντ τι είχε συμβεί. Τότε ο Έζρα και ο Ρηντ αγκαλιάστηκαν.
Ο Έζρα ήταν ανήσυχος εκείνη τη νύκτα καθώς εκείνος και ο Ρηντ άρχισαν το ταξίδι τους με τρένο προς το σπίτι. Την επομένη, κάλεσε τη Φλώρα και της είπε για την κλήση του στην αποστολική ιδιότητα. «Είπε πόσο υπέροχα ένιωθε ότι ήταν και εξέφρασε την πλήρη πεποίθησή της ότι θα μπορούσα να εκπληρώσω την κλήση μου» ενθυμείτο εκείνος. «Ήταν καθησυχαστικό που της μίλησα. Πάντοτε εκείνη έχει δείξει περισσότερη πίστη σε εμένα παρ’ ό,τι έχω εγώ στον εαυτό μου»37.
Τις επόμενες εβδομάδες ο Έζρα και η Φλώρα κανόνισαν να μετακομίσουν στη Γιούτα και ο Έζρα έκανε ό,τι μπορούσε για να παράσχει μία ομαλή μετάβαση για τον διάδοχό του στο Εθνικό Συμβούλιο των αγροτικών συνεταιρισμών. Εκείνος και ο Σπένσερ Κίμπαλ υποστηρίχθηκαν μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων την 1η Οκτωβρίου 1943 και χειροτονήθηκαν Απόστολοι στις 7 Οκτωβρίου, με τον Πρεσβύτερο Κίμπαλ να χειροτονείται πρώτος.
Έτσι άρχισε η διακονία του Πρεσβυτέρου Έζρα Ταφτ Μπένσον ως ενός εκ των «ειδικ[ών] μ[αρτύρων] τού ονόματος τού Χριστού σε όλον τον κόσμο» (Δ&Δ 107:23).
Παροχή τροφίμων, ιματισμού και ελπίδος στη μεταπολεμική Ευρώπη
Στις 22 Δεκεμβρίου 1945, ο Πρόεδρος Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ, τότε Πρόεδρος της Εκκλησίας, συνεκάλεσε μία ειδική συγκέντρωση για την Πρώτη Προεδρία και την Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων. Ανακοίνωσε ότι η Πρώτη Προεδρία είχε την έμπνευση να στείλει έναν Απόστολο να προεδρεύσει της Ευρωπαϊκής Ιεραποστολής και να επιβλέπει τις προσπάθειες της Εκκλησίας εκεί. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει νωρίτερα εκείνο το έτος και πολλά ευρωπαϊκά έθνη μόλις άρχιζαν να συνέρχονται από την ευρεία, σαρωτική καταστροφή του πολέμου. Η Πρώτη Προεδρία έκρινε ότι ο Έζρα Ταφτ Μπένσον ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να κάνει τη δουλειά.
Αυτά τα νέα ήλθαν ως «μεγάλη καταπληξία» στον Πρεσβύτερο Μπένσον, ο οποίος ήταν το πιο νέο και το πιο καινούργιο μέλος της απαρτίας. Σαν την ιεραποστολή του πατέρα του, 34 χρόνια πριν, αυτή η ανάθεση θα απαιτούσε από εκείνον να αποχωρισθεί την καινούργια του οικογένεια. Η Πρώτη Προεδρία δεν μπορούσε να πει πόσο καιρό θα έλειπε. Ωστόσο, τους διαβεβαίωσε ότι η σύζυγος και τα παιδιά του θα τον υποστήριζαν και εξέφρασε την ολοκληρωτική προθυμία του να υπηρετήσει38. Αργότερα περιέγραψε την ανάθεση την οποία είχε αποδεχθεί:
«Το μέγεθός της φαινόταν συγκλονιστικό. Εκείνοι [η Πρώτη Προεδρία] μάς έδωσαν μία εντολή τεσσάρων σημείων: Πρώτον, να μεριμνήσουμε για τις πνευματικές υποθέσεις της Εκκλησίας στην Ευρώπη· δεύτερον, να εργασθούμε για να διαθέσουμε τρόφιμα, ιματισμό και κλινοστρωμνή στους δεινοπαθούντες Αγίους σε όλα τα μέλη της Ευρώπης· τρίτον να διευθύνουμε την αναδιοργάνωση των διαφόρων ιεραποστολών της Ευρώπης και, τέταρτον, να προετοιμάσουμε για την επιστροφή ιεραποστόλων σε εκείνες τις χώρες» 39. Όμως ο Πρόεδρος Σμιθ τού έδωσε αυτήν την παρηγορητική υπόσχεση: «Δεν ανησυχώ καθόλου για εσένα. Θα είσαι τόσο ασφαλής εκεί όσο οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, αν φροντίζεις τον εαυτό σου, και θα μπορέσεις να φέρεις εις πέρας ένα μέγα έργο»40.
Ο Πρεσβύτερος Μπένσον περιέγραψε την εμπειρία, όταν ανέφερε τα νέα με τη σύζυγο και την οικογένειά του: «Σε μία γλυκιά και εντυπωσιακή συνομιλία με τη σύζυγό μου, εξαγνισμένη από δάκρυα, η Φλώρα εξέφρασε στοργική ευγνωμοσύνη και με διαβεβαίωσε για την ολόψυχη υποστήριξή της. Στο βραδινό το είπα στα παιδιά, τα οποία εξεπλάγησαν, ενδιαφέρθηκαν και ήσαν πλήρως αφοσιωμένα»41.
Όταν ο Πρεσβύτερος Μπένσον και ο συνάδελφός του, Φρέντερικ Μπάμπελ, έφθασαν στην Ευρώπη, λυπήθηκαν από τις ασθένειες, τη φτώχια και την καταστροφή που είδαν γύρω τους. Παραδείγματος χάριν, σε ένα γράμμα προς τη Φλώρα, ο Πρεσβύτερος Μπένσον έκανε λόγο για μητέρες οι οποίες ήταν ευγνώμονες που έλαβαν ένα δώρο σαπούνι, βελόνες και κλωστή και ένα πορτοκάλι. Είχαν να δουν τέτοια πράγματα χρόνια. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον μπορούσε να διαπιστώσει ότι, με τις πενιχρές μερίδες που τους είχαν δοθεί κατά το παρελθόν, «λιμοκτονούσαν για να προσπαθήσουν να δώσουν περισσότερα στα παιδιά τους με αληθινή μητρική συμπεριφορά»42. Έκανε λόγο για συγκεντρώσεις της Εκκλησίας σε «βομβαρδισμένα κτήρια» και «σχεδόν σε απόλυτο σκότος»43. Έκανε λόγο για πρόσφυγες -- «φτωχές, ανεπιθύμητες ψυχές… εκδιωγμένες από τα άλλοτε ευτυχισμένα σπιτικά τους προς αγνώστους προορισμούς»44. Έκανε λόγο επίσης για θαύματα ανάμεσα στα τρομακτικά αποτελέσματα του πολέμου.
Ένα θαύμα ήταν προφανές στη ζωή των Αγίων των Τελευταίων Ημερών σε όλη την Ευρώπη. Καθ’ οδόν για εκεί, ο Πρεσβύτερος Μπένσον αναρωτήθηκε πώς θα τον υποδέχονταν οι Άγιοι. «Θα είναι η καρδιά τους γεμάτη πικρία; Θα υπάρχει μίσος εκεί; Θα έχουν στραφεί εναντίον της Εκκλησίας;» Εμπνεύσθηκε από αυτό που βρήκε:
«Καθώς κοιτούσα τα στραμμένα προς τα επάνω πρόσωπά τους, χλομά, αδύνατα, πολλοί από αυτούς τους Αγίους ντυμένοι με κουρέλια, ορισμένοι εξ αυτών ξυπόλητοι, μπορούσα να δω το φως της πίστεως στα μάτια τους καθώς έδιδαν μαρτυρία για τη θειότητα αυτού του μεγάλου έργου των τελευταίων ημερών και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για τις ευλογίες του Κυρίου…
»Ανακαλύψαμε ότι τα μέλη μας είχαν συνεχίσει με έναν θαυμαστό τρόπο. Η πίστη τους ήταν δυνατή, η αφοσίωσή τους μεγαλύτερη και αξεπέραστη. Βρήκαμε πολύ λίγη, αν όχι καθόλου, πικρία ή απόγνωση. Υπήρχε πνεύμα συντροφικότητας και αδελφότητας το οποίο εκτεινόταν από τη μία ιεραποστολή έως την άλλη και καθώς ταξιδεύαμε, οι Άγιοι μάς ζητούσαν να δώσουμε χαιρετισμούς στους αδελφούς και τις αδελφές τους σε άλλες χώρες, μολονότι τα έθνη τους ήταν σε πόλεμο μόλις λίγους μήνες πριν». Ακόμη και οι πρόσφυγες «τραγουδούσαν τα τραγούδια της Σιών με… ζέση» και «γονάτιζαν μαζί σε προσευχή βράδυ και πρωί και έδιδαν μαρτυρία… αναφορικώς προς τις ευλογίες του Ευαγγελίου»45.
Ένα άλλο θαύμα ήταν η ισχύς του προγράμματος προνοίας της Εκκλησίας. Αυτή η προσπάθεια, η οποία είχε αρχίσει 10 έτη νωρίτερα, έσωσε τη ζωή πολλών Αγίων των Τελευταίων Ημερών στην Ευρώπη. Οι Άγιοι ευλογήθηκαν, διότι είχαν ασπασθεί την αρχή της προνοίας οι ίδιοι. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στην ανάγκη τους, μοιράζοντας τρόφιμα, ιματισμό και άλλες προμήθειες και μέχρι που φύτεψαν κήπους σε βομβαρδισμένα κτήρια. Ευλογήθηκαν επίσης, επειδή Άγιοι των Τελευταίων Ημερών από άλλα μέρη του κόσμου δώρισαν αγαθά για να τους βοηθήσουν -- σχεδόν 2.000 τόνους προμήθειες. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον έκανε λόγο για ηγέτες της Εκκλησίας που έκλαιγαν στη θέα βασικής τροφής που μπορούσαν να διαμοιράσουν στα τοπικά μέλη και είπε ότι στάθηκε ενώπιον εκκλησιασμάτων στα οποία υπολογίσθηκε ότι 80 τοις εκατό όλων των ρούχων που φορούσαν, είχε αποσταλεί μέσω του προγράμματος προνοίας46. Σε μία ομιλία γενικής συνελεύσεως, την οποία εκφώνησε σύντομα αφού επέστρεφε σπίτι, είπε: «Αδελφοί και αδελφές μου, χρειάζεστε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία για την ανάγκη αυτού του προγράμματος και την έμπνευση υπεύθυνη γι’ αυτό; …Σας λέω ότι ο Θεός διευθύνει αυτό το πρόγραμμα. Είναι εμπνευσμένο!»47
Ο Πρεσβύτερος Μπένσον και ο αδελφός Μπάμπελ βίωσαν ένα άλλο επαναλαμβανόμενο θαύμα καθώς ο Κύριος άνοιξε τον δρόμο για να ταξιδεύσουν ανάμεσα στα ρημαγμένα από τον πόλεμο έθνη της Ευρώπης. Κατ’ επανάληψη, ο Πρεσβύτερος Μπένσον ζητούσε άδεια από στρατιωτικούς αξιωματικούς να εισέλθουν σε συγκεκριμένες περιοχές για να συναντήσουν τους Αγίους και να διανείμουν αγαθά. Κατ’ επανάληψη, ελάμβανε βασικά την ίδια απάντηση από αυτούς τους ηγέτες και άλλους: «Δεν αντιλαμβάνεστε ότι υπήρξε πόλεμος εδώ; Δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ταξιδιώτες πολίτες». Και κατ’ επανάληψη, αφού κοιτούσε αυτούς τους ηγέτες στα μάτια και εξηγούσε ήρεμα την αποστολή του, επιτρεπόταν σε εκείνον και τον αδελφό Μπάμπελ να ταξιδεύσουν και να φέρουν εις πέρας αυτό που τους είχε στείλει να κάνουν ο Κύριος48.
Ύστερα από περίπου 11 μήνες, ο Πρεσβύτερος Μπένσον αντικαταστάθηκε από τον Πρεσβύτερο Άλμα Σον, έναν βοηθό των Δώδεκα, ο οποίος υπηρέτησε στην Ευρώπη με τη σύζυγό του, Λιόνα. Ο αδελφός Μπάμπελ παρέμεινε για να βοηθήσει τους Σον. Από τον καιρό που ο Πρεσβύτερος Μπένσον έφυγε από τη Σωλτ Λέηκ Σίτυ στις 29 Ιανουαρίου 1946 μέχρι τον καιρό που επέστρεψε στις 13 Δεκεμβρίου 1946, ταξίδευσε συνολικά 98.550 χιλιόμετρα. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον αισθάνθηκε ότι η ιεραποστολή ήταν επιτυχημένη, αλλά βιάστηκε να πει: «Γνωρίζω την πηγή της επιτυχίας, η οποία συνόδευε τους κόπους μας. Ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή δεν αισθάνθηκα ότι θα ήταν δυνατόν να φέρω εις πέρας εγώ ή οι συνεργάτες μου την αποστολή στην οποίαν ανατεθήκαμε χωρίς την καθοδηγητική δύναμη του Παντοδύναμου»49. Η επιτυχία της ιεραποστολής μπόρεσε να γίνει ορατή στη δύναμη της Εκκλησίας στα ευρωπαϊκά έθνη, προσφάτως οργανωμένη και αυξανόμενη. Η επιτυχία μπόρεσε να γίνει ορατή επίσης στη ζωή των Αγίων ξεχωριστά -- άτομα σαν τον άνδρα που κάποτε πλησίασε τον Πρόεδρο Τόμας Μόνσον πολλά χρόνια αργότερα σε μία συγκέντρωση στο Τσβικάου της Γερμανίας. Ζήτησε από τον Πρόεδρο Μόνσον να δώσει χαιρετισμούς στον Έζρα Ταφτ Μπένσον. Μετά αναφώνησε: «Μου έσωσε τη ζωή. Μου έδωσε φαγητό να φάω και ρούχα να φορέσω. Μου έδωσε ελπίδα. Ο Θεός να τον ευλογεί!»50
Πατριωτισμός, πολιτική δεινότητα και υπηρέτηση στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών
Ενώ ο Πρεσβύτερος Μπένσον έλειπε από το σπίτι, θυμήθηκε κάτι που αγαπούσε από τη νεανική ηλικία του: την ιθαγένειά του των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Από τον πατέρα του, Τζωρτζ Ταφτ Μπένσον τον νεότερο, είχε μάθει να αγαπά την πατρίδα του και τις αρχές επί των οποίων είχε ιδρυθεί. Είχε μάθει ότι το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής --το έγγραφο που διείπε νόμους στο έθνος-- είχε προετοιμασθεί από εμπνευσμένους άνδρες. Αγαπούσε το δικαίωμα να ψηφίζει και πάντοτε θυμόταν τη συνομιλία που είχε με τον πατέρα του, ύστερα από κάποιες εκλογές. Ο Τζωρτζ είχε υποστηρίξει δημοσίως κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο και μέχρι που είχε προσευχηθεί γι’ αυτόν τον άνδρα σε οικογενειακές προσευχές. Αφού έμαθε ο Τζωρτζ ότι ο υποψήφιός του είχε χάσει στις εκλογές, ο Έζρα τον άκουσε να προσεύχεται για τον άνδρα που είχε κερδίσει. Ο Έζρα ρώτησε τον πατέρα του γιατί προσευχόταν για έναν υποψήφιο ο οποίος δεν ήταν επιλογή του. «Υιέ μου» απήντησε ο Τζωρτζ «νομίζω ότι θα χρειασθεί τις προσευχές μας ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν ο υποψήφιός μου»51.
Τον Απρίλιο του 1948, ο Πρεσβύτερος Μπένσον έδωσε την πρώτη του από τις πολλές ομιλίες γενικής συνελεύσεως εστιάζοντας στην «προφητική αποστολή» των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τη σημασία της ελευθερίας. Κατέθεσε μαρτυρία ότι ο Κύριος είχε προετοιμάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες «ως το λίκνο ελευθερίας», ούτως ώστε να μπορεί να αποκατασταθεί το Ευαγγέλιο εκεί52. «Είμαστε οπαδοί του Πρίγκιπος Ειρήνης» δίδαξε κοντά στο τέλος της ομιλίας «και θα πρέπει να αφιερώσουμε εκ νέου τη ζωή μας στη διάδοση της αλήθειας και της χρηστότητος και στη διατήρηση της… ελευθερίας»53. Σε μεταγενέστερες ομιλίες, μίλησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως «τη βάση επιχειρήσεων του Κυρίου αυτές τις τελευταίες ημέρες»54.
Ο Πρεσβύτερος Μπένσον προειδοποίησε για απειλές στην ελευθερία στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλον τον κόσμο. Συχνά μιλούσε σθεναρώς εναντίον «εξαναγκαστικών τεχνητών συστημάτων» κυβέρνησης «που είναι αντίθετα στις αιώνιες αρχές»55. Προειδοποίησε επίσης για άλλες επιρροές που απειλούσαν την ελευθερία, συμπεριλαμβανομένων της ανήθικης διασκέδασης, της έλλειψης σεβασμού για την Ημέρα του Κυρίου, της αυταρέσκειας και των ψευδών διδασκαλιών56. Παρότρυνε Αγίους των Τελευταίων Ημερών σε όλον τον κόσμο να χρησιμοποιούν την επιρροή τους για να διασφαλίσουν ότι σοφοί και καλοί άνθρωποι θα εκλέγονταν σε δημόσια θέση57. Δήλωσε: «Η αποτελεσματική κήρυξη του Ευαγγελίου μπορεί μόνον να ευδοκιμήσει σε μία ατμόσφαιρα ελευθερίας. Ναι, όλοι λέμε ότι αγαπούμε την ελευθερία. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Πρέπει να προστατεύσουμε και να περιφρουρήσουμε αυτό που αγαπούμε. Πρέπει να σώσουμε την ελευθερία»58.
Στις 24 Νοεμβρίου 1952, τα δυνατά λόγια του Πρεσβυτέρου Μπένσον για τον πατριωτισμό δοκιμάσθηκαν καθώς έλαβε την πρόσκληση να υπηρετήσει τη χώρα του. Είχε ταξιδεύσει στη Νέα Υόρκη κατόπιν προσκλήσεως του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο οποίος είχε μόλις εκλεγεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο εκλεγείς πρόεδρος Αϊζενχάουερ είχε υπ’ όψιν του ο Πρεσβύτερος Μπένσον να υπηρετήσει στο υπουργικό του συμβούλιο --με άλλα λόγια, να είναι ένας από τους κορυφαίους συμβούλους του-- στη θέση του υπουργού γεωργίας για ολόκληρο το έθνος. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον ένιωσε τιμή με την πρόσκληση. «Όμως» είπε αργότερα «δεν ήθελα τη δουλειά. …Κανείς ευφυής, είπα στον εαυτό μου, δεν θα επιζητούσε να γίνει Υπουργός Γεωργίας σε καιρούς σαν και αυτούς. …Γνώριζα κάτι από αυτά που απαιτούσε η θέση: καταστρεπτικές διενέξεις, έντονη πίεση, πολύπλοκα προβλήματα…
»Όμως δεν ήταν μόνον τα προβλήματα και η πίεση που με ανησυχούσαν. Όλοι τα έχουμε αυτά. Όπως πολλοί Αμερικανοί, ήμουν απρόθυμος να εισέλθω στην ενεργό πολιτική. Ασφαλώς, ήθελα να δω άνδρες με υψηλά ιδανικά και καλό χαρακτήρα εκλεγμένους και διορισμένους να διευθύνουν την κυβέρνηση, αλλά αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό από το να συμμετάσχω ο ίδιος…
»Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, ήμουν κάτι περισσότερο από ικανοποιημένος με το έργο που έκανα ήδη ως μέλος του Συμβουλίου των Δώδεκα. …Ούτε επιθυμούσα ούτε προετιθέμην να κάνω κάποια αλλαγή»59.
Προτού πάει να συναντήσει τον εκλεγέντα πρόεδρο Αϊζενχάουερ, ο Πρεσβύτερος Μπένσον είχε επιζητήσει συμβουλή από τον Πρόεδρο Ντέιβιντ ΜακΚέι, τον Πρόεδρο της Εκκλησίας τότε. Ο Πρόεδρος ΜακΚέι τού είχε πει: «Αδελφέ Μπένσον, η γνώμη μου είναι ξεκάθαρη επί του ζητήματος. Αν έλθει η ευκαιρία με το κατάλληλο πνεύμα, νομίζω ότι θα πρέπει να αποδεχθείς»60. Αυτή η άμεση συμβουλή, συνδυασμένη με τη θεμελιώδη επιθυμία του Πρεσβυτέρου Μπένσον να «πολεμήσει αποτελεσματικώς για τα πιστεύω [του] ως Αμερικανού» προκάλεσε αυτό που απεκάλεσε εκείνος «εσωτερική αντιπαράθεση»61.
Όταν ο κύριος Αϊζενχάουερ και ο Πρεσβύτερος Μπένσον συναντήθηκαν για πρώτη φορά, δεν πήρε πολύ στον εκλεγέντα πρόεδρο να προσφέρει στον Πρεσβύτερο Μπένσον τη θέση του υπουργού γεωργίας. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον αμέσως απαρίθμησε τους λόγους που ενδεχομένως να μην ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά, αλλά ο εκλεγείς πρόεδρος Αϊζενχάουερ δεν έκανε πίσω. Είπε: «Έχουμε να κάνουμε μια δουλειά. Δεν ήθελα να είμαι Πρόεδρος, ειλικρινώς, όταν άρχισε η πίεση. Όμως δεν μπορείς να αρνηθείς να υπηρετήσεις την Αμερική. Σε θέλω στην ομάδα μου και δεν μπορείς να πεις όχι»62.
«Αυτό επηρέασε την απόφασή μου», ενθυμήθηκε ο Πρεσβύτερος Μπένσον. «Οι όροι του Προέδρου ΜακΚέι είχαν καλυφθεί. Μολονότι ένιωθα ότι είχα ήδη λάβει από την Εκκλησία μου αυτό που κατά τη γνώμη μου ήταν μεγαλύτερη τιμή απ’ ό,τι θα μπορούσε να αποδώσει η κυβέρνηση, και του το είπα, απεδέχθην την ευθύνη να γίνω Υπουργός Γεωργίας, προκειμένου να υπηρετήσω για όχι λιγότερο από δύο έτη -- αν με ήθελε εκείνος τόσο πολύ»63.
Αμέσως αφού απεδέχθη τη θέση, ο Πρεσβύτερος Μπένσον συνόδευσε τον εκλεγέντα πρόεδρο Αϊζενχάουερ σε μία συνέντευξη Τύπου, όπου ανακοινώθηκε στο έθνος ο διορισμός του. Μόλις τελείωσε η συνέντευξη, επέστρεψε στο ξενοδοχείο του. Τηλεφώνησε στη Φλώρα και της είπε ότι ο εκλεγείς πρόεδρος Αϊζενχάουερ τού είχε ζητήσει να υπηρετήσει και ότι είχε αποδεχθεί την πρόσκληση.
Εκείνη απήντησε: «Το ήξερα ότι θα το έκανε. Και το ήξερα ότι θα δεχόσουν».
Εκείνος εξήγησε: «Αυτό θα σημαίνει τρομερή ευθύνη -- και πάρα πολλά προβλήματα και για τους δυο μας».
«Ξέρω» είπε εκείνη «αλλά φαίνεται ότι είναι θέλημα Θεού»64.
Όπως ανέμενε ο Πρεσβύτερος Μπένσον, η διοίκησή του ως υπουργού γεωργίας ήταν μία ταραχώδης εμπειρία για εκείνον και την οικογένειά του. Όμως επέμενε ότι δεν προσπαθούσε «να κερδίσει στον διαγωνισμό δημοτικότητας» --ότι απλώς ήθελε «να υπηρετήσει τη γεωργία και να υπηρετήσει την Αμερική»65-- και ακολουθούσε την εξής προσωπική δεσμευτική υπόσχεση: «Είναι καλή στρατηγική να υπερασπίζεσαι το σωστό, ακόμη και όταν αυτό δεν είναι δημοφιλές. Ίσως θα πρέπει να πω, ειδικώς όταν δεν είναι δημοφιλές»66. Ήταν τυχερό για εκείνον που δεν ανησυχούσε για τη δημοτικότητα· ενώ παρέμενε σταθερός και πιστός στις πεποιθήσεις του, η δημοτικότητά του ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες μεταβαλλόταν δραστικά. Κατά διαστήματα, άνθρωποι ήθελαν να απομακρυνθεί από τη θέση του ως υπουργού γεωργίας67. Άλλες φορές, άνθρωποι πρότειναν ότι θα ήταν καλή επιλογή για αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών68.
Ακόμη και στον ρόλο του ως κυβερνητικού ηγέτη, ο Πρεσβύτερος Μπένσον ήταν ανοικτός σχετικώς με τα χριστιανικά ιδανικά του, τη μαρτυρία του για το αποκατεστημένο Ευαγγέλιο και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Όποτε διηύθυνε μία συγκέντρωση με τους συνεργάτες του στο Υπουργείο Γεωργίας, η συγκέντρωση άρχιζε με προσευχή69. Έστειλε στον πρόεδρο Αϊζενχάουερ περικοπές από το Βιβλίο του Μόρμον που προφήτευαν τον προορισμό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο πρόεδρος είπε αργότερα ότι τα είχε διαβάσει «με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον»70. Έδωσε αντίτυπα από το Βιβλίο του Μόρμον σε πολλούς άλλους παγκόσμιους ηγέτες επίσης71. Το 1954, ο Έντουαρντ Μάρροου, ένας διακεκριμένος δημοσιογράφος ειδήσεων της τηλεοράσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζήτησε την άδεια από τον Πρεσβύτερο Μπένσον για να παρουσιάσει την οικογένεια Μπένσον στο νυκτερινό πρόγραμμα της Παρασκευής που λεγόταν «Πρόσωπο με Πρόσωπο». Ο Πρεσβύτερος και η αδελφή Μπένσον ηρνήθησαν στην αρχή, αλλά αργότερα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, αφού άκουσαν με προσοχή τον υιό τους, Ρηντ, ο οποίος είδε την πρόσκληση ως μία μεγάλη ιεραποστολική ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1954, άνθρωποι από όλο το έθνος είδαν μία ζωντανή, χωρίς πρόβα οικογενειακή βραδιά στο σπίτι των Μπένσον. Ο κύριος Μάρροου έλαβε περισσότερα γράμματα θαυμαστών ως αποτέλεσμα εκείνου του προγράμματος απ’ όσα είχε λάβει για οποιοδήποτε άλλο. Άνθρωποι από όλη τη χώρα και από ποικίλα θρησκευτικά υπόβαθρα έγραψαν για να ευχαριστήσουν τους Μπένσον για το εξέχον παράδειγμά τους72.
Ο Πρεσβύτερος Μπένσον υπηρέτησε ως υπουργός γεωργίας επί οκτώ έτη, όλο το διάστημα κατά το οποίο ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ηγείτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Πρόεδρος ΜακΚέι είπε ότι το έργο του Πρεσβυτέρου Μπένσον θα «έμενε στην ιστορία ως όφελος προς την Εκκλησία και το έθνος»73. Ο Πρεσβύτερος Μπένσον αναπολούσε εκείνα τα χρόνια στο φως της εθνικής δημοσιότητας και έλεγε: «Αγαπώ αυτήν τη σπουδαία χώρα. Ήταν τιμή να υπηρετήσω»74. Σχολίασε επίσης: «Αν έπρεπε να το ξανακάνω, θα ακολουθούσα πάρα πολύ την ίδια πορεία»75. Κοιτάζοντας εμπρός τη συνεχή του διακονία ως Αποστόλου, έλεγε: «Τώρα αφιερώνω τον χρόνο μου στο μοναδικό πράγμα που αγαπώ καλύτερα από τη γεωργία»76.
Μολονότι η κυβερνητική υπηρέτηση του Πρεσβυτέρου Μπένσον τελείωσε το 1961, η αγάπη του για τη χώρα του και την αρχή της δημοκρατίας συνέχισε. Σε πολλές από τις ομιλίες του στη γενική συνέλευση, εστιαζόταν σε αυτά τα θέματα. Αναφερόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως «μία χώρα που αγαπώ με όλη μου την καρδιά»77. Είπε επίσης: «Λατρεύω τον πατριωτισμό και την αγάπη για την πατρίδα σε όλες τις χώρες»78. Καθώς συμβούλευε όλους τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών να αγαπούν τη χώρα τους, δίδασκε: «Ο πατριωτισμός είναι περισσότερα από το κυμάτισμα της σημαίας και γενναία λόγια. Είναι ο τρόπος που ανταποκρινόμαστε σε δημόσια ζητήματα. Ας αφιερωθούμε εκ νέου ως πατριώτες υπό την αληθινή έννοια»79. «Εν αντιθέσει με τον πολιτικό καιροσκόπο, ο αληθινός δημόσιος ανήρ εκτιμά τις αρχές υπεράνω της δημοτικότητας και εργάζεται για να δημιουργήσει δημοτικότητα για αυτές τις πολιτικές αρχές οι οποίες είναι σοφές και δίκαιες»80.
Ειδικός μάρτυς του ονόματος του Χριστού
Ως Απόστολος του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Έζρα Ταφτ Μπένσον υπάκουε στην εντολή «πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση» (Κατά Μάρκον 16:15) και «ανοίξ[τε] την πόρτα με τη διακήρυξη τού Ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού» (Δ&Δ 107:35). Υπηρέτησε σε πολλά μέρη του κόσμου, κάνοντας περιοδείες σε ιεραποστολές και διδάσκοντας τους ανθρώπους.
Αγαπούσε το προνόμιο να συναντάται με Αγίους των Τελευταίων Ημερών. Σε μία ομιλία γενικής συνελεύσεως, σχολίασε: «Έχω πει μερικές φορές στη σύζυγό μου, καθώς επέστρεφα από επισκέψεις σε πασσάλους, ότι δεν γνωρίζω ακριβώς πώς θα είναι οι ουρανοί, αλλά δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτε καλύτερο εκεί πέρα από το να έχω την ευχαρίστηση και την αγαλλίαση να συναναστρέφομαι το είδος ανδρών και γυναικών που συναντώ στην ηγεσία των πασσάλων και των τομέων της Σιών και των ιεραποστολών της γης. Πράγματι είμαστε ευλογημένοι πλουσιοπάροχα»81. Σε μία άλλη ομιλία, είπε: «Υπάρχει ένα αληθινό πνεύμα αδελφότητας και συντροφικότητας στην Εκκλησία. Είναι πολύ δυνατό πράγμα, κάπως μη απτό, αλλά πολύ αληθινό. Το αισθάνομαι, όπως το αισθάνονται και οι συνεργάτες μου, καθώς ταξιδεύουμε στους πασσάλους και τους τομείς της Σιών και σε όλες τις ιεραποστολές της γης. …Υπάρχει πάντοτε αυτό το συναίσθημα της συντροφικότητας και της αδελφότητας. Είναι ένα από τα πιο γλυκά πράγματα σε σχέση με την ιδιότητα του μέλους στην Εκκλησία και στη βασιλεία του Θεού»82.
Στον Πρεσβύτερο Μπένσον άρεσε επίσης να μοιράζεται με ανθρώπους άλλων δογμάτων τη μαρτυρία του για τον Σωτήρα. Παραδείγματος χάριν, το 1959 πήγε με την αδελφή Μπένσον και τέσσερα μέλη του Υπουργείου Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών περιοδεία σε επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης. Αν και ήταν εκεί συνεπεία της θέσεώς του ως υπουργού γεωργίας, η αποστολική του μαρτυρία άγγιξε την καρδιά πολλών. Αφηγήθηκε:
«Καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο, την τελευταία μας νύκτα στη Μόσχα, ανέφερα… σε έναν από τους ξεναγούς μας την απογοήτευσή μου που δεν είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε μία εκκλησία στη Ρωσία. Είπε λίγα λόγια στον οδηγό, το αυτοκίνητο έστριψε στο μέσον της λεωφόρου και τελικώς σταθμεύσαμε μπροστά από ένα παλαιό γύψινο κτήριο σε έναν σκοτεινό, στενό, λιθοστρωμένο παράδρομο, όχι πολύ μακριά από την Κόκκινη Πλατεία. Αυτή ήταν η κεντρική Εκκλησία των βαπτιστών.
»Ήταν μία βροχερή, δυσάρεστη βραδιά του Οκτωβρίου με αισθητή παγωνιά στον αέρα. Όμως όταν εισήλθαμε στην εκκλησία, την βρήκαμε γεμάτη. Άνθρωποι στέκονταν στον προθάλαμο, στην είσοδο, ακόμη και στον δρόμο. Κάθε Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη, μάθαμε, παρόμοια πλήθη παρευρίσκονται στην εκκλησία.
»Κοίταξα τα πρόσωπα των ανθρώπων. Πολλοί ήσαν μεσήλικοι και μεγαλύτεροι, αλλά ένας εκπληκτικός αριθμός ήταν νέοι. Περίπου τέσσερεις στους πέντε ήσαν γυναίκες, οι περισσότερες από αυτές με μαντήλια γύρω από το κεφάλι τους. Οδηγηθήκαμε σε ένα μέρος δίπλα στον άμβωνα…
»Ο ιερέας είπε λίγα λόγια και κατόπιν το όργανο χτύπησε μια-δυο χορδές και άρχισε έναν ύμνο στον οποίον συμμετείχε ολόκληρο το εκκλησίασμα ενωμένο. Το γεγονός ότι άκουσα 1.000 με 1.500 φωνές να υψώνονται εκεί, έγινε μία από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες ολόκληρης της ζωής μου. Στην κοινή μας πίστη ως χριστιανών, μας προσέγγισαν με ένα μήνυμα καλωσορίσματος που γεφύρωνε όλες τις διαφορές γλώσσας, κυβέρνησης, ιστορίας. Και καθώς προσπαθούσα να ανακτήσω την ισορροπία κάτω από αυτόν τον συναισθηματικό αντίκτυπο, ο ιερέας μού ζήτησε, μέσω ενός διερμηνέα που στεκόταν εκεί, να απευθυνθώ προς το εκκλησίασμα.
»Μου πήρε μια στιγμή σκληρής πάλης να ελέγξω τα συναισθήματά μου επαρκώς και να συμφωνήσω. Τότε είπα, εν μέρει: “Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να μου ζητήσετε να σας μιλήσω.
»”Σας φέρνω χαιρετισμούς από τα εκατομμύρια και εκατομμύρια ανθρώπων της εκκλησίας στην Αμερική και σε όλον τον κόσμο”. Και εξαίφνης ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να μιλώ προς αυτούς τους έτερους χριστιανούς για τις πιο ιερές αλήθειες γνωστές στον άνθρωπο.
»“Ο Επουράνιος Πατέρας μας δεν είναι μακριά. Μπορεί να είναι πολύ κοντά μας. Ο Θεός ζει· ξέρω ότι Εκείνος ζει. Εκείνος είναι ο Πατέρας μας. Ο Ιησούς Χριστός, ο Λυτρωτής του κόσμου, φυλάσσει αυτήν τη γη. Θα διευθύνει τα πάντα. Να είστε ατρόμητοι, να τηρείτε τις εντολές Του, να αγαπάτε αλλήλους, να προσεύχεστε για γαλήνη και όλα θα είναι καλά”.
»Καθώς κάθε πρόταση μεταφραζόταν για το εκκλησίασμα, είδα τις γυναίκες να παίρνουν τα μαντήλια τους όπως το έθεσε ένας παρατηρητής, να αρχίζουν να “τα ανεμίζουν όπως μια μητέρα λέει ένα αντίο για πάντα στον μοναχογιό της”. Το κεφάλι τους έγνεφε σθεναρώς καθώς στέναζαν ja, ja, ja! (ναι, ναι, ναι!). Τότε παρατήρησα για πρώτη φορά ότι ακόμη και ο εξώστης ήταν γεμάτος και πολλά άτομα στέκονταν ακουμπώντας στους τοίχους. Κοίταξα κάτω μία ηλικιωμένη γυναίκα ενώπιόν μου, το κεφάλι της καλυμμένο από ένα απλό, παλιό μαντήλι, μία εσάρπα γύρω από τους ώμους της, το γερασμένο, ρυτιδιασμένο πρόσωπό της γαλήνιο από πίστη. Της μίλησα κατευθείαν.
»“Αυτή η ζωή είναι μόνον ένα μέρος της αιωνιότητος. Ζούσαμε προτού έλθουμε εδώ ως πνευματικά τέκνα του Θεού. Θα ζήσουμε ξανά, αφού φύγουμε από αυτήν τη ζωή. Ο Χριστός έσπασε τα δεσμά του θανάτου και ανέστη. Όλοι θα αναστηθούμε.
»”Πιστεύω πολύ ακλόνητα στην προσευχή. Ξέρω ότι είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε και να έχουμε πρόσβαση σε εκείνη την Αόρατη Δύναμη, η οποία μας δίδει δύναμη και δυνατή άγκυρα εν καιρώ ανάγκης”. Με κάθε πρόταση που πρόφερα, η γηραιά κυρία ένευε καταφατικά. Και γηραιά, αδύναμη, ρυτιδιασμένη καθώς ήταν, αυτή η γυναίκα ήταν όμορφη στην αφοσίωσή της.
»Δεν θυμάμαι όλα όσα είπα, αλλά ενθυμούμαι ότι ένιωσα ανυψωμένος πνευματικώς, εμπνευσμένος από τα απορροφημένα πρόσωπα εκείνων των ανδρών και γυναικών που απεδείκνυαν τόσο σταθερά την πίστη τους στον Θεό που υπηρετούσαν και αγαπούσαν.
»Κλείνοντας, είπα: “Σας αφήνω τη μαρτυρία μου ως υπηρέτης της Εκκλησίας επί πολλά έτη ότι η αλήθεια θα αντέξει. Ο χρόνος είναι στο πλευρό της αλήθειας. Ο Θεός να σας ευλογεί και να σας φυλά όλες τις ημέρες της ζωής σας, προσεύχομαι στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν”.
»Με αυτό έκλεισα αυτήν την πρόχειρη, μικρή ομιλία, επειδή δεν μπορούσα να πω περισσότερα και κάθισα. Ολόκληρο το εκκλησίασμα τότε αυθορμήτως άρχισε να τραγουδά έναν αγαπημένο ύμνο της παιδικής ηλικίας μου: “Ο Θεός να ’ναι μαζί σου”. Φύγαμε από την εκκλησία καθώς τραγουδούσαν και καθώς βαδίζαμε στον διάδρομο, κουνούσαν μαντήλια του αποχαιρετισμού -- φαινόταν ότι όλοι οι 1.500 μάς τα κουνούσαν καθώς φεύγαμε.
»Ήταν προνόμιό μου να μιλήσω ενώπιον πολλών σωμάτων εκκλησίας σε όλα τα μέρη του κόσμου, αλλά ο αντίκτυπος εκείνης της εμπειρίας είναι σχεδόν απερίγραπτος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ όσο ζω.
»Σπανίως, αν όχι ποτέ, έχω νιώσει την ενότητα της ανθρωπότητας και την άσβεστη λαχτάρα της ανθρώπινης καρδιάς για ελευθερία τόσο έντονα όσο εκείνη τη στιγμή…
»Γύρισα [σπίτι] αποφασισμένος να λέω αυτήν την ιστορία συχνά -- επειδή δείχνει πώς το πνεύμα της ελευθερίας, το πνεύμα της αδελφότητας και το πνεύμα της θρησκείας συνεχίζουν να ζουν παρά τις όλες προσπάθειες να τα καταστρέψουν»83.
Πρόεδρος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων
Στις 26 Δεκεμβρίου 1973, ο Πρεσβύτερος Μπένσον έλαβε τα απροσδόκητα νέα ότι ο Πρόεδρος της Εκκλησίας, ο Πρόεδρος Χάρολντ Λη είχε πεθάνει ξαφνικά. Με την εκδημία του Προέδρου Λη, οι σύμβουλοι στην Πρώτη Προεδρία πήραν τις θέσεις τους στην Απαρτία των Δώδεκα. Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Σπένσερ Κίμπαλ ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας και ο Έζρα Ταφτ Μπένσον ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων. Με αυτήν την ευθύνη, ο Πρόεδρος Μπένσον ανέλαβε επιπρόσθετα διοικητικά καθήκοντα. Προήδρευε εβδομαδιαίων συγκεντρώσεων απαρτίας και συντόνιζε το έργο των αδελφών του, συμπεριλαμβανομένων των αναθέσεών τους να προεδρεύουν συνελεύσεων πασσάλου και περιηγήσεων ιεραποστολών και να καλούν πατριάρχες πασσάλου. Είχε επίσης ορισμένες ευθύνες εποπτείας επ’ άλλων Μελών της Γενικής Εξουσίας. Το διοικητικό προσωπικό φρόντιζε τα διοικητικά καθήκοντα για να βοηθά εκείνον και τους αδελφούς του να οργανώνουν το έργο84.
Σε μία συγκέντρωση με την Απαρτία των Δώδεκα, ο Πρόεδρος Μπένσον ανέφερε τις σκέψεις του σχετικά με το γεγονός ότι υπηρετούσε ως Πρόεδρός τους: «Έχω εναγώνια ανησυχία γι’ αυτήν τη μεγάλη ευθύνη -- όχι ένα αίσθημα φόβου, επειδή γνωρίζω ότι δεν μπορούμε να αποτύχουμε σε αυτό το έργο… αν κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Γνωρίζω ότι ο Κύριος θα μας υποστηρίξει, αλλά μου δίδει μεγάλη ανησυχία που εκλήθην να ηγούμαι ενός σώματος ανδρών όπως εσείς -- ειδικών μαρτύρων του Κυρίου Ιησού Χριστού»85.
Ο Πρόεδρος Μπένσον συνδύασε αυτήν την ταπεινοφροσύνη με χαρακτηριστική τόλμη και επιμονή στη σκληρή δουλειά. Συχνά ανέθετε ευθύνες σε άλλους, ούτως ώστε να έχουν ευκαιρίες να υπηρετήσουν. Ανέμενε το καλύτερο από αυτούς των οποίων ηγείτο, όπως ανέμενε το καλύτερο από τον εαυτό του. Όμως αν και ήταν απαιτητικός, ήταν καλοσυνάτος. Άκουγε με προσοχή τις απόψεις των αδελφών του, προάγοντας την ανοικτή συζήτηση σε συγκεντρώσεις απαρτίας. Οι Πρεσβύτεροι Μπόιντ Πάκερ, Ράσελ Νέλσον και Ντάλιν Όουκς, οι οποίοι ήσαν νεότερα μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα υπό την ηγεσία του, είπαν ότι πάντοτε τους ενεθάρρυνε να αναφέρουν τις απόψεις τους, ακόμη και αν οι ιδέες τους ήσαν διαφορετικές από τις δικές του86.
Μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα έμαθαν ότι η ηγεσία του Προέδρου Μπένσον βασιζόταν σε αμετάβλητες αρχές. Παραδείγματος χάριν, έλεγε επανειλημμένως: «Να θυμάστε αδελφοί, σε αυτό το έργο το Πνεύμα είναι εκείνο που μετρά»87. Και είχε ένα πρότυπο διά του οποίου μετρούσε όλες τις αποφάσεις της απαρτίας. Ρωτούσε: “Τι είναι το καλύτερο για τη Βασιλεία;” Ο Πρεσβύτερος Μαρκ Πήτερσον, ο οποίος υπηρέτησε μαζί του στην Απαρτία των Δώδεκα, είπε: «Η απάντηση σε εκείνη την ερώτηση ήταν ο αποφασιστικός παράγων σε κάθε σημαντικό ζήτημα που ερχόταν ενώπιον του Προέδρου Έζρα Ταφτ Μπένσον σε όλη του τη ζωή»88.
Πρόεδρος της Εκκλησίας
Ο Πρόεδρος Σπένσερ Κίμπαλ πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1985, ύστερα από παρατεταμένη ασθένεια. Η ηγεσία της Εκκλησίας τώρα βασιζόταν στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων, με τον Πρόεδρο Έζρα Ταφτ Μπένσον ως Πρόεδρό τους και μεγαλύτερο μέλος. Πέντε ημέρες αργότερα, σε μία επίσημη και ευλαβική συγκέντρωση της Απαρτίας των Δώδεκα στον Ναό της Σωλτ Λέηκ, ο Πρόεδρος Μπένσον ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας. Έλαβε την έμπνευση να ζητήσει από τον Πρόεδρο Γκόρντον Χίνκλι να υπηρετήσει ως Πρώτος Σύμβουλός του στην Πρώτη Προεδρία και να ζητήσει από τον Πρόεδρο Τόμας Μόνσον να υπηρετήσει ως Δεύτερος Σύμβουλός του.
Ο Πρόεδρος Μπένσον γνώριζε την ασταθή υγεία του Προέδρου Κίμπαλ και ήλπιζε ότι η σωματική δύναμη του φίλου του θα ανανεωνόταν. «Αυτή είναι μία ημέρα που δεν ανέμενα» είπε ο Πρόεδρος Μπένσον σε μία συνέντευξη Τύπου λίγο αφότου ξεχωρίστηκε ως Πρόεδρος της Εκκλησίας. «Η σύζυγός μου, η Φλώρα, και εγώ έχουμε προσευχηθεί συνεχώς να παραταθούν οι ημέρες του Προέδρου Κίμπαλ επάνω σε αυτή τη γη και να γίνει ένα άλλο θαύμα για λογαριασμό του. Τώρα που έχει μιλήσει ο Κύριος, θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, υπό την κατατοπιστική διεύθυνσή Του, ώστε να προχωρήσουμε το έργο στη γη»89.
Στην πρώτη του γενική συνέλευση ως Προέδρου της Εκκλησίας, ο Πρόεδρος Μπένσον ανέφερε αυτό που θα ήταν η πρωταρχική του έμφαση για να προχωρήσει το έργο του Κυρίου. «Στην εποχή μας» δήλωσε «ο Κύριος έχει αποκαλύψει την ανάγκη να δώσουμε έμφαση εκ νέου στο Βιβλίο του Μόρμον»90.
Ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα, ο Πρόεδρος Μπένσον είχε επανειλημμένως κηρύξει για τη σημασία του Βιβλίου του Μόρμον91. Ως Πρόεδρος της Εκκλησίας, έδιδε στο θέμα ακόμη μεγαλύτερη προσοχή. Δήλωσε ότι «ολόκληρη η Εκκλησία [ήταν] υπό καταδίκη», επειδή οι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών δεν μελετούν το Βιβλίο του Μόρμον αρκετά ή δεν δίδουν αρκετή προσοχή στις διδασκαλίες του. Είπε: «Το Βιβλίο του Μόρμον δεν έχει υπάρξει, ούτε είναι ακόμη, το κέντρο της προσωπικής μας μελέτης, οικογενειακής διδασκαλίας, κηρύγματος και ιεραποστολικού έργου. Πρέπει να μετανοήσουμε γι’ αυτό»92. Συχνά παρέθετε τη δήλωση του Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ ότι οι άνθρωποι «πλησιάζ[ουν] περισσότερο στο Θεό όταν ακολουθ[ούν] τα διδάγματα του βιβλίου αυτού, παρά οποιουδήποτε άλλου βιβλίου»93 και ανέπτυσσε εκείνη την υπόσχεση. «Υπάρχει μία δύναμη στο βιβλίο» έλεγε «που θα αρχίσει να ρέει στη ζωή σας τη στιγμή που θα αρχίσετε τη σοβαρή μελέτη του βιβλίου»94. Παρότρυνε τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών να «πλημμυρίσουν τη γη και τη ζωή [τους] με το Βιβλίο του Μόρμον»95.
Σε όλον τον κόσμο, οι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών έδωσαν προσοχή σε αυτήν τη συμβουλή από τον προφήτη τους. Ως αποτέλεσμα, ενδυναμώθηκαν, ατομικώς και συλλογικώς96. Ο Πρόεδρος Χάουαρντ Χάντερ είπε: «Δεν θα κοιτάξει πίσω κάποια γενεά, συμπεριλαμβανομένων όσων δεν έχουν γεννηθεί ακόμη, τη διοίκηση του Προέδρου Έζρα Ταφτ Μπένσον και δεν θα σκεφθεί αμέσως την αγάπη του για το Βιβλίο του Μόρμον; Ίσως κανένας Πρόεδρος της Εκκλησίας από τον Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ τον ίδιο δεν έχει κάνει περισσότερα για να διδάξει τις αλήθειες του Βιβλίου του Μόρμον, να το καταστήσει καθημερινό μάθημα μελέτης για όλα τα μέλη της Εκκλησίας και να “πλημμυρίσει τη γη” με τη διανομή του»97.
Στενά συνδεδεμένη με τη μαρτυρία του Προέδρου Μπένσον για το Βιβλίο του Μόρμον ήταν η μαρτυρία του για τον Ιησού Χριστό. Σε μία εποχή κατά την οποίαν πολλοί άνθρωποι απέρριπταν «τη θειότητα του Ιησού Χριστού» εκείνος διαβεβαίωνε ότι «αυτό το θεία εμπνευσμένο βιβλίο αποτελεί θολόλιθο στην κατάθεση μαρτυρίας στον κόσμο ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός»98. Από τη χειροτόνησή του στην αποστολική ιδιότητα το 1943, ο Πρόεδρος Μπένσον είχε υπηρετήσει επιμελώς ως μάρτυς της ζωντανής πραγματικότητας του Σωτήρος. Ως Πρόεδρος της Εκκλησίας, κατέθετε μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την εξιλέωσή Του με ανανεωμένο σθένος και επιτακτική ανάγκη. Εξόρκιζε τους Αγίους να «κυβερνώνται από τον Χριστό» και «να απορροφηθούν τελείως με τον Χριστό»99 για να «ζουν μία ζωή επικεντρωμένη στον Χριστό»100. Μιλώντας για τον Σωτήρα, είπε: «Με όλη μου την ψυχή, Τον αγαπώ»101.
Ο Πρόεδρος Μπένσον δίδαξε επίσης άλλα θέματα με επιτακτική ανάγκη και δύναμη. Προειδοποίησε για τους κινδύνους της υπερηφάνειας. Κατέθεσε μαρτυρία για την αιώνια σημασία της οικογενείας. Δίδαξε τις αρχές της πίστεως και της μετάνοιας και τόνισε την ανάγκη για αφοσιωμένο ιεραποστολικό έργο.
Μολονότι δεν μιλούσε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τόσο συχνά όσο το έκανε νωρίτερα στη διακονία του, τήρησε την 200η επέτειο από την υπογραφή του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, μιλώντας επί του θέματος στη γενική συνέλευση της Εκκλησίας τον Οκτώβριο του 1987. Και εξακολούθησε να αγαπά την ελευθερία και τον αληθινό πατριωτισμό σε όλον τον κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, χάρηκε με τα νέα ότι το Τείχος του Βερολίνου είχε πέσει και ότι άνθρωποι στη Ρωσία και στην ανατολική Ευρώπη ελάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία, με κυβερνήσεις οι οποίες ήταν πιο ανοικτές στη θρησκευτική λατρεία102.
Ο Πρόεδρος Μπένσον έδωσε μία σειρά ομιλίες σε συγκεκριμένες ομάδες μελών της Εκκλησίας. Αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 1986, προετοίμασε ομιλίες απευθυνόμενες προς νέους άνδρες, νέες γυναίκες, μητέρες, οικογενειακούς διδασκάλους, πατέρες, ανύπανδρους ενηλίκους άνδρες, ανύπανδρες ενήλικες γυναίκες, παιδιά και τους ηλικιωμένους. Όπως είπε ο Πρόεδρος Χάουαρντ Χάντερ: «Μιλούσε σε όλους και ανησυχούσε για όλους. Μιλούσε στις γυναίκες της Εκκλησίας και στους άνδρες. Μιλούσε στους ηλικιωμένους. Μιλούσε σε όσους ήταν ανύπανδροι, σε όσους ήταν νέοι, και του άρεσε να μιλά στα παιδιά της Εκκλησίας. Έδιδε υπέροχες, προσωπικές συμβουλές σε όλα τα μέλη, όποιες και αν ήσαν οι συνθήκες ζωής τους. Οι ομιλίες αυτές θα εξακολουθήσουν να μας υποστηρίζουν και να μας καθοδηγούν καθώς τις συλλογιζόμαστε για πολλά, επόμενα χρόνια»103.
Ο Πρόεδρος Μπένσον έκλαψε, όταν έλαβε ένα γράμμα από μία οικογένεια που είχε επηρεασθεί από κάποια από αυτές τις ομιλίες. Στο γράμμα, ένας νεαρός πατέρας εξήγησε ότι εκείνος και η σύζυγός του παρακολουθούσαν γενική συνέλευση στην τηλεόραση. Ο τριών ετών υιός τους έπαιζε σε ένα κοντινό δωμάτιο, όπου η συνέλευση έπαιζε στο ραδιόφωνο. Αφού άκουσε το μήνυμα του Προέδρου Μπένσον προς τα παιδιά, η μητέρα και ο πατέρας πήγαν στο δωμάτιο όπου έπαιζε ο υιός τους. Το αγοράκι «ανέφερε με ενθουσιασμό: “Αυτός ο άνδρας στο ραδιόφωνο είπε ότι παρ’ όλο που κάνουμε λάθη, ο Επουράνιος Πατέρας ακόμη μας αγαπά”. Εκείνη η απλή δήλωση» είπε ο πατέρας «άφησε μία παντοτινή και σημαίνουσα εντύπωση στον μικρό μας υιό. Ακόμη μπορώ να τον ρωτήσω σήμερα τι είπε ο Πρόεδρος Μπένσον και να λάβω την ίδια ενθουσιώδη απάντηση. Είναι παρηγοριά για εκείνον που ξέρει ότι έχει έναν καλοσυνάτο και στοργικό Πατέρα στους Ουρανούς»104.
Σύντομα μετά τη γενική συνέλευση Οκτωβρίου 1988, ο Πρόεδρος Μπένσον υπέστη εγκεφαλικό που κατέστησε αδύνατον για εκείνον να μιλά δημοσίως. Παρευρέθηκε σε γενικές συνελεύσεις και άλλες δημόσιες συναθροίσεις για κάποιο διάστημα. Στις συνελεύσεις του 1989, οι σύμβουλοί του διάβασαν τις ομιλίες που είχε προετοιμάσει εκείνος. Ξεκινώντας το 1990 οι σύμβουλοί του μετέφεραν την αγάπη του για τους Αγίους και παρέθεταν από τις παλαιές ομιλίες του. Η συνέλευση Απριλίου 1991 ήταν η τελευταία στην οποία παρευρέθη. Από εκεί και έπειτα δεν ήταν σωματικώς ικανός να κάνει περισσότερα από το να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην τηλεόραση105.
Ο Πρόεδρος Γκόρντον Χίνκλι ενθυμήθηκε: «Όπως μπορούσε να αναμένεται, το σώμα του άρχισε να εξασθενεί με την ηλικία. Δεν μπορούσε να περπατά όπως περπατούσε κάποτε. Δεν μπορούσε να μιλά όπως μιλούσε κάποτε. Υπήρχε μία βαθμιαία φθορά, αλλά ακόμη ήταν ο εκλεκτός προφήτης του Κυρίου για όσο διάστημα ζούσε»106. Ο Πρόεδρος Χίνκλι και ο Πρόεδρος Τόμας Μόνσον καθοδηγούσαν την Εκκλησία με την εξουσία που τους μεταβίβασε ο Πρόεδρος Μπένσον, αλλά η Εκκλησία ποτέ δεν πήγε μπροστά με νέες πρωτοβουλίες χωρίς τη γνώση και την έγκριση του Προέδρου Μπένσον107.
Καθώς ο Πρόεδρος Μπένσον γινόταν αδύναμος σωματικώς, η υγεία της Φλώρας κλονιζόταν επίσης και πέθανε στις 14 Αυγούστου 1992. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, στις 30 Μαΐου 1994, πήγε μαζί της και το σώμα του ετάφη δίπλα στο δικό της, στο αγαπημένο τους Ουίτνυ. Στην κηδεία του Προέδρου Μπένσον, ο Πρόεδρος Μόνσον ενθυμήθηκε: «Μου είπε σε μία περίσταση: “Αδελφέ Μόνσον, να θυμάσαι, άσχετα με το τι μπορεί να προτείνει οιοσδήποτε άλλος, επιθυμώ να ταφώ στο Ουίτνυ του Άινταχο”. Πρόεδρε Μπένσον, εκπληρώνουμε εκείνη την ευχή σήμερα. Το σώμα του θα πάει σπίτι, στο Ουίτνυ, αλλά το αιώνιο πνεύμα του έχει πάει σπίτι, στον Θεό. Αναμφιβόλως αγαλλιάζει με την οικογένειά του, τους φίλους τους και την αγαπημένη του Φλώρα…
»Το παιδί με το αλέτρι, που έγινε προφήτης του Θεού, επέστρεψε σπίτι. Ο Θεός να ευλογεί τη μνήμη του»108.