Το κατάστημα υποδημάτων του Abuelo
Ο συγγραφέας ζει στη Γιούτα των Η.Π.Α.
«Ξέρεις, πρέπει να γίνουμε περισσότερο σαν αυτό το παπούτσι» είπε ο παππούς.
«Το συγγνώμη δεν είναι πάντα εύκολο να το λες» (Children’s Songbook, 98).
Ο Μιγκέλ άνοιξε την πόρτα του καταστήματος υποδημάτων του Abuelo (παππού του). Μύρισε το δέρμα με το οποίο εργαζόταν ο Abuelo. Ήταν μία από τις αγαπημένες του μυρωδιές.
«Γεια, Abuelo!»
Ο Abuelo ήταν γονατιστός και αποτύπωνε το πόδι ενός πελάτη σε ένα κομμάτι χαρτί. Δεν κοίταξε επάνω. Η ακοή του Abuelo δεν ήταν πολύ καλή.
Ο Μιγκέλ κάθισε σε έναν πάγκο εργασίας. Κοίταξε τις στοίβες του κομμένου δέρματος. Φαντάσθηκε τι θα έκανε με την καθεμία ο Abuelo, χρησιμοποιώντας το σφυρί και την πένσα του.
Τα εργαλεία θύμισαν στον Μιγκέλ κάτι άλλο που του άρεσε. Ο Abuelo πάντοτε του έδινε μία καραμέλα, όποτε ο Μιγκέλ τον βοηθούσε να καθαρίσει.
Όμως ο Μιγκέλ τώρα πεινούσε! Ήξερε ότι δεν έπρεπε να πάρει ένα κέρασμα χωρίς να ρωτήσει, αλλά φαινόταν ότι ο Abuelo θα ήταν απασχολημένος για λίγο. «Ίσως δεν χρειάζεται να περιμένω» σκέφτηκε ο Μιγκέλ.
Ο Μιγκέλ άπλωσε το χέρι του κάτω από το ταμείο για το βάζο με τις καραμέλες. Ήταν γεμάτο με τις αγαπημένες του καραμέλες – γλυκιές και καυτερές με σκόνη από τσίλι! Καθώς το άνοιγε, ο Μιγκέλ ένιωσε λίγο άβολα. Όμως οι καραμέλες φαίνονταν τόσο εύγευστες. Βιάστηκε και την έβαλε στο στόμα του.
Πολύ σύντομα έφυγε ο πελάτης. Ο Abuelo πήρε ένα κομμάτι δέρμα και το βούτηξε μέσα σε λίγο νερό. Αυτό βοηθούσε το δέρμα να διατηρηθεί μαλακό και εύκολο να το κατεργασθεί κάποιος.
Ο Μιγκέλ καταβρόχθισε την υπόλοιπη καραμέλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κατόπιν πήγε στον Abuelo.
«Γεια!» Είπε ο Abuelo με χαμόγελο. «Χαίρομαι που ήλθες να με δεις».
Ο Μιγκέλ αγκάλιασε τον Abuelo. Ήλπιζε ότι ο Abuelo δεν μπορούσε να καταλάβει ότι είχε φάει μία καραμέλα. Ο Μιγκέλ προσπάθησε να μη φαίνεται ανήσυχος.
«Φαίνεται ότι είσαι απασχολημένος» είπε ο Μιγκέλ, δείχνοντας τις στοίβες από δέρμα. «Χρειάζεσαι βοήθεια;»
«Βεβαίως! Μπορείς να μου δώσεις εκείνη την κλωστή;»
Ο Μιγκέλ έπιασε ένα μεγάλο κομμάτι κλωστής. Το τράβηξε ανάμεσα στα χέρια του. Ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαινόταν.
«Α, είναι δυνατό».
Ο Abuelo κρυφογέλασε. «Πρέπει, για να αντέξει τη σκληρή χρήση που θα κάνουν στα παπούτσια τους οι άνθρωποι». Ο Abuelo τραβούσε την κλωστή μέσα από το δέρμα. Κατόπιν πήρε εκείνο το ύφος στο πρόσωπό του που η μαμά μερικές φορές αποκαλούσε το ύφος του «συνετού Abuelo».
«Ξέρεις, πρέπει να γίνουμε περισσότερο σαν αυτό το παπούτσι» είπε ο Abuelo με ένα νεύμα.
Ο Μιγκέλ κοίταξε από κοντά το δέρμα. «Χμ Πρέπει;»
«Ναι, πράγματι. Πρέπει να παραμείνουμε δυνατοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πειρασμοί του Σατανά δεν θα μας διαλύσουν».
Η κόκκινη καραμέλα άστραψε στον νου του Μιγκέλ. Ήξερε ότι θα έπρεπε να πει γι’ αυτήν στον Abuelo.
Ο Abuelo πήρε ένα παλιό παπούτσι από το ράφι. «Βλέπεις αυτήν τη μεγάλη τρύπα;»
Ο Μιγκέλ μπορούσε πιθανόν να χωρέσει το χέρι του μέσα από την τρύπα. «Ναι».
«Αυτή ήταν κάποτε μία μικρή τρύπα που θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί εύκολα. Όμως περίμεναν και τώρα θα είναι πιο δύσκολο να φτιαχτεί. Οι κακές συνήθειες και οι κακές επιλογές είναι σαν αυτήν την τρύπα. Καλύτερα να τις φτιάχνεις νωρίς».
Ο Abuelo έγνεψε ξανά και το ύφος του σοφού Abuelo μετατράπηκε πάλι σε χαμόγελο. Συνέχισαν να μιλούν καθώς εργαζόταν ο Abuelo. Όλη την ώρα ο Μιγκέλ σκεπτόταν για την κόκκινη καραμέλα.
Όταν τελείωσε ο Abuelo, ο Μιγκέλ τον βοήθησε να καθαρίσει. Τότε ο Abuelo έπιασε το βάζο με τις καραμέλες.
Τελικώς ο Μιγκέλ δεν μπορούσε να το αντέξει πια. «Πήρα μία από τις καραμέλες σου!» είπε ξαφνικά.
Ο Abuelo άφησε κάτω το βάζο. «Τι ήταν αυτό;»
Ο Μιγκέλ τού είπε ότι πήρε την καραμέλα χωρίς να ρωτήσει. «Συγγνώμη, Abuelo! Δεν θα το ξανακάνω, το υπόσχομαι!»
Ο Abuelo έδωσε μία μεγάλη αγκαλιά στον Μιγκέλ. Ο Μιγκέλ ένιωσε τόσο καλύτερα.
«Σε ευχαριστώ που είσαι έντιμος. Αυτό είναι πιο σημαντικό για μένα απ’ οτιδήποτε άλλο».
Καθοδόν προς το σπίτι, ο Μιγκέλ ένιωσε όπως ένα από τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια του Abuelo. Δυνατός όσο μπορεί και έτοιμος για τη ζωή!