Ο καλός μας Ποιμένας
Ο Ιησούς Χριστός, ο Καλός Ποιμένας μας, βρίσκει χαρά βλέποντας τα ασθενή πρόβατά Του να προοδεύουν προς την ίαση.
Παίρνουμε μία ιδέα για τον χαρακτήρα του Επουράνιου Πατέρα μας καθώς αναγνωρίζουμε την τεράστια συμπόνια που έχει για τους αμαρτωλούς και εκτιμούμε τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στην αμαρτία και σε εκείνους που αμαρτάνουν. Αυτή η κατανόηση μάς βοηθά να έχουμε περισσότερο «σωστή [κατανόηση] του χαρακτήρα, των προτερημάτων και των χαρακτηριστικών του» και είναι θεμελιώδης για να ασκούμε πίστη σε Εκείνον και στον Υιό Του, Ιησού Χριστό. Η συμπόνια του Σωτήρος παρά τις ατέλειές μας μάς ωθεί προς Εκείνον και μας παρακινεί στους επαναλαμβανόμενους αγώνες μας να μετανοήσουμε και να Τον μιμηθούμε. Καθώς γινόμαστε περισσότερο σαν Εκείνον, μαθαίνουμε να μεταχειριζόμαστε τους άλλους όπως Εκείνος, ανεξαρτήτως οιουδήποτε εξωτερικού χαρακτηριστικού ή συμπεριφοράς.
Ο αντίκτυπος της διάκρισης μεταξύ των εξωτερικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου και του ιδίου του ατόμου είναι βασικός στο μυθιστόρημα Οι Άθλιοι από τον Γάλλο συγγραφέα Βίκτωρ Ουγκώ. Καθώς το μυθιστόρημα αρχίζει, ο αφηγητής παρουσιάζει τον Μπανβιενύ Μυριήλ, τον επίσκοπο της Ντιν, και συζητεί το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο επίσκοπος. Θα έπρεπε να επισκεφθεί έναν άνθρωπο που είναι δεδηλωμένος άθεος και περιφρονείται στην κοινότητα εξαιτίας της παλαιότερης συμπεριφοράς του στη Γαλλική Επανάσταση;
Ο αφηγητής δηλώνει ότι ο επίσκοπος θα μπορούσε φυσικά να αισθανθεί βαθιά αποστροφή για τον άνθρωπο. Κατόπιν, ο αφηγητής θέτει μία απλή ερώτηση: «Θα πρέπει οι εσχάρες του προβάτου να γίνουν αιτία να οπισθοχωρήσει ο ποιμένας;» Απαντώντας εκ μέρους του επισκόπου, ο αφηγητής παρέχει μία καθοριστική απάντηση: «Όχι» -- και μετά προσθέτει ένα πνευματώδες σχόλιο: «Όμως αυτό το πρόβατο έχει αμαρτήσει σε μεγάλο βαθμό!»
Σε αυτό το απόσπασμα, ο Ουγκώ συγκρίνει την «κακία» του ανθρώπου με την δερματική ασθένεια στα πρόβατα και συγκρίνει τον επίσκοπο με έναν ποιμένα που δεν αποσύρεται, όταν αντιμετωπίζει ένα πρόβατο που είναι άρρωστο. Ο επίσκοπος είναι συμπονετικός και αργότερα στο μυθιστόρημα δείχνει παρόμοια συμπόνια για έναν άλλον άνθρωπο, τον κύριο πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα, έναν υποβιβασμένο πρώην κατάδικο, τον Γιάννη Αγιάννη. Η ευσπλαχνία και η ενσυναίσθηση του επισκόπου παρακινούν τον Γιάννη Αγιάννη να αλλάξει την πορεία της ζωής του.
Από τότε που ο Θεός χρησιμοποιεί την ασθένεια σαν μεταφορά για την αμαρτία στις γραφές, είναι εύλογο να ρωτήσουμε: «Πώς αντιδρά ο Ιησούς Χριστός, όταν αντιμετωπίζει τις μεταφορικές μας ασθένειες -- τις αμαρτίες μας;» Εξάλλου, ο Σωτήρας είπε ότι Εκείνος «δεν μπορ[εί] να αντικρίσ[ει] την αμαρτία με τον παραμικρό βαθμό ανεκτικότητας». Επομένως πώς μπορεί να μας αντικρίσει, καθώς είμαστε ατελείς, χωρίς να οπισθοχωρήσει έντρομος και με απέχθεια;
Η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη. Ως Καλός Ποιμένας, ο Ιησούς Χριστός βλέπει την ασθένεια των προβάτων Του ως μία κατάσταση που χρειάζεται θεραπεία, φροντίδα και συμπόνια. Αυτός ο ποιμένας, ο Καλός Ποιμένας μας, βρίσκει χαρά βλέποντας τα ασθενή πρόβατά Του να προοδεύουν προς την ίαση.
Ο Σωτήρας προείπε ότι «θα βοσκήσει το κοπάδι του σαν βοσκός», «θα αναζητήσ[ει] το χαμένο… θα επαναφέρ[ει] το πλανεμένο… θα επιδέσ[ει] το συντριμμένο και θα ενισχύσ[ει] το ασθενικό». Μολονότι ο αποστάτης Ισραήλ απεικονίζεται σαν να έχει καταναλωθεί από αμαρτωλά «τραύματα, και μελανιές, και σάπια έλκη», ο Σωτήρας ενδυνάμωσε, παρότρυνε και υποσχέθηκε ίαση.
Η θνητή διακονία του Σωτήρος πράγματι χαρακτηρίζεται από αγάπη, συμπόνια και ενσυναίσθηση. Δεν περπατά περιφρονητικά στους σκονισμένους δρόμους της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, ζαρώνοντας στη θέα των αμαρτωλών. Δεν τους απέφευγε με απόλυτη φρίκη. Όχι, έφαγε μαζί τους. Βοήθησε και ευλόγησε, ανύψωσε και διαπαιδαγώγησε και αντικατέστησε τον φόβο και την απελπισία με ελπίδα και χαρά. Ως αληθινός ποιμένας που είναι, μας αναζητεί και μας βρίσκει για να προσφέρει ανακούφιση και ελπίδα. Η κατανόηση της συμπόνιας και της αγάπης Του μας βοηθά να ασκούμε πίστη σε Εκείνον -- να μετανοούμε και να θεραπευόμαστε.
Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη καταγράφει το αποτέλεσμα της ενσυναίσθησης του Σωτήρος σε έναν αμαρτωλό. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι έφεραν στον Σωτήρα μία γυναίκα που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Οι κατήγοροι υπονόησαν ότι θα έπρεπε να λιθοβοληθεί, σε συμμόρφωση προς τον νόμο του Μωυσή. Ο Ιησούς, σε απάντηση στις επίμονες ερωτήσεις, τελικώς είπε σε αυτούς: «Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος την πέτρα εναντίον της».
Οι κατήγοροι αναχώρησαν «και ο Ιησούς έμεινε μόνος, και η γυναίκα που στεκόταν στο μέσον.
»Και όταν ο Ιησούς… μη βλέποντας κανέναν, εκτός από τη γυναίκα, της είπε: Γυναίκα, πού είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; Δεν σε καταδίκασε κανένας;
»Και εκείνη είπε: Κανένας, Κύριε. Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτήν: Ούτε εγώ σε καταδικάζω· πήγαινε, και στο εξής μη αμάρτανε».
Σίγουρα, ο Σωτήρας δεν ενέκρινε τη μοιχεία. Αλλά επίσης δεν καταδίκασε τη γυναίκα. Την ενθάρρυνε να αναμορφώσει τη ζωή της. Παρακινήθηκε να αλλάξει λόγω της συμπόνιας και της ευσπλαχνίας Του. Η μετάφραση της Βίβλου του Τζόζεφ Σμιθ πιστοποιεί την επακόλουθη ιδιότητα του μαθητού: «Και η γυναίκα δόξασε τον Θεό από εκείνη τη στιγμή και πίστεψε στο όνομά Του».
Ενώ ο Θεός έχει ενσυναίσθηση, δεν θα πρέπει λανθασμένα να πιστεύουμε ότι είναι δεκτικός και ανοιχτόμυαλος για την αμαρτία. Δεν είναι. Ο Σωτήρας ήλθε στη γη για να μας σώσει από τις αμαρτίες μας και, κυρίως, δεν θα μας σώσει μέσα στις αμαρτίες μας. Ένας επιδέξιος ανακριτής, ο Ζεζρώμ, κάποτε προσπάθησε να παγιδεύσει τον Αμουλέκ ρωτώντας: «Πρόκειται [ο ερχόμενος Μεσσίας] να σώσει το λαό Του ενώ βρίσκονται μέσα στις αμαρτίες τους; Και ο Αμουλέκ τού απάντησε και του είπε: Σού λέω, δεν πρόκειται, γιατί του είναι αδύνατο να αρνηθεί το λόγο του. …Δεν μπορεί να τους σώσει ενώ βρίσκονται μέσα στις αμαρτίες τους». Ο Αμουλέκ μίλησε για μία θεμελιώδη αλήθεια που για να μας σώσει από τις αμαρτίες μας, πρέπει να τηρήσουμε «τις συνθήκες της μετάνοιας», που επιτρέπουν στη δύναμη του Λυτρωτή να σώσει την ψυχή μας.
Η συμπόνια, η αγάπη και η ευσπλαχνία του Σωτήρος μάς τραβά προς Εκείνον. Μέσω της Εξιλέωσής Του δεν είμαστε πλέον ικανοποιημένοι από την αμαρτωλή μας κατάσταση. Ο Θεός είναι σαφής ως προς το τι είναι σωστό και αποδεκτό σε Εκείνον και τι είναι λανθασμένο και αμαρτωλό. Αυτό δεν γίνεται επειδή επιθυμεί να έχει απερίσκεπτους, υπάκουους οπαδούς. Όχι, ο Επουράνιος Πατέρας μας επιθυμεί τα τέκνα Του ενσυνειδήτως και προθύμως να επιλέγουν να γίνουν όπως Εκείνος και να πληρούν τις προϋποθέσεις για το είδος της ζωής που χαίρεται. Κάνοντας το αυτό, τα τέκνα Του εκπληρώνουν τον θείο τους προορισμό και γίνονται κληρονόμοι σε όλα όσα έχει. Για τον λόγο αυτόν, οι ηγέτες της Εκκλησίας δεν μπορούν να αλλάξουν τις εντολές του Θεού ή τη διδαχή σε αντίθεση με το θέλημά Του, για να είναι βολικοί ή δημοφιλείς.
Ωστόσο, στη διά βίου αναζήτησή μας να ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό, το παράδειγμα της καλοσύνης Του σε εκείνους που αμαρτάνουν είναι ιδιαιτέρως διδακτικό. Εμείς, που είμαστε αμαρτωλοί, πρέπει, όπως ο Σωτήρας, να προσεγγίζουμε τους άλλους με συμπόνια και αγάπη. Ο ρόλος μας είναι επίσης να βοηθούμε και να ευλογούμε, να ανυψώνουμε και να διαπαιδαγωγούμε και να αντικαθιστούμε τον φόβο και την απελπισία με ελπίδα και χαρά.
Ο Σωτήρας επετίμησε άτομα που οπισθοχωρούσαν από άλλους που θεωρούσαν ακάθαρτους και οι οποίοι με φαρισαϊσμό έκριναν άλλους ως περισσότερο αμαρτωλούς από εκείνους. Αυτό είναι το μάθημα που τόνισε ο Σωτήρας απευθυνόμενος σε εκείνους που «θεωρούσαν ότι είναι ενάρετοι και περιφρονούσαν τους άλλους». Είπε αυτήν την παραβολή:
«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
»Ο Φαρισαίος, καθώς στάθηκε, προσευχόταν από μέσα του τα εξής: Σε ευχαριστώ, Θεέ, ότι δεν είμαι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης.
»Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα έχω.
»Και ο τελώνης, που στεκόταν από μακριά δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε στο στήθος του, λέγοντας: Θεέ μου, σκέπασε με έλεος εμένα τον αμαρτωλό».
Και ο Ιησούς τότε συμπέρανε: «Σας λέω: Αυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος, παρά εκείνος [ο Φαρισαίος]: επειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί».
Το μήνυμα για εμάς είναι ξεκάθαρο: ένας αμαρτωλός που μετανοεί πιο κοντά στον Θεό από ό,τι κάνει ένα φαρισαϊκό άτομο που καταδικάζει αυτόν τον αμαρτωλό.
Η ανθρώπινη τάση να είμαστε φαρισαϊστές και επικριτικοί είναι επίσης παρούσα στην εποχή του Άλμα. Καθώς ο λαός «άρχισε να εδραιώνει την εκκλησία πληρέστερα… ο λαός της εκκλησίας άρχισε να γίνεται περήφανος… [και] ο λαός της εκκλησίας άρχισε να υψώνεται στην περηφάνια των ματιών του… ώστε άρχισαν να είναι γεμάτοι περιφρόνηση ο ένας προς τον άλλον, και άρχισαν να καταδιώκουν εκείνους που δεν πίστευαν σύμφωνα με τη δική τους θέληση και ευχαρίστηση».
Αυτός ο διωγμός απαγορευόταν ειδικά: «Λοιπόν υπήρχε ένας αυστηρός νόμος ανάμεσα στο λαό της εκκλησίας, ότι δεν έπρεπε κανένας άνθρωπος, που άνηκε στην εκκλησία, να σηκωθεί και να καταδιώκει εκείνους που δεν ανήκαν στην εκκλησία, και ότι δεν έπρεπε να υφίσταται κανένας διωγμός ανάμεσα τους». Η καθοδηγητική αρχή για τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών είναι η ίδια. Δεν πρέπει να είμαστε ένοχοι διωγμού οιουδήποτε εντός ή εκτός της Εκκλησίας.
Όσοι καταδιώχθηκαν για οποιονδήποτε λόγο γνωρίζουν πώς είναι η αδικία και η μισαλλοδοξία. Ως έφηβος που ζούσα στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1960, αισθάνθηκα ότι επανειλημμένως παρενοχλήθηκα και εκφοβίστηκα, επειδή ήμουν Αμερικανός και επειδή ήμουν μέλος της Εκκλησίας. Μερικοί από τους συμμαθητές μου μού φέρθηκαν σαν να ήμουν προσωπικώς υπεύθυνος για την αντιλαϊκή εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. Επίσης μου φέρθηκαν σαν η θρησκεία μου να ήταν μία προσβολή για τα έθνη στα οποία ζούσα, επειδή διέφερε από την κρατική επιχορηγούμενη θρησκεία. Αργότερα, σε διάφορες χώρες σε όλον τον κόσμο, είχα μικρά δείγματα της αποκρουστικότητας της προκατάληψης και της διάκρισης που υποφέρουν εκείνοι που στοχοποιούνται εξαιτίας της φυλής ή της εθνικότητός τους.
Ο διωγμός έρχεται με πολλές μορφές: χλεύη, παρενόχληση, εκφοβισμός, αποκλεισμός και απομόνωση ή μίσος προς τον άλλον. Πρέπει να προστατευθούμε εναντίον της μισαλλοδοξίας που υψώνει την άσχημη φωνή της σε εκείνους που έχουν διαφορετικές απόψεις. Η μισαλλοδοξία εκδηλώνεται, εν μέρει, στην απροθυμία της παραχώρησης ίσης ελευθερίας έκφρασης. Ο καθένας, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευόμενων ατόμων, έχει το δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του δημοσίως. Αλλά κανείς δεν έχει το δικαίωμα να είναι απεχθής προς τους άλλους καθώς αυτές οι απόψεις εκφράζονται.
Η ιστορία της Εκκλησίας δίδει άφθονα στοιχεία μελών μας που αντιμετωπίσθηκαν με μίσος και μισαλλοδοξία. Πόσο ειρωνικά θλιβερό θα ήταν, εάν αντιμετωπίζαμε άλλους όπως έχουμε αντιμετωπιστεί. Ο Σωτήρας δίδαξε: «Λοιπόν, όλα όσα θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι κι εσείς να κάνετε σ’ αυτούς». Επειδή για να ζητούμε σεβασμό, πρέπει να είμαστε γεμάτοι σεβασμό. Επιπροσθέτως, η γνήσια μεταστροφή φέρνει «πραότητα και ταπεινότητα καρδιάς», που προσκαλεί «το Άγιο Πνεύμα [και μας πληροί με] τέλεια αγάπη» μία «γνήσια αγάπη» για άλλους.
Ο Καλός Ποιμένας μας είναι αμετάβλητος και αισθάνεται το ίδιο σήμερα για την αμαρτία και τους αμαρτωλούς όπως αισθανόταν όταν περπάτησε στη γη. Δεν μας αποφεύγει επειδή αμαρτάνουμε, ακόμη και εάν Εκείνος περιστασιακά πρέπει να σκεφθεί: «Όμως αυτό το πρόβατο έχει αμαρτήσει σε μεγάλο βαθμό!» Μας αγαπά τόσο πολύ που παρέχει την οδό για εμάς να μετανοήσουμε και να γίνουμε καθαροί ώστε να μπορούμε να επιστρέψουμε σε Εκείνον και στον Επουράνιο Πατέρα μας. Με τον τρόπο αυτό, ο Ιησούς Χριστός επίσης έθεσε το παράδειγμα για εμάς να ακολουθήσουμε -- να δείξουμε σεβασμό σε όλους και να μην μισούμε κανέναν.
Ως μαθητές Του, ας μιμηθούμε πλήρως την αγάπη Του και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον τόσο ανοικτά και ολοκληρωτικά, ώστε κανένας να μην αισθανθεί εγκαταλελειμμένος, μόνος ή απελπισμένος. Καταθέτω μαρτυρία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Καλός Ποιμένας μας, που μας αγαπά και μας φροντίζει. Μας γνωρίζει και θυσίασε τη ζωή Του για τα πρόβατά Του. Επίσης ζει για εμάς και θέλει από εμάς να Τον γνωρίζουμε και να ασκούμε πίστη σε Εκείνον. Τον αγαπώ και Τον λατρεύω και είμαι βαθέως ευγνώμων για Εκείνον, στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν.