Αυτό που πιστεύουμε
Ανέστη
Όπου και αν ταξιδεύω, προσπαθώ να επισκέπτομαι το κοιμητήριο της πόλης. Είναι χρόνος για να στοχαστώ, να συλλογιστώ το νόημα της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου. Στο μικρό κοιμητήριο της πόλης Σάντα Κλάρα στη Γιούτα, θυμάμαι ότι υπερτερούν ονόματα Ελβετών, τα οποία είναι γραμμένα επάνω στις διαβρωμένες ταφόπλακες. Πολλά από αυτά τα άτομα άφησαν σπίτι και οικογένεια στην καταπράσινη Ελβετία και ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα «Ελάτε στη Σιών», αποίκισαν τις κοινότητες όπου τώρα «αναπαύονται εν ειρήνη». Υπέμειναν ανοιξιάτικες πλημμύρες, καλοκαιρινές ξηρασίες, ισχνές σοδειές και κοπιαστική εργασία. Άφησαν πίσω μια κληρονομιά θυσίας.
Τα μεγαλύτερα κοιμητήρια και από πολλές απόψεις εκείνα που προκαλούν τα τρυφερότερα συναισθήματα, διακρίνονται ως τόποι αναπαύσεως ανδρών οι οποίοι πέθαναν στη φωτιά συγκρούσεων, γνωστών ως πόλεμος, φορώντας τη στολή στρατού της χώρας τους. Συλλογίζεται κανείς τα συντριμμένα όνειρα, τις ανεκπλήρωτες ελπίδες, τις γεμάτες θλίψη καρδιές και τις ζωές που χάθηκαν πρόωρα από το κοφτερό δρεπάνι του πολέμου.
Εκτάσεις ολόκληρες από λευκούς σταυρούς σε πόλεις της Γαλλίας και του Βελγίου τονίζουν το τρομακτικό, βαρύ τίμημα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Στο Βερντάν της Γαλλίας υπάρχει ένα γιγάντιο πραγματικά κοιμητήριο. Κάθε άνοιξη, καθώς οι αγρότες καλλιεργούν τη γη, ανακαλύπτουν ένα κράνος εδώ, ένα βαρέλι μπαρούτι εκεί —θλιβερά ενθύμια των εκατομμυρίων ανδρών, οι οποίοι κυριολεκτικά μούσκεψαν το έδαφος με το αίμα τους.
Θάνατος, ένα νέο κεφάλαιο της ζωής
Πριν από πολλά χρόνια, στάθηκα στο προσκέφαλο ενός νέου άνδρα, πατέρα δύο παιδιών, καθώς αιωρείτο μεταξύ ζωής και του μεγάλου πέρα από αυτήν. Κράτησε το χέρι μου στο δικό του, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε ικετευτικά: «Επίσκοπε, ξέρω ότι πεθαίνω. Πες μου, τι γίνεται με το πνεύμα μου όταν πεθάνω».
Προσευχήθηκα για ουράνια καθοδήγηση. Την προσοχή μου τράβηξε το Βιβλίο του Μόρμον στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. Άρχισα να διαβάζω φωναχτά:
«Τώρα, σχετικά με την κατάσταση της ψυχής μεταξύ θανάτου και ανάστασης, ιδές, μου έγινε γνωστό από έναν άγγελο, ότι τα πνεύματα όλων των ανθρώπων, μόλις αποχωριστούν από ετούτο το θνητό σώμα… φέρνονται πάλι εκεί που ήταν πριν, σε εκείνον το Θεό που τους έδωσε ζωή.
»… Τα πνεύματα εκείνων που είναι δίκαιοι θα εισαχθούν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας, που λέγεται παράδεισος, κατάσταση ανάπαυστης, κατάσταση γαλήνης, όπου θα αναπαυτούν από όλες τις ταλαιπωρίες και από όλες τις έννοιες και θλίψεις τους» (Άλμα 40:11–12).
Ο νεαρός φίλος μου έκλεισε τα μάτια του, εξέφρασε το ειλικρινές ευχαριστώ του και σιωπηλά γλίστρησε στον παράδεισο εκείνο για τον οποίο είχαμε μιλήσει.
Νίκη επί του τάφου
Ας αφήσουμε τον Λουκά, το γιατρό, να περιγράψει την εμπειρία της Μαρίας και της άλλης Μαρίας καθώς πλησίαζαν στον τάφο στον κήπο:
«Βρήκαν, όμως, την πέτρα αποκυλισμένη από το μνήμα…
»… Και όταν μπήκαν μέσα δεν βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού.
»… Κι ενώ ήσαν σε απορία για τούτο, να, δύο άνδρες με ιμάτια αστραφτερά στάθηκαν μπροστά τους.
»Και… είπαν σ’ αυτές: Τι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς;
»Δεν είναι εδώ, αλλ’ αναστήθηκε» (Κατά Λουκάν 24:2–6).
Αυτό είναι το κάλεσμα της σάλπιγγας για όλη τη Χριστιανοσύνη. Η πραγματικότητα της Ανάστασης παρέχει στον καθένα και σε όλους την ειρήνη, η οποία ξεπερνά την κατανόηση. Παρηγορεί εκείνους που οι αγαπημένοι τους κείνται στους αγρούς της Φλάνδρας ή που χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας ή αναπαύονται στη μικρή Σάντα Κλάρα. Είναι μια παγκόσμια αλήθεια.
Ως ο ελάχιστος των μαθητών Του, διακηρύσσω την προσωπική μαρτυρία μου ότι ο θάνατος νικήθηκε, ότι η νίκη επί του θανάτου κερδίθηκε. Είθε τα λόγια που έγιναν ιερά από Εκείνον, ο οποίος τα εκπλήρωσε, να αποβούν αληθινή γνώση για όλους. Να τα θυμάστε. Να τα φυλάτε ως κάτι πολύτιμο. Να τα τιμάτε. Αναστήθηκε.
-
Ήρθαμε στη γη για να μάθουμε, να ζήσουμε, να προοδεύσουμε στο αιώνιο ταξίδι μας προς την τελειότητα.
-
Κάποιοι παραμένουν στη γη για ένα λεπτό, ενώ άλλοι ζουν πολλά χρόνια. Το μέτρο δεν είναι πόσα χρόνια ζούμε, αλλά πόσο καλά ζούμε.
-
Κατόπιν έρχεται ο θάνατος και η αρχή ενός νέου κεφαλαίου της ζωής.
-
Αυτό το νέο κεφάλαιο οδηγεί σε εκείνη την ένδοξη ημέρα της αναστάσεως, όταν το πνεύμα και το σώμα θα ενωθούν ξανά, για να μη χωριστούν ποτέ πια.
Από το «Ανέστη» Λιαχόνα, Απρ. 2003, 2–7.