Ευλογημένοι από την Μαμά Τααμίνο
Βίκτορ Κέιβ, Περιοδικά της Εκκλησίας
Όταν γνώρισα την Ταουματάγκι Τααμίνο, ήμουν ένας νέος ιεραπόστολος που εργαζόμουν στην ίδια μου την χώρα. Μια ηλικιωμένη χήρα, η αδελφή Τααμίνο ήταν λίγο καμπουριασμένη από την ηλικία και την σκληρή δουλειά, αλλά πάντα άπλωνε τα χέρια της για να χαιρετήσει εμένα και τον συνάδελφό μου και να μας φιλήσει και στα δύο μάγουλα, όπως συνηθίζεται στην Γαλλική Πολυνησία.
Η αδελφή Τααμίνο ήταν ευαίσθητη και το βάδισμά της ήταν αργό και βαρύ, αλλά φρόντιζε τους πάντες. Ακόμα βεβαιωνόταν ότι ο συνάδελφός μου και εγώ είχαμε πάντα καθαρά, σιδερωμένα ρούχα. Στα παιδιά άρεσε να είναι γύρω της, επειδή τα καλωσόριζε και άκουγε αυτά που είχαν να πουν. Ζούσε μια απλή ζωή σε ένα σπίτι με δύο δωμάτια, περιτριγυρισμένη από άμμο, φοίνικες, οικογένεια και φίλους. Από σεβασμό, όλοι την φώναζαν «Μαμά Τααμίνο».
Ο πρόεδρος της ιεραποστολής στο Παπίτε της Ταϊτής είχε αναθέσει στον συνάδελφό μου, Πρεσβύτερο Τσαν Φατ και σε μένα να βοηθήσουμε να προετοιμαστούν να λάβουν το ενδάωμα και να επισφραγιστούν ως οικογένειες 80 Άγιοι των Τελευταίων Ημερών στον πιο κοντινό ναό—τον ναό του Χάμιλτον στη Νέα Ζηλανδία, πέντε ώρες μακριά με το αεροπλάνο. Η Μαμά Τααμίνο ταξίδευε στο ναό κάθε χρόνο για έξι χρόνια και αυτό το χρόνο θα το έκανε ξανά. Αναρωτιόμουν πώς είχε τα μέσα για τόσο ακριβά ταξίδια όταν οι συνθήκες ζωής της ήταν τόσο φτωχικές. Έξι χρόνια αργότερα έμαθα την απάντηση.
Το 1976, ως πρόεδρος του πασσάλου Παπίτε στην Ταϊτή, συχνά επιθεωρούσα τα οικήματα συγκεντρώσεων του πασσάλου. Μια ημέρα το μεσημέρι σταμάτησα στην εκκλησία στο Τιπαερουί. Εκείνη την εποχή είχαμε επιστάτες και εκεί βρήκα την Μαμά Τααμίνο, τώρα στο τέλος της δεκαετίας των 60 της χρόνων, να εργάζεται ως επιστάτισσα για να συντηρήσει την μεγάλη της οικογένεια. Με χαιρέτησε με το συνηθισμένο της «Έλα να φας», αλλά απάντησα, «Μαμά Τααμίνο, δεν είσαι πλέον νέα και για μεσημεριανό θα φας μόνο ένα μικρό κομμάτι ψωμί, μια μικρή κονσέρβα με σαρδέλες και ένα μικρό μπουκάλι χυμό; Δεν βγάζεις αρκετά για να έχεις περισσότερο φαγητό από αυτό;»
Απάντησε: «Κάνω οικονομίες για να ταξιδέψω πάλι στον ναό». Συγκινήθηκα αφάνταστα από θαυμασμό για το παράδειγμά της αγάπης και θυσίας. Η Μαμά Τααμίνο ταξίδευε στο ναό της Νέας Ζηλανδίας σχεδόν 15 φορές—κάθε χρόνο μέχρι να αφιερωθεί ο Ναός του Παπίτε της Ταϊτής, τον Οκτώβριο του 1983. Στην αφιέρωση ακτινοβολούσε χαρά.
Το 1995, αυτή τη φορά ως πρόεδρος ιεραποστολής, είδα την Μαμά Τααμίνο ξανά. Είχε μετακομίσει πίσω στο νησί Μακέμο, όχι μακριά από τον τόπο γέννησής της. Τώρα, στα 80 της χρόνια, δεν μπορούσε να περπατήσει, αλλά οι ρυτίδες στο πρόσωπό της εξέφραζαν ειρήνη, υπομονή και μια βαθιά κατανόηση της ζωής και του ευαγγελίου. Είχε ακόμα ένα πανέμορφο χαμόγελο και τα μάτια της έδειχναν αγνή χριστιανική αγάπη.
Νωρίς το επόμενο πρωί την βρήκα καθιστή σε μια από τις βραγιές του οικήματος συγκεντρώσεων, ξεριζώνοντας ζιζάνια και καθαρίζοντας. Ένας από τους γιους της την είχε μεταφέρει εκεί. Όταν τέλειωνε μια περιοχή, χρησιμοποιούσε τα χέρια και τα πόδια της για μετακινηθεί στην επόμενη περιοχή. Αυτός ήταν ο τρόπος της να συνεχίσει να υπηρετεί τον Κύριο.
Αργά το απόγευμα, όταν έκανα συνεντεύξεις για εγκριτικά ναού, έφεραν την Μαμά Τααμίνο εκεί που καθόμουν στη σκιά ενός δένδρου κοντά στην εκκλησία. Ήθελε την ευκαιρία να απαντήσει κάθε ερώτηση που απαιτείται για ένα εγκριτικό ναού.
«Πρόεδρε, δεν μπορώ να πάω στο ναό πλέον», είπε. «Μεγαλώνω και είμαι άρρωστη, αλλά πάντα θέλω να έχω ένα ισχύον εγκριτικό ναού μαζί μου».
Μπορούσα να δω πόσο πολύ ήθελε να επιστρέψει στο ναό και ήξερα ότι η επιθυμία της ήταν αποδεκτή για τον Θεό. Λίγο καιρό αργότερα, άφησε το υλικό σκήνωμά της για να ενωθεί με εκείνους που είχε υπηρετήσει πιστά στον οίκο του Κυρίου. Δεν πήρε τίποτα μαζί της παρά την πίστη, την μαρτυρία, την καλοσύνη, την χριστιανική αγάπη και την προθυμία της να υπηρετήσει.
Η Μαμά Τααμίνο ήταν μια αληθινή πρωτοπόρος της Πολυνησίας, της οποίας το παράδειγμα ευλόγησε πολλούς από τους αδελφούς και τις αδελφές της—συμπεριλαμβανομένου εμού.