Πώς ξέρω
Η αγκαλιά ενός πατέρα
Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν εφτά χρονών. Οι αμφιβολίες που ακολούθησαν σχεδόν με εμπόδισαν από το να εμπιστεύομαι τον Επουράνιο Πατέρα.
Η οικογένειά μου ήταν έτοιμη να φύγει από το πάρτι, αλλά εγώ ακόμα ήθελα να κάνω πατίνια. Ο πατέρας μου με αγκάλιασε και με ρώτησε αν ήθελα να μείνω ώστε να με πάει να κάνω πατίνια.
«Όχι!» είπα θυμωμένα.
«Μπορείς να με εμπιστευτείς», είπε.
Οι άλλοι ήθελαν να φύγουν και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Δέκα λεπτά αργότερα είχαμε ένα ατύχημα. Από θαύμα επέζησα, αλλά ο πατέρας μου σκοτώθηκε. Αυτό το «όχι!» ήταν το τελευταίο πράγμα που του είπα και ήταν το τελευταίο άτομο που αγκάλιασα για πολλά χρόνια.
Για τα επόμενα 11 χρόνια, η ζωή μου ήταν μια φθίνουσα σπειροειδής πορεία. Έχασα την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και άρχισα να δυσπιστώ τους πάντες. Η ζωή μου ήταν τόσο δυστυχής που μια ημέρα όταν ήμουν 18 ετών, βρέθηκα να αγωνίζομαι για ελευθερία κάτω από μια χειμαρρώδη απελπισία, ικετεύοντας τον Θεό να μου δείξει τον δρόμο προς μια ευτυχισμένη ζωή.
Μια εβδομάδα αργότερα δύο ιεραπόστολοι με πλησίασαν. Μου έδειξαν ένα βιβλίο και μου είπαν ότι έπρεπε να προσευχηθώ για μια επιβεβαίωση για το αν είναι αληθινό. Αυτό που μου ζήτησαν φάνηκε απλό, αλλά οι πληγές που είχα από τον θάνατο του πατέρα μου ήταν βαθιές και θεωρούσα την συνάντησή μου με τους ιεραποστόλους μια απλή σύμπτωση και όχι απάντηση από τον Θεό που με αγαπούσε.
Παρ’ όλα αυτά, διάβασα το Βιβλίο του Μόρμον και προσευχήθηκα να λάβω μια απάντηση—αλλά χωρίς πραγματική πρόθεση. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να εμπιστευτώ τον Θεό, να αγκαλιάσω Αυτόν και την απάντησή Του. Ήταν ευκολότερο να δεχτώ την ήδη έτοιμη κριτική για την Εκκλησία. Και είχα επίσης ανακαλύψει ότι πολλές σπουδαίες ιστορικές προσωπικότητες, για τις οποίες είχα διδαχτεί στο σχολείο, ήταν ψευδείς. Κι αν ο Τζόζεφ Σμιθ ήταν σαν κι αυτούς;
Τελικά, όμως, βαφτίστηκα και επικυρώθηκα. Ήξερα ότι χρειαζόμουν καθοδήγηση στη ζωή μου και μου άρεσε η Εκκλησία και τα μέλη της. Αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι προσχώρησα χωρίς μια αληθινή μαρτυρία, μια που να κάνει την καρδιά να φλέγεται. Η πίστη που είχα ήταν αποτέλεσμα της αντίληψής μου ότι τα επιχειρήματα που είχαν οι κριτικοί της Εκκλησίας ήταν επιφανειακά. Αλλά δυσπιστώντας ακόμα, έφτασα σε ένα σημείο όπου το να διατηρήσω την πίστη μου ήταν αφόρητο. Η προσχώρησή μου στην Εκκλησία είχε αρχίσει λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης και της δυστυχίας μου και είχα πάλι καταλήξει στην ίδια κατάσταση.
Τότε πήρα μια κρίσιμη απόφαση. Θα προσευχηθώ, αλλά αυτή τη φορά θα το κάνω όπως προέτρεψε ο Μορόνι, με «πίστη στον Χριστό», με «πρόθεση πραγματική» και με «καρδιά ειλικρινή» (Mορόνι 10:4). Την ημέρα που είχα επιλέξει, νήστεψα και προσευχήθηκα για καθοδήγηση. Πέρασα την ημέρα συλλογιζόμενος όλα όσα είχαν συμβεί.
Εκείνη την νύχτα γονάτισα δίπλα στο κρεβάτι μου. Με σκυμμένο το κεφάλι, ρώτησα τον Επουράνιο Πατέρα για την αλήθεια του Βιβλίου του Μόρμον. Το μυαλό μου άρχισε να θυμάται όλες τις αμφιβολίες μου. Έκλεισα τα μάτια μου, έσφιξα τα χέρια μου περισσότερο και ρώτησα πάλι—με ειλικρίνεια, με πρόθεση και με πίστη στον Σωτήρα μας.
Ο κόσμος φάνηκε ότι σταμάτησε. Αισθάνθηκα ζεστασιά και περιτυλιγμένος με φως. Για 11 ολόκληρα χρόνια λαχταρούσα κάτι τέτοιο και τελικά με αγκάλιασε ξανά ένας πατέρας—ένας Επουράνιος Πατέρας. Επιτέλους είχα βρει κάποιον να εμπιστευτώ. «Ναι» είπα, με δάκρυα στα μάτια μου, «σε εμπιστεύομαι».