2010
Όταν οι πάπιες δεν επιπλέουν
Απρίλιος 2010


Όταν οι πάπιες δεν επιπλέουν

Υποθέσαμε απλώς ότι οι μικρές πάπιες μας θα μπορούσαν να ζήσουν στο νερό. Εξεπλάγημεν.

Όλα άρχισαν με το δώρο-έκπληξη που έφερε ο μπαμπάς στις τρεις θυγατέρες του. Κρυφοκοιτάζοντας μέσα σε ένα κουτί από χαρτόνι απ’ όπου ακουγόταν τερέτισμα, εμείς τα κορίτσια ξεφωνήσαμε από χαρά. Παπάκια! Ανυπομονούσαμε να τα φθάσουμε και να αρπάξουμε κανένα. Σπρώξαμε τον μπαμπά τόσο πολύ που σχεδόν έριξε το κουτί.

«Ήρεμα, κορίτσια!», κρυφογέλασε. «Υπάρχει ένα για την καθεμία σας!»

Εξεπλάγην με το γεγονός ότι αυτό το παπάκι αισθανόταν τόσο μικρό στο χέρι μου. Στο απαλό μου άδραγμα, το ζεστό του σώμα ήταν σαν το μέγεθος ενός τετάρτου και ζύγιζε περίπου τόσο επίσης.

«Πω πω, είναι τόσο ελαφρύ!» Αναφώνησα. «Δεν απορώ που τα παπάκια μπορούν να επιπλέουν!»

Ο μπαμπάς γέλασε καθώς έφευγε, για να πάει με τη μαμά στην κουζίνα. Ο μπαμπάς ήταν σπουδαίος σε εκπλήξεις, ιδιαιτέρως σε αυτές που έκαναν την οικογένειά του να χαμογελά. Τότε ήταν που θυμήθηκα τη ρηχή πισίνα. Θα ήταν το τέλειο σπίτι για τις νέες μας πάπιες.

«Νόρα, βγάλε αυτήν την παλαιά πλαστική πισίνα από το γκαράζ», διέταξα την αδελφή μου.

Με το λάστιχο της οπίσθιας αυλής να διοχετεύει καθαρό, δροσερό νερό στην πισίνα, αρχίσαμε να εξετάζουμε τις πάπιες μας και καταπιαστήκαμε στο να τις ονομάσουμε. Η δική μου είχε μία μικρή καφέ κηλίδα στο στρογγυλεμένο ράμφος της και γελοιωδώς γιγάντια πόδια με νηκτική μεμβράνη.

Ξαφνικά θυμήθηκα τους φίλους μου. Θα γελούσαν, επειδή ήμουν ενθουσιασμένη με αυτά τα νέα κατοικίδια. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι φίλοι μου δεν θα ήταν εκεί για τις επόμενες ημέρες. Οι γονείς τους τούς είχαν δώσει άδεια να πάνε στην κατασκήνωση, στα κοντινά βουνά. Ποδηλασία σε ένα παλαιό χωμάτινο μονοπάτι, επιλογή του μέρους κατασκηνώσεως, στήσιμο της σκηνής. Θα είχαν πολλή πλάκα και θα ήταν σπίτι την επομένη, γελώντας και μιλώντας για την έξοδό τους στην κατασκήνωση. Η μαμά μου δεν μου είχε δώσει την άδειά της. Είπε ότι ήμουν πολύ μικρή!

Με τη ρηχή πισίνα γεμάτη, εμείς τα κορίτσια μαζευτήκαμε τριγύρω, ανυπομονώντας σε μεγάλο βαθμό αυτήν τη στιγμή. Βάλαμε τα πουλιά που πετάριζαν και κινούνταν πέρα-δώθε στο νερό και πήγαν στον πυθμένα. Και τα τρία βούλιαξαν!

Βυθίσαμε τα χέρια μας στην πισίνα και σώσαμε τα φτωχά πουλιά που πνίγονταν. Τι πήγε στραβά; Δεν τους ζητούσαμε να κάνουν κάτι δύσκολο, όπως το κολύμβι. Αυτό που έπρεπε να κάνουν μόνον ήταν να επιπλεύσουν. Δεν είναι εύκολο για μία πάπια;

«Τι συνέβη;» διερωτήθηκε η αδελφή μου.

«Ίσως τις αιφνιδιάσαμε!»

Όλες συμφωνήσαμε ότι ήταν σαν μωρά που μαθαίνουν πώς να περιπατούν. Απλώς πρέπει να πέφτουν ενίοτε. Συμφωνήσαμε να ξαναπροσπαθήσουμε.

«Ένα, δύο, τρία, πάμε!»

Έπεσαν! Έπεσαν! Έπεσαν! Κατευθείαν κάτω σαν σφαίρες από μόλυβδο.

Ευτυχώς για τα παπάκια, καμία από εμάς δεν είχε την καρδιά να συνεχίσει τη θεωρία της ότι χρειάζονταν απλώς εξάσκηση. Όταν πρότεινε η Νόρα να χρησιμοποιήσουμε το πιστολάκι για τα πτερά τους, όλες κινηθήκαμε βιαστικά προς το σπίτι. Απαλά, οι δύο αδελφές μου χρησιμοποίησαν το ροζ πιστολάκι μου στα πτωχά πουλιά, ενώ εγώ έψαχνα τον τηλεφωνικό αριθμό από το όνομα στο κουτί από χαρτόνι.

«Ναι, κύριε; Είμαστε αυτές που μόλις αγοράσαμε—δηλαδή, ο μπαμπάς μας μόλις αγόρασε—τρία παπάκια. Ναι, κύριε. Λοιπόν, υπάρχει ένα πρόβλημα με τις πάπιες μας. Ξέρετε, προτιμούμε να επιπλέουν οι πάπιες μας».

Αυτό που είχε να πει αυτός ο άνδρας ήταν για εμένα έκπληξη. Δεν συνειδητοποίησα ότι είχα μάθει τόσα πολλά μέχρις ότου άκουσα τον εαυτόν μου να το εξηγεί στη Νόρα και τη Σούζι: «Βλέπετε, τα πτιλώδη πτερά δεν απωθούν το νερό. Το απορροφούν αμέσως. Πρέπει να περιμένουμε μία με δύο εβδομάδες για να κάνει το σώμα τους κέρινο λάδι που θα αδιαβροχοποιήσει τα πούπουλά τους».

«Όμως, αυτό δεν είναι αλήθεια», διετύπωσε η Νόρα. «Έχω δει παπάκια να ακολουθούν τη μητέρα τους στον ποταμό. Ήταν μόλις λίγων ημερών».

«Ο άνδρας μού το εξήγησε. Όταν γεννώνται οι πάπιες, η μητέρα τυλίγει τις φτερούγες της γύρω από τα μικρά, για να τα διατηρεί ζεστά. Το λάδι από τις φτερούγες της μητέρας τρίβεται στο σώμα τους. Με τη μητέρα τους μπορούν να είναι σε επίπλευση. Μόνα τους χρειάζεται να μεγαλώσουν λίγο, προτού να είναι ασφαλή στο νερό».

Τότε ήταν που ο νους μου πήγε στα βουνά κάπου, σκεπτόμενη τους φίλους μου στη σκηνή τους. Ίσως η μαμά απλώς ήθελε να με κρατήσει κάτω από τις φτερούγες της για λιγάκι ακόμη. Χάιδεψα τη μικροσκοπική πλάτη της πάπιας μου με το ένα μου δάκτυλο.

«Θα σε κρατήσουμε έξω από την πισίνα προσωρινά, μικρέ μου», του υποσχέθηκα. Κατόπιν, ως μεταγενέστερη σκέψη, προσέθεσα: «Σου λείπει η μαμά σου;»

Εικονογράφηση υπό Jim Madsen