Το ποίημα
Όταν ήμουν παιδί, βρήκα ένα ποίημα σε μια σελίδα που κάποιος την είχε σκίσει από ένα φυλλάδιο και το είχε πετάξει στο πεζοδρόμιο. Μεγάλωσα σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων κατασκευασμένων από την κυβέρνηση και ήμουν μοναχική, αλλά είχα τρεις τρόπους διαφυγής: τα βιβλία, τις ταινίες του Έλβις Πρίσλεϊ και την ποίηση. Αγαπούσα την ποίηση. Επικοινωνούσε με μια πλευρά του εαυτού μου που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Φαινόταν ότι δεν υπήρχαν λέξεις για να το περιγράψω. Περίεργη για το ποίημα, το πήρα από κάτω και το πήγα σπίτι.
Διάβαζα το ποίημα κάθε μέρα, μερικές φορές πολλές φορές την ημέρα, για τα επόμενα χρόνια. Καθώς καθόμουν στο μάθημα, καθώς περπατούσα, στο διάδρομο μεταξύ των μαθημάτων, καθιστή στα διαλείμματα, θα έρχονταν μέρη του ποιήματος στο μυαλό μου. Δεν είχα ποτέ πριν αποστηθίσει ένα ποίημα, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Υπήρχε κάτι σε αυτό που επικοινωνούσε μαζί μου και με άγγιζε.
Κι είναι στιγμές που αναρωτιέμαι
μήπως είμαι ξένος εδώ
και μου φαίνεται σαν να ήρθα
απ’ έναν κόσμο πιο λαμπρό.
Πάντα αισθανόμουν διαφορετική από τα άλλα παιδιά. Αισθανόμουν, μερικές φορές, ότι υπήρχε κάπου ένα άλλο σπιτικό και αν πραγματικά προσπαθούσα, θα μπορούσα να το θυμηθώ. Το ποίημα προήγαγε αυτά τα συναισθήματα. Συχνά θα το έβγαζα από το ντουλάπι μου και θα το διάβαζα. Αναρωτιόμουν πόσοι άνθρωποι σαν κι εμένα υπήρχαν στον κόσμο και αν ποτέ θα γνώριζα έναν.
Γι’ ένα σοφό, λαμπρό σκοπό
με έχεις στείλ’ εδώ στη γη
και έχω χάσει κάθε μνήμη
από την άλλη μου ζωή.
Φανταστείτε την έκπληξή μου πολλά χρόνια αργότερα, όταν, ως ερευνήτρια καθισμένη στην πρώτη συγκέντρωση μετάληψης, άνοιξα το υμνολόγιο στην υποδεδειγμένη σελίδα και είδα το ποίημα που είχα βρει πριν όλα αυτά τα χρόνια. Η μουσική διασκευή ήταν διαφορετική από αυτή που εγώ είχα τραγουδήσει δυνατά στον εαυτό μου, όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ ή όταν θα ξυπνούσα τα μεσάνυχτα κλαίγοντας, αλλά αναγνώρισα ακόμα και τις νότες που ηχούσαν από το πιάνο.
Ω Πατέρα, συ που μένεις
εκεί ψηλά στον ουρανό,
πότε θα αντικρίσω πάλι
το άγιό σου πρόσωπο.
Καθώς όλοι οι άλλοι τραγουδούσαν το «Ω Πατέρα» (Ύμνοι και Παιδικά Τραγούδια, σελ. 42), μπορούσα μόνο να κάθομαι και να κλαίω, ξέροντας ότι ο Θεός είχε τοποθετήσει εκείνο το τραγούδι στο δρόμο μου ως παιδί.
Μέσα στα άγια δώματά σου,
κατοικούσε το πνεύμα μου,
σαν παιδί σου κι εγώ σιμά σου,
ζούσα με τη στοργή σου.
Καθώς καθόμουν σε εκείνη τη συγκέντρωση μετάληψης ακούγοντας το ποίημά μου να τραγουδιέται από το εκκλησίασμα, ήξερα ότι ήμουν στο σωστό δρόμο. Ήξερα ότι αυτά που μου δίδασκαν οι ιεραπόστολοι ήταν αληθινά. Ήξερα ότι η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών ήταν η μόνη αληθινή Εκκλησία του Θεού στη γη. Επομένως, όταν γονάτισα και ρώτησα τον Θεό αν ήταν σωστό ενώπιόν Του να βαφτιστώ και να επικυρωθώ στην Εκκλησία, δεν εξεπλάγην όταν η απάντηση ήταν ναι.
Μετά από τρεις εβδομάδες μαθημάτων με τους Πρεσβυτέρους Γουώκερ και Γουίτακερ, ο Πρεσβύτερος Γουώκερ με κατέβασε στα νερά του βαφτίσματος. Καθαρίστηκα, πιο καθαρή δεν είχα αισθανθεί και δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα ήμουν. Ο πρώτος μου επίσκοπος ο άνθρωπος που απάντησε στο τηλέφωνο την ημέρα που τηλεφώνησα για να ζητήσω να με επισκεφτούν οι ιεραπόστολοι συνόδευε τους Πρεσβυτέρους στον κύκλο των φερόντων την ιεροσύνη, οι οποίοι συμμετείχαν στην επικύρωσή μου ως μέλος.
Μπορούσα να ακούσω τα λόγια του αγαπημένου μου ποιήματος σαν ένα γλυκό ρεφρέν να κυματίζει πάνω από κάθε άτομο που συνάντησα και από κάθε πράξη που συνέβαλαν στον ερχομό μου στην Εκκλησία— λόγια που είχαν αγγίξει μια πονεμένη καρδιά, η οποία επιζητούσε να γνωρίσει για άλλη μια φορά τον Αιώνιο Πατέρα της.
Να σε αποκαλούμε, Πατέρα,
διδαχτήκαμ’ από μικροί,
αλλά πριν γίνει γνωστή η αλήθεια,
κανείς δεν ήξερε το γιατί.