Κεφαλαιο 1
Το Πρώτο Όραμα: Ο Πατέρας και ο Υιός εμφανίζονται στον Τζόζεφ Σμιθ
«Είδα δύο Άτομα, των οποίων η λαμπρότητα και δόξα ξεπερνούν κάθε περιγραφή, να στέκονται από πάνω μου στον αέρα. Ο ένας τους μου μίλησε, καλώντας με με το όνομά μου και είπε, δείχνοντας τον άλλον – Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός. Αυτόν να ακούς!»
Από τη ζωή του Τζόζεφ Σμιθ
Μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού, η αποστασία άρχισε σταδιακά να εξαπλώνεται. Οι Απόστολοι του Σωτήρα απορρίφθηκαν και δολοφονήθηκαν, οι διδασκαλίες Του διαστρεβλώθηκαν και η ιεροσύνη του Θεού αφαιρέθηκε από τη γη. Ο αρχαίος προφήτης Αμώς είχε προφητεύσει μια εποχή αποστασίας και πνευματικού σκότους: «Να, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος ο Θεός, και θα στείλω πείνα επάνω στη γη· όχι πείνα ψωμιού ούτε δίψα νερού, αλλά ακρόασης των λόγων του Κυρίου. Και θα περιπλανιούνται από θάλασσα σε θάλασσα, και θα περιτρέχουν από τον βορρά μέχρι την ανατολή, ζητώντας τον λόγο του Κυρίου· και δεν θα βρουν» (Αμώς 8:11–12).
Ένας από εκείνους που επιζητούσαν το λόγο του Κυρίου, ο οποίος είχε χαθεί από τη γη, ήταν ο Τζόζεφ Σμιθ, ένας νέος άνδρας που ζούσε στον αγροτικό, διοικητικό τομέα της Παλμύρα της Νέας Υόρκης, το 1820. Ο Τζόζεφ ήταν δυνατός και δραστήριος νέος, με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ανοιχτά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια, το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά στην οικογένεια του Τζόζεφ Σμιθ του πρεσβύτερου και της Λούση Μακ Σμιθ. Εργαζόταν πολλές ώρες, βοηθώντας τον πατέρα και τους μεγαλύτερους αδελφούς του να κόβουν δέντρα και να φυτεύουν τις σοδειές στο πυκνό από δέντρα αγρόκτημα της οικογένειάς του, που κάλυπτε μια έκταση 40,5 εκταρίων. Κατά τα λεγόμενα της μητέρας του, ήταν «ένα ιδιαίτερα ήσυχο, καλοσυνάτο παιδί»1, στο οποίο «άρεσε πολύ να στοχάζεται και να μελετά σε βάθος», περισσότερο από όλα τα αδέλφια του2. Ο νεαρός Τζόζεφ εργαζόταν για να βοηθήσει την οικογένειά του και για το λόγο αυτό, η μόρφωσή του περιορίστηκε στα βασικά, την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική.
Την εποχή εκείνη, ένα πνεύμα θρησκευτικού ζήλου εξαπλωνόταν γρήγορα σε ολόκληρη την περιοχή της δυτικής Νέας Υόρκης, όπου ζούσε η οικογένεια Σμιθ. Οι Σμιθ, όπως και πολλοί άλλοι, παρευρίσκονταν στις λειτουργίες θρησκευτικής αφύπνισης των χριστιανικών δογμάτων της περιοχής. Αν και ορισμένα από τα μέλη της οικογένειάς του είχαν προσχωρήσει σε μία από τις εκκλησίες, ο Τζόζεφ δεν ακολούθησε. Αργότερα, έγραψε για την εποχή αυτή:
«Το νου μου, απασχολούσαν πολύ σοβαρά σημαντικότατες ανησυχίες σχετικά με την ευημερία της αθάνατης ψυχής μου, πράγμα που με έκανε να ερευνώ τις γραφές, πιστεύοντας, όπως είχα διδαχθεί, ότι περιείχαν το λόγο του Θεού. Έτσι, επιδιδόμενος στη μελέτη των γραφών κατ’ αυτόν τον τρόπο και γνωρίζοντας στενά κάποια μέλη διαφορετικών δογμάτων, κατέληξα να απορώ υπέρμετρα, διότι ανακάλυψα ότι δεν κοσμούσαν την ομολογία της πίστης τους με έναν άγιο τρόπο ζωής και μια θεοπρεπή συμπεριφορά, σύμφωνη με εκείνη που βρήκα ότι περιείχετο σε εκείνο το ιερό βιβλίο. Αυτό έφερε θλίψη στην ψυχή μου…
»Συλλογίστηκα πολλά πράγματα μέσα στην καρδιά μου σχετικά με την κατάσταση στον κόσμο των ανθρώπων – τους ανταγωνισμούς και τις διχογνωμίες, τις ανομίες και τους αποτροπιασμούς, το σκοτάδι το οποίο διείσδυε στο νου των ανθρώπων. Ο νους μου ένιωσε εξαιρετική θλίψη, διότι πείσθηκα για τις αμαρτίες μου και ερευνώντας τις γραφές κατάλαβα ότι οι άνθρωποι δεν έρχονταν προς τον Κύριο, αλλά είχαν αποστατήσει από την αληθινή και ζώσα πίστη και δεν υπήρχε ομάδα ή δόγμα που να έχει οικοδομηθεί επάνω στο ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, όπως ήταν καταγεγραμμένο στην Καινή Διαθήκη και αισθάνθηκα να θρηνώ για τις δικές μου αμαρτίες και τις αμαρτίες του κόσμου»3.
Η αναζήτηση της αλήθειας από το νεαρό Τζόζεφ Σμιθ, τον οδήγησε σε ένα δάσος για να ζητήσει από το Θεό τη σοφία που χρειαζόταν. Σε απάντηση της προσευχής του, εμφανίστηκαν σε αυτόν ο Επουράνιος Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός, ανοίγοντας το δρόμο για την αποκατάσταση του ευαγγελίου κατά τις τελευταίες ημέρες. Το θαυμαστό αυτό συμβάν αφηγείται ο Τζόζεφ Σμιθ με απλά, ωστόσο εύγλωττα λόγια.
Διδασκαλίες του Τζόζεφ Σμιθ
Η αναζήτηση της αλήθειας από τον Τζόζεφ Σμιθ, διδάσκει ότι η μελέτη των γραφών και η ειλικρινής προσευχή ενθαρρύνουν την αποκάλυψη.
Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:5, 7-13: «Επικρατούσε στον τόπο που κατοικούσαμε μια ασυνήθιστη έξαψη γύρω από το θέμα της θρησκείας. Άρχισε με τους Μεθοδιστές, αλλά σύντομα γενικεύτηκε ανάμεσα σε όλες τις αιρέσεις σε εκείνη την περιοχή της χώρας. Πράγματι, ολόκληρη η περιφέρεια φαινόταν επηρεασμένη από αυτήν, και μεγάλα πλήθη συνασπίζονταν στις διάφορες θρησκευτικές ομάδες, πράγμα το οποίο δημιουργούσε όχι μικρή αναταραχή και διχασμό ανάμεσα στο λαό, ενώ μερικοί φώναζαν: ‘Να εδώ!’ και άλλοι, ‘Να, εκεί!’ Άλλοι μάχονταν για την πίστη των Μεθοδιστών, άλλοι για των Πρεσβυτεριανών και άλλοι για των Βαπτιστών…
»Βρισκόμουν τότε στο δέκατο πέμπτο χρόνο μου. Η οικογένεια του πατέρα μου είχε προσηλυτιστεί στην Πρεσβυτεριανή θρησκεία, και τέσσερις από αυτούς προσχώρησαν σ’ αυτήν την εκκλησία, δηλαδή, η μητέρα μου Λούση, οι αδελφοί μου Χάυρουμ και Σάμιουελ Χάρρισον και η αδελφή μου Σωφρονία.
»Κατά την εποχή αυτή της μεγάλης έξαψης, το μυαλό μου ήταν βυθισμένο σε βαθύ συλλογισμό και μεγάλη ανησυχία. Όμως παρόλο που τα συναισθήματά μου ήταν βαθιά και συχνά έντονα, εντούτοις παρέμενα αμέτοχος σ’ όλες αυτές τις παρατάξεις, αν και παρευρισκόμουν σε πολλές συγκεντρώσεις τους όσο συχνά το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Με την πάροδο του χρόνου το μυαλό μου στρεφόταν κάπως υπέρ της αίρεσης των Μεθοδιστών, και αισθάνθηκα κάποια επιθυμία να προσχωρήσω σ’ αυτούς. Αλλά τόσο μεγάλη ήταν η σύγχυση και η διαμάχη ανάμεσα στα διάφορα θρησκεύματα, ώστε ήταν αδύνατο για ένα άτομο νέο σαν εμένα, και τόσο ανίδεο από πρόσωπα και πράγματα, να καταλήξει σε οποιοδήποτε σαφές συμπέρασμα για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο.
»Το μυαλό μου μερικές φορές εξαπτόταν υπερβολικά, τόσο έντονες και αδιάκοπες ήταν οι κραυγές και η οχλαγωγία. Οι Πρεσβυτεριανοί ήταν πολύ κατηγορηματικοί εναντίον των Βαπτιστών και των Μεθοδιστών, και χρησιμοποιούσαν κάθε δύναμη και του λόγου και της σοφιστείας για να αποδείξουν τα λάθη τους ή τουλάχιστον, να κάνουν το λαό να νομίζει ότι έσφαλαν. Από την άλλη πλευρά, οι Βαπτιστές και οι μεθοδιστές με τη σειρά τους, ήταν εξίσου γεμάτοι ζήλο στο να προσπαθούν να επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις και να αποδείξουν εσφαλμένες όλες τις άλλες.
»Μέσα σ’ αυτόν τον πόλεμο λόγων και τον αναβρασμό ιδεών, συχνά έλεγα στον εαυτό μου: Τι πρέπει να κάνει κανείς; Ποια απ’ αυτές τις παρατάξεις είναι σωστή; Ή μήπως είναι όλες μαζί λανθασμένες; Αν κάποια απ’ αυτές είναι σωστή, ποια είναι αυτή, και πώς να το γνωρίσω εγώ;
»Καθώς ταλαιπωρούμουν από τις εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες που προκαλούσε ο ανταγωνισμός αυτών των θρησκευτικών παρατάξεων, μια μέρα διάβαζα την Επιστολή του Ιακώβου, κεφάλαιο πρώτο, στίχος πέμπτος, που λέει: Αν κανείς από εσάς υστερεί σε σοφία, ας ζητήσει από τον Θεό, που δίνει στους πάντες άπλετα και χωρίς να προσβάλλει, και θα του δοθεί.
»Ποτέ κανένα απόσπασμα γραφής δεν ήλθε με περισσότερη δύναμη μέσα στην καρδιά ανθρώπου απ’ ό,τι ετούτο αυτήν τη στιγμή στη δική μου. Φαινόταν σαν να εισχωρούσε με μεγάλη ορμή σε κάθε αίσθημα της καρδιάς μου. Το συλλογίστηκα ξανά και ξανά, ξέροντας ότι αν ήταν κάποιος που χρειαζόταν σοφία από το Θεό, αυτός ήμουν εγώ. Γιατί πώς να ενεργήσω, δεν ήξερα, και αν δεν αποκτούσα σοφία περισσότερη απ’ ό,τι τότε είχα, ποτέ δε θα μάθαινα. Γιατί οι δάσκαλοι της θρησκείας των διαφόρων αιρέσεων καταλάβαιναν τις ίδιες περικοπές γραφών τόσο διαφορετικά ώστε εξαφάνιζαν κάθε ελπίδα ότι μπορεί να διευθετηθεί κάποιο ερώτημα με προσφυγή προς τη Βίβλο.
»Τελικά έφθασα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε είτε να παραμείνω στο σκοτάδι και στη σύγχυση, είτε έπρεπε να κάνω αυτό που υποδείκνυε ο Ιάκωβος, δηλαδή, να ζητήσω από το Θεό. Τέλος έφθασα στην απόφαση να ζητήσω από το Θεό, καταλήγοντας στο ότι αν έδινε σοφία σε κείνους που στερούνται σοφίας, και θα έδινε άπλετα, και χωρίς να προσβάλει, μπορούσα να τολμήσω»4.
Ο Τζόζεφ Σμιθ ελευθερώθηκε από τη δύναμη του εχθρού κάθε χρηστότητας.
Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:14–16: «Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτό, την απόφασή μου να ζητήσω από το Θεό, αποσύρθηκα στο δάσος για να το επιχειρήσω. Ήταν κατά το πρωινό μιας όμορφης, διαυγούς ημέρας, στην αρχή της άνοιξης του χίλια οχτακόσια είκοσι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που επιχειρούσα κάτι τέτοιο, γιατί μέσα σε όλα τα άγχη μου ποτέ ως τώρα δεν είχα επιχειρήσει να προσευχηθώ φωναχτά.
»Αφού αποσύρθηκα στην τοποθεσία που είχα από πριν σχεδιάσει να πάω, αφού κοίταξα γύρω μου, και αφού είδα ότι ήμουν μόνος, γονάτισα κάτω και άρχισα να εκφράζω προς το Θεό τους πόθους της καρδιάς μου. Δεν είχα καλά-καλά αρχίσει, όταν αμέσως με κατέλαβε κάποια δύναμη η οποία ολοκληρωτικά με κυρίεψε, και είχε τέτοια καταπληκτική επίδραση επάνω μου, που έδεσε τη γλώσσα μου έτσι που δεν μπορούσα να μιλήσω. Πυκνό σκοτάδι απλώθηκε τριγύρω μου και μου φάνηκε για μια στιγμή σαν να ήμουν καταδικασμένος σε απότομο αφανισμό.
»Όμως, ενώ συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις για να επικαλεστώ το Θεό να με ελευθερώσει από τη δύναμη αυτού του εχθρού ο οποίος είχε πέσει επάνω μου, και ακριβώς τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να βυθιστώ σε απελπισία και να εγκαταλείψω τον εαυτό μου στον αφανισμό – όχι σε φανταστική καταστροφή, αλλά στη δύναμη πραγματικού όντος από τον αόρατο κόσμο, που είχε τέτοια τρομακτική δύναμη που ποτέ πριν δεν είχα νιώσει σε κανένα ον – ακριβώς αυτήν τη στιγμή του μεγάλου κινδύνου, είδα ακριβώς επάνω από το κεφάλι μου μια στήλη φωτός λαμπρότερη από τη λάμψη του ήλιου, η οποία κατέβαινε σιγά-σιγά μέχρι που έπεσε επάνω μου»5.
Ο Επουράνιος Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός εμφανίστηκαν στον Τζόζεφ ως απάντηση στην ταπεινή προσευχή του.
Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:17–20: «Δεν είχε καλά-καλά εμφανιστεί όταν βρέθηκα ελευθερωμένος από τον εχθρό που με κρατούσε δέσμιο. Όταν το φως έπεσε επάνω μου είδα δύο Άτομα, των οποίων η λαμπρότητα και δόξα ξεπερνούν κάθε περιγραφή, να στέκονται από πάνω μου στον αέρα. Ο ένας τους μου μίλησε, καλώντας με, με το όνομά μου και είπε, δείχνοντας τον άλλον — Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός. Αυτόν να ακούς!»
»Ο σκοπός μου που πήγα για να ζητήσω από τον Κύριο ήταν να μάθω ποια απ’ όλες τις θρησκευτικές ομάδες ήταν σωστή, για να ξέρω σε ποια να προσχωρήσω. Μόλις λοιπόν συνήλθα, έτσι ώστε να είμαι σε θέση να μιλήσω, ρώτησα τα Άτομα που στέκονταν από πάνω μου μέσα στο φως, ποια απ’ όλες τις θρησκευτικές ομάδες ήταν σωστή (γιατί ως αυτήν τη στιγμή δεν είχε μπει μέσα στην καρδιά μου ότι όλες ήταν εσφαλμένες) – και σε ποια να προσχωρήσω.
»Πήρα την απάντηση ότι δεν έπρεπε να προσχωρήσω σε καμιά απ’ αυτές γιατί όλες τους ήταν εσφαλμένες. Και το άτομο που μου είχε μιλήσει είπε ότι όλα τα πιστεύω τους αποτελούσαν αποτροπιασμό στα μάτια του. Ότι αυτοί οι διδάκτορες ήταν όλοι τους διεφθαρμένοι. Ότι: ‘με πλησιάζουν με τα χείλη τους, όμως η καρδιά τους απέχει μακριά από εμένα, διδάσκουν ως διδαχές τις εντολές των ανθρώπων, έχοντας τη μορφή της ευσέβειας, αλλά αρνούνται τη δύναμή της’.
»Πάλι μου απαγόρευσε να προσχωρήσω σε οποιαδήποτε από αυτές, και πολλά άλλα μου είπε, τα οποία δεν μπορώ να γράψω ετούτη τη στιγμή. Όταν συνήλθα, βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Όταν εξαφανίστηκε το φως, δεν είχα δύναμη. Όμως σύντομα, ξαναβρίσκοντας κάπως τον εαυτό μου, πήγα στο σπίτι μου. Και καθώς ακούμπησα στο τζάκι, η μητέρα μου ζήτησε να μάθει τι συνέβαινε. Απάντησα, ‘Μην ανησυχείς, όλα είναι εντάξει – είμαι αρκετά καλά’. Ύστερα είπα στη μητέρα μου, Έμαθα από μόνος μου ότι ο Πρεσβυτεριανισμός δεν αποτελεί αλήθεια’. Φαινόταν σαν να ήξερε ο ενάντιος, από πολύ νωρίς στη ζωή μου, ότι ήμουν προορισμένος να γίνω ενοχλητικός και εμπόδιο στο βασίλειό του. Αλλιώς γιατί να συνασπιστούν εναντίον μου οι δυνάμεις του σκότους; Γιατί αυτή η αντίθεση και καταδίωξη που ξεσηκώθηκε εναντίον μου, σχεδόν από τη βρεφική μου ηλικία;»6
Όταν η μαρτυρία μας είναι ισχυρή, η καταδίωξη δεν μπορεί να μας κάνει να αρνηθούμε αυτό που ξέρουμε ότι είναι αληθινό.
Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:21–26: «Λίγες ημέρες μετά από αυτό το όραμα που είχα, έτυχε να βρεθώ παρέα με έναν από τους Μεθοδιστές ιεροκήρυκες, ο οποίος είχε μεγάλη δράση στην προαναφερθείσα θρησκευτική έξαψη. Και καθώς συζητούσα μαζί του γύρω από το θέμα της θρησκείας, βρήκα την ευκαιρία να του διηγηθώ το όραμα που είχα. Η συμπεριφορά του μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Όχι μόνο δεν πήρε στα σοβαρά αυτά που του διηγήθηκα, αλλά τα δέχθηκε με μεγάλη περιφρόνηση, λέγοντας ότι ήταν όλα του διαβόλου, ότι δεν υπήρχαν οράματα ούτε αποκαλύψεις στη σημερινή εποχή, ότι όλα αυτά είχαν σταματήσει με τους αποστόλους, και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να υπάρξουν πια.
»Όμως σύντομα διαπίστωσα, ότι η διήγησή μου αυτού του περιστατικού είχε εξάψει μεγάλη προκατάληψη εναντίον μου ανάμεσα στους θρησκευτικούς διδάκτορες, και αποτέλεσε το λόγο μεγάλης καταδίωξης, η οποία εξακολουθούσε να αυξάνεται. Και παρόλο που ήμουν ένα άσημο αγόρι, μόλις μεταξύ δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρόνων, και οι συνθήκες της ζωής μου τέτοιες ώστε να με κάνουν ένα αγόρι χωρίς καμιά σημασία στον κόσμο, ωστόσο άνθρωποι με μεγάλες θέσεις να νοιάζονται τόσο ώστε να ερεθίζουν το μυαλό του κοινού εναντίον μου, και να δημιουργούν πικρή καταδίωξη. Και τούτο γινόταν από όλες τις αιρέσεις – όλες ενωμένες για να με καταδιώκουν.
»Με έκανε να συλλογιστώ σοβαρά τότε, και πολλές φορές από τότε, πόσο παράδοξο ήταν το ότι ένα άσημο αγόρι, λίγο περισσότερο από δεκατεσσάρων χρονών, και μάλιστα ένα αγόρι που ήταν καταδικασμένο στην ανάγκη του να εξασφαλίζει την πενιχρή συντήρησή του με τον καθημερινό του μόχθο, να θεωρείται άτομο αρκετά σημαντικό για να ελκύσει την προσοχή των σπουδαίων ατόμων των πιο δημοφιλών αιρέσεων της εποχής, και με τρόπο που να προκαλεί μέσα τους το πνεύμα της πιο πικρής καταδίωξης και κακολογίας. Αλλά είτε ήταν παράδοξο είτε όχι, έτσι είχαν τα πράγματα, και ήταν συχνά για μένα αιτία μεγάλης θλίψης.
»Όμως, παρόλα αυτά, γεγονός ήταν ότι είχα δει ένα όραμα. Από τότε, συχνά σκέφτηκα ότι αισθανόμουν σαν τον Παύλο, όταν έκανε την απολογία του ενώπιον του βασιλιά Αγρίππα, και διηγήθηκε το περιστατικό του οράματος που είχε όταν είδε ένα φως, και άκουσε μια φωνή. Κι όμως μόνο ελάχιστοι τον πίστεψαν. Μερικοί είπαν ότι ήταν ενέντιμος, άλλοι είπαν ότι ήταν τρελός, και τον γελοιοποιούσαν και τον έβριζαν. Αλλά όλα αυτά δεν εξαφάνισαν την πραγματικότητα του οράματος του. Είχε δει ένα όραμα, ήξερε ότι το είχε δει, και όλες οι καταδιώξεις κάτω απ’ τον ουρανό δεν μπορούσαν να το κάνουν αλλιώς. Και παρόλο που τον καταδίωκαν μέχρι θανάτου, εκείνος ήξερε, και θα ήξερε ως την τελευταία του πνοή, ότι και είχε δει ένα φως και είχε ακούσει μια φωνή που του μίλησε, και ο κόσμος όλος δεν μπορούσε να τον κάνει να σκεφτεί ή να πιστέψει διαφορετικά.
»Το ίδιο ήταν και με μένα. Είχα πράγματι δει ένα φως, και μέσα σ’ αυτό το φως είδα δύο Άτομα και πράγματι μου μίλησαν. Και παρόλο που μισήθηκα και καταδιώχτηκα επειδή είπα ότι είχα δει ένα όραμα, εντούτοις ήταν αλήθεια. Και ενώ με καταδίωκαν, βρίζοντάς με, και λέγοντας κάθε είδους κακό ψευδώς εναντίον μου, επειδή έτσι έλεγα, κατέληξα να λέω μέσα στην καρδιά μου: Γιατί με καταδιώκετε που λέω την αλήθεια; Είδα πράγματι ένα όραμα. Και ποιος είμαι εγώ για να αντισταθώ στο Θεό ή γιατί ο κόσμος θέλει να με κάνει να αρνηθώ αυτό που πράγματι είχα δει; Γιατί είχα δει ένα όραμα. Το ήξερα, και ήξερα ότι ο Θεός το ήξερε, και δεν μπορούσα να το αρνηθώ, ούτε καν τολμούσα να το αρνηθώ. Τουλάχιστον ήξερα ότι αν το αρνιόμουν θα πρόσβαλα το Θεό και θα κατέληγα σε καταδίκη.
»Είχα λοιπόν τώρα βρει ικανοποίηση για το νου μου όσο αφορά τον κόσμο των αιρέσεων – ότι δεν είχα υποχρέωση να προσχωρήσω σε καμιά τους, αλλά να συνεχίσω όπως ήμουν μέχρι να πάρω νεότερες οδηγίες. Είχα δει ότι η μαρτυρία του Ιακώβου ήταν αληθινή – ότι ο άνθρωπος που στερούταν σοφίας μπορούσε να ζητήσει από το Θεό, και να αποκτήσει, χωρίς να προσβληθεί.
Προτεινόμενα για μελέτη και διδασκαλία
Συλλογιστείτε αυτές τις ιδέες καθώς μελετάτε το κεφάλαιο ή καθώς προετοιμάζεστε για να διδάξετε. Για επιπλέον βοήθεια, βλέπε σελίδες vii-xii.
-
Επανεξετάστε τις σελίδες 29–35. Σκεφθείτε πώς ο Τζόζεφ Σμιθ μάς δίνει το παράδειγμα, καθώς επιζητούμε απαντήσεις στις ερωτήσεις μας. Καθώς μελετάτε την αφήγησή του για το Πρώτο Όραμα, τι μαθαίνετε σχετικά με την ανάγνωση των γραφών; Σχετικά με το να συλλογιζόμαστε βαθιά; Σχετικά με την προσευχή;
-
Επανεξετάστε τη σελίδα 35. Σκεφθείτε τις αλήθειες που έμαθε ο Τζόζεφ Σμιθ για τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό, όταν έλαβε το Πρώτο Όραμα. Γιατί θα πρέπει ο καθένας από εμάς να έχει μια μαρτυρία για το Πρώτο Όραμα;
-
Όταν ο Τζόζεφ είπε στους άλλους για το Πρώτο Όραμα, πολλοί ήταν προκατειλημμένοι απέναντί του και τον καταδίωξαν (σελίδα 36). Γιατί νομίζετε ότι οι άνθρωποι αντέδρασαν με αυτόν τον τρόπο; Συλλογιστείτε την αντίδραση του Τζόζεφ στην καταδίωξη (σελίδες 36–38). Πώς μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, όταν αντιμετωπίζουμε καταδίωξη ή άλλες δοκιμασίες;
-
Όταν μάθατε για πρώτη φορά για το Πρώτο Όραμα, τι επίδραση είχε η αφήγηση σε εσάς; Τι επίδραση είχε σε εσάς, από τότε κι έπειτα; Με ποιους τρόπους ενδυναμωθήκατε μελετώντας ξανά την αφήγηση στο κεφάλαιο αυτό;
Συσχετιζόμενες γραφές: Ησαΐ’ας 29:13–14, Ιωήλ 2:28–29, Αμώς 3:7, Μόρμον 9:7–9