Κεφαλαιο 5
Μετάνοια
«Ας ξεκινήσουμε εκ νέου, σήμερα κιόλας, και ας πούμε τώρα με όλη την καρδιά μας ότι θα εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας και θα είμαστε ενάρετοι».
Από τη ζωή του Τζόζεφ Σμιθ
Στις 14 Ιουνίου 1828, ο Μάρτιν Χάρρις έφυγε από το Άρμονυ της Πενσυλβάνια, παίρνοντας μαζί του τις πρώτες 116 σελίδες χειρογράφου, μεταφρασμένες από τις χρυσές πλάκες, για να τις δείξει σε μερικά μέλη της οικογένειάς του, στην Παλμύρα της Νέας Υόρκης. Την επομένη ακριβώς, γεννήθηκε το πρώτο παιδί του Τζόζεφ και της Έμμα, ένας γιος που ονόμασαν Άλβιν. Το μωρό πέθανε την ίδια εκείνη ημέρα και η υγεία της Έμμα χειροτέρεψε, φέρνοντάς την στα πρόθυρα του θανάτου. Η μητέρα του Προφήτη, έγραψε αργότερα: «Για κάποιο διάστημα, [η Έμμα] έδειχνε να παραπαίει προς το κατώφλι της σιωπηλής κατοικίας του μωρού της. Τόσο αβέβαιη έδειχνε η τύχη της για ένα διάστημα, ώστε σε διάρκεια δύο εβδομάδων, ο σύζυγός της δεν γνώρισε ούτε μία ώρα ήσυχου ύπνου το βράδυ. Στο τέλος αυτής της χρονικής περιόδου, η ανησυχία του ήταν τόσο έντονη σχετικά με το χειρόγραφο, ώστε αποφάσισε, καθώς η σύζυγός του ήταν κάπως καλύτερα τώρα, μόλις ανακτήσει λίγο τις δυνάμεις του, να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και να φροντίσει το ζήτημα του χειρογράφου»1.
Τον Ιούλιο, μετά από πρόταση της Έμμα, ο Προφήτης άφησε την Έμμα στη φροντίδα της μητέρας της και ταξίδεψε με άμαξα στην κατοικία των γονέων του, στην επαρχία Μάντσεστερ της Νέας Υόρκης. Το ταξίδι του Προφήτη κάλυψε μια απόσταση 200 χιλιομέτρων περίπου και χρειάστηκαν δύο ή τρεις ημέρες για να ολοκληρωθεί. Υποφέροντας από το χαμό του πρωτότοκου γιου του, ανήσυχος για τη σύζυγό του και αγωνιώντας για το χειρόγραφο, ο Τζόζεφ ούτε έφαγε ούτε κοιμήθηκε σε όλο το ταξίδι. Ένας συνταξιδιώτης, ο μοναδικός άλλος επιβάτης της άμαξας, παρατήρησε πόσο αδύναμος ήταν ο Προφήτης και επέμεινε να τον συνοδεύσει στη διαδρομή των 200 χιλιομέτρων, πεζή, από το σταθμό αμαξών έως την κατοικία του Σμιθ. Τα τελευταία εξίμισυ χιλιόμετρα της πεζοπορίας, θυμόταν η μητέρα του Προφήτη, «ο ξένος αναγκάστηκε να οδηγεί τον Τζόζεφ υπο-βαστάζοντάς τον με το μπράτσο του, διότι οι σωματικές δυνάμεις του Τζόζεφ ήταν τόσο εξασθενημένες, ώστε δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνος του και θα αποκοιμιόταν έτσι όρθιος όπως ήταν»2. Αμέσως μόλις έφθασε στο πατρικό του, ο Προφήτης έστειλε να φωνάξουν τον Μάρτιν Χάρρις.
Ο Μάρτιν έφθασε στο σπίτι του Σμιθ νωρίς το απόγευμα, αποκαρδιωμένος και δυστυχής. Είπε ότι δεν είχε το χειρόγραφο ούτε και ήξερε πού βρισκόταν. Ακούγοντάς το αυτό, ο Τζόζεφ αναφώνησε: «0 Θεέ μου, Θεέ μου. …Όλα χάθηκαν, χάθηκαν. Τι θα κάνω; Αμάρτησα. Εγώ είμαι εκείνος που προκάλεσα την οργή του Θεού, ζητώντας του κάτι το οποίο δεν είχα δικαίωμα να ζητήσω. …Πώς θα σταθώ απέναντι στον Κύριο; Μου αξίζει πλέον κάθε επίπληξη από τον άγγελο του Υψίστου».
Καθώς περνούσε η ημέρα, ο Προφήτης πήγαινε κι ερχόταν μέσα στο σπίτι των γονέων του, απελπισμένος, «θρηνώντας και βαθιά στενοχωρημένος». Την επομένη έφυγε για να επιστρέψει στο Άρμονυ, όπου είπε: «Άρχισα να ταπεινώνομαι προσευχόμενος διακαώς ενώπιον του Κυρίου… ώστε, αν ήταν δυνατό, να λάμβανα ευσπλαχνία από τα χέρια του και να με συγχωρούσε για όλα όσα είχα κάνει, τα οποία ήταν αντίθετα προς το θέλημά του»3.
Ο Κύριος επιτίμησε αυστηρά τον Προφήτη, διότι φοβήθηκε τον άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό, ωστόσο τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να συγχωρηθεί. «Εσύ είσαι ο Τζόζεφ», είπε ο Κύριος, «και έχεις κληθεί να εκτελέσεις το έργο του Κυρίου, όμως εξαιτίας της παράβασης, αν δεν είσαι ενήμερος θα καταρρεύσεις. Όμως θυμήσου, ο Θεός είναι πολυεύσπλαχνος, επομένως να μετανοήσεις γι’ αυτό που έκανες το οποίο είναι αντίθετο προς τις εντολές τις οποίες σου έδωσα, και είσαι ακόμη εκλεκτός, και καλείσαι πάλι στο έργο» (Δ&Δ 3:9–10).
Για ένα διάστημα, ο Κύριος πήρε το Ουρίμ και Θουμμίμ και τις πλάκες από τον Τζόζεφ. Όμως αυτά σύντομα αποκαταστάθηκαν προς αυτόν. «Ο άγγελος είχε μεγάλη χαρά όταν μου έδωσε πίσω το Ουρίμ και Θουμμίμ», θυμόταν ο Προφήτης, «και είπε ότι ο Θεός ήταν ευχαριστημένος με την πίστη και την ταπεινότητά μου και με αγαπούσε για τη μετάνοια και την επιμέλειά μου στην προσευχή, με την οποία είχα επιτελέσει τόσο καλά το καθήκον μου, ώστε… να είμαι εις θέσιν να αρχίσω ξανά το έργο της μετάφρασης»4. Καθώς ο Τζόζεφ προχωρούσε στο σπουδαίο έργο που είχε εμπρός του, αισθανόταν τώρα ενισχυμένος από τα γλυκά συναισθήματα να λάβει τη συγχώρηση του Κυρίου και μια ανανεωμένη αποφασιστικότητα να πράξει το θέλημά Του.
Διδασκαλίες του Τζόζεφ Σμιθ
Μετανοώντας για τις αμαρτίες μας, πλησιάζουμε τον Θεό και γινόμαστε περισσότερο σαν Αυτόν.
Ο Ουίλφορντ Γούντροφ, ενώ υπηρετούσε ως μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα, αναφέρει: «Ο Τζόζεφ, ο Βλέπων, ανήλθε με τη δύναμη του Θεού· κατέκρινε και επέπληξε την ανομία ενώπιον του λαού, στο όνομα του Κυρίου Θεού. Επιθυμούσε να πει μερικά λόγια κατάλληλα για τις συνθήκες που βίωνε το πλήθος και μετά είπε:
»‘Θα μιλήσω με την εξουσία της Ιεροσύνης, στο όνομα του Κυρίου Θεού. …Παρόλο που αυτό το εκκλησίασμα πρεσβεύει ότι είναι Άγιοι, ωστόσο στέκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε χαρακτήρα και κάθε κατηγορίας. Αν επιθυμείτε να πάτε εκεί όπου είναι ο Θεός, θα πρέπει να είστε όπως ο Θεός ή να διαθέτετε τις αρχές που διαθέτει ο Θεός, διότι αν δεν ερχόμαστε προς τον Θεό κατά τις αρχές, απομακρυνόμαστε από Εκείνον και συρόμαστε προς το διάβολο. Ναι, στέκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε είδους.
»’Ερευνήστε την καρδιά σας και δείτε αν είστε όπως ο Θεός. Ερεύνησα τη δική μου και αισθάνομαι να μετανοώ για όλες τις αμαρτίες μου.
»’Έχουμε κλέφτες ανάμεσά μας, μοιχούς, ψεύτες, υποκριτές. Αν ο Θεός ήθελε να μιλήσει από τους ουρανούς, θα σας πρόσταζε να μην κλέβετε, να μη διαπράττετε μοιχεία, να μην εποφθαλμιάτε τα αγαθά του άλλου ούτε να εξαπατάτε, αλλά να είστε πιστοί σε κάποια πράγματα. …Δεν είναι καλός ο Θεός; Τότε και εσείς να είστε καλοί. Εάν Εκείνος είναι πιστός, τότε και εσείς να είστε πιστοί. Προσθέστε στην πίστη σας, αρετή, στην αρετή γνώση και επιζητείτε καθετί καλό. Η Εκκλησία πρέπει να καθαριστεί και κηρύττω εναντίον κάθε ανομίας’»5.
«Πρέπει να είστε αγνοί, αλλιώς δεν μπορείτε να έρθετε ενώπιον του Θεού: αν θέλουμε να έρθουμε ενώπιον του Θεού, θα πρέπει να διατηρηθούμε αγνοί, όπως Εκείνος είναι αγνός. Ο διάβολος έχει μεγάλη δύναμη να εξαπατά. Θα μεταβάλει σε τέτοιο βαθμό τα πράγματα, ώστε να σαστίσει εκείνους που πράττουν το θέλημα του Θεού. …Η ανομία θα πρέπει να απαλειφθεί ανάμεσα στους Αγίους. Τότε το καταπέτασμα θα σχισθεί και οι ευλογίες των ουρανών θα εκχυθούν – θα ρέουν άφθονα, όπως ο ποταμός Μισισιπής»6.
«Κανένας άνθρωπος ας μην κάνει γνωστή τη χρηστότητά του, διότι οι άλλοι μπορούν να την δουν σ’ αυτόν αντίθετα, ας εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και τότε θα συγχωρηθεί και θα παράγει περισσότερους καρπούς»7.
«Κάθε καρδιά ας μετανοήσει και ας είναι αγνή και ο Θεός θα αναγνωρίσει την αξία τους και θα τους ευλογήσει με τρόπο ώστε να μην μπορούν να ευλογηθούν με κανέναν άλλο τρόπο»8.
Είναι το θέλημα του Θεου να εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας και να παραμερίσουμε το κακό ανάμεσά μας.
«Ακούστε αυτό, σεις, πέρατα της γης – όλοι εσείς οι ιερείς, όλοι εσείς οι αμαρτωλοί και όλοι οι άνθρωποι. Μετανοήστε! Μετανοήστε! Υπακούτε το ευαγγέλιο. Επιστρέψτε στον Θεό»9.
«Ας ξεκινήσουμε εκ νέου, σήμερα κιόλας, και ας πούμε τώρα με όλη την καρδιά μας ότι θα εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας και θα είμαστε ενάρετοι»10.
«Αυτός που δεν έχει πίστη, θα δράττεται από καθετί ασήμαντο για βοήθεια, μέχρις ότου τον ατενίσει καταπρόσωπο ο θάνατος και τότε η απιστία του θα τραπεί σε φυγή, διότι η πραγματικότητα του αιώνιου κόσμου απλώνεται επάνω του με δύναμη μεγάλη· και όταν κάθε γήινη στήριξη και βοήθεια τον εγκαταλείψει, τότε με συναίσθηση νιώθει τις αιώνιες αλήθειες της αθανασίας της ψυχής. Θα πρέπει να αφυπνισθούμε και να μην περιμένουμε την ώρα του θανάτου για να μετανοήσουμε. Καθώς βλέπουμε το βρέφος να το παίρνει ο θάνατος, το ίδιο μπορεί να συμβεί με τον νέο και το μεσήλικα, όπως το βρέφος κλήθηκε ξαφνικά στην αιωνιότητα. Ας αποδειχθεί αυτό, λοιπόν, σαν μια προειδοποίηση προς όλους, ώστε να μην αναβάλλουν τη μετάνοια ούτε να περιμένουν έως την ώρα του θανάτου, γιατί είναι θέλημα του Θεού ώστε ο άνθρωπος να μετανοήσει και να Τον υπηρετήσει με υγεία και με τη δύναμη και ισχύ του νου του, ώστε να εξασφαλίσει την ευλογία Του και να μην περιμένει έως ότου κληθεί να πεθάνει»11.
«Η μετάληψη χορηγήθηκε στην Εκκλησία [την 1η Μαρτίου 1835]. Πριν από τη χορήγηση, μίλησα για την ορθή τάξη αυτής της διάταξης στην Εκκλησία και υποστήριξα τη σπουδαιότητα να πράττουμε αυτό με αποδοχή ενώπιον του Κυρίου και ρώτησα: πόσο καιρό νομίζετε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να μετέχει αυτής της διάταξης ανάξια και ο Κύριος να μην αποσύρει το Πνεύμα Του από εκείνον; Πόσο καιρό θα παίζει έτσι με τα θεία και ο Κύριος δεν θα τον παραδώσει στη μανία του Σατανά, έως την ημέρα της λύτρωσης! …Για το λόγο αυτό, οι καρδιές μας θα πρέπει να είναι ταπεινές και εμείς πρέπει να μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και να παραμερίσουμε το κακό ανάμεσά μας»12.
«Η μετάνοια είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ελαφρά τη καρδία καθημερινά. Η καθημερινή παράβαση και καθημερινή μετάνοια δεν είναι ευχάριστα ενώπιον του Θεού»13.
0 Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ έγραψε τα ακόλουθα στον αδελφό του, Ουίλιαμ Σμιθ, όταν ο Ουίλιαμ οργίστηκε μαζί του και του συμπεριφέρθηκε με περιφρόνηση: «[Σου μίλησα] με συγκεκριμένο σκοπό να προσπαθήσω τα μέγιστα να σε προειδοποιήσω, εξορκίσω, παραινέσω και να σε διασώσω, ώστε να μην πέσεις σε δυσκολίες και θλίψεις, στις οποίες, όπως προείδα, βυθίζεσαι, ενδίδοντας σ’ αυτό το άνομο πνεύμα το οποίο αποκαλείς τα πάθη σου, το οποίο θα έπρεπε να αναχαιτίσεις και να δαμάσεις και να κατανικήσεις. Γιατί αν δεν το κάνεις, δε θα σωθείς ποτέ, κατά την άποψή μου, στο βασίλειο του Θεού. Ο Θεός ζητά ώστε η θέληση των δημιουργημάτων Του να υποταχθεί ολοσχερώς στο θέλημά Του»14.
Ο Επουράνιος Πατέρας μας είναι πρόθυμος να συγχωρήσει εκείνους που μετανοούν και επιστρέφουν σε Εκείνον με πλήρη πρόθεση καρδιάς.
Το 1835 ο Τζόζεφ Σμιθ έλαβε μία επιστολή από τον Χάρβυ Ουίτλοκ, ο οποίος είχε αποστατήσει από την Εκκλησία και επιθυμούσε να επιστρέψει υπό την πλήρη ιδιότητα του μέλους. Ο Προφήτης απάντησε: «Έλαβα την επιστολή σου της 28ης Σεπτεμβρίου 1835 και τη διάβασα δύο φορές και τις εντυπώσεις που μου άφησε, περισσότερο να τις φανταστεί μπορεί κανείς παρά να τις περιγράψει. Αρκεί να πω ότι οι πύλες της καρδιάς μου, όμοια με ένα φράγμα που συγκρατεί τα νερά της πλημμύρας, έσπασαν – δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Ευχαριστώ τον Θεό διότι έβαλε μέσα στην καρδιά σου να προσπαθήσεις να επιστρέψεις στον Κύριο και στο λαό του, ώστε Εκείνος να έχει ευσπλαχνία προς εσένα. Ζήτησα να μάθω από τον Κύριο σχετικά με την περίπτωσή σου· ετούτα τα λόγια έφθασαν σε εμένα:
»Αποκάλυψη στον Χάρβυ Ουίτλοκ.
»‘Αληθινά, αυτά λέει ο Κύριος προς εσένα – να αφήσεις εκείνον ο οποίος ήταν ο υπηρέτης μου, Χάρβυ, να επιστρέψει προς εμένα και στην αγκάλη της Εκκλησίας μου και να εγκαταλείψει κάθε αμαρτία την οποία έπραξε απέναντί μου και να ακολουθήσει από τώρα και στο εξής μία ενάρετη και έντιμη ζωή και να παραμείνει υπό την καθοδήγηση εκείνων τους οποίους όρισα να είναι στύλοι και κεφαλές της Εκκλησίας μου. Και ιδού, είπε ο Κύριος ο Θεός σου, οι αμαρτίες του θα σβηστούν κάτω από τους ουρανούς και θα λησμονηθούν ανάμεσα στους ανθρώπους και δε θα φθάσουν στα αφτιά μου ούτε θα καταγραφούν ως ενθύμηση εναντίον του, αλλά θα τον εξυψώσω, σαν από βαθύ βόρβορο και θα υπερυψωθεί σε υψηλούς τόπους και θα θεωρηθεί άξιος να σταθεί ανάμεσα σε πρίγκιπες και ακόμα θα γίνει ένα εκλεκτό βέλος στη φαρέτρα μου, για να καταστρέψει τα οχυρά της ανομίας ανάμεσα σε εκείνους που εξυψώνουν τον εαυτό τους, ενάντια σε εμένα και ενάντια στους κεχρισμένους μου κατά τις τελευταίες ημέρες. Για τούτο, ας προετοιμαστεί ταχέως και ας έλθει κοντά σου, δηλαδή στο Κίρτλαντ. Και εφόσον δώσει μεγάλη προσοχή σε όλες τις συμβουλές σου από τώρα και στο εξής, θα αποκατασταθεί στην προηγούμενη κατάστασή του και θα σωθεί στον υπέρτατο βαθμό σωτηρίας, δηλαδή όπως ο Κύριος ο Θεός σου, ζει. Αμήν’.
»Βλέπεις, λοιπόν, αγαπητέ αδελφέ μου, την προθυμία του επουράνιου Πατέρα μας να συγχωρεί τις αμαρτίες και να αποκαθιστά με εύνοια όλους εκείνους οι οποίοι είναι πρόθυμοι να ταπεινώσουν τον εαυτό τους εμπρός Του και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους και να τις εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν σε Εκείνον με πλήρη πρόθεση καρδιάς, χωρίς υποκρισία, για να Τον υπηρετήσουν μέχρι τέλους [βλέπε Νεφί Β’ 31:13].
»Μην απορείς που ο Κύριος έδειξε συγκατάβαση και μίλησε από τους ουρανούς και σου δίνει οδηγίες, με τις οποίες μπορείς να μάθεις το καθήκον σου. Έχει ακούσει τις προσευχές σου και είδε την ταπεινότητά σου και τείνει χέρι πατρικής στοργής για την επιστροφή σου. Οι άγγελοι αγαλλιάζουν για σένα, ενώ οι Άγιοι είναι πρόθυμοι να σε δεχθούν ξανά ως πλήρες μέλος»15.
«Ποτέ δεν είναι αργά για να πλησιάσει το πνεύμα τον Θεό. Όλοι έχουν πρόσβαση στην ευσπλαχνία της συγχώρησης, όσοι δεν έχουν διαπράξει ασυγχώρητη αμαρτία»16.
Προτεινόμενα για μελέτη και διδασκαλία
Συλλογιστείτε αυτές τις ιδέες καθώς μελετάτε το κεφάλαιο ή καθώς προετοιμάζεστε για να διδάξετε. Για επιπλέον βοήθεια, βλέπε σελίδες vii–xiii.
-
Καθώς διαβάζετε την αφήγηση της αντίδρασης του Προφήτη ως προς την απώλεια των 116 σελίδων (σελίδες 77–79), ποια εσώτερη γνώση αποκτάτε σχετικά με τον Τζόζεφ Σμιθ; Τι μαθαίνετε από το παράδειγμα αυτό, σχετικά με τη μετάνοια;
-
Επανεξετάστε το τμήμα που αρχίζει στη σελίδα 79. Καθώς συλλογίζεστε τις διδασκαλίες στο κεφάλαιο αυτό, αφιερώστε χρόνο για να ερευνήσετε μέσα στην καρδιά σας, όπως συμβούλεψε ο Προφήτης. Σκεφθείτε τι θα πρέπει να κάνετε –και τι πρέπει να σταματήσετε να κάνετε– ώστε να γίνετε περισσότερο σαν τον Θεό.
-
Συλλογιστείτε τις προειδοποιήσεις του Τζόζεφ Σμιθ ως προς την αναβολή της μετάνοιάς μας (σελίδες 80–82). Ποιες είναι μερικές από τις πιθανές συνέπειες, όταν αναβάλλουμε τη μετάνοια;
-
Μελετήστε τη συμβουλή του Προφήτη Τζόζεφ σχετικά με το να στραφούμε στον Θεό και να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας ενώπιον Του (σελίδες 80–83). Γιατί θα ήταν ημιτελής η μετάνοια χωρίς την ταπεινότητα; Τι νομίζετε ότι σημαίνει «να επιστρέψουμε στον [Θεό] με πλήρη πρόθεση καρδιάς;» (σελίδα 83).
-
Διαβάστε την αποκάλυψη που έλαβε ο Τζόζεφ Σμιθ για τον Χάρβυ Ουίτλοκ, παρατηρώντας τις υποσχέσεις του Κυρίου, αν ο αδελφός Ουίτλοκ μετανοούσε ειλικρινά (σελίδα 82). Ποιες είναι οι σκέψεις ή τα συναισθήματά σας καθώς συλλογίζεστε «την προθυμία του επουράνιου Πατέρα μας να συγχωρεί τις αμαρτίες και να [μας] αποκαθιστά σε εύνοια»;
Συσχετιζόμενες γραφές: Προς Κορινθίους Β’ 7:9–10, Μαωία 4:10-12, Άλμα 34:31–38, Δ&Δ 1:31–33, 58:42–43