Η ζωή και η διακονία του Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ
Μία ημέρα κατά τη διάρκεια της υπηρετήσεώς του ως Προέδρου της Εκκλησίας, εστάλη στον Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ μία φωτογραφία με ένα σημείωμα που έλεγε: «Σας στέλνω αυτή τη φωτογραφία, επειδή αποτελεί γραφική απεικόνιση του ανδρός που πιστεύουμε ότι είσθε». Ήταν μία φωτογραφία του Προέδρου Σμιθ που επισκέφθηκε μία μητέρα και τα τέσσερα μικρά παιδιά της. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, ο Πρόεδρος Σμιθ βιαζόταν να προλάβει το τρένο, όταν τον σταμάτησε η μητέρα, ελπίζοντας ότι τα παιδιά της θα είχαν την ευκαιρία να χαιρετίσουν διά χειραψίας τον προφήτη του Θεού. Κάποιος παρατηρητής απαθανάτισε τη στιγμή με τη φωτογραφία.
Το σημείωμα συνέχιζε: «Ο λόγος που θεωρούμε τόσο πολύτιμη [αυτήν τη φωτογραφία] είναι επειδή, πολυάσχολος όπως ήσαστε, παρά το γεγονός ότι βιαζόσασταν να μπείτε στο αυτοκίνητό σας και κατόπιν στο τρένο που σας ανέμενε, εντούτοις αφιερώσατε χρόνο να σφίξετε το χέρι κάθε παιδιού αυτής της οικογενείας».1
Πράξεις καλοσύνης σαν και αυτήν χαρακτήριζαν τη ζωή και τη διακονία του Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ. Είτε προσφέροντας αγάπη και ενθάρρυνση στον πλησίον του που πάλευε με την πίστη του είτε οργανώνοντας τεράστιες προσπάθειες για το έργο προνοίας, προκειμένου να ταΐσει χιλιάδες ανθρώπων, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ζούσε σύμφωνα με την εντολή του Σωτήρος: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Κατά Μάρκον 12:31).
Πρώτα χρόνια, 1870–90
Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1870 από τον Τζων Χένρυ και τη Σάρα Φαρ Σμιθ, σε μία ταπεινή οικία στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Η οικογένεια Σμιθ είχε μεγάλη κληρονομία υπηρετήσεως στη βασιλεία του Θεού. Ο πατέρας τού Τζωρτζ Άλμπερτ θα υπηρετούσε αργότερα στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων και την Πρώτη Προεδρία. Ο παππούς του και συνονόματός του, Τζωρτζ A. Σμιθ, ήταν εξάδελφος του Προφήτου Τζόζεφ Σμιθ και ήταν ανάμεσα στους πρώτους Αγίους των Τελευταίων Ημερών πρωτοπόρους που εισήλθαν στην Κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ το 1847. Ο Τζωρτζ Α. Σμιθ ήταν επίσης Απόστολος και σύμβουλος του Προέδρου Μπρίγκαμ Γιανγκ. Ο προπάππος τού Τζωρτζ Άλμπερτ, Τζων Σμιθ, υπηρέτησε ως Πατριάρχης στην Εκκλησία και ως πρώτος πρόεδρος πασσάλου στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Και ο παππούς από την πλευρά της μητρός του, Λόριν Φαρ, ήταν ο πρώτος δήμαρχος του Όγκντεν στη Γιούτα και ο πρώτος πρόεδρος πασσάλου αυτής της πόλεως.
Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ αγαπούσε και θαύμαζε τους γονείς του. Ανεγνώριζε στον πατέρα του ότι τον δίδαξε να προσεγγίζει όσους είχαν ανάγκη,2 και επαινούσε τη μητέρα του για τις θυσίες που έκανε, προκειμένου να μεγαλώσει την οικογένειά της στο ευαγγέλιο. «Μολονότι ήμαστε πολύ πτωχοί», ενθυμείτο, «και ο πατέρας μου ήταν σε μία ιεραποστολή, όταν ήμουν πέντε ετών, ποτέ δεν θυμάμαι να άκουσα τη μητέρα μου να παραπονείται και ποτέ δεν την είδα να κλαίει λόγω των καταστάσεων που την περιέβαλλαν. Μπορούσε να χρησιμοποιεί τα χρήματά της με σύνεση όσο κανένας άλλος που ήξερα.
»… Όταν έλειπε ο πατέρας από το σπίτι σε μία ιεραποστολή, η μητέρα πήρε τη θέση του και ήταν πράγματι η κεφαλή του σπιτιού κατά την απουσία του. Κάναμε τις προσευχές μας και είχαμε ευλογία για το φαγητό και σε περίπτωση ασθενείας, καλούσε στο σπίτι τους πρεσβυτέρους, επειδή είχε μεγάλη πίστη στις διατάξεις του ευαγγελίου. Πάντοτε πλήρωνε τα δέκατα απαρέγκλιτα και στο μέτρο που μπόρεσα να ανακαλύψω, ποτέ δεν μπήκε στον νου της η σκέψη ότι ίσως θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο λάθος και ότι ο ‘μορμονισμός’ δεν ήταν αληθινός. Το πιστεύει με όλη της την καρδιά».3
Συγκεκριμένα, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ θυμόταν να του διδάσκει η μητέρα του να προσεύχεται και να έχει εμπιστοσύνη ότι ο Θεός θα εισάκουγε την προσευχή: «Όταν σκέπτομαι την επιρροή της μητρός μου, όταν ήμουν μικρός, αισθάνομαι ευλάβεια και συγκίνηση. …Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, με πήρε από το χέρι και ανεβήκαμε δύο πλατύσκαλα ώς τον δεύτερο όροφο. Εκεί, γονάτισα ενώπιόν της και κρατούσα το χέρι της καθώς με δίδασκε να προσεύχομαι. Δόξα τω Θεώ γι’ αυτές τις μητέρες, οι οποίες έχουν στην καρδιά τους το πνεύμα του ευαγγελίου και την επιθυμία να ευλογούν. Θα μπορούσα να επαναλάβω την προσευχή αυτή τώρα και είναι πάρα πολλά χρόνια από τότε που την έμαθα. Μου έδιδε τη διαβεβαίωση ότι είχα έναν Επουράνιο Πατέρα και μου γνώριζε ότι Εκείνος άκουγε και εισάκουγε την προσευχή. Όταν μεγάλωσα, ζούσαμε ακόμη σε ένα διώροφο ξύλινο σπίτι και όταν φυσούσε δυνατά ο άνεμος, εσείετο σαν να κατέρρεε. Μερικές φορές, φοβόμουν πάρα πολύ να πάω για ύπνο. Το κρεβάτι μου ήταν σε ένα δωματιάκι μόνο του και πολλές νύκτες κατέβαινα και γονάτιζα και ζητούσα από τον Πατέρα μου στους Ουρανούς να φροντίσει το σπίτι, να το διατηρήσει, ώστε να μη γίνει κομμάτια και επέστρεφα στο μικρό μου κρεβάτι τόσο βέβαιος ότι θα προστατευόμουν από το κακό σαν να κρατούσα το χέρι του Πατρός μου».4
Αναπολώντας την παιδική του ηλικία, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ είπε:
«Οι γονείς μου ζούσαν υπό πολύ ταπεινές συνθήκες, αλλά επαινώ τον Δημιουργό μου και τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά που με έστειλε στο σπιτικό τους.
»… Έμαθα όταν ήμουν μικρός ότι αυτό είναι το έργο του Κυρίου. Έμαθα ότι υπήρχαν προφήτες που ζούσαν επί της γης. Έμαθα ότι η έμπνευση από τον Παντοδύναμο θα επηρέαζε όσους ζούσαν για να την απολαύσουν.
»… Είμαι ευγνώμων για τα κληρονομικά δικαιώματά μου, ευγνώμων για γονείς που με δίδαξαν το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και έθεσαν το παράδειγμα στο σπίτι τους».5
Ο μικρός Τζωρτζ Άλμπερτ ήταν γνωστός ως ευτυχισμένο, παιγνιδιάρικο αγόρι. Οι φίλοι εκτιμούσαν την εύθυμη φύση του και εκείνος απολάμβανε να τους διασκεδάζει με τη φυσαρμόνικα, το μπάντζο, την κιθάρα και ένα ρεπερτόριο αστείων τραγουδιών. Εντούτοις, είχε επίσης εμπειρίες που τον βοήθησαν να αναπτύξει μία δυνατή αίσθηση ευθύνης, η οποία ήταν αξιοσημείωτη για το νεαρό της ηλικίας του. Όταν ήταν 12 ετών, ο Τζωρτζ Άλμπερτ φοίτησε στην Ακαδημία Μπρίγκαμ Γιανγκ, όπου έλαβε συμβουλές που επρόκειτο να έχουν βαθεία επίδραση στη ζωή του. Ενθυμήθηκε αργότερα:
«Ήταν τύχη που μέρος της εκπαιδεύσεώς μου ήταν υπό του δρ. Καρλ Μαέζερ, αυτού του εξαίρετου εκπαιδευτικού, ο οποίος ήταν ο πρώτος δημιουργός των σπουδαίων σχολείων της Εκκλησίας μας. …Δεν μπορώ να θυμηθώ μεγάλο μέρος όσων ελέχθησαν κατά τη διάρκεια των ετών που ήμουν εκεί, αλλά υπάρχει κάτι που πιθανώς να μην ξεχάσω ποτέ. Το έχω επαναλάβει πολλές φορές. …Ο δρ. Μαέζερ σηκώθηκε μία ημέρα και είπε:
»‘Δεν θα θεωρηθείτε υπόλογοι μόνον για πράγματα που κάνετε, αλλά θα θεωρηθείτε υπεύθυνοι για τις ίδιες τις σκέψεις που κάνετε’.
»Μικρός ακόμη, μη έχοντας τη συνήθεια να ελέγχω τις σκέψεις μου πάρα πολύ, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω και αυτό με ανησυχούσε. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιδέα μού είχε κολλήσει. Ύστερα από περίπου μία εβδομάδα ή δέκα ημέρες, ξαφνικά κατάλαβα τι εννοούσε. Μπόρεσα να διαπιστώσω το σκεπτικό του τότε. Όλως εξαίφνης κατάλαβα την ερμηνεία όσων είχε πει: Ασφαλώς, θα θεωρηθείτε υπόλογοι για τις σκέψεις σας, επειδή όταν ολοκληρωθεί η ζωή σας στη θνητότητα, θα είναι το αποτέλεσμα των σκέψεών σας. Αυτή η υπόδειξη ήταν μεγάλη ευλογία για εμένα όλη μου τη ζωή και με κατέστησε ικανό σε πολλές περιστάσεις να αποφεύγω να σκέπτομαι απρεπώς, διότι συνειδητοποιώ ότι θα είμαι το προϊόν των σκέψεών μου, όταν ολοκληρωθεί το έργο της ζωής μου».6
Ο μικρός Τζωρτζ Άλμπερτ ανέλαβε μεγάλες ευθύνες στο σπίτι το 1882, όταν ο πατέρας του, οποίος υπηρετούσε στην Απαρτία των Δώδεκα για δύο χρόνια, εκλήθη ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ιεραποστολής. Η απουσία του Τζων Χένρυ καθιστούσε αναγκαία τη βοήθεια του Τζωρτζ Άλμπερτ στη συντήρηση της οικογενείας. Όταν ήταν 13 ετών, έκανε αίτηση για εργασία σε ένα εργοστάσιο κατασκευών και πολυκατάστημα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, αλλά ο διευθυντής είπε ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν κανέναν. Ο Τζωρτζ Άλμπερτ απήντησε ότι δεν είχε ζητήσει να πληρώνεται, μόνον να εργάζεται. Προσέθεσε: «Ξέρω ότι αν αξίζω κάτι, θα πληρωθώ».7 Η θετική στάση του τον έκανε να κερδίσει μία θέση ως εργάτης εργοστασίου για 2,50 δολάρια την εβδομάδα και η ισχυρή του επαγγελματική δεοντολογία συντόμως τον βοήθησε να προαχθεί σε καλύτερες θέσεις στην εταιρεία.
Όταν ήταν 18 ετών, βρήκε δουλειά σε έναν σιδηροδρομικό όμιλο δημοσκοπήσεων. Ενώ έκανε αυτήν τη δουλειά, το εκθαμβωτικό φως από τον ήλιο στην άμμο της ερήμου προξένησε βλάβη στα μάτια του. Αυτό άφησε μόνιμη βλάβη στην όραση του Τζωρτζ Άλμπερτ, δυσκολεύοντάς τον να διαβάζει και προξενώντας του ενοχλήσεις σε όλη του τη ζωή.
Ιεραποστολική υπηρέτηση και γάμος, 1891–94
Τον Σεπτέμβριο του 1891, ο Πρόεδρος Ουίλφορντ Γούντροφ κάλεσε τον Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ να υπηρετήσει σε μία βραχυπρόθεσμη ιεραποστολή στη νότιο Γιούτα. Η επακριβής ανάθεσή του ήταν να εργασθεί με τους νέους της Εκκλησίας στην περιοχή. Για τους επόμενους τέσσερις μήνες εκείνος και ο συνάδελφός του βοήθησαν στη δημιουργία οργανώσεων νέων στους πασσάλους και τους τομείς, μίλησαν σε πολυάριθμες συγκεντρώσεις και παρότρυναν τους νέους να ζουν τα πρότυπα της Εκκλησίας.
Αφού επέστρεψε από την ιεραποστολή του, ο Τζωρτζ Άλμπερτ συνέχισε να φλερτάρει το κορίτσι που αγαπούσε από την παιδική του ηλικία, τη Λούσυ Γούντροφ, εγγονή του Προέδρου Ουίλφορντ Γούντροφ. Είχαν μεγαλώσει ως γείτονες και η Λούσυ είχε παρατηρήσει τα γνωρίσματα χαρακτήρος που ανέπτυσσε ο Τζωρτζ Άλμπερτ. Κατέγραψε τον θαυμασμό της για εκείνον στο ημερολόγιό της: «Απόψε, πάω για ύπνο με καρδιά ευγνώμονα στον Θεό… και προσεύχομαι ώστε να μου δώσει δύναμη να αξίζω περισσότερο την αγάπη κάποιου για τον οποίον πιστεύω σθεναρώς ότι είναι ένας εκ των καλύτερων νέων ανδρών που ετέθη επί της γης. Η καλοσύνη και η αγαθότητά του κάνουν να έρχονται δάκρυα στα μάτια μου».8
Όμως, η Λούσυ είχε πολλούς θαυμαστές και ορισμένοι εξ αυτών ήσαν ευκατάστατοι και της προσέφεραν πανάκριβα δώρα. Ο Τζωρτζ Άλμπερτ, από την άλλη, είλκυε τη Λούσυ με την αφοσίωσή του στον Κύριο. Της έγραψε: «Αν ενδιαφέρεσαι να νυμφευθείς κάποιον για τα χρήματα, αυτός δεν θα είμαι εγώ, διότι έχω από μακρού αποφασίσει να μην αφιερώσω τον εαυτό μου ή τη ζωή μου ή τον χρόνο μου κάνοντας χρήματα, αλλά να υπηρετώ τον Κύριο και να βοηθώ τα τέκνα Του σε αυτόν τον κόσμο».9 Η Λούσυ είχε κάνει την επιλογή της και στις 25 Μαΐου 1892 εκείνη και ο Τζωρτζ Άλμπερτ νυμφεύθηκαν στον Ναό Μαντάι στη Γιούτα. Ο πατέρας τού Τζωρτζ Άλμπερτ έκανε την τελετή. Εκείνη την ημέρα, η Λούσυ έδωσε στον σύζυγό της ένα μικρό μενταγιόν με τη φωτογραφία της μέσα. Εκείνος διατηρούσε το μενταγιόν στην αλυσίδα του ρολογιού τσέπης, που κρεμόταν κοντά στην καρδιά του και το φορούσε σχεδόν κάθε ημέρα για το υπόλοιπο της ζωής του.10
Οι νεόνυμφοι είχαν λιγότερο από μήνα μαζί, προτού αναχωρήσει ο Τζωρτζ Αλμπερτ για μία άλλη ιεραποστολή, αυτήν τη φορά μία ανάθεση διδασκαλίας στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες. Μολονότι ήξεραν ότι επέκειτο η αναχώρησή του—η κλήση είχε έλθει τρεις εβδομάδες προτού νυμφευθούν—ο αποχωρισμός ήταν εντούτοις δύσκολος. Και οι δύο ήσαν καταχαρούμενοι όταν, τέσσερις μήνες αργότερα, η Λούσυ εκλήθη να υπηρετήσει στο πλευρό του συζύγου της στο ιεραποστολικό γραφείο, όπου ο Πρεσβύτερος Σμιθ είχε προσφάτως λάβει την ανάθεση να υπηρετήσει ως γραμματέας ιεραποστολής.
Ο πρόεδρος της Ιεραποστολής Νοτίων Πολιτειών ήταν ο Τζ. Γκόλντεν Κίμπαλ, ο οποίος συγχρόνως υπηρετούσε ως μέλος των Εβδομήκοντα. Δύο φορές κατά την περίοδο της υπηρετήσεως του Πρεσβυτέρου Σμιθ, ο Πρόεδρος Κίμπαλ έπρεπε να αφήσει την ιεραποστολή, προκειμένου να φροντίσει σημαντικά ζητήματα πίσω στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ—λίγο αργότερα αφού έγινε ο Πρεσβύτερος Σμιθ ο γραμματέας ιεραποστολής και πάλι περίπου έναν χρόνο αργότερα. Και στις δύο περιστάσεις, ο Πρόεδρος Κίμπαλ άφησε την τεράστια ευθύνη της ηγεσίας και διοικήσεως της ιεραποστολής στον Πρεσβύτερο Σμιθ, προσφέροντας υποστήριξη και συμβουλές μέσω πολυάριθμων γραμμάτων. Συνολικώς, ο Πρεσβύτερος Σμιθ υπηρέτησε ως αναπληρωτής πρόεδρος της ιεραποστολής περίπου 16 μήνες. Ανησυχούσε ο Πρόεδρος Κίμπαλ που έλειπε τόσο πολύ, αλλά είχε εμπιστοσύνη στον νεαρό βοηθό του. Έγραφε σε ένα γράμμα του προς τον Πρεσβύτερο Σμιθ: «Νομίζω ότι η διάκριση και η ευφυΐα μου, όσο περιορισμένη και αν είναι, με καθιστά ικανό να εκτιμώ την ακεραιότητα και την αξία σου, που σε διαβεβαιώ ότι τα εκτιμώ».11 Σε ένα άλλο γράμμα, έγραφε: «Πάντοτε να αφήνεις να κυριαρχεί αυτή η ιδέα: ότι εκτιμώ τους κόπους, τον ζήλο και το καλό σου πνεύμα».12
Ο Πρόεδρος Κίμπαλ είχε πολλές ευκαιρίες να υπάρξει μάρτυς του ζήλου και του καλού πνεύματος του Πρεσβυτέρου Σμιθ. Σε μία περίσταση οι δύο τους ταξίδευαν μαζί και είχαν προσκληθεί να περάσουν τη νύκτα σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ενθυμήθηκε αργότερα:
«Περίπου τα μεσάνυκτα, ξυπνήσαμε από τρομερές κραυγές και ξεφωνητά απ’ έξω. Ακούσαμε αναθεματισμούς και άσχημη γλώσσα καθώς ανακαθίσαμε στο κρεβάτι, προκειμένου να ανακαλύψουμε τι συνέβαινε. Ήταν μία νύκτα με λαμπρό σεληνόφως και μπορούσαμε να δούμε πολλούς ανθρώπους έξω. Ο Πρόεδρος Κίμπαλ πετάχτηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Οι άνδρες κτυπούσαν δυνατά την πόρτα και χρησιμοποιούσαν βρόμικη γλώσσα, διατάζοντας τους Μορμόνους να βγουν έξω, ότι επρόκειτο να τους πυροβολήσουν. Ο Πρόεδρος Κίμπαλ με ερώτησε αν σκεπτόμουν να σηκωθώ και να ντυθώ και του είπα όχι, ότι επρόκειτο να μείνω στο κρεβάτι, ότι ήμουν βέβαιος πως ο Κύριος θα μας προστάτευε. Σε λίγα μόλις λεπτά το δωμάτιο γέμισε με πυροβολισμούς. Προφανώς, ο όχλος είχε διαιρεθεί σε τέσσερις ομάδες και πυροβολούσαν στις γωνίες του σπιτιού. Σκλήθρες πετούσαν επάνω από το κεφάλι μας σε κάθε κατεύθυνση. Υπήρξαν λίγες στιγμές ηρεμίας, κατόπιν μία άλλη σειρά πυροβολισμών εξαπολύθηκε και πετάχτηκαν περισσότερες σκλήθρες. Δεν αισθάνθηκα καθόλου τρομοκρατημένος. Ήμουν πολύ ήρεμος καθώς ήμουν ξαπλωμένος εκεί, βιώνοντας ένα από τα πιο τρομακτικά γεγονότα της ζωής μου, αλλά ήμουν βέβαιος… ότι ο Κύριος θα με προστάτευε και το έκανε.
»Προφανώς ο όχλος αποθαρρύνθηκε και έφυγε. Το επόμενο πρωινό, όταν ανοίξαμε την πόρτα, υπήρχε μία τεράστια δεσμίδα από βαρέα ραβδιά από λευκή καρυδιά, σαν εκείνα που χρησιμοποίησε ο όχλος, για να κτυπήσει τους ιεραποστόλους στον νότο».13
Χρόνια αργότερα, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ανέφερε την εμπειρία αυτή στα εγγόνια του, για να τα διδάξει εμπιστοσύνη στον Κύριο. «Θέλω να σας εντυπωθεί», είπε, «ότι ο Κύριος θα σας προστατεύσει εν καιρώ κινδύνου, αν του δώσετε την ευκαιρία».14
Οικογενειακή ζωή
Ο Τζωρτζ Άλπερτ και η Λούσυ απηλλάγησαν από την ιεραποστολή τους τον Ιούνιο του 1894. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή τους στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, η Λούσυ έλαβε μία ευλογία από τον παππού της, τον Πρόεδρο Ουίλφορντ Γούντροφ, δίδοντας την υπόσχεση σε αυτήν ότι θα έκανε παιδιά. Στις 19 Νοεμβρίου 1895, γέννησε μία θυγατέρα την οποίαν ονόμασαν Έμιλυ και τέσσερα χρόνια αργότερα μία άλλη θυγατέρα γεννήθηκε, η Ίντιθ. Το τελευταίο τους παιδί, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ο νεότερος, γεννήθηκε το 1905.
Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ήταν στοργικός πατέρας και τα παιδιά του τον λάτρευαν. Η Ίντιθ έγραψε για εκείνον: «Για μένα, ο πατέρας μου είχε όλα τα χαρακτηριστικά που κερδίζουν τη συμπάθεια μίας θυγατέρας. Εκπλήρωνε όλες τις προσδοκίες μου για την πατρότητα». Ιδιαιτέρως εντυπωσιακός για τα παιδιά ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Τζωρτζ Άλμπερτ φερόταν στην αγαπημένη του σύζυγο. «Η στοργή και το ενδιαφέρον του πατέρα για τη μητέρα ήσαν όμορφα», έγραφε η Ίντιθ. «Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει την εκτίμησή του για εκείνη. Τα πάντα που έκαναν, τα έκαναν μαζί, ύστερα από καλά προετοιμασμένα σχέδια και ομαδική εργασία. Του ήταν πολύτιμη. …Ενώ όλοι λατρεύαμε τη μητέρα, είμαι βεβαία ότι το ενδιαφέρον και η τρυφερότητά του για εκείνη την έκανε ακόμη πιο αγαπητή από εμάς, τα παιδιά».15
Ως πατέρας, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ προσπαθούσε ενθέρμως να βοηθά τα παιδιά του να βιώνουν τη χαρά που εκείνος ένιωθε από το γεγονός ότι ζούσε το ευαγγέλιο. Κάποια Χριστούγεννα ανήμερα, αφού είχαν ανοιχθεί τα δώρα, ερώτησε τις μικρές θυγατέρες του πώς θα αισθάνονταν, αν έδιδαν κάποια από τα παιγνίδια τους σε παιδιά που δεν είχαν λάβει καθόλου χριστουγεννιάτικα δώρα. Αφού μόλις είχαν λάβει καινούργια παιγνίδια, τα κορίτσια συμφώνησαν να δώσουν κάποια από τα παλαιά τους παιγνίδια σε παιδιά που είχαν ανάγκη.
«Δεν θα θέλατε να τους δώσετε κάποια από τα καινούργια σας, επίσης;» Πρότεινε με ευγένεια ο Τζωρτζ Άλμπερτ.
Οι θυγατέρες του δίσταζαν, αλλά τελικώς συμφώνησαν να δώσουν ένα ή δύο από τα καινούργια τους παιγνίδια. Ο Τζωρτζ Άλμπερτ πήγε τα κορίτσια στο σπίτι των παιδιών που είχε υπ’ όψιν και παρέδωσαν τα δώρα. Η εμπειρία ήταν τόσο ανυψωτική πνευματικώς που καθώς έφευγαν, ένα από τα κορίτσια είπε με ενθουσιασμό στη φωνή της: «Τώρα ας πάμε να πάρουμε τα υπόλοιπα παιγνίδια για αυτά».16
Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων, 1903–45
Την Τρίτη 6 Οκτωβρίου 1903, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ είχε μία πολυάσχολη ημέρα στην εργασία του και δεν ήταν εις θέσιν να παρακολουθήσει τις συγκεντρώσεις της γενικής συνελεύσεως εκείνη την ημέρα. Μέχρι να φύγει από το γραφείο, η συγκέντρωση απογεύματος της συνελεύσεως είχε σχεδόν τελειώσει και γι’ αυτό ξεκίνησε για το σπίτι, με σχέδια να πάει τα παιδιά του στην πανήγυρη.
Όταν έφθασε στο σπίτι του, εξεπλάγη που ηύρε ένα πλήθος επισκεπτών, και κάποια γυναίκα ανάμεσά τους τον προσέγγισε και τον συνεχάρη θερμώς.
«Περί τίνος πρόκειται;», ερώτησε.
«Δεν ξέρεις;», απήντησε εκείνη.
«Να ξέρω τι;»
«Μα, υποστηρίχθηκες μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων», αναφώνησε η επισκέπτρια.
«Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει», είπε ο Τζωρτζ Άλμπερτ. «Πρέπει να έγινε κάποιο λάθος».
«Το άκουσα η ίδια», ανταπάντησε εκείνη.
«Θα πρέπει να ήταν κάποιος άλλος Σμιθ», είπε εκείνος. «Δεν μου έχουν πει λέξη γι’ αυτό και δεν μπορώ να πιστέψω ότι ισχύει».
Συγχυσμένη, η επισκέπτρια επέστρεψε στο Ταμπερνάκλ, προκειμένου να ανακαλύψει αν έκανε λάθος. Εκεί, πληροφορήθηκε ότι είχε δίκιο—ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ήταν το πιο νέο μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων.17
Η θυγατέρα του, η Έμιλυ, αργότερα ενθυμήθηκε τη σκηνή στην οικία των Σμιθ: «Φαινόταν σαν να ξεχύθηκε ολόκληρο το Ταμπερνάκλ, ο κόσμος να διασχίζει το χώρο με το γρασίδι προς το σπίτι μας, κλαίγοντας και φιλώντας τη μητέρα. Όλοι έλεγαν ότι ο πατέρας ήταν απόστολος και νομίζαμε ότι το να είσαι απόστολος, πρέπει να είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε πιθανώς να σου συμβεί».
Ακόμη και μετά την επαλήθευση της αναφοράς, ο Τζωρτζ Άλμπερτ απεφάσισε ότι θα πήγαινε παρά ταύτα τις θυγατέρες του στην πανήγυρη όπως είχε υποσχεθεί «αν και δεν είδε και τίποτε», θυμόταν η Έμιλυ. «Πέρασε όλον τον καιρό με την πλάτη του στον τοίχο να μιλά στους ανθρώπους».18
Δύο ημέρες μετά, στις 8 Οκτωβρίου 1903, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ χειροτονήθηκε Απόστολος σε μία άνω αίθουσα του Ναού της Σωλτ Λέηκ από τον Πρόεδρο Τζόζεφ Φ. Σμιθ. Μετά τη χειροτόνηση, του ζητήθηκε να πει τα συναισθήματά του στα μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα που ήταν παρόντα. «Αισθάνομαι αδύναμος και μου λείπει η κρίση εν συγκρίσει με τους ωριμότερους άνδρες», είπε, «αλλά η καρδιά μου έχει δίκιο και επιθυμώ ειλικρινώς τη συνεχή πρόοδο του έργου του Κυρίου. …Έχω μία ζωντανή μαρτυρία για τη θειότητα αυτού του έργου. Ξέρω ότι το ευαγγέλιο έχει έλθει στη γη υπό την διεύθυνσιν και κατεύθυνσιν του ίδιου του Κυρίου και ότι όσοι επιλέγονται να προεδρεύουν, ήσαν και είναι υπηρέτες Του πράγματι. Επιθυμώ και προσεύχομαι, ώστε να ζήσω αγνός και ταπεινός, ούτως ώστε να δικαιούμαι τις προτροπές και νουθεσίες του Πνεύματος να με καθοδηγούν σε όλη μου τη ζωή».19
Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ υπηρέτησε στην Απαρτία των Δώδεκα σχεδόν επί 42 έτη, συμπεριλαμβανομένων 2 ετών ως Πρόεδρος της Απαρτίας. Κατά τη διάρκεια αυτού του καιρού, εκπλήρωσε πολλές αναθέσεις και ευλόγησε ανθρώπους σε όλον τον κόσμο με πολυάριθμους τρόπους.
Διαδίδοντας το ευαγγέλιο και κάνοντας φίλους για την Εκκλησία
Ο Πρεσβύτερος Σμιθ είχε ένα φυσικό ταλέντο να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα και να μετατρέπει τους εχθρούς σε φίλους. Ένας τοπικός επιχειρηματίας, μη μέλος της Εκκλησίας, είπε για εκείνον κατά την κηδεία του: «Ήταν ένας προσηνής άνθρωπος. Ήταν ένας άνδρας που θα ήθελες απλώς να γνωρίσεις. Το φιλικό του χαμόγελο, η εγκάρδια χειραψία του και η ζέση του χαιρετισμού του σε έκαναν να αισθάνεσαι ενδομύχως, στην καρδιά σου, την ειλικρίνεια της φιλίας του για το άτομό σου και για τον συνάνθρωπό του».20
Το ταλέντο αυτό ήταν πολύτιμο μία εποχή κατά την οποίαν η Εκκλησία ήταν σε μεγάλο μέρος ακόμη άγνωστη σε όλον τον κόσμο και πολλοί διατηρούσαν υποψίες γι’ αυτήν. Κάποτε, ενώ εκπλήρωνε μία ανάθεση στη Δυτική Βιρτζίνια, έμαθε ότι οι αξιωματούχοι της πόλεως είχαν απειλήσει να συλλάβουν οιονδήποτε κήρυττε τον μορμονισμό. Ο Πρεσβύτερος Σμιθ συναντήθηκε με τον γραμματέα του δήμου, τον κύριο Ενγκλ, για να προσπαθήσει να αλλάξει την πολιτική. Έγραφε αργότερα στο ημερολόγιό του: «Όταν προσκάλεσα για πρώτη φορά τον κύριο Ενγκλ, ήταν πολύ απότομος στους τρόπους και κοφτά με πληροφόρησε ότι δεν θα μας ανέχονταν σε εκείνη την πόλη. …Του είπα ότι πίστευα πως είχε πληροφορηθεί εσφαλμένως και θα ήθελα να καθίσω μαζί του και να έχουμε μια κουβέντα. …Περάσαμε κάμποση ώρα συζητώντας περί μορμονισμού. Μαλάκωσε σε μεγάλο βαθμό μέχρι να φύγω και με χαιρέτισε διά χειραψίας και μου έδωσε την κάρτα του. Έφυγα, έχοντας τη βεβαιότητα ότι είχα εξαλείψει κάποια προκατάληψη».21 Τρεις ημέρες αργότερα, ο Πρεσβύτερος Σμιθ τον επισκέφθηκε για άλλη μια φορά και αυτήν τη φορά του άφησε ένα αντίτυπο από το Βιβλίο του Μόρμον.22
Ο Πρεσβύτερος Σμιθ πάντοτε αναζητούσε ευκαιρίες να μιλά στους ανθρώπους σχετικώς με την Εκκλησία. Όποτε οι αναθέσεις απαιτούσαν να ταξιδεύει, έπαιρνε μαζί του αντίτυπα από το Βιβλίο του Μόρμον, από περιοδικά της Εκκλησίας και άλλα έντυπα της Εκκλησίας που ήλπιζε να διανείμει. Επειδή το Βιβλίο του Μόρμον καταθέτει δυνατή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό, ο Πρεσβύτερος Σμιθ το θεωρούσε ιδανικό χριστουγεννιάτικο δώρο και απέστελλε ταχυδρομικώς αντίτυπα σε φίλους άλλων δογμάτων και ακόμη και σε διακεκριμένους ανθρώπους που δεν είχε συναντήσει ποτέ.23 Σε μία επιστολή που συνόδευε ένα τέτοιο χριστουγεννιάτικο δώρο, έγραφε: «Σε λίγες ημέρες, ο χριστιανικός κόσμος θα εορτάσει τη γέννηση του Σωτήρος και είθισται αυτήν την εποχή να θυμόμαστε τους φίλους μας. Συνεπώς, ευελπιστώ ότι θα δεχθείτε από εμένα ένα αντίτυπο από το Βιβλίο του Μόρμον. …Πιστεύοντας ότι θα χαρείτε να αποκτήσετε αυτό στη βιβλιοθήκη σας, σας το αποστέλλω ως χριστουγεννιάτικο δώρο».
Έλαβε την εξής απάντηση: «Το βιβλίο θα έχει θέση στα ράφια μας και θα το διαβάσουμε [από την αρχή έως το τέλος] με απροκατάληπτη σχολαστικότητα. Δεν μπορεί να αποτύχει να διευρύνει τους ορίζοντες και να αυξήσει το πνεύμα ανοχής όλων όσοι το διαβάζουν βαθυστόχαστα».24
Ανάμιξη στα κοινά
Ο Πρεσβύτερος Σμιθ παρότρυνε τα μέλη της Εκκλησίας να συμμετάσχουν στις κοινότητές τους και να χρησιμοποιούν την επιρροή τους, προκειμένου να βελτιώνουν τις συνθήκες στον κόσμο. Ο ίδιος συμμετείχε σε διάφορες κοινοτικές οργανώσεις παρά την απαιτητική του κλήση ως Μέλους της Γενικής Εξουσίας. Εξελέγη πρόεδρος του International Irrigation Congress (Παγκόσμιο Συνέδριο Αρδεύσεως) και του Dry Farming Congress (Συνέδριο Ξηροκαλλιέργειας) και εξελέγη ώς έξι φορές αντιπρόεδρος του National Society of the Sons of the American Revolution (Εθνικός Σύλλογος των Υιών της Αμερικανικής Επαναστάσεως). Ένθερμος υπέρμαχος της αεροπορίας ως μέσον να εκπληρώνουν τα Μέλη της Γενικής Εξουσίας τις αναθέσεις ταξιδίων τους αποτελεσματικότερα, ο Πρεσβύτερος Σμιθ υπηρέτησε στην επιτροπή διευθυντών των Western Air Lines (Δυτικών Αερογραμμών). Συμμετείχε, επίσης, ενεργώς στο Boy Scouts of America (Πρόσκοποι της Αμερικής) και το 1934 του απενεμήθη ο Αργυρούς Βούβαλος, η ανώτατη τιμή που δίδεται στον προσκοπισμό. Κατά τα έτη ύστερα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε ως πρόεδρος της πολιτείας της Γιούτα για την εκστρατεία ανακουφίσεως Αρμενίων και Σύρων και ως αντιπρόσωπος της πολιτείας στο International Housing Convention (Διεθνές Συνέδριο Στεγάσεως), σκοπός του οποίου ήταν να βρει στέγη σε όσους έμειναν άστεγοι από τον πόλεμο.25
Πριν κληθεί ως Απόστολος, ο Τζωρτζ Άλμπερτ ήταν ενεργός στην πολιτική, κάνοντας ενθέρμως εκστρατείες για σκοπούς και υποψηφίους που ένιωθε ότι θα βελτίωναν την κοινωνία. Μόλις έγινε Μέλος της Γενικής Εξουσίας, η ανάμιξή του στην πολιτική ελαττώθηκε, αλλά εξακολούθησε να υποστηρίζει σκοπούς τους οποίους πίστευε. Παραδείγματος χάριν, το 1923 βοήθησε να παρουσιασθεί ένα νομοσχέδιο στο νομοθετικό σώμα της πολιτείας της Γιούτα, το οποίο οδήγησε στην κατασκευή ενός αναρρωτηρίου για ασθενείς με φθίση.26
Η συμπόνια του Πρεσβυτέρου Σμιθ για τους άλλους ήταν ιδιαιτέρως έκδηλη στην υπηρέτησή του ως προέδρου του Society for the Aid of the Sightless (Σύλλογος για τη βοήθεια των τυφλών), μία θέση που διατήρησε από το 1933 ώς το 1949. Καθότι υπέφερε ο ίδιος από προβλήματα οράσεως, ο Πρεσβύτερος Σμιθ ένιωθε ιδιαιτέρως συμπόνια για όσους ήσαν τυφλοί. Επέβλεψε την έκδοση του Βιβλίου του Μόρμον σε μπρέιλ και καθιέρωσε ένα πρόγραμμα, για να βοηθήσει τυφλούς να μάθουν να διαβάζουν Μπράιγ και να προσαρμοσθούν στην ανικανότητά τους με άλλους τρόπους. Οι προσπάθειές του κέρδισαν την αγάπη όσων υπηρέτησε. Ένα μέλος του Society for the Aid of the Sightless (Σύλλογος για τη βοήθεια των τυφλών) εξέφρασε την εκτίμησή του μέσω ενός ποιήματος το οποίο παρουσιάσθηκε στον Πρεσβύτερο Σμιθ στα 70α γενέθλιά του:
Όταν η ζωή γίνεται πολύ δύσκολη,
και τρέχουν πικρά δάκρυα,
όταν ο άφιλος χειμώνας παγώνει την ψυχή μου
και η κενή ηχώ καλεί—
τότε γυρνώ, με ένθερμη ελπίδα.
Αν και τα βήματά μου είναι δύσκολα και αργά
να βρω μία καρδιά με κατανόηση,
εκεί όπου καίει μία φιλική φλόγα—
μία καρδιά όπου κατοικεί η ευγενής Σοφία,
συμπονετική και καλοσυνάτη,
της οποίας η πίστη στον Θεό και τον άνθρωπο έχει διδάξει
παρόμοια πίστη στους τυφλούς.
Μολονότι το τρυφερό, στοργικό πρόσωπό του
είναι αθέατο σε μας,
βλέπουμε την ευγενή σοφία
της καρδιάς του με κατανόηση.
Αισθανόμαστε γαλήνη εντός της ψυχής του
και γνωρίζουμε τη δική μας γαλήνη.
Ακούμε τη σιωπηλή προσευχή του που λέει
ότι δεν βαδίζουμε μόνοι.
Η πίστη του σε μας θα μας δώσει δύναμη
καθώς αθέατα μονοπάτια βαδίζουμε.
Η ψυχή μας ανυψώθηκε από έναν άνδρα
σε σύμπραξη με τον Θεό.27
Προσωπική ασθένεια και άλλες δοκιμασίες
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Τζωρτζ Άλμπερτ δεν ήταν ιδιαιτέρως υγιής. Αν και απολάμβανε την κολύμβηση, την ιππασία και άλλες σωματικές δραστηριότητες, το σώμα του ήταν ευπαθές και συχνά αδύναμο. Εκτός από τα χρόνια οφθαλμικά του προβλήματα, ο Πρεσβύτερος Σμιθ υπέφερε από στομαχικούς πόνους και πόνους στην πλάτη, συνεχή κούραση, καρδιακά προβλήματα και πολλές άλλες ασθένειες σε όλη του τη ζωή. Το άγχος και η πίεση από τις πολλές ευθύνες του είχαν επίπτωση στο σώμα του και στην αρχή δεν ήταν πρόθυμος να επιβραδύνει τους πολυάσχολους ρυθμούς του, προκειμένου να διατηρήσει την υγεία του. Ως αποτέλεσμα, από το 1909 ώς το 1912 πολέμησε μία ασθένεια τόσο σφοδρή που τον κράτησε κατάκοιτο και τον απέτρεψε από το να εκπληρώσει τα καθήκοντά του στην Απαρτία των Δώδεκα. Ήταν μία πολύ δύσκολη εποχή για τον Πρεσβύτερο Σμιθ, ο οποίος ήθελε απεγνωσμένα να αρχίσει εκ νέου την υπηρέτησή του. Ο θάνατος του πατέρα του το 1911 και η σοβαρή γρίπη που προσέβαλε τη σύζυγό του, έκανε την ανάρρωση του Πρεσβυτέρου Σμιθ ακόμη πιο δύσκολη.
Χρόνια αργότερα ανέφερε την ακόλουθη εμπειρία που είχε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου:
«Πριν από λίγα χρόνια ήμουν σοβαρά άρρωστος. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι όλοι είχαν παραιτηθεί εκτός από τη σύζυγό μου. …Έγινα τόσο αδύναμος, ώστε μόλις και μετά βίας ήμουν εις θέσιν να κινούμαι. Ήταν μία αργή και εξουθενωτική προσπάθεια για μένα, ακόμη και να αλλάζω πλευρό στο κρεβάτι.
»Μία ημέρα, υπό τις συνθήκες αυτές, έχασα την αίσθηση του περιβάλλοντός μου και νόμισα ότι είχα περάσει στην άλλη πλευρά. Βρέθηκα να στέκομαι με την πλάτη μου σε μία μεγάλη και όμορφη λίμνη, ατενίζοντας ένα μεγάλο δάσος. Δεν υπήρχε κανείς εν όψει και δεν υπήρχε λέμβος στη λίμνη ή άλλα ορατά μέσα που να υπεδείκνυαν τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσα να είχα φθάσει εκεί. Συνειδητοποίησα ή φαίνεται ότι συνειδητοποίησα ότι είχα τελειώσει το έργο μου στη θνητότητα και είχα επιστρέψει σπίτι…
»Άρχισα να εξερευνώ και συντόμως ανεκάλυψα ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος το οποίο φαινόταν ότι είχε χρησιμοποιηθεί λίγο και το οποίο είχε σκεπασθεί από το γρασίδι. Ακολούθησα αυτό το μονοπάτι και αφού περπάτησα για κάμποση ώρα και διήνυσα κάποια αξιόλογη απόσταση μέσα στο δάσος, είδα έναν άνδρα να έρχεται προς εμένα. Αντελήφθην ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος άνδρας και επιτάχυνα τα βήματά μου, για να τον φθάσω, επειδή τον ανεγνώρισα ως τον παππού μου [Τζωρτζ Α. Σμιθ]. Στη θνητότητα ζύγιζε 136 κιλά, επομένως καταλαβαίνετε ότι ήταν μεγαλόσωμος. Θυμάμαι πόσο ευτυχισμένος ήμουν που τον είδα να έρχεται. Μου είχαν δώσει το όνομά του και πάντοτε ήμουν υπερήφανος γι’ αυτό».
«Όταν ο παππούς ήλθε μόλις λίγα μέτρα μακριά μου, σταμάτησε. Το γεγονός ότι σταμάτησε ήταν μία πρόσκληση για μένα να σταματήσω. Κατόπιν—και αυτό δεν θα ήθελα ποτέ να το ξεχάσουν τα αγόρια και τα κορίτσια και οι νέοι—με κοίταξε πολύ σοβαρά και είπε:
»‘Θα ήθελα να μάθω τι έχεις κάνει με το όνομά μου’.
»Όλα όσα είχα κάνει, πέρασαν από μπροστά μου σαν να ήταν μία ιπτάμενη ταινία επί της οθόνης—τα πάντα που είχα κάνει. Γρήγορα αυτή η ανασκόπηση έφθασε στην ώρα που στεκόμουν εκεί. Όλη μου η ζωή είχε περάσει μπροστά μου. Χαμογέλασα και κοίταξα τον παππού μου και είπα:
»‘Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτε με το όνομά σου για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι’.
»Έκανε βήματα εμπρός και με πήρε στην αγκάλη του, και καθώς το έκανε, απέκτησα πάλι την αίσθηση του επίγειου περιβάλλοντός μου. Το μαξιλάρι μου ήταν τόσο υγρό σαν να είχε χυθεί επάνω του νερό—υγρό από δάκρυα ευγνωμοσύνης που μπόρεσα να απαντήσω χωρίς ντροπή.
»Το έχω σκεφθεί αυτό πολλές φορές και θέλω να σας πω ότι προσπαθούσα, περισσότερο από ποτέ έκτοτε, να φροντίζω γι’ αυτό το όνομα. Λοιπόν, θέλω να πω στα αγόρια και τα κορίτσια, στους νέους άνδρες και τις γυναίκες, στους νέους της Εκκλησίας και όλου του κόσμου: Τιμάτε τον πατέρα και τη μητέρα σας. Τιμάτε το όνομα που φέρετε».28
Τελικώς, ο Πρεσβύτερος Σμιθ άρχισε να ανακτά τη δύναμή του και βγήκε από αυτήν τη δοκιμασία με ανανεωμένη αίσθηση ευγνωμοσύνης για τη μαρτυρία της αληθείας. Είπε στους Αγίους κατά τη διάρκεια μίας επόμενης γενικής συνελεύσεως: «Ήμουν στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου τα τελευταία χρόνια, τόσο κοντά στην άλλη πλευρά που είμαι βέβαιος ότι [αν δεν ήταν] η ειδική ευλογία του Επουρανίου Πατρός μας, δεν θα μπορούσα να είχα παραμείνει εδώ. Όμως, ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν εξασθένισε αυτή η μαρτυρία με την οποίαν με ευλόγησε ο Επουράνιος Πατέρας μου. Όσο πιο κοντά πήγα στην άλλη πλευρά, τόσο μεγαλύτερη ήταν η διαβεβαίωσή μου ότι το ευαγγέλιο είναι αληθινό. Τώρα που η ζωή μού έχει χαρισθεί, αγαλλιάζω που δίδω μαρτυρία ότι γνωρίζω πως το ευαγγέλιο είναι αληθινό και με όλη την ψυχή μου ευχαριστώ τον Επουράνιο Πατέρα μου που μου το έχει αποκαλύψει».29
Διάφορες σωματικές ασθένειες και άλλες δυσχέρειες εξακολούθησαν να πλήττουν τον Πρεσβύτερο Σμιθ κατά τα επόμενα χρόνια. Ίσως, η μεγαλύτερη δοκιμασία του ήλθε τα έτη 1932 ώς 1937, όταν η σύζυγός του, Λούσυ, υπέφερε από αρθρίτιδα και νευραλγία. Πονούσε πολύ και μέχρι το 1937 απαιτούσε σχεδόν συνεχή φροντίδα. Τότε, μία καρδιακή προσβολή τον Απρίλιο του 1937 λίγο έλειψε να της αφαιρέσει τη ζωή και την άφησε ακόμη πιο αδύναμη από πριν.
Μολονότι ανησυχούσε για τη Λούσυ συνεχώς, ο Πρεσβύτερος Σμιθ συνέχισε να επιτελεί τα καθήκοντά του όσο καλύτερα μπορούσε. Στις 5 Νοεμβρίου 1937, μίλησε στην κηδεία ενός φίλου και καθώς κάθισε, ύστερα από την ομιλία του, κάποιος του έδωσε ένα σημείωμα που έλεγε να επιστρέψει αμέσως στο σπίτι. Έγραφε αργότερα στο ημερολόγιό του: «Έφυγα από την εκκλησία αμέσως, αλλά η αγαπημένη μου σύζυγος είχε αφήσει την τελευταία της πνοή προτού φθάσω σπίτι. Περνούσε στην άλλη πλευρά, ενόσω μιλούσα στην κηδεία. Ασφαλώς έχασα μία διά βίου σύντροφο και θα είμαι μόνος χωρίς εκείνη».
Η Λούσυ και ο Τζωρτζ Άλμπερτ ήσαν νυμφευμένοι λίγο περισσότερο από 45 χρόνια κατά τον θάνατό της. Ήταν 68 ετών. Αν και του έλειπε πολύ η σύζυγός του, ο Πρεσβύτερος Σμιθ ήξερε ότι ο αποχωρισμός ήταν μόνον παροδικός και αυτή η γνώση του έδιδε δύναμη. «Ενώ η οικογένειά μου είναι σε μεγάλο βαθμό λυπημένη», έγραφε, «παρηγορούμαστε από τη διαβεβαίωση της επανενώσεως με τη μητέρα, αν παραμείνουμε πιστοί. Ήταν μία αφοσιωμένη, χρήσιμη, αβρή σύζυγος και μητέρα. Υπέφερε για έξι χρόνια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είμαι βέβαιος ότι είναι ευτυχής με τη μητέρα της και άλλα αγαπημένα πρόσωπα εκεί πέρα. …Ο Κύριος είναι ιδιαιτέρως καλοσυνάτος και έχει πάρει μακριά κάθε συναίσθημα θανάτου, κάτι για το οποίο είμαι υπερβολικώς ευγνώμων».30
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ιεραποστολής
Το 1919 ο Πρόεδρος Χίμπερ Γκραντ, ο οποίος είχε προσφάτως υποστηριχθεί Πρόεδρος της Εκκλησίας, κάλεσε τον Πρεσβύτερο Σμιθ να προεδρεύσει επί της Ευρωπαϊκής Ιεραποστολής. Κατά τη διάρκεια μίας ομιλίας γενικής συνελεύσεως, μόλις λίγες ημέρες πριν από την αναχώρησή του, ο Πρεσβύτερος Σμιθ είπε:
«Θα ήθελα να σας πω, αδελφοί και αδελφές μου, ότι το θεωρώ τιμή—όχι, περισσότερο από τιμή, το θεωρώ μία πολύ μεγάλη ευλογία—που με πήρε ο Κύριος από την αδύναμη κατάσταση στην οποίαν ήμουν πριν από λίγο διάστημα, επαναφέροντάς με σε μία τέτοια κατάσταση υγείας που οι αδελφοί αισθάνθηκαν ότι θα είναι δυνατόν να εκπληρώσω μία ιεραποστολή σε μία ξένη χώρα.
»… Την επόμενη Τετάρτη αναμένεται να πάρω το τρένο μέχρι την ανατολική ακτή και μετά να διασχίσω τον ωκεανό ώς το πεδίο στο οποίο έχω κληθεί. Δόξα τω Θεώ για αυτήν την ευκαιρία να πάω. Είμαι ευγνώμων που η γνώση αυτής της αληθείας έχει έλθει στην ψυχή μου».31
Τότε, η Ευρώπη ανέκαμπτε ακόμη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει πριν από λίγους μήνες. Εξαιτίας του πολέμου, ο αριθμός των ιεραποστόλων στην Ευρώπη ήταν πολύ χαμηλός και ένα εκ των έργων του Πρεσβυτέρου Σμιθ ήταν να αυξήσει αυτόν τον αριθμό. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες στη μεταπολεμική Ευρώπη, εντούτοις, κατέστησαν απρόθυμες τις κυβερνήσεις να δώσουν τις απαραίτητες βίζες. Τα πράγματα χειροτέρευσαν, επειδή υπήρχε ακόμη πολλή παρανόηση και προκατάληψη για τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών. Για να βελτιώσει την εικόνα της Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Σμιθ συνάντησε πολυάριθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους και άλλες διακεκριμένες μορφές. Εξηγώντας τον σκοπό των ιεραποστόλων στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο, έλεγε συχνά: «Διατηρήστε όλα τα καλά που έχετε, διατηρήστε όλα που σας έχει δώσει ο Θεός τα οποία βελτιώνουν τη ζωή σας και έπειτα επιτρέψατέ μας να μοιρασθούμε κάτι μαζί σας το οποίο θα προσθέσει στην ευτυχία σας και θα αυξήσει την ικανοποίησή σας».32 Σύμφωνα με έναν εκ των ιεραποστόλων, ο οποίος υπηρέτησε υπ’ αυτόν: «μέσω του επιδέξιου, καλοσυνάτου τρόπου του κέρδισε την εκτίμηση και τη φιλία τους και εξασφάλισε παραχωρήσεις σχετικώς με τους ιεραποστόλους, τις οποίες τους είχαν στερήσει κατά το παρελθόν».33
Μέχρι το τέλος της υπηρετήσεώς του το 1921, ο Πρεσβύτερος Σμιθ είχε επιτύχει την αύξηση του αριθμού των ιεραποστόλων που υπηρετούσαν στην Ευρώπη και την αλλαγή ορισμένων εσφαλμένων αντιλήψεων για τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών. Επίσης, είχε κάνει φίλους για την Εκκλησία και διατηρούσε επαφή μαζί τους μέσα από γράμματα για πολλά χρόνια.
Διατήρηση ιστορικών τοποθεσιών της Εκκλησίας
Στον Πρεσβύτερο Σμιθ άρεσε να λέει στους άλλους σχετικώς με την Εκκλησία και τα σπουδαία γεγονότα στην ιστορία της. Καθ’ όλη τη διακονία του έκανε πολλά, προκειμένου να βοηθήσει στη διατήρηση αυτής της ιστορίας, δημιουργώντας μνημεία και χαρακτηρίζοντας τοποθεσίες ενδιαφέροντος για την ιστορία της Εκκλησίας. Όπως έγραφε ένας εκ των συνεργατών του: «Πιστεύει ότι με το να εφιστά την προσοχή της νεότερης γενεάς στα επιτεύγματα των προγόνων της, θα προσέφερε σημαντική υπηρέτηση».34
Ως νέος Απόστολος πήγε στην Παλμύρα της Νέας Υόρκης και διαπραγματεύθηκε την αγορά του αγροκτήματος του Τζόζεφ Σμιθ του γηραιότερου εν ονόματι της Εκκλησίας. Ενώ ήταν στη Νέα Υόρκη επισκέφθηκε, επίσης, έναν άνδρα ονόματι Πλίνυ Σέξτον, στον οποίο ανήκε ο λόφος Κουμώρα, το μέρος όπου ο Τζόζεφ Σμιθ απέκτησε τις πλάκες από χρυσό. Ο κύριος Σέξτον ήταν απρόθυμος να πωλήσει τη γη στην Εκκλησία, αλλά εκείνος και ο Πρεσβύτερος Σμιθ έγιναν παρά ταύτα φίλοι. Λόγω εν μέρει της καλής σχέσεως που διατήρησε ο Πρεσβύτερος Σμιθ με τον κύριο Σέξτον, η Εκκλησία τελικώς μπόρεσε να αγοράσει την ιδιοκτησία και να αφιερώσει ένα μνημείο εκεί.
Το 1930, το εκατοστό έτος από την οργάνωση της Εκκλησίας, ο Πρεσβύτερος Σμιθ βοήθησε στην ίδρυση του Utah Pioneer Trails and Landmarks Association (Σύλλογος της Γιούτα διαδρομής πρωτοπόρων και ορόσημων) και εξελέγη πρώτος πρόεδρος της ομάδος. Τα επόμενα 20 χρόνια, αυτή η οργάνωση έθεσε περισσότερα από 100 μνημεία και σημαίες επισημάνσεως τόπου, τα οποία πολλά εξ αυτών τιμούσαν το μακρύ κοπιαστικό ταξίδι των πρωτοπόρων προς την Κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ. Ο Πρεσβύτερος Σμιθ ιερούργησε στις αφιερώσεις των περισσοτέρων εξ αυτών των μνημείων.35
Εξηγώντας το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τις ιστορικές τοποθεσίες, έγραψε: «Είθισται να κτίζουμε μνημεία για άτομα, ώστε να διατηρηθεί η ανάμνησή τους. Σπουδαία γεγονότα έχουν μείνει μονίμως στον νου ανθρώπων, οικοδομώντας μνημεία. …Υπάρχουν πολλά σημεία ενδιαφέροντος που λησμονούνται και οι άνθρωποι έχουν αισθανθεί ότι ήταν επιθυμητό να τα χαρακτηρίσουμε με αξιόλογο τρόπο, ούτως ώστε όσοι θα ακολουθήσουν να έχουν την προσοχή τους σε σημαντικά γεγονότα».36
Όντας κάποιος του οποίου ο παππούς βάδισε στη Γιούτα με τους πρωτοπόρους, ο Πρεσβύτερος Σμιθ ένιωθε βαθύ σεβασμό για τα πρώτα μέλη της Εκκλησίας τα οποία είχαν θυσιάσει τόσα πολλά για την πίστη τους. Σε μία ομιλία στην Ανακουφιστική Εταιρεία, ανέφερε την ακόλουθη εμπειρία που είχε, ενώ επαναλάμβανε τη διαδρομή των ομάδων χειραμάξης:
«Πήγαμε στο μέρος της διαδρομής, όπου η ομάδα χειραμάξης Μάρτιν έχασε τόσες πολλές ζωές. Ηύραμε, όσο πιο κοντά μπορέσαμε, το μέρος όπου κατασκήνωσαν. Όσοι ήσαν απόγονοι αυτής της ομάδος ήσαν εκεί, για να βοηθήσουν στην τοποθέτηση σημαίας επισημάνσεως τόπου. Κατόπιν πήγαμε στο Ροκ Κρικ. Μία παροδική σημαία επισημάνσεως είχε τοποθετηθεί από εμάς τον περασμένο χρόνο. Εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή του έτους, όμορφα αγριολούλουδα αναπτύσσονταν παντού, η άγρια ίρις ήταν εν αφθονία και μέλη της ομάδος μάζεψαν κάποια από αυτά τα λουλούδια και τα έβαλαν τρυφερά επάνω σε έναν τύμβο από πέτρες που είχαν συσσωρευθεί το προηγούμενο έτος. …Εδώ 15 μέλη αυτής της Εκκλησίας είχαν θαφτεί σε έναν τάφο, έχοντας πεθάνει από την πείνα και την έκθεση στις κακουχίες.
»Ξέρετε, υπάρχουν στιγμές και μέρη όπου φαίνεται να πλησιάζουμε κοντύτερα τον Επουράνιο Πατέρα μας. Καθώς καθίσαμε γύρω από τη φωτιά της κατασκηνώσεως σε εκείνη τη μικρή κοιλάδα του Ροκ Κρικ, όπου η ομάδα χειραμάξης Γουίλι είχε έλθει αντιμέτωπη με την καταστροφή—εμείς, που ήμαστε απόγονοι των πρωτοπόρων, αυτών που είχαν διασχίσει τις πεδιάδες στη ζέστη του θέρους και το κρύο του χειμώνα—ιστορίες ελέχθησαν για τις εμπειρίες των προγόνων μας. …Ήταν μια ευχάριστη περίσταση. Η ιστορία επαναλαμβανόταν προς όφελός μας.
»… Μου φαινόταν ότι ήμαστε στην παρουσία εκείνων που είχαν δώσει τα πάντα, ώστε να έχουμε εμείς τις ευλογίες του ευαγγελίου. Μας φαινόταν ότι αισθανόμαστε την παρουσία του Κυρίου.
»Καθώς φεύγαμε, αφού είχαμε κλάψει—γιατί αμφιβάλλω αν υπήρξαν στεγνά μάτια στην ομάδα των 30 ή 40 ατόμων περίπου—η επιρροή που ήλθε ως αποτέλεσμα αυτής της μικρής συγκεντρώσεως είχε αγγίξει την καρδιά μας και μία από τις καλές αδελφές με πήρε από τον βραχίονα και είπε: ‘Αδελφέ Σμιθ, θα είμαι καλύτερη γυναίκα εφεξής’. Η γυναίκα αυτή… είναι μία εκ των καλύτερων γυναικών, αλλά πιστεύω ότι συγκινήθηκε, όπως πιθανώς οι περισσότεροι εξ ημών, από το γεγονός ότι κάπου συγκεκριμένως δεν ήμαστε ισάξιοι των ιδανικών που θα έπρεπε να είναι στην ψυχή μας. Οι άνθρωποι που ετάφησαν εδώ, όχι μόνον είχαν δώσει ημέρες από τη ζωή τους, αλλά έδωσαν την ίδια τους τη ζωή ως αποδεικτικό στοιχείο του πιστεύω τους στη θειότητα του έργου αυτού…
»Αν τα μέλη αυτής της οργανώσεως [της Ανακουφιστικής Εταιρείας] είναι τόσο πιστά όσο ήσαν αυτοί που κείνται θαμμένοι στις πεδιάδες, που αντιμετώπισαν τα προβλήματά τους με πίστη στον Κύριο, θα προσθέσετε στα πολλά επιτεύγματά σας και την εύνοια του στοργικού Πατρός που ρέει προς εσάς και τους δικούς σας».37
Πρόεδρος της Εκκλησίας, 1945–51
Νωρίς το πρωί της 15ης Μαΐου 1945, ενώ ήταν σε ένα τρένο στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πρεσβύτερος Σμιθ ξύπνησε από έναν υπάλληλο του σιδηροδρόμου με το μήνυμα: Ο Πρόεδρος Χίμπερ Γκραντ, ο οποίος ήταν Πρόεδρος της Εκκλησίας τότε, είχε αποβιώσει. Ο Πρεσβύτερος Σμιθ άλλαξε τρένα όσο γρήγορα μπορούσε και επέστρεψε στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ, ως γηραιότερο μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων, ξεχωρίσθηκε όγδοος Πρόεδρος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών.
Στην πρώτη του ομιλία γενικής συνελεύσεως ως Πρόεδρος της Εκκλησίας, είπε στους Αγίους, οι οποίοι μόλις τον είχαν υποστηρίξει: «Διερωτώμαι αν κάποιος άλλος εδώ αισθάνεται τόσο αδύναμος και ταπεινός, όσο ο άνδρας ο οποίος ίσταται ενώπιόν σας».38 Εξέφρασε παρόμοια συναισθήματα σε μέλη της οικογενείας του: «Δεν ήθελα αυτήν τη θέση. Δεν αισθανόμουν αντάξιος αυτής. Όμως, την έλαβα και θα την εκπληρώσω κατά το μέγιστο των ικανοτήτων μου. Θέλω να γνωρίζετε όλοι ότι, οτιδήποτε και αν κάνετε στην εκκλησία, από [οικογενειακή] διδασκαλία ώς την προεδρία ενός πασσάλου, αν το κάνετε κατά το μέγιστο των ικανοτήτων σας, η θέση σας είναι εξίσου σημαντική με τη δική μου».39
Υπήρχαν πολλοί οι οποίοι αισθάνονταν ότι τα ταλέντα του Προέδρου Σμιθ προσιδίαζαν μοναδικά στην κλήση αυτή. Ένα Μέλος της Γενικής Εξουσίας εξέφρασε την πεποίθησή αυτή λίγο μετά την υποστήριξη του Προέδρου Σμιθ: «Λέγεται συχνά ότι ο Κύριος έχει προετοιμάσει έναν συγκεκριμένο άνδρα να επιτελέσει μία συγκεκριμένη αποστολή. …Δεν μπορώ να πω εγώ ποια συγκεκριμένη αποστολή έχει μπροστά του ο Πρόεδρος Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ. Ωστόσο, γνωρίζω το εξής, ότι την συγκεκριμένη περίοδο στην ιστορία του κόσμου, ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη ανάγκη για αγάπη ανάμεσα στους αδελφούς τόσο απεγνωσμένα, όπως υπάρχει σήμερα. Επιπλέον, γνωρίζω το εξής, ότι δεν υπάρχει κανείς γνωστός μου ο οποίος να αγαπά τους ανθρώπους, συλλογικώς και ατομικώς, πιο βαθέως απ’ ό,τι ο Πρόεδρος Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ».40
Βοήθεια προς τους έχοντες ανάγκη κατά το επακόλουθο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε μόλις μερικούς μήνες αφού ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ έγινε Πρόεδρος της Εκκλησίας. Ο πόλεμος είχε αφήσει χιλιάδες ατόμων άστεγα και πάμπτωχα στην Ευρώπη και ο Πρόεδρος Σμιθ γρήγορα κινητοποίησε τις πηγές προνοίας της Εκκλησίας, για να παράσχει βοήθεια. Ο Πρόεδρος Γκόρντον Χίνκλι είπε αργότερα για την προσπάθεια αυτή: «Ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που εργάσθηκαν νύκτες στην πλατεία Προνοίας εδώ στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, φορτώνοντας αγαθά σε σιδηροδρομικά βαγόνια που μετέφεραν τρόφιμα ώς το λιμάνι, και τα οποία αποστέλλονταν στην άλλη πλευρά της θαλάσσης. Κατά την εποχή της αφιερώσεως του Ναού της Ελβετίας [το 1955], όταν πολλοί εκ των Αγίων της Γερμανίας ήλθαν στον ναό, άκουσα ορισμένους εξ αυτών, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά τους, να μιλούν με εκτίμηση για τα τρόφιμα αυτά τα οποία είχαν σώσει τη ζωή τους».41
Ο Πρόεδρος Σμιθ γνώριζε επίσης ότι υπήρχαν μεγάλες πνευματικές ανάγκες ανάμεσα στους ανθρώπους του κόσμου κατά το επακόλουθο ενός τέτοιου καταστρεπτικού πολέμου. Ως ανταπόκριση, έκανε βήματα για την αναδιοργάνωση ιεραποστολών σε χώρες όπου ο πόλεμος είχε διακόψει το ιεραποστολικό έργο και παρότρυνε τους Αγίους να ζουν το ευαγγέλιο της ειρήνης στην προσωπική τους ζωή. «Το καλύτερο αποδεικτικό στοιχείο ευγνωμοσύνης τώρα», είπε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, «είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε, προκειμένου να φέρουμε ευτυχία σε αυτόν τον λυπηρό κόσμο, διότι είμαστε όλοι τέκνα του Πατρός μας και έχουμε όλοι την υποχρέωση να καταστήσουμε τον κόσμο αυτόν πιο ευτυχισμένο μέρος, επειδή έχουμε ζήσει σε αυτόν.
»Ας προσφέρουμε καλοσύνη και ενδιαφέρον σε όλους που τα χρειάζονται, μη λησμονώντας όσους δεν τα έχουν. Και κατά τον καιρό της αγαλλιάσεως για ειρήνη, ας μην ξεχάσουμε όσους έχουν δώσει τους αγαπημένους τους ως μέρος του τιμήματος της ειρήνης…
»Προσεύχομαι ώστε οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να υπακούσουν στους τρόπους του και εκ του γεγονότος αυτού να σώσουν τον κόσμο από περαιτέρω διαμάχες και καταστροφή. Προσεύχομαι ώστε η ειρήνη που προέρχεται μόνον από τον Επουράνιο Πατέρα μας να παραμένει στην καρδιά και το σπίτι όλων όσων πενθούν».42
Αυξημένες ευκαιρίες για διάδοση του ευαγγελίου
Ο Πρόεδρος Σμιθ συνέχισε να διαδίδει το ευαγγέλιο στους άλλους σε κάθε ευκαιρία και αυτές οι ευκαιρίες αυξήθηκαν με τη νέα του θέση. Τον Μάιο του 1946, ο Πρόεδρος Σμιθ έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Εκκλησίας που επεσκέφθη τους Αγίους στο Μεξικό. Εκτός του ότι συναντήθηκε με μέλη της Εκκλησίας και μίλησε σε μία μεγάλη συνέλευση, ο Πρόεδρος Σμιθ συνάντησε επίσης διαφόρους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Μεξικού και τους μίλησε περί του αποκατεστημένου ευαγγελίου. Κατά τη διάρκεια μίας επισκέψεως στον Μεξικανό πρόεδρο Μανουέλ Καμάτσο, ο Πρόεδρος Σμιθ και η ομάδα του εξήγησαν: «Ερχόμαστε με ένα ειδικό μήνυμα για εσάς και τον λαό σας. Είμαστε εδώ, προκειμένου να σας πούμε για τους προγόνους σας και για το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. …Έχουμε ένα βιβλίο που… μιλά για έναν σπουδαίο προφήτη, ο οποίος άφησε την Ιερουσαλήμ με την οικογένειά του και άλλους, 600 έτη πριν από τον Χριστό και ήλθε σε… αυτήν τη σπουδαία χώρα της Αμερικής, γνωστή σε αυτούς ως ‘γη επαγγελίας, γη η οποία είναι πιο εκλεκτή υπεράνω κάθε άλλης γης’. Το Βιβλίο του Μόρμον μιλά επίσης για την επίσκεψη του Ιησού Χριστού σε αυτήν την ήπειρο και ότι οργάνωσε την Εκκλησία Του και επέλεξε τους δώδεκα μαθητές Του».
Ο Πρόεδρος Καμάτσο, ο οποίος εξέφρασε σεβασμό και θαυμασμό για τους Αγίους των Τελευταίων Ημερών που ζούσαν στη χώρα του, ενδιαφέρθηκε πολύ για το Βιβλίο του Μόρμον και ερώτησε: «Θα ήταν δυνατόν να αποκτήσω ένα αντίτυπο του Βιβλίου του Μόρμον; Δεν έχω ακούσει ποτέ πριν γι’ αυτό». Ο Πρόεδρος Σμιθ τότε του παρουσίασε ένα δερματόδετο αντίτυπο στα Ισπανικά, με περικοπές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος καταγεγραμμένες στο μπροστινό μέρος του βιβλίου. Ο Πρόεδρος Καμάτσο είπε: «Θα διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο, διότι ενδιαφέρει πολύ εμένα και τον λαό μου».43
Εορτασμός της εκατονταετηρίδος από την άφιξη των πρωτοπόρων
Ένα εκ των σημαντικότερων γεγονότων στα έξι χρόνια του Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ ως Προέδρου της Εκκλησίας ήταν το 1947, όταν η Εκκλησία εόρτασε την εκατονταετηρίδα από την άφιξη των πρωτοπόρων στην Κοιλάδα της Σωλτ Λέηκ. Ο Πρόεδρος Σμιθ επέβλεψε τον εορτασμό, ο οποίος κέρδισε εθνική προσοχή και κορυφώθηκε με την αφιέρωση του μνημείου This Is the Place (Αυτό είναι το μέρος) στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, κοντά στην τοποθεσία όπου εισήλθαν για πρώτη φορά οι πρωτοπόροι στην κοιλάδα. Από το 1930, ο Πρόεδρος Σμιθ συμμετείχε στον σχεδιασμό ενός μνημείου για να τιμηθούν τα επιτεύγματα και η πίστη των πρωτοπόρων. Πρόσεχε, ωστόσο, ώστε να είναι βέβαιος ότι το μνημείο τιμούσε επίσης τους πρώτους εξερευνητές, ιεραποστόλους άλλων δογμάτων και σημαντικούς Αμερικανούς-Ινδιάνους ηγέτες από εκείνη την εποχή.
Κατά την αφιέρωση του μνημείου This Is the Place (Αυτό είναι το μέρος), ο Τζωρτζ Μόρρις, τότε πρόεδρος της Ιεραποστολής Ανατολικών Πολιτειών, επεσήμανε το πνεύμα καλής θελήσεως, το οποίο απέδωσε στις προσπάθειες του Προέδρου Σμιθ: «Οι συνεισφορές του Προέδρου Σμιθ στην αδελφοσύνη και την ανεκτικότητα αντικατοπτρίζονταν στην συγκέντρωση αφιερώσεως. …Το ίδιο το μνημείο τιμούσε με τη μορφή γλυπτού—όσο είναι δυνατόν σε ατομικό πορτρέτο γλυπτού—τους άνδρες που είχαν γράψει ιστορία στην ενδότερη ορεινή δύση και προηγούντο των Μορμόνων πρωτοπόρων, ασχέτως φυλής ή θρησκείας. Όταν προετοιμαζόταν το πρόγραμμα για τη συγκέντρωση αφιερώσεως, ήταν επιθυμία του Προέδρου Σμιθ να υπάρχει αντιπροσωπία όλων των μειζόνων θρησκευτικών ομάδων συν τους αξιωματούχους της πολιτείας, της επαρχίας και της πόλεως. Ένας καθολικός ιερέας, ένας διαμαρτυρόμενος επίσκοπος, ένας Ιουδαίος ραββίνος και αντιπρόσωποι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών ήσαν διακεκριμένοι ομιλητές. Ένας επισκέπτης από τα ανατολικά, ύστερα από το πρόγραμμα, έκανε το εξής σχόλιο: ‘Σήμερα, είχα μία πνευματική αναβάπτιση. Αυτό του οποίου υπήρξα μάρτυς δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Το πνεύμα της ανεκτικότητος που ήταν έκδηλο σήμερα, ήταν θαυμάσιο’».44
Μολονότι το 18 μέτρων μνημείο ήταν εντυπωσιακό, ο Πρόεδρος Σμιθ δίδαξε ότι ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουν τους πρωτοπόρους ήταν να ακολουθούν το παράδειγμά τους πίστεως και αφοσιώσεως. Στην προσευχή, αφιερώνοντας το μνημείο, είπε: «Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς… ιστάμεθα στην παρουσία σου αυτό το πρωινό, σε αυτόν τον ήρεμο λόφο και κοιτάζουμε το μέγα μνημείο το οποίο έχει εγερθεί προς τιμήν των υιών και των θυγατέρων σου και της αφοσιώσεως αυτών. …Προσευχόμαστε ώστε να ευλογηθούμε με το ίδιο πνεύμα που χαρακτήριζε αυτούς τους πιστούς, οι οποίοι πίστευαν σε εσένα και τον Αγαπημένο σου Υιό, οι οποίοι ήλθαν σε αυτήν την κοιλάδα, επειδή επιθυμούσαν να ζήσουν εδώ και να σε λατρεύουν. Προσευχόμαστε ώστε το πνεύμα λατρείας και ευγνωμοσύνης να συνεχίσει στην καρδιά μας».45
Στοχασμοί για τη ζωή στην ηλικία των 80 ετών
Παρά το προκεχωρημένο της ηλικίας του, στο μεγαλύτερο μέρος της προεδρίας του ο Πρόεδρος Σμιθ ήταν ικανός να εκπληρώνει τις ευθύνες του χωρίς τις σωματικές ασθένειες, οι οποίες τον είχαν περιορίσει κατά το παρελθόν. Σε ένα άρθρο εκδεδομένο τον Απρίλιο του 1950, κοντά στα 80α του γενέθλια, ο Πρόεδρος Σμιθ αναπολούσε τη ζωή του και σημείωνε πώς ο Θεός τον είχε υποστηρίξει και ευλογήσει:
«Αυτά τα ογδόντα χρόνια, έχω διανύσει πάνω από ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα στον κόσμο προς όφελος του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Πήγα σε πολλά κλίματα και σε πολλούς τόπους και σε πολλά έθνη και από την παιδική ηλικία μου οι άνθρωποι μου ήταν καλοί και χρήσιμοι, μέλη της Εκκλησίας και μη μέλη ομοίως. Όπου και αν πήγα, ηύρα ευγενείς άνδρες και γυναίκες.
»… Όταν σκέπτομαι τι αδύναμο, ευπαθές άτομο είμαι, που εκλήθην να γίνω ηγέτης αυτής της μεγάλης Εκκλησίας, συνειδητοποιώ πόσο πολύ χρειάζομαι βοήθεια. Ευγνωμόνως αναγνωρίζω τη βοήθεια του Πατρός μου στους ουρανούς και την ενθάρρυνση και συντροφιά κατά τη διάρκεια της ζωής μου πολλών εκ των καλύτερων ανδρών και γυναικών που ευρίσκονται παντού στον κόσμο, τόσο στην πατρίδα όσο και στο εξωτερικό».
Συνέχισε, εκφράζοντας την αγάπη του για τους ανθρώπους που είχε υπηρετήσει για τόσα πολλά χρόνια:
«Ασφαλώς, είναι ευλογία να συναναστρέφεσαι τέτοιους ανθρώπους και από τα βάθη της ψυχής μου δράττομαι αυτής της ευκαιρίας, για να σας ευχαριστήσω όλους για την καλοσύνη σας προς εμένα και επίσης δράττομαι αυτής της ευκαιρίας, για να πω σε όλους σας: Ποτέ δεν θα μάθετε πόσο πολύ σας αγαπώ. Δεν έχω λόγια να το εκφράσω. Και θέλω να αισθάνομαι κατ’ αυτόν τον τρόπο για κάθε υιό και κάθε θυγατέρα του Επουρανίου Πατρός μου.
»Έζησα πολύ καιρό, εν συγκρίσει με τον μέσο όρο των ανθρώπων και είχα μία ευτυχισμένη ζωή. Δεν θα είναι πολλά χρόνια, με τη φυσική ροή των γεγονότων, έως ότου κληθώ στην άλλη πλευρά. Προσδοκώ εκείνον τον καιρό με ευχάριστη αναμονή. Και ύστερα από ογδόντα χρόνια στη θνητότητα, ταξιδεύοντας σε πολλά μέρη του κόσμου, συνεργαζόμενος με πολλούς σπουδαίους και καλούς άνδρες και γυναίκες, σας καταθέτω μαρτυρία ότι γνωρίζω σήμερα καλύτερα απ’ ό,τι γνώριζα ποτέ πριν πως ο Θεός ζει, πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός, πως ο Τζόζεφ Σμιθ ήταν προφήτης του ζώντος Θεού και πως η Εκκλησία που οργάνωσε υπό την διεύθυνσιν του Επουρανίου Πατρός μας, η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών… λειτουργεί υπό τη δύναμη και εξουσία της ίδιας ιεροσύνης που απενεμήθη από τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη στον Τζόζεφ Σμιθ και τον Όλιβερ Κάουντερυ. Το γνωρίζω αυτό, όπως γνωρίζω ότι ζω, και συνειδητοποιώ ότι το να δίδω αυτήν τη μαρτυρία σε εσάς είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα και ότι θα θεωρηθώ υπεύθυνος από τον Επουράνιο Πατέρα μου γι’ αυτό και για όλα τα άλλα πράγματα που έχω διδάξει εν ονόματί του. …Με αγάπη και καλοσύνη στην καρδιά μου για όλους, δίδω αυτήν τη μαρτυρία στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας».46
Έναν χρόνο αργότερα, στα 81α γενέθλιά του, στις 4 Απριλίου 1951, ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ απεβίωσε ήσυχα στο σπίτι του με τον υιό και τις θυγατέρες του στο προσκέφαλό του.
Απλές πράξεις στοργικής υπηρετήσεως
Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ επέτυχε πολλά κατά τα 81 χρόνια του—στην Εκκλησία, στην κοινότητά του και σε όλον τον κόσμο. Όμως, όσοι τον γνώριζαν προσωπικώς τον θυμούνταν καλύτερα για τις πολλές απλές, ταπεινές πράξεις καλοσύνης και αγάπης. Ο Πρόεδρος Ντέιβιντ Ο. ΜακΚέι, ο οποίος ιερούργησε στην κηδεία του Προέδρου Σμιθ, είπε για εκείνον: «Όντως, ήταν μία ευγενής ψυχή, ευτυχέστατος όταν έκανε τους άλλους ευτυχείς».47
Ο Πρεσβύτερος Τζων Α. Γουίντσοου, μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων, αφηγήθηκε μία εμπειρία που είχε, ενώ προσπαθούσε να επιλύσει ένα σημαντικό, δύσκολο θέμα:
«Κάθισα στο γραφείο μου αρκετά κουρασμένος ύστερα από την εργασία της ημέρας. …Ήμουν αποκαμωμένος. Τότε ακριβώς ακούσθηκε ένας κτύπος στην πόρτα και πέρασε μέσα ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ. Είπε: ‘Είμαι καθ’ οδόν για το σπίτι ύστερα από την εργασία της ημέρας. Σκέφθηκα εσένα και τα προβλήματα που πρέπει να επιλύσεις. Πέρασα για να σε παρηγορήσω και να σε ευλογήσω’.
»Αυτός ήταν ο τρόπος του Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ. …Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μιλήσαμε μαζί για λίγο‧ χωρίσαμε, εκείνος πήγε σπίτι. Η καρδιά μου υψώθηκε πνευματικώς. Δεν ήμουν πλέον αποκαμωμένος.
»Βλέπετε, η αγάπη… δεν είναι απλώς μία λέξη ή μία αίσθηση εντός. Για να είναι άξια η αγάπη, πρέπει να γίνεται πράξη. Ο Πρόεδρος Σμιθ σε εκείνη την περίσταση το έκανε αυτό. Έδωσε από τον χρόνο του, τη δύναμή του, σε μένα».48
Ο Πρεσβύτερος Μάθιου Κόλεϊ, επίσης μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα και στενός φίλος του Προέδρου Σμιθ, απέτισε φόρο τιμής στην τελετή κηδείας κατ’ αυτόν τον τρόπο:
«Όλοι που ήσαν σε θλίψη, όλοι οι βασανισμένοι από ασθένεια ή άλλη αντιξοότητα, οποιοσδήποτε ευρέθη στην παρουσία αυτού του υιού του Θεού, αντλούσε αρετή και δύναμη από εκείνον. Το να ήσουν στην παρουσία του, σήμαινε ότι θεραπευόσουν, αν όχι σωματικώς, τότε πράγματι πνευματικώς.
»… Ο Θεός προσελκύει τους ευσεβείς και είμαι βέβαιος ότι η συντομότερη διαδρομή που έκανε ποτέ αυτός ο άνδρας του Θεού σε όλα τα ταξίδια του είναι αυτή που μόλις άρχισε. Ο Θεός είναι αγάπη. Ο Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ είναι αγάπη. Είναι ευλαβής. Ο Θεός τον πήρε κοντά Του.
»… Δεν μπορούμε να τιμήσουμε μια ζωή σαν κι αυτή με λόγια. Δεν επαρκούν. Μόνον ένας τρόπος υπάρχει να τιμήσουμε την αρετή του, τη γλυκύτητα του χαρακτήρος του, τα σπουδαία χαρακτηριστικά της αγάπης του και αυτός είναι με τις πράξεις μας…
»Ας συγχωρούμε όλοι λίγο περισσότερο, ας είμαστε λίγο περισσότερο τρυφεροί στις συναναστροφές μας ο ένας με τον άλλον, λίγο πιο ευγενείς ο ένας με τον άλλον, λίγο πιο γενναιόδωροι με τα συναισθήματα του ενός προς τον άλλον».49
Στην επιτύμβια στήλη του Τζωρτζ Άλμπερτ Σμιθ υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή. Παρέχει μία προσιδιάζουσα περιγραφή μιας ζωής στοργικής υπηρετήσεως:
«Καταλάβαινε και διέδιδε τις διδασκαλίες του Χριστού και ήταν ασυνήθιστα επιτυχής στο να τις θέτει σε εφαρμογή. Ήταν καλοσυνάτος, υπομονετικός, σοφός, ανεκτικός και με κατανόηση. Πέρασε ευεργετώντας. Αγαπούσε τη Γιούτα και την Αμερική, αλλά δεν ήταν τοπικιστής. Είχε πίστη, χωρίς επιφυλάξεις, με την ανάγκη για αγάπη και με τη δύναμη αυτής. Για την Εκκλησία και την οικογένειά του είχε απεριόριστη στοργή και τους υπηρετούσε με πάθος. Ωστόσο, η αγάπη του δεν ήταν περιορισμένη. Περιελάμβανε όλους τους ανθρώπους, ασχέτως φυλής, δόγματος ή θέσεως. Προς αυτούς και σε αυτούς έλεγε συχνά: ‘Είμαστε όλοι τέκνα του Πατρός μας’».