Ο αγώνας τής ζωής
Από πού ήλθαμε; Γιατί είμαστε εδώ; Πού πηγαίνουμε μετά από αυτήν τη ζωή; Δεν χρειάζεται πλέον αυτές οι πάγκοινες ερωτήσεις να παραμένουν αναπάντητες.
Αγαπημένοι μου αδελφοί και αδελφές, αυτό το πρωί θέλω να σας μιλήσω για αιώνιες αλήθειες -- αυτές τις αλήθειες που θα εμπλουτίσουν τη ζωή μας και θα φροντίσουν να πάμε με ασφάλεια σπίτι.
Παντού, οι άνθρωποι βιάζονται. Αεριωθούμενα αεροσκάφη μεταφέρουν ταχέως το πολύτιμο ανθρώπινο φορτίο τους επάνω από πλατιές ηπείρους και τεράστιους ωκεανούς, ώστε να μπορούν να παρευρεθούν σε συγκεντρώσεις, να καλύψουν υποχρεώσεις, να απολαύσουν διακοπές ή να επισκεφθούν την οικογένεια. Αμαξιτές οδοί παντού --συμπεριλαμβανομένων αυτοκινητοδρόμων υπερταχείας κυκλοφορίας, αυτοκινητοδρόμων προτεραιότητας και απλών αυτοκινητοδρόμων-- φέρουν εκατομμύρια αυτοκινήτων, των οποίων είναι ιδιοκτήτες από περισσότερα εκατομμύρια ατόμων, σε ένα φαινομενικώς ατελείωτο ρεύμα και για μια πληθώρα λόγων καθώς βιαζόμαστε για την εργασία κάθε ημέρας.
Με αυτόν τον γρήγορο ρυθμό ζωής, κάνουμε ποτέ μια παύση για στιγμές στοχασμού -- δηλαδή σκέψεις αιωνίων αληθειών;
Όταν συγκριθούν με τις αιώνιες αλήθειες, οι περισσότερες ερωτήσεις και οι έγνοιες τής καθημερινής ζωής είναι πράγματι κατά μείζονα λόγο επουσιώδεις. Τι να φάμε για βραδινό; Τι χρώμα να βάψουμε το σαλόνι; Να γράψουμε τον Τζόνι στο ποδόσφαιρο; Οι ερωτήσεις αυτές και αμέτρητες άλλες σαν κι αυτές χάνουν τη σημασία τους, όταν προκύπτουν περίοδοι κρίσεως, όταν αγαπημένα πρόσωπα πληγώνονται ή τραυματίζονται, όταν η ασθένεια εισέρχεται στο σπίτι με υγεία, όταν το κεράκι τής ζωής εξασθενεί και απειλεί το σκότος. Η σκέψη μας εστιάζεται και μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε τι είναι πράγματι σημαντικό και τι είναι απλώς επουσιώδες.
Επισκέφθηκα προσφάτως μία γυναίκα, η οποία μαχόταν μία ασθένεια που απειλούσε τη ζωή της για περισσότερο από δύο χρόνια. Άφησε να εννοηθεί ότι πριν από την ασθένειά της, οι ημέρες της ήταν γεμάτες με δραστηριότητες, όπως το να καθαρίζει το σπίτι ώς την εντέλεια και να το γεμίζει με όμορφη επίπλωση. Επισκεπτόταν την κομμώτριά της δύο φορές την εβδομάδα και δαπανούσε χρήματα και χρόνο κάθε μήνα να προσθέτει ρούχα στη γκαρνταρόμπα της. Τα εγγόνια της προσκαλούνταν να την επισκεφθούν σπανίως, επειδή πάντοτε ανησυχούσε μήπως αυτά που εκείνη θεωρούσε πολύτιμα αποκτήματά της σπάσουν ή καταστραφούν με άλλον τρόπο από τα μικρά και απρόσεκτα χέρια.
Και κατόπιν έλαβε τα συγκλονιστικά νέα ότι η θνητή ζωή της κινδύνευε και ότι θα μπορούσε να τής είχε μείνει περιορισμένος χρόνος εδώ. Είπε ότι τη στιγμή που άκουσε τη διάγνωση τού ιατρού ήξερε αμέσως ότι θα περνούσε τον οιονδήποτε χρόνο που τής είχε μείνει με την οικογένεια και τους φίλους της και με το Ευαγγέλιο στο κέντρο τής ζωής της, διότι αυτά αντιπροσώπευαν αυτά που τής ήταν πολυτιμότατα.
Τέτοιες στιγμές διαύγειας έρχονται σε όλους εμάς κάποια στιγμή, αν και ίσως όχι πάντοτε υπό τέτοιες δραματικές συνθήκες. Βλέπουμε ευκρινώς αυτό που έχει πραγματικώς σημασία στη ζωή μας και πώς θα πρέπει να ζούμε.
Ο Σωτήρας είπε:
«Μη θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς επάνω στη γη, όπου το σκουλήκι και η σκουριά τούς αφανίζει, και όπου κλέφτες κάνουν διάρρηξη και κλέβουν·
»αλλά θησαυρίζετε στον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκουλήκι ούτε σκουριά τούς αφανίζουν και όπου κλέφτες δεν κάνουν διάρρηξη ούτε κλέβουν.
»Επειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας».1
Στην εποχή μας τού βαθύτατου συλλογισμού ή τής μεγαλύτερης ανάγκης, η ψυχή τού ανθρώπου εκτείνεται προς τους ουρανούς, επιζητώντας μία θεία απάντηση στα μεγαλύτερα ερωτήματα τής ζωής: Από πού ήλθαμε; Γιατί είμαστε εδώ; Πού πηγαίνουμε, αφού φύγουμε από αυτήν τη ζωή;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν ανακαλύπτονται μέσα σε ακαδημαϊκά βιβλία ή ελέγχοντας στο Διαδίκτυο. Τα ερωτήματα αυτά υπερβαίνουν τη θνητότητα. Συμπεριλαμβάνουν την αιωνιότητα.
Από πού ήλθαμε; Την ερώτηση αυτή σκέπτεται αναπόφευκτα, αν δεν την λέει, κάθε άνθρωπος.
Ο Απόστολος Παύλος είπε στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο ότι «είμαστε γένος του Θεού».2 Εφόσον γνωρίζουμε ότι το υλικό σώμα μας είναι το γένος των θνητών γονέων μας, πρέπει να ερευνήσουμε το νόημα τής δήλωσης τού Παύλου. Ο Κύριος έχει δηλώσει ότι «το πνεύμα με το σώμα αποτελούν την ψυχή του ανθρώπου».3 Συνεπώς, το πνεύμα είναι αυτό που είναι γένος τού Θεού. Ο συγγραφέας τής επιστολής Προς Εβραίους αναφέρεται σε Εκείνον ως «Πατέρα των πνευμάτων».4 Το πνεύμα όλων των ανθρώπων είναι στην κυριολεξία «γιοι και κόρες τού Θεού».5
Παρατηρούμε ότι εμπνευσμένοι ποιητές έχουν γράψει, προς μελέτη μας επί τού θέματος, συγκινητικά μηνύματα και έχουν καταγράψει ανυπέρβλητες σκέψεις. Ο Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ έγραψε την αλήθεια:
Η γέννησή μας δεν είναι παρά μόνον ένας ύπνος και μία λήθη·
η ψυχή που αποκτούμε κατά τη γέννηση είναι σαν έναν ανατέλλοντα αστέρα,
που είχε δύσει κάπου αλλού
και είναι τόσο μακριά.
Δεν ερχόμαστε με πλήρη λησμονιά
και δεν είμαστε εντελώς γυμνοί,
αλλά φέρουμε μερική από τη δόξα
τού Θεού, που είναι το σπίτι μας:
Ως βρέφη είμαστε ακόμα συνδεδεμένοι με τους ουρανούς!6
Οι γονείς συλλογίζονται την ευθύνη τους να διδάσκουν, να εμπνέουν και να παράσχουν καθοδήγηση και παράδειγμα. Και ενώ οι γονείς συλλογίζονται, τα παιδιά --και ειδικώς οι νέοι-- κάνουν τη σημαντική ερώτηση: Γιατί είμαστε εδώ; Συνήθως, λέγεται σιωπηλώς στην ψυχή και διατυπώνεται: Γιατί είμαι εγώ εδώ;
Πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε που ένας σοφός Δημιουργός έπλασε μία γη και μας τοποθέτησε εδώ με έναν πέπλο λήθης τής προηγούμενης υπάρξεώς μας, ώστε να βιώσουμε μία περίοδο δοκιμασιών, μία ευκαιρία να αποδειχθούμε, προκειμένου να πληρούμε τις προϋποθέσεις για όλα όσα έχει προετοιμάσει ο Θεός να λάβουμε.
Ευκρινώς, ένας πρωταρχικός σκοπός τής υπάρξεώς μας επάνω στη γη είναι να αποκτήσουμε ένα σώμα από σάρκα και οστά. Μας έχει δοθεί επίσης η δωρεά τής ελευθερίας επιλογής. Με χιλιάδες τρόπους, έχουμε το προνόμιο να διαλέγουμε αφ’ εαυτού μας. Εδώ μαθαίνουμε από τις δύσκολες απαιτήσεις τής προσωπικής εμπειρίας. Διακρίνουμε το καλό από το κακό. Το ξεχωρίζουμε ως το πικρό και το γλυκό. Ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν συνέπειες που συνδέονται με τις πράξεις μας.
Με υπακοή στις εντολές τού Θεού, μπορούμε να πληρούμε τις προϋποθέσεις για εκείνο το «σπίτι» περί τού οποίου έκανε λόγο ο Ιησούς, όταν δήλωσε: «Στο σπίτι τού Πατέρα μου υπάρχουν πολλά οικήματα. …πηγαίνω να σας ετοιμάσω έναν τόπο… για να είστε κι εσείς, όπου είμαι εγώ».7
Αν και ερχόμαστε στη θνητότητα και «φέρουμε μερική από τη δόξα», η ζωή συνεχίζεται αμείλικτα. Η νεότητα ακολουθεί την παιδική ηλικία και η ωριμότητα έρχεται σιγά χωρίς να παρατηρείται εύκολα. Εκ πείρας μαθαίνουμε την ανάγκη να προσεγγίσουμε τους ουρανούς για βοήθεια καθώς βαδίζουμε στο μονοπάτι τής ζωής.
Ο Θεός, ο Πατέρας μας, και ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριός μας, έχουν σημαδέψει τον δρόμο προς την τελείωση. Μας προσκαλούν να ακολουθήσουμε αιώνιες αλήθειες και να γίνουμε τέλειοι, όπως είναι Εκείνοι τέλειοι.8
Ο Απόστολος Παύλος παρομοίωσε τη ζωή με έναν αγώνα. Παρότρυνε Προς Εβραίους: «Ας απορρίψουμε… την αμαρτία που εύκολα μας περιπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή τον αγώνα που είναι μπροστά μας».9
Στον ζήλο μας, ας μην παρορούμε τη συνετή συμβουλή από τον Εκκλησιαστή: «Ο δρόμος δεν είναι στους ταχύποδες ούτε ο πόλεμος στους δυνατούς»10 Στην πραγματικότητα, το βραβείο ανήκει σε εκείνον που υπομένει μέχρι τέλους.
Όταν αναλογίζομαι τον αγώνα τής ζωής, θυμάμαι ένα άλλο είδος αγώνα, δηλαδή από τις ημέρες τής παιδικής ηλικίας. Οι φίλοι μου κι εγώ παίρναμε σουγιάδες μαζί και, από το μαλακό ξύλο μίας ιτιάς, φτειάχναμε μικρές βάρκες. Με ένα προσαρμοσμένο ιστίο από βαμβάκι σε σχήμα τριγώνου, καθένας έσπρωχνε το απλό σκάφος του στον αγώνα στα σχετικώς ταραγμένα νερά τού ποταμού Πρόβο τής Γιούτα. Τρέχαμε κατά μήκος τής όχθης τού ποταμού και κοιτούσαμε τα μικρά σκάφη μερικές φορές να ανεβοκατεβαίνουν στο γρήγορο ρεύμα και άλλες φορές να αρμενίζουν γαλήνια καθώς βάθαινε το νερό.
Κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένα αγώνα, παρατηρούσαμε ότι μία βάρκα οδηγούσε όλες τις υπόλοιπες προς την καθορισμένη γραμμή τερματισμού. Ξαφνικά, το ρεύμα την μετέφερε πάρα πολύ κοντά σε μία μεγάλη δίνη και η βάρκα τραβέρσωνε στο μέγεθός της και αναποδογύριζε. Μεταφερόταν γύρω-γύρω, ανίκανη να επιστρέψει πίσω στο κυρίως ρεύμα. Τελικώς, σταματούσε ταραγμένα, ανάμεσα στα εκβράσματα και τα απορρίμματα που την περιέβαλλαν και την κρατούσαν γερά οι προσακτρίδες από τα πράσινα αρπακτικά βρύα.
Οι βάρκες-παιχνίδια τής παιδικής ηλικίας δεν είχαν τρόπιδα για σταθερότητα ούτε δοιάκι για παροχή κατευθύνσεως και καμία πηγή ενέργειας. Αναπόφευκτα ο προορισμός τους ήταν με το ρεύμα -- το μονοπάτι τής ελαχίστης αντιστάσεως.
Σε αντίθεση με τις βάρκες-παιχνίδια, μας έχουν δοθεί ουράνια γνωρίσματα, για να οδηγούν το ταξίδι μας. Εισερχόμαστε στη θνητότητα όχι για να επιπλεύσουμε με τα κινούμενα ρεύματα τής ζωής, αλλά με τη δύναμη να σκεπτόμαστε, να επιχειρηματολογούμε και να επιτυγχάνουμε.
Ο Επουράνιος Πατέρας μας δεν μας απέστειλε στο αιώνιο ταξίδι μας χωρίς να μας δώσει τα μέσα διά των οποίων θα μπορούσαμε να λάβουμε καθοδήγηση από Εκείνον, προκειμένου να βοηθήσει στην ασφαλή επιστροφή μας. Κάνω λόγο περί προσευχής. Κάνω λόγο επίσης περί των ψιθύρων τής σιγαλής σαν αύρα φωνής. Και δεν παρορώ τις αγίες γραφές, οι οποίες περιέχουν τον λόγο τού Κυρίου και τα λόγια των προφητών -- οι οποίες μας έχουν παρασχεθεί, για να μας βοηθούν να φθάσουμε με επιτυχία στη γραμμή τερματισμού.
Σε κάποια περίοδο τής θνητής μας αποστολής, εμφανίζεται το αβέβαιο βήμα, το άτονο χαμόγελο, ο πόνος τής ασθένειας -- και ενίοτε το ξεθώριασμα τού καλοκαιριού, η προσέγγιση τού φθινοπώρου, το κρύο τού χειμώνα και η εμπειρία που αποκαλούμε θάνατος.
Κάθε σύννουν άτομο έχει κάνει στον εαυτό του την ερώτηση που διατυπώθηκε καλύτερα από τον Ιώβ τής αρχαίας εποχής: «Αν ο άνθρωπος πεθάνει, θα ξαναζήσει;»11 Όσο και αν προσπαθούμε να βγάλουμε την ερώτηση από τις σκέψεις μας, πάντοτε επιστρέφει. Ο θάνατος έρχεται σε όλους τους ανθρώπους. Έρχεται στους ηλικιωμένους καθώς βαδίζουν παραπαίοντας. Ο θάνατος επίσης καλεί όσους έχουν μόλις φθάσει στην μέση τού ταξιδιού τής ζωής. Μερικές φορές επιβάλλει σιγή στο γέλιο των μικρών παιδιών.
Όμως, τι γίνεται με την ύπαρξη πέραν τού θανάτου; Είναι ο θάνατος το τέλος των πάντων; Ο Ρόμπερτ Μπάτσφορντ, στο βιβλίο του Ο Θεός και ο πλησίον μου, επετέθη με σθένος σε αποδεκτά χριστιανικά πιστεύω, όπως τον Θεό, τον Χριστό, την προσευχή και ιδιαιτέρως την αθανασία. Με θάρρος ισχυρίσθηκε ότι ο θάνατος ήταν το τέλος τής υπάρξεώς μας και ότι κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει το αντίθετο. Τότε κάτι το εκπληκτικό συνέβη. Ο τείχος σκεπτικισμού του εξαίφνης έγινε σκόνη. Έμεινε εκτεθειμένος και ανυπεράσπιστος. Σιγά άρχισε να αισθάνεται τον δρόμο τής επιστροφής προς την πίστη που είχε χλευάσει και εγκαταλείψει. Τι είχε προκαλέσει αυτήν τη βαθεία αλλαγή στις απόψεις του; Η σύζυγός του πέθανε. Με καρδιά συντετριμμένη πήγε στο δωμάτιο όπου εκείτο αυτό που ήταν θνητό από εκείνη. Κοίταξε πάλι το πρόσωπο που αγαπούσε τόσο πολύ. Εξερχόμενος, είπε σε ένα φίλο: «Αυτή είναι κι όμως δεν είναι αυτή. Όλα άλλαξαν. Κάτι που ήταν εκεί πριν, τώρα έχει αφαιρεθεί. Δεν είναι η ίδια. Τι μπορεί να έφυγε, αν δεν ήταν η ψυχή;»
Αργότερα έγραψε: «Ο θάνατος δεν είναι αυτό που φαντάζονται μερικοί άνθρωποι. Είναι σαν να πηγαίνεις μόνο σε ένα άλλο δωμάτιο. Σ’ αυτό το άλλο δωμάτιο θα βρούμε… τις αγαπητές γυναίκες και άνδρες και τα γλυκά παιδιά που έχουμε αγαπήσει και χάσει».12
Αδελφοί και αδελφές μου, γνωρίζουμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος. Αυτή η αλήθεια έχει διδαχθεί από ζώντες προφήτες διαμέσου των αιώνων. Ευρίσκεται στις αγίες γραφές μας. Στο Βιβλίο τού Μόρμον διαβάζουμε συγκεκριμένα και παρηγορητικά λόγια:
«Τώρα, σχετικά με την κατάσταση της ψυχής μεταξύ θανάτου και ανάστασης, ιδές, μου έγινε γνωστό από έναν άγγελο, ότι τα πνεύματα όλων των ανθρώπων, μόλις αποχωριστούν από ετούτο το θνητό σώμα, μάλιστα, τα πνεύματα όλων των ανθρώπων, είτε είναι αγαθοί ή πονηροί, φέρνονται πάλι εκεί που ήταν πριν, σε εκείνον το Θεό που τους έδωσε ζωή.
»Και τότε θα γίνει ώστε τα πνεύματα εκείνων που είναι δίκαιοι θα εισαχθούν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας, που λέγεται παράδεισος, κατάσταση ανάπαυσης, κατάσταση γαλήνης, όπου θα αναπαυτούν από όλες τις ταλαιπωρίες και από όλες τις έννοιες και θλίψεις τους».13
Αφού σταυρώθηκε ο Σωτήρας και το σώμα του εκείτο στον τάφο επί τρεις ημέρες, το πνεύμα εισήλθε πάλι. Ο λίθος κύλησε και ο ανεστημένος Λυτρωτής περπάτησε, ενδεδυμένος με ένα αθάνατο σώμα από σάρκα και οστά.
Η απάντηση στην ερώτηση τού Ιώβ: «Αν ο άνθρωπος πεθάνει, θα ξαναζήσει;», ήλθε όταν η Μαρία και άλλες πλησίασαν στον τάφο και είδαν δύο άνδρες με λαμπρά ενδύματα, οι οποίοι είπαν σε αυτές: «Τι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλ’ αναστήθηκε».14
Ως αποτέλεσμα τής νίκης τού Χριστού επί τού θανάτου, θα αναστηθούμε όλοι. Αυτή είναι η λύτρωση τής ψυχής. Ο Παύλος έγραψε: «Υπάρχουν… σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια‧ πλην, άλλη είναι η δόξα των επουρανίων, άλλη δε η δόξα των επιγείων».15
Η επουράνια δόξα είναι εκείνη που επιζητούμε. Στην παρουσία τού Θεού επιθυμούμε να κατοικήσουμε. Θέλουμε να είμαστε μέλη μίας παντοτινής οικογενείας. Τέτοιες ευλογίες κερδίζονται μέσα από τη ζωή με αγώνες, αναζήτηση, μετάνοια και τελικώς επιτυχία.
Από πού ήλθαμε; Γιατί είμαστε εδώ; Πού πηγαίνουμε μετά από αυτήν τη ζωή; Δεν χρειάζεται πλέον αυτές οι πάγκοινες ερωτήσεις να παραμένουν αναπάντητες. Από τα βάθη τής ψυχής μου και με πάσα ταπεινότητα, καταθέτω μαρτυρία ότι αυτά τα πράγματα για τα οποία μίλησα είναι αληθινά.
Ο Επουράνιος Πατέρας μας αγαλλιεί για όσους τηρούν τις εντολές Του. Ανησυχεί επίσης για το χαμένο παιδί, για τον αργοπορημένο έφηβο, τον άστατο νέο, τον ανεύθυνο γονέα. Τρυφερά ο Διδάσκαλος μιλά σε αυτούς και όντως σε όλους: «Ελάτε πίσω. Ελάτε επάνω. Ελάτε μέσα. Ελάτε σπίτι. Ελάτε σε μένα».
Σε μία εβδομάδα θα εορτάσουμε το Πάσχα. Οι σκέψεις μας θα στραφούν στη ζωή τού Σωτήρος, στον θάνατό Του και την ανάστασή Του. Ως ειδικός Του μάρτυς, καταθέτω μαρτυρία σε εσάς ότι ζει και ότι αναμένει τη θριαμβευτική μας επιστροφή. Ώστε μία τέτοια επιστροφή να είναι δική μας, προσεύχομαι ταπεινώς στο άγιο όνομά Του -- δηλαδή τού Ιησού Χριστού, τού Σωτήρος μας και Λυτρωτή μας, αμήν.