Τι νομίζετε;
Σας παρακαλώ να εξασκηθείτε κάνοντας, με τρυφερό ενδιαφέρον για την εμπειρία ενός άλλου, αυτή την ερώτηση: «Τι νομίζετε;»
Πριν από σαράντα ένα χρόνια, επιβιβάσθηκα στο κάθισμα του οδηγού σε ένα 18τροχο ημιφορτηγό με την όμορφη σύζυγό μου, Τζαν, και τον υιό μας Σκότυ, που ήταν βρέφος. Μεταφέραμε ένα βαρύ φορτίο από υλικά κατασκευών σε διάφορες πολιτείες.
Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχαν περιορισμοί στη χρήση των ζωνών ασφαλείας ή καθίσματα αυτοκινήτου για βρέφη. Η σύζυγός μου κράτησε τον πολύτιμο υιό μας στην αγκαλιά της. Το σχόλιό της: «Σίγουρα είμαστε πάνω από το έδαφος», θα έπρεπε να μου έχει δώσει μία ένδειξη για τα αισθήματα ανησυχίας της.
Καθώς κάναμε την κάθοδό μας στο ιστορικό πέρασμα Ντόνερ --ένα απότομο τμήμα της εθνικής οδού-- το κουβούκλιο του ημιφορτηγού ξαφνικά και απροσδόκητα γέμισε με πυκνό καπνό. Ήταν δύσκολο να δούμε και μπορούσαμε μετά βίας να αναπνεύσουμε.
Σε ένα βαρύ αρθρωτό φορτηγό, τα φρένα από μόνα τους δεν είναι αρκετά για να μειώσουν γρήγορα την ταχύτητα. Χρησιμοποιώντας τα φρένα της μηχανής και βάζοντας μία χαμηλότερη ταχύτητα με αλλοφροσύνη επεχείρησα να σταματήσω.
Καθώς συρόμουν στην άκρη του δρόμου, αλλά προτού να σταματήσουμε τελείως, η σύζυγός μου άνοιξε την πόρτα του κουβουκλίου και πήδηξε έξω με το μωρό μας στην αγκαλιά της. Κοιτούσα ανήμπορος καθώς κατρακυλούσαν στο χώμα.
Μόλις σταμάτησα το ημιφορτηγό, βγήκα γρήγορα έξω από το κουβούκλιο που ήταν γεμάτο με καπνό. Σε μία υψηλή κατάσταση διέγερσης, έτρεξα μέσα από τα βράχια και τα αγριόχορτα και τους αγκάλιασα. Οι βραχίονες και οι αγκώνες της Τζαν είχαν χτυπηθεί και αιμορραγούσαν, αλλά ευτυχώς εκείνη και ο υιός μας ανέπνεαν αμφότεροι. Απλώς τους κράτησα κοντά, καθώς η σκόνη κατακάθισε στην άκρη της εθνικής οδού.
Όταν οι κτύποι της καρδιάς μου επανήλθαν στο κανονικό και μπόρεσα να αναπνεύσω κανονικά, είπα ξαφνικά και αυθόρμητα: «Τι στο καλό σκεπτόσουν; Γνωρίζεις πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό; Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!»
Κοίταξε πίσω σε εμένα, με δάκρυα να τρέχουν στα μουτζουρωμένα από τον καπνό μάτια της, και είπε κάτι το οποίο διαπέρασε την καρδιά μου και ακόμη αντηχεί στα αφτιά μου: «Απλώς προσπαθούσα να σώσω τον υιό μας».
Συνειδητοποίησα ότι εκείνη τη στιγμή νόμιζε ότι η μηχανή καιγόταν, φοβούμενη ότι το φορτηγό θα εκρήγνυτο και θα πεθαίναμε. Εγώ, εντούτοις, γνώριζα πως ήταν μία ηλεκτρική βλάβη -- επικίνδυνη όμως όχι μοιραία. Κοίταξα την πολύτιμη σύζυγό μου, τρίβοντας απαλά το κεφάλι του βρέφους υιού μας και αναρωτήθηκα τι είδους γυναίκα θα έκανε κάτι τόσο θαρραλέο.
Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν τόσο συναισθηματικά επικίνδυνη όσο η κυριολεκτική βλάβη της μηχανής μας. Με ευγνωμοσύνη, αφού υπομείναμε αυτή τη σιωπηλή συμπεριφορά για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, πιστεύοντας καθένας μας ότι το άλλο πρόσωπο έφταιγε, τελικώς εκφράσαμε τα συναισθήματα τα οποία ήταν η αιτία των συναισθηματικών ξεσπασμάτων μας. Το γεγονός ότι μοιρασθήκαμε αισθήματα αγάπης και φόβου για την ασφάλεια του άλλου, απέτρεψε το επικίνδυνο περιστατικό από το να καταστρέψει τον αγαπημένο γάμο μας.
Ο Παύλος προειδοποίησε: «Κανένας σάπιος λόγος ας μη βγαίνει από το στόμα σας, αλλ’ όποιος είναι καλός για οικοδομή της ανάγκης, για να δώσει χάρη σ’ αυτούς που ακούν» (Προς Εφεσίους 4:29). Τα λόγια του υποδηλώνουν βέβαιη αγνότητα.
Τι σημαίνει για εσάς η φράση «κανένας σάπιος λόγος»; Όλοι βιώνουμε τακτικά άκρως φορτισμένα συναισθήματα θυμού -- δικά μας ή άλλων. Έχουμε δει ανεξέλεγκτο θυμό να ξεσπά σε δημόσιους χώρους. Τον έχουμε βιώσει σαν ένα είδος συναισθηματικού «ηλεκτρικού βραχυκυκλώματος» σε αθλητικές εκδηλώσεις, στον πολιτικό στίβο και ακόμη στα ίδια μας τα σπίτια.
Τα παιδιά ενίοτε μιλούν στους αγαπημένους γονείς με γλώσσα τόσο κοφτερή όσο η λεπίδα. Σύζυγοι, οι οποίοι έχουν μοιραστεί μερικές από τις πιο πλούσιες και πιο τρυφερές εμπειρίες της ζωής, χάνουν το όραμα και την υπομονή μεταξύ τους και υψώνουν τη φωνή τους. Όλοι μας καίτοι τέκνα της διαθήκης ενός στοργικού Επουράνιου Πατέρα, έχουμε μετανιώσει κάνοντας γρήγορες κρίσεις και έχουμε μιλήσει με σκληρά λόγια πριν να καταλάβουμε μία κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου. Είχαμε όλοι την ευκαιρία να μάθουμε πώς καταστρεπτικά λόγια μπορούν να οδηγήσουν μία κατάσταση από επικίνδυνη σε μοιραία.
Μία πρόσφατη επιστολή από την Πρώτη Προεδρία δηλώνει ευκρινώς: «Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού μάς διδάσκει να αγαπούμε και να φερόμαστε σε όλους τους ανθρώπους με καλοσύνη και ευγένεια -- ακόμα και όταν διαφωνούμε» (Επιστολή Πρώτης Προεδρίας 10 Ιανουαρίου 2014). Τι επιδέξια υπενθύμιση ότι μπορούμε και πρέπει να συμμετάσχουμε σε συνεχή δημόσιο διάλογο, ειδικώς όταν βλέπουμε τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Ο συγγραφέας των Παροιμιών συμβουλεύει: «Η γλυκιά απόκριση καταπραΰνει θυμό· αλλʼ ο λυπηρός λόγος διεγείρει οργή» (Παροιμίες 15:1). Μία «γλυκιά απόκριση» αποτελείται από μία εύλογη απάντηση -- πειθαρχημένα λόγια από μία ταπεινή καρδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε ποτέ να μιλήσουμε απευθείας ή ότι συμβιβαζόμαστε με δογματική αλήθεια. Λόγια, τα οποία μπορούν να κατευθύνουν στην πληροφόρηση, μπορούν να είναι γλυκά στο πνεύμα.
Το Βιβλίο του Μόρμον περιέχει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα καταφατικής γλώσσας δοθείσης στο ευρύτερο πλαίσιο της συζυγικής διαφωνίας. Οι υιοί της Σαρίας και του Λεχί είχαν σταλεί πίσω στην Ιερουσαλήμ να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες και δεν είχαν επιστρέψει. Η Σαρία πίστευε ότι οι υιοί της ήταν σε κίνδυνο να πάθουν κακό και ήταν γεμάτη θυμό και χρειαζόταν κάποιον να κατηγορήσει.
Ακούστε την ιστορία από την οπτική γωνία του υιού της, Νεφί: «Γιατί [η μητέρα μου] νόμιζε ότι είχαμε αφανιστεί στην ερημιά. Και επίσης διαμαρτυρόταν κατά τού πατέρα μου, λέγοντάς του ότι ήταν οραματιστής, και του έλεγε: Για δες, μας ξεσήκωσες από τη γη τής κληρονομιάς μας, και οι γιοι μου δεν υπάρχουν πια, και εμείς αφανιζόμαστε μέσα στην ερημιά» (Νεφί Α΄ 5:2).
Τώρα, ας συλλογισθούμε τι ενδεχομένως να σκεφτόταν η Σαρία. Ήταν γεμάτη ανησυχία για τους εριστικούς υιούς της, που επέστρεφαν στον τόπο όπου είχε απειληθεί η ζωή του συζύγου της. Είχε ανταλλάξει το όμορφο σπιτικό και τους φίλους της για μία σκηνή σε μία απομονωμένη ερημιά, ενώ ήταν ακόμη αρκετά νέα για να έχει περισσότερα παιδιά. Κατά τη στιγμή του μεγαλύτερου άγχους της που προκλήθηκε από τους φόβους της, η Σαρία φαίνεται να είχε πηδήσει ηρωικά, αν όχι εύλογα, από το ύψος ενός φορτηγού κινούμενου με μεγάλη ταχύτητα και ανεξέλεγκτο τρόπο σε μία προσπάθεια να προστατεύσει την οικογένειά της. Εξέφρασε θεμιτές ανησυχίες στον σύζυγό της στη γλώσσα του θυμού και της αμφιβολίας και της κατηγορίας -- μία γλώσσα στην οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα φαίνεται να είναι εκπληκτικά εντριβής.
Ο προφήτης Λεχί άκουσε τον φόβο που ήταν η πηγή του θυμού της συζύγου του. Μετά έδωσε μία πειθαρχημένη απάντηση στη γλώσσα της συμπόνιας. Πρώτον, κατείχε την αλήθεια για το πώς τα πράγματα έμοιαζαν από την οπτική της γωνία: «Και… ο πατέρας μου τής μίλησε και τής είπε: Το ξέρω ότι είμαι οραματιστής, …αλλά [εάν] είχα παραμείνει στην Ιερουσαλήμ, [θα είχαμε] αφανιστεί μαζί με τους αδελφούς μου» (Νεφί Α΄ 5:4).
Κατόπιν ο σύζυγός της επελήφθη των φόβων της σχετικώς με την ευημερία των υιών της, καθώς το Άγιο Πνεύμα αναμφιβόλως κατέθεσε μαρτυρία προς αυτόν, λέγοντας:
«Όμως, ιδές, έχω αποκτήσει γη επαγγελίας, και γιʼ αυτά αγαλλιάζω, μάλιστα, και ξέρω ότι ο Κύριος θα γλιτώσει τους γιους μου από τα χέρια τού Λάβαν…
»Και με τέτοιου είδους λόγια ο πατέρας μου, ο Λεχί, παρηγορούσε τη μητέρα μου… σχετικά με μας» (Νεφί Α΄ 5:5–6).
Υπάρχει σήμερα μία μεγάλη ανάγκη για τους άνδρες και τις γυναίκες να καλλιεργήσουν τον σεβασμό ο ένας προς τον άλλον ακόμη και αν τα πιστεύω και οι πράξεις τους μπορούν να είναι πολύ διαφορετικά και ακόμη και αν τα κίνητρά τους μπορούν να είναι πολύ διαφορετικά. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε όλα όσα πληροφορούν τον νου και την καρδιά μας ή ακόμη να κατανοήσουμε πλήρως το γενικό πλαίσιο των δοκιμασιών και των επιλογών που ο καθένας μας αντιμετωπίζει.
Εντούτοις, τι θα συμβεί με «τον σάπιο λόγο» για τον οποίο μίλησε ο Παύλος, εάν η δική μας θέση συμπεριελάμβανε ενσυναίσθηση πρώτα για την εμπειρία ενός άλλου; Αποδεχόμενος πλήρως τα όρια των δικών μου ατελειών και ελαττωμάτων, σας παρακαλώ να εξασκηθείτε κάνοντας αυτή την ερώτηση, με τρυφερό ενδιαφέρον για την εμπειρία ενός άλλου: «Τι νομίζετε;»
Θυμηθείτε όταν ο Κύριος εξέπληξε τον Σαμουήλ και τον Σαούλ, επιλέγοντας έναν μικρό ποιμένα, τον Δαβίδ από τη Βηθλεέμ, ως βασιλέα του Ισραήλ; Ο Κύριος είπε στον προφήτη Του: «Ο Κύριος δεν βλέπει όπως ο άνθρωπος· επειδή, ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενο, ο Κύριος όμως βλέπει την καρδιά (Α΄ Σαμουήλ 16:7).
Όταν το κουβούκλιο του φορτηγού μας γέμισε καπνό, η σύζυγός μου ενήργησε με τον πιο γενναίο τρόπο που μπορούσε να φαντασθεί για να προστατεύσει τον υιό μας. Εγώ επίσης ενήργησα ως προστάτης, όταν αμφισβήτησα την επιλογή της. Με συγκλονιστικό τρόπο δεν είχε σημασία ποιος ήταν περισσότερο σωστός. Αυτό που είχε σημασία ήταν να ακούμε ο ένας τον άλλον και να καταλαβαίνουμε την οπτική γωνία του άλλου.
Η προθυμία να δούμε ο καθένας μέσα από τα μάτια του άλλου θα μεταμορφώσει «τον σάπιο λόγο» σε «δοθείσα χάρη». Ο Απόστολος Παύλος το κατάλαβε αυτό και σε κάποιο βαθμό ο καθένας από εμάς μπορεί να το βιώσει επίσης. Μπορεί να μην αλλάξει ή να λύσει το πρόβλημα, αλλά η πιο σημαντική πιθανότητα μπορεί να είναι εάν η δοθείσα χάρη μπορεί να μας αλλάξει.
Καταθέτω ταπεινή μαρτυρία ότι μπορούμε «να δώσουμε χάρη» μέσω της συμπονετικής γλώσσας, όταν η καλλιεργημένη δωρεά του Αγίου Πνεύματος διαπερνά την καρδιά μας με ενσυναίσθηση για τα συναισθήματα και το γενικό πλαίσιο των άλλων. Μας δίνει τη δυνατότητα να μεταμορφώσουμε τις επικίνδυνες καταστάσεις σε αγίους τόπους. Καταθέτω μαρτυρία για έναν στοργικό Σωτήρα ο οποίος «βλέπει την καρδιά [μας]» και γνωρίζει τι σκεπτόμαστε. Στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν.