Ελεύθεροι για πάντα, για να ενεργούμε για τον εαυτό μας
Eίναι θέλημα Θεού να είμαστε ελεύθεροι άνδρες και γυναίκες, σε θέση να φθάσουμε στην πλήρη δυνατότητά μας, τόσο εγκόσμια, όσο και πνευματικά.
Το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Η ζωή του βασιλιά Ερρίκου V, περιλαμβάνει μία νυκτερινή σκηνή στο στρατόπεδο των Άγγλων στρατιωτών στο Αζινκούρ, λίγο πριν από τη μάχη με τον γαλλικό στρατό. Στο μουντό φως και μερικώς μεταμφιεσμένος, ο βασιλιάς Ερρίκος περιπλανιέται σαν άγνωστος ανάμεσα στους στρατιώτες του. Μιλά μαζί τους, προσπαθώντας να εκτιμήσει το φρόνημα του στρατεύματός του που δεν υπερτερούσε αριθμητικά και επειδή δεν φαντάζονταν ποιος είναι, ήταν ειλικρινείς στα σχόλιά τους. Σε ένα σημείο της συζήτησής τους, μίλησαν σχετικά με το ποιος φέρει την ευθύνη για όσα συμβαίνουν στους άνδρες στη μάχη -- στον βασιλιά ή σε κάθε στρατιώτη ατομικά.
Σε κάποιο σημείο ο βασιλιάς Ερρίκος διακηρύσσει: «Νομίζω πως δεν θα μπορούσα πουθενά αλλού να πεθάνω τόσο ευχαριστημένος, όσο στον στρατό του βασιλιά. Γιατί ο σκοπός του είναι δίκαιος».
Ο Μάικλ Ουίλλιαμς αποκρίνεται: «Αυτή η ιδέα είναι πέρα απ’ όσα ξέρουμε».
Ο συστρατιώτης του συμφωνεί: «Ναι και πέρα απ’ όσα θα πρέπει να ζητάμε να μάθουμε· γιατί αρκετά γνωρίζουμε, αν ξέρουμε ότι είμαστε υπήκοοι του βασιλιά: αν ο σκοπός του είναι άδικος, η υπακοή μας στον βασιλιά σβήνει το κρίμα από επάνω μας».
Ο Ουίλλιαμς προσθέτει: «Αν ο σκοπός δεν είναι καλός, ο βασιλιάς ο ίδιος έχει βαριά να πληρώσει τιμωρία».
Δεν προκαλεί έκπληξη που ο βασιλιάς Ερρίκος διαφωνεί: «Κάθε υπηκόου το καθήκον είναι καθήκον προς τον βασιλιά· μα κάθε υπηκόου η ψυχή είναι δική του ευθύνη»1.
Ο Σαίξπηρ δεν αποπειράται να επιλύσει αυτή τη διαμάχη στο έργο και με τη μία ή την άλλη μορφή είναι μια διαμάχη που εξακολουθεί ώς τις μέρες μας -- ποιος φέρει την ευθύνη για όσα συμβαίνουν στη ζωή μας;
Όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, υπάρχει μια τάση να κατηγορούμε τους άλλους, ακόμα και τον Θεό. Μερικές φορές μια αίσθηση δικαιωμάτων αναφύεται και άτομα ή ομάδες προσπαθούν να μετακινήσουν την ευθύνη για την ευημερία τους σε άλλους ανθρώπους ή σε κυβερνήσεις. Σε πνευματικά ζητήματα κάποιοι υποθέτουν ότι άνδρες και γυναίκες δεν χρειάζεται να προσπαθούμε για προσωπική χρηστότητα -- επειδή ο Θεός μάς αγαπά και μας σώζει «ακριβώς όπως είμαστε».
Όμως ο Θεός έχει κατά νου ότι τα παιδιά Του θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με την ηθική ελεύθερη βούληση που Εκείνος τους έχει δώσει, «ώστε κάθε άνθρωπος να είναι υπόλογος για τις δικές του αμαρτίες κατά την ημέρα της κρίσεως»2. Είναι δικό Του σχέδιο και δικό Του θέλημα να έχουμε τον κύριο ρόλο λήψης αποφάσεων στο δράμα της ζωής μας. Ο Θεός δεν θα ζήσει τη ζωή μας στη θέση μας ούτε θα μας ελέγχει σαν να είμαστε μαριονέτες Του, όπως κάποτε πρότεινε να γίνεται ο Εωσφόρος. Ούτε οι προφήτες Του αποδέχονται τον ρόλο του «δασκάλου μαριονετών» στη θέση του Θεού. Ο Μπρίγκαμ Γιανγκ δήλωσε: «Δεν επιθυμώ για κανέναν Άγιο των Τελευταίων Ημερών σε τούτο τον κόσμο ούτε στους ουρανούς να είναι ικανοποιημένοι με όσα κάνω, εκτός και αν το Πνεύμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, το πνεύμα της αποκάλυψης, τους κάνει να είναι ικανοποιημένοι. Θέλω να γνωρίζουν για εκείνους τους ίδιους και να κατανοούν για εκείνους τους ίδιους»3.
Επομένως, ο Θεός δεν μας σώζει «ακριβώς όπως είμαστε», πρώτον, διότι «ακριβώς όπως είμαστε», είμαστε ακάθαρτοι και «τίποτα ακάθαρτο δεν μπορεί να κατοικήσει… δηλαδή στην παρουσία του. Γιατί στη γλώσσα τού Αδάμ, Άνθρωπος Αγιότητας είναι το όνομά του, και το όνομα τού Μονογενούς του είναι Υιός τού Ανθρώπου [Αγιότητας]»4. Και δεύτερον, ο Θεός δεν θα ενεργήσει ώστε να μας κάνει κάτι που δεν επιλέγουμε να γίνουμε με τις πράξεις μας. Αληθινά μας αγαπά και επειδή μας αγαπά, ποτέ δεν μας εξαναγκάζει ή εγκαταλείπει. Αντίθετα, μας βοηθά και μας καθοδηγεί. Πράγματι, η αληθινή θεϊκή εκδήλωση της αγάπης του Θεού είναι οι εντολές Του.
Θα πρέπει (και το κάνουμε) να αγαλλιάζουμε με το σχέδιο που όρισε ο Θεός, το οποίο μας επιτρέπει να κάνουμε επιλογές, να ενεργούμε για τον εαυτό μας και να βιώνουμε τις συνέπειες ή, όπως το θέτουν οι γραφές, «να γευ[όμαστε] το πικρό, ώστε να γνωρίζ[ουμε] την αξία τού καλού»5. Είμαστε παντοτινά ευγνώμονες διότι η εξιλέωση του Σωτήρα υπερνίκησε την πρωταρχική αμαρτία, ώστε να μπορούμε να γεννιόμαστε σε αυτόν τον κόσμο και ωστόσο να μην τιμωρούμαστε για την παράβαση του Αδάμ6. Έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο λυτρωθεί από την Πτώση, ξεκινάμε τη ζωή αθώοι ενώπιον του Θεού και «[γινόμαστε] ελεύθεροι για πάντα, γνωρίζοντας το καλό από το κακό, για να ενερ[γούμε] για τον εαυτό [μας] και όχι να ενεργούν άλλοι επάνω [μας]»7. Μπορούμε να επιλέξουμε να γίνουμε το είδος του ανθρώπου που επιθυμούμε και, με τη βοήθεια του Θεού, μπορούμε ακόμα και να γίνουμε όπως Εκείνος8.
Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού ανοίγει τον δρόμο για αυτό που μπορεί να γίνουμε. Μέσω της εξιλέωσης του Ιησού Χριστού και της χάρης Του, οι αποτυχίες μας να ζήσουμε τέλεια και ακλόνητα τον σελέστιο νόμο στη θνητότητα, μπορούν να σβηστούν και είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε έναν χαρακτήρα σαν του Χριστού. Η δικαιοσύνη απαιτεί, ωστόσο, ότι τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί χωρίς τη συγκατάθεσή μας και συμμετοχή. Πάντοτε ήταν έτσι. Η ίδια η παρουσία μας στη γη ως φυσικά όντα είναι απόρροια μιας επιλογής που έκανε ο καθένας μας για να συμμετάσχει στο σχέδιο του Πατέρα μας9. Παρά ταύτα, η σωτηρία δεν είναι βεβαίως το αποτέλεσμα της ουράνιας επιθυμίας, αλλά ούτε και συμβαίνει μόνο με το ουράνιο θέλημα10.
Η δικαιοσύνη είναι απαραίτητο στοιχείο χαρακτήρα του Θεού. Μπορούμε να έχουμε πίστη στον Θεό, διότι Εκείνος είναι απόλυτα αξιόπιστος. Οι γραφές μάς διδάσκουν ότι «ο Θεός δε βαδίζει σε στραβούς δρόμους, ούτε στρίβει προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, ούτε αλλάζει από αυτά που έχει πει, επομένως οι δρόμοι του είναι ίδιοι, και η πορεία του είναι ένας αιώνιος κύκλος»11 και ότι «ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης»12. Βασιζόμαστε στην ουράνια ιδιότητα της δικαιοσύνης για να έχουμε πίστη, πεποίθηση και ελπίδα.
Όμως, ως συνέπεια του να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορεί να κάνει ο Θεός. Δεν μπορεί αυθαίρετα να σώζει κάποιους και να αποβάλλει άλλους. «Δεν μπορ[εί] να αντικρύσ[ει] την αμαρτία με τον παραμικρό βαθμό ανεκτικότητας»13. Δεν μπορεί να επιτρέψει στην ευσπλαχνία να κατανικήσει τη δικαιοσύνη14.
Είναι ακαταμάχητη απόδειξη της δικαιοσύνης Του ότι ο Θεός έχει σφυρηλατήσει τη συμπληρωματική αρχή της ευσπλαχνίας. Επειδή Εκείνος είναι δίκαιος, γι’ αυτό έχει επινοήσει ώστε τα μέσα για την ευσπλαχνία να παίξουν τον ουσιώδη ρόλο τους στον αιώνιο προορισμό μας. Επομένως, «η δικαιοσύνη ασκεί όλες τις απαιτήσεις της, και επίσης η ευσπλαχνία διεκδικεί ό,τι είναι δικό της»15.
Ξέρουμε ότι είναι «τα πάθη και [ο] θάνατο[ς] αυτού που δεν αμάρτησε, που μ’ αυτόν [ο Πατέρας είναι] ευχαριστημένος… το αίμα τού Υιού [Του] που χύθηκε»16 αυτό το οποίο ικανοποιεί τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης, προσφέρει ευσπλαχνία και μας λυτρώνει17. Επομένως, «σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, το σχέδιο τής απολύτρωσης δεν μπορούσε να εκτελεστεί, μόνο υπό συνθήκες μετανοίας»18. Είναι το απαιτούμενο και η ευκαιρία για μετάνοια που επιτρέπουν να επιτελέσει η ευσπλαχνία το έργο της χωρίς να ποδοπατηθεί η δικαιοσύνη.
Ο Χριστός πέθανε όχι για να σώσει αδιακρίτως, αλλά για να προσφέρει μετάνοια. Βασιζόμαστε «απόλυτα στην αξία εκείνου που έχει τη δυνατότητα να σώζει»19 κατά τη διαδικασία της μετάνοιας, όμως το να ενεργούμε για να μετανοήσουμε είναι μία αλλαγή η οποία απαιτεί από εμάς να εξασκήσουμε τη θέλησή μας. Επομένως, καθιστώντας τη μετάνοια μια προϋπόθεση για να λάβουμε τη δωρεά της χάρης, ο Θεός μάς δίνει τη δυνατότητα να διατηρούμε την ευθύνη για τον εαυτό μας. Η μετάνοια σέβεται και στηρίζει την ελεύθερη βούλησή μας: «Και έτσι η ευσπλαχνία ικανοποιεί τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης, και τους περιτυλίγει στην αγκαλιά της σιγουριάς, ενώ εκείνος που δεν εξασκεί πίστη προς μετάνοια είναι εκτεθειμένος στις απαιτήσεις ολόκληρου του νόμου της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, μόνο προς εκείνον που έχει πίστη προς μετάνοια εφαρμόζεται το μεγάλο και αιώνιο σχέδιο της απολύτρωσης»20.
Το να παρανοήσουμε τη δικαιοσύνη και την ευσπλαχνία του Θεού είναι ένα πράγμα. Το να αρνούμαστε την ύπαρξη ή την υπεροχή του Θεού είναι άλλο, όμως εκάτερο καταλήγει στο να επιτύχουμε λιγότερα --μερικές φορές πολύ λιγότερα-- από την πλήρη, ουράνια δυνατότητά μας. Ένας Θεός, ο οποίος δεν απαιτεί τίποτα, είναι ένας Θεός ο οποίος λειτουργεί όπως σαν να μην υπήρχε καν. Ένας κόσμος χωρίς Θεό, τον ζώντα Θεό ο οποίος θεσπίζει ηθικούς νόμους για να κυβερνήσει και να τελειοποιήσει τα τέκνα του, είναι επίσης ένας κόσμος χωρίς υπέρτατη αλήθεια ή δικαιοσύνη. Είναι ένας κόσμος όπου η ηθική σχετικοκρατία βασιλεύει σε υπέρτατο βαθμό.
Σχετικοκρατία σημαίνει ότι κάθε άτομο είναι για τον εαυτό του η ανώτατη εξουσία. Βεβαίως, δεν είναι απλώς εκείνοι που αρνούνται τον Θεό, οι οποίοι συνυπογράφουν αυτή τη φιλοσοφία. Κάποιοι οι οποίοι πιστεύουν στον Θεό, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αποφασίζουν ατομικά για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ένας νέος ενήλικος το εξέφρασε κατ’ αυτόν τον τρόπο: «Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να πω ότι ο ινδουισμός είναι λάθος ή ο καθολικισμός είναι λάθος ή το να είναι κάποιος επισκοπιανός είναι λάθος -- θεωρώ ότι απλώς εξαρτάται από το τι πιστεύετε. …Δεν νομίζω ότι υπάρχει σωστό και λάθος»21. Ένας άλλος, όταν ερωτήθηκε για τη βάση των θρησκευτικών πεποιθήσεών του, απάντησε: «Πιστεύω στον εαυτό μου -- εκεί πραγματικά καταλήγει. Εννοώ, πώς θα μπορούσε να υπάρχει εξουσία σε αυτά που πιστεύετε;»22.
Εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι οτιδήποτε ή τα πάντα θα μπορούσαν να είναι αληθινά, η διακήρυξη της αντικειμενικής, σταθερής και παγκόσμιας αλήθειας ακούγεται σαν καταναγκασμός -- «δεν θα πρέπει να εξαναγκάζομαι να πιστέψω ότι κάτι είναι αληθινό, το οποίο δεν μου αρέσει». Όμως αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Η αντιπάθεια απέναντι στον νόμο της βαρύτητας, δεν θα προφυλάξει ένα άτομο να πέσει, αν παραπατήσει σε έναν γκρεμό. Το ίδιο ισχύει για τον αιώνιο νόμο και τη δικαιοσύνη. Η ελευθερία έρχεται όχι όταν αντιστεκόμαστε σε αυτά, αλλά εφαρμόζοντάς τα. Αυτό είναι θεμελιώδες για την ίδια τη δύναμη του Θεού. Εάν δεν επρόκειτο για την πραγματικότητα των σταθερών και αμετάβλητων αληθειών, το δώρο της ελεύθερης βούλησης θα ήταν άνευ σημασίας, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να προβλέψουμε και να σχεδιάσουμε σε ό,τι αφορά στις συνέπειες ή τις πράξεις μας. Όπως το εξέφρασε ο Λεχί: «Αν λοιπόν πείτε ότι δεν υπάρχει νόμος, θα πείτε επίσης, ότι δεν υπάρχει αμαρτία. Αν πείτε ότι δεν υπάρχει αμαρτία, θα πείτε επίσης ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Και αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει ευτυχία. Και αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη ή ευτυχία, δεν υπάρχει τιμωρία ούτε αθλιότητα. Αν λοιπόν όλα αυτά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει Θεός. Και αν δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχουμε ούτε εμείς, ούτε η γη, επειδή δε θα μπορούσε να υπάρξει ούτε δημιουργία, ούτε να ενεργούμε εμείς, ούτε να ενεργούν άλλοι επάνω μας. Επομένως όλα τα πράγματα θα έπρεπε να είχαν εξαφανιστεί»23.
Σε ζητήματα τόσο εγκόσμια, όσο και πνευματικά, η ευκαιρία να είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας είναι ένα εκ Θεού δοσμένο δώρο, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να επιτύχουμε την πλήρη δυνατότητά μας ως γιοι και κόρες του Θεού. Η προσωπική υπευθυνότητα γίνεται δικαίωμα και καθήκον μαζί, την οποία πρέπει διαρκώς να υπερασπιζόμαστε. Έχει γίνει αντικείμενο επίθεσης πριν από τη Δημιουργία. Πρέπει να υπερασπιστούμε την υπευθυνότητα απέναντι σε άτομα και προγράμματα, τα οποία (μερικές φορές με τις καλύτερες των προθέσεων) μας κάνουν εξαρτώμενους. Και πρέπει να την υπερασπιστούμε απέναντι στην τάση μας να αποφύγουμε το έργο που απαιτείται για να καλλιεργήσουμε ταλέντα, ικανότητες και χαρακτήρα σαν του Χριστού.
Υπάρχει μια ιστορία για έναν άνδρα ο οποίος απλώς δεν ήθελε να εργαστεί. Ήθελε να φροντίζουν για κάθε ανάγκη του. Κατά τον τρόπο που σκεπτόταν, η Εκκλησία ή το κράτος ή και τα δύο, του όφειλαν τα προς το ζην, επειδή είχε πληρώσει τα δέκατά του και τους φόρους του. Δεν είχε τίποτα να φάει, όμως ηρνείτο να εργαστεί ώστε να φροντίσει τον εαυτό του. Από απελπισία και αγανάκτηση, εκείνοι που είχαν προσπαθήσει να τον βοηθήσουν, αποφάσισαν ότι εφόσον δεν ήθελε να σηκώσει ούτε το μικρό δαχτυλάκι του για να συντηρηθεί, θα μπορούσαν να τον πάνε απλώς στο κοιμητήριο και να τον αφήσουν να πεθάνει. Στον δρόμο προς το κοιμητήριο, ένας άνδρας είπε: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε. Έχω λίγο καλαμπόκι να του δώσω».
Το εξήγησαν αυτό, λοιπόν, στον άνδρα και εκείνος ρώτησε: «Έχετε βγάλει τις φλούδες;»
«Όχι» του απάντησαν.
«Τότε» είπε «πηγαίνετέ με στο κοιμητήριο».
Είναι θέλημα Θεού ώστε να είμαστε ελεύθεροι άνδρες και γυναίκες, σε θέση να ζήσουμε προς την πλήρη δυνατότητά μας, τόσο εγκόσμια, όσο και πνευματικά, ώστε να είμαστε ελεύθεροι από τους ταπεινωτικούς περιορισμούς της φτώχιας και τα δεσμά της αμαρτίας, ώστε να απολαμβάνουμε αυτοσεβασμό και ανεξαρτησία, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι σε όλα, για να βρεθούμε με Εκείνον στο σελέστιο βασίλειό Του.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τις δικές μας προσπάθειες, χωρίς την ουσιαστική και διαρκή βοήθειά Του. «Γιατί ξέουμε ότι με τη χάρη σωζόμαστε, ύστερα από όλα όσα μπορούμε να κάνουμε»24. Και δεν είναι απαραίτητο να επιτύχουμε κάποιο ελάχιστο επίπεδο ικανότητας ή καλοσύνης πριν βοηθήσει ο Θεός -- η ουράνια βοήθεια μπορεί να είναι δική μας κάθε ώρα κάθε ημέρας, άσχετα αν βρισκόμαστε στο μονοπάτι της υπακοής. Όμως ξέρω ότι πέρα από την επιθυμία της βοήθειάς Του, πρέπει να κοπιάσουμε, να μετανοήσουμε και να επιλέξουμε τον Θεό, ώστε Εκείνος να μπορεί να ενεργεί στη ζωή μας με συνέπεια στη δικαιοσύνη και την ηθική ελεύθερη βούληση. Έκκλησή μου είναι απλώς να αναλάβουμε την ευθύνη και να εργαστούμε, ώστε να υπάρχει κάτι για το οποίο να μας βοηθήσει ο Θεός.
Καταθέτω μαρτυρία ότι ο Θεός ο Πατέρας ζει, ότι ο Υιός Του, Ιησούς Χριστός, είναι ο Λυτρωτής μας και ότι το Άγιο Πνεύμα είναι παρόν μαζί μας. Η επιθυμία Τους να μας βοηθήσουν δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και η ικανότητά Τους να το κάνουν είναι απέραντη. Ας «ξυπν[ήσουμε] και [ας] σηκω[θούμε] από το χώμα… ώστε οι διαθήκες τού Αιώνιου Πατέρα, τις οποίες έχει συνάψει με [εμάς]… να μπορέσουν να εκπληρωθούν»25. Στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν.