Γονείς: οι κύριοι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου για τα παιδιά τους
Σε τελευταία ανάλυση, το σπίτι είναι το ιδανικό περιβάλλον για τη διδασκαλία του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.
Ο Μπεν Κάρσον είπε για τον εαυτό του: «Ήμουν ο χειρότερος μαθητής σε όλη την πέμπτη τάξη μου». Μία ημέρα ο Μπεν είχε ένα διαγώνισμα μαθηματικών με 30 προβλήματα. Ο μαθητής πίσω του το διόρθωσε και του το έδωσε πίσω. Η δασκάλα, η κα Ουίλιαμσον, άρχισε να φωνάζει το όνομα κάθε μαθητή για τη βαθμολογία. Τελικά έφτασε στον Μπεν. Εκείνος από αμηχανία μουρμούρισε την απάντηση. Η κα Ουίλιαμσον νομίζοντας ότι είχε πει «9», απήντησε ότι για τον Μπεν η βαθμολογία 9 από τα 30 ήταν μία θαυμάσια βελτίωση. Ο μαθητής πίσω από τον Μπεν τότε φώναξε: «Όχι εννέα! …Δεν πήρε ούτε έναν… εντάξει». Ο Μπεν είπε ότι ήθελε να εξαφανισθεί.
Την ίδια ώρα, η μητέρα του Μπεν, η Σόνια, αντιμετώπιζε τα δικά της εμπόδια. Ήταν ένα από 24 παιδιά, είχε παιδεία μόνο τρίτης τάξης και δεν μπορούσε να διαβάσει. Παντρεύτηκε σε ηλικία 13 ετών, χώρισε, είχε δύο γυιούς και τους μεγάλωσε στα γκέτο του Ντιτρόιτ. Εντούτοις, ήταν πολύ αυτοδύναμη και είχε μία ακλόνητη πεποίθηση ότι ο Θεός θα βοηθούσε αυτήν και τους γυιούς της, εάν έκαναν αυτό που τους αναλογούσε.
Μία ημέρα, ένα σημείο καμπής ήλθε στη ζωή της και σε αυτή των γυιών της. Συνειδητοποίησε ότι επιτυχημένοι άνθρωποι, για τους οποίους καθάριζε τα σπίτια, είχαν βιβλιοθήκες -- διάβαζαν. Μετά την εργασία πήγε σπίτι και έκλεισε την τηλεόραση που ο Μπεν και ο αδελφός του έβλεπαν. Είπε ουσιαστικά: Εσείς αγόρια βλέπετε πάρα πολύ τηλεόραση. Από εδώ και πέρα μπορείτε να βλέπετε τρία προγράμματα την εβδομάδα. Στον ελεύθερο χρόνο σας θα πηγαίνετε στη βιβλιοθήκη -- θα διαβάζετε δύο βιβλία την εβδομάδα και θα μου δίνετε αναφορά.
Τα αγόρια έμειναν κατάπληκτα. Ο Μπεν είπε ότι δεν είχε ποτέ διαβάσει ένα βιβλίο σε ολόκληρη τη ζωή του εκτός αν χρειαζόταν να το κάνει στο σχολείο. Διαμαρτυρήθηκαν, παραπονέθηκαν, λογομάχησαν, όμως ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο Μπεν συλλογίστηκε: «Το είπε έξω από τα δόντια. Δεν μου άρεσε ο κανόνας, όμως η αποφασιστικότητά της να μας δει να βελτιωνόμαστε άλλαξε την πορεία της ζωής μου».
Και τι αλλαγή έγινε. Κατά τη διάρκεια της έβδομης τάξης ήταν στην κορυφή της τάξης του. Πήγε να παρακολουθήσει το Πανεπιστήμιο του Γέιλ με υποτροφία, μετά στην ιατρική σχολή Johns Hopkins, όπου σε ηλικία 33 ετών έγινε Γενικός Διευθυντής της Παιδιατρικής Νευροχειρουργικής και ένας παγκοσμίου φήμης χειρουργός. Πώς ήταν αυτό δυνατόν; Κυρίως λόγω μίας μητέρας η οποία χωρίς πολλά από τα πλεονεκτήματα της ζωής, μεγάλυνε την κλήση της ως γονέα1.
Οι γραφές μιλούν για τον ρόλο των γονέων -- ότι είναι το καθήκον τους να διδάσκουν στα παιδιά τους τη «διδαχή της μετανοίας, την πίστη στον Χριστό τον υιό του ζώντος Θεού και το βάπτισμα και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος» (Δ&Δ 68:25).
Ως γονείς πρέπει να είμαστε οι κύριοι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και παραδείγματα για τα παιδιά μας -- όχι ο επίσκοπος, το Σχολείο Κυριακής, οι Νέες Γυναίκες ή οι Νέοι Άνδρες, αλλά οι γονείς. Ως κύριοι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου, μπορούμε να τα διδάξουμε για τη δύναμη και την πραγματικότητα της εξιλέωσης --για την ταυτότητα και για τον ουράνιο προορισμό τους-- και τοιουτοτρόπως να τους δώσουμε ένα γερό θεμέλιο επί του οποίου να οικοδομήσουν. Σε τελευταία ανάλυση, το σπίτι είναι το ιδανικό περιβάλλον για τη διδασκαλία του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.
Περίπου έναν χρόνο πριν, ήμουν σε μία ανάθεση στη Βυρηττό στο Λίβανο. Ενώ ήμουν εκεί, έμαθα για ένα 12χρονο κορίτσι, τη Σάρα. Οι γονείς της και δύο άλλα αδέλφια είχαν μεταστραφεί στην Εκκλησία στη Ρουμανία, αλλά κατόπιν απαιτείτο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όταν η Σάρα ήταν μόλις 7 ετών. Στην πατρίδα τους δεν υπήρχε η παρουσία της Εκκλησίας, ούτε οργανωμένες μονάδες, ούτε Σχολείο Κυριακής, ούτε πρόγραμμα Νέων Γυναικών. Μετά από πέντε έτη αυτή η οικογένεια έμαθε για έναν κλάδο στη Βυρηττό και ακριβώς πριν φθάσω, έστειλαν τη 12χρονη κόρη τους, Σάρα, συνοδευόμενη από τα μεγαλύτερα αδέλφια, να βαπτισθεί. Ενώ ήμουν εκεί, έδωσα μία πνευματική συγκέντρωση για το σχέδιο σωτηρίας. Συχνά η Σάρα σήκωνε το χέρι της και απαντούσε στις ερωτήσεις.
Μετά τη συγκέντρωση, και γνωρίζοντας ότι είχε μόνο πολύ λίγη επαφή με την Εκκλησία, την πλησίασα και ρώτησα: «Σάρα πώς γνώριζες τις απαντήσεις σε εκείνες τις ερωτήσεις;» Αμέσως μου απήντησε: «Η μητέρα μου με δίδαξε». Δεν είχαν Εκκλησία στην κοινότητά τους, όμως όντως είχαν το Ευαγγέλιο στο σπίτι τους. Η μητέρα της ήταν ο κύριος διδάσκαλός της του Ευαγγελίου.
Ήταν ο Ενώς ο οποίος είπε: «Τα λόγια που είχα συχνά ακούσει τον πατέρα μου να λέει σχετικά με την αιώνια ζωή και την αγαλλίαση των αγίων, βυθίστηκαν βαθιά μέσα στην καρδιά μου» (Ενώς 1:3). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ποιος ήταν του Ενώς ο κύριος διδάσκαλος του Ευαγγελίου.
Θυμάμαι τον πατέρα μου απλωμένο δίπλα στο τζάκι διαβάζοντας τις γραφές και άλλα καλά βιβλία και εγώ ξάπλωνα στο πλευρό του. Θυμάμαι τις κάρτες που κρατούσε στην τσέπη του πουκαμίσου του με τα παραθέματα των γραφών και του Σαίξπηρ και νέες λέξεις τις οποίες θα απομνημόνευε και θα μάθαινε. Θυμάμαι τις ερωτήσεις του Ευαγγελίου και τις συζητήσεις στο βραδινό τραπέζι. Θυμάμαι τις πολλές φορές που ο πατέρας μου με πήρε μαζί του να επισκεφθούμε τους ηλικιωμένους -- πως σταματούσαμε να πάρουμε παγωτό για κάποιον ή δείπνο κοτόπουλου για κάποιον άλλον ή την τελική χειραψία του καθώς κρατούσε χρήματα στο χέρι του. Θυμάμαι την καλή αίσθηση και την επιθυμία να γίνω σαν και αυτόν.
Θυμάμαι τη μητέρα μου, περίπου 90 ετών, να μαγειρεύει στην κουζίνα του διαμερίσματος και μετά να εξέρχεται με ένα δίσκο με φαγητό. Την ρωτούσα πού πήγαινε. Απαντούσε: «Ω, πηγαίνω λίγο φαγητό στους ηλικιωμένους». Σκεφτόμουν: «Μητέρα, εσύ είσαι η ηλικιωμένη». Δεν μπορώ ποτέ να εκφράσω αρκετή ευγνωμοσύνη για τους γονείς μου, οι οποίοι ήταν οι κύριοι διδάσκαλοί μου του Ευαγγελίου.
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε ως γονείς είναι να διδάσκουμε στα παιδιά μας τη δύναμη της προσευχής, όχι μόνο τη ρουτίνα της προσευχής. Όταν ήμουν περίπου 17 ετών, γονάτιζα δίπλα στο κρεβάτι μου λέγοντας τις βραδινές προσευχές μου. Χωρίς να το γνωρίζω, η μητέρα μου στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Όταν τελείωνα, έλεγε: «Ταντ, ζήτησες από τον Κύριο να σε βοηθήσει να βρεις μία καλή σύζυγο;»
Η ερώτησή της με αιφνιδίασε. Αυτό ήταν το πιο μακρινό πράγμα στον νου μου. Σκεπτόμουν για το ποδόσφαιρο ή το σχολείο. Και έτσι απήντησα: «Όχι», στο οποίο αποκρίθηκε: «Λοιπόν θα έπρεπε γυιέ μου. Είναι η πιο σημαντική απόφαση που θα πάρεις πότε». Αυτά τα λόγια επηρέασαν τα μύχια αισθήματα και σκέψεις μου και τοιουτοτρόπως τα επόμενα έξι χρόνια προσευχήθηκα ώστε ο Θεός να με βοηθούσε να βρω μία καλή σύζυγο. Και ω, πώς εκείνος απήντησε σε αυτή την προσευχή.
Ως γονείς μπορούμε να διδάσκουμε τα παιδιά μας να προσεύχονται για πράγματα με αιώνια συνέπεια -- να προσεύχονται για τη δύναμη να είναι ηθικώς καθαρά σε ένα πολύ δύσκολο κόσμο, να υπακούν και να έχουν το θάρρος να υπερασπίζονται το σωστό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί από τους νέους μας λένε τις βραδινές προσευχές τους, αλλά ίσως πολλοί από αυτούς αγωνίζονται με τη συνήθεια της προσωπικής πρωινής προσευχής. Ως γονείς, ως κύριοι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου, μπορούμε να το διορθώσουμε. Ποιοι γονείς στα χρόνια του Βιβλίο του Μόρμον θα είχαν αφήσει τους γυιούς τους να προελάσουν στο μέτωπο της μάχης χωρίς θώρακα και ασπίδα και σπαθί να τους προστατεύσει από τα ενδεχομένως θανάσιμα κτυπήματα του εχθρού; Όμως πόσοι από εμάς αφήνουμε τα παιδιά μας να φύγουν από το σπίτι μας κάθε πρωί στο πιο επικίνδυνο από όλα τα πεδία μάχης, να αντιμετωπίσουν τον Σατανά και τους μυριάδες πειρασμούς του, χωρίς τον πνευματικό τους θώρακα και ασπίδα και σπαθί που έρχονται από την προστατευτική δύναμη της προσευχής; Ο Κύριος είπε: «Να προσεύχεσαι πάντα… για να μπορείς να νικάς τον Σατανά» (Δ&Δ 10:5). Ως γονείς μπορούμε να βοηθήσουμε να ενσταλάξουμε στα παιδιά μας τη συνήθεια και τη δύναμη της πρωινής προσευχής.
Μπορούμε επίσης να διδάσκουμε τα παιδιά μας να χρησιμοποιούν τον χρόνο τους με σύνεση. Μερικές φορές, όπως η Σόνια Κάρσον, θα πρέπει με αγάπη αλλά σθεναρώς να επιμείνουμε να περιορίσουμε τον χρόνο των παιδιών μας με την τηλεόραση και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις μονοπωλούν τη ζωή τους. Αντιθέτως, μπορεί να χρειασθεί να ανακατευθύνουμε τον χρόνο τους σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες που εστιάζονται στο Ευαγγέλιο. Μπορεί να υπάρχει κάποια αρχική αντίσταση, κάποιο παράπονο, αλλά όπως η Σόνια Κάρσον, πρέπει να έχουμε το όραμα και τη θέληση να συνεχίσουμε με αυτά. Μία ημέρα τα παιδιά μας θα καταλάβουν και θα εκτιμήσουν ό,τι έχουμε κάνει. Εάν δεν το κάνουμε αυτό, ποιος θα το κάνει;
Θα μπορούσαμε όλοι να αναρωτηθούμε: «Λαμβάνουν τα παιδιά μας τις καλύτερές μας πνευματικές, διανοητικές και δημιουργικές προσπάθειες ή λαμβάνουν τον εναπομείναντα χρόνο και τα ταλέντα μας, αφού έχουμε δώσει όλο τον δικό μας στην κλήση μας στην Εκκλησία ή σε επαγγελματικές επιδιώξεις;» Στη ζωή που θα έλθει, δεν γνωρίζω εάν τίτλοι όπως επίσκοπος ή πρόεδρος της Ανακουφιστικής Εταιρείας θα επιβιώσουν, όμως όντως γνωρίζω ότι οι τίτλοι του συζύγου και της συζύγου, του πατέρα και της μητέρας θα συνεχίζουν και θα είναι σεβαστοί σε κόσμους χωρίς τέλος. Αυτός είναι ένας λόγος που είναι τόσο σημαντικό να τιμούμε τις ευθύνες μας ως γονείς εδώ στη γη, ώστε να μπορούμε να προετοιμαστούμε για εκείνες τις ακόμη μεγαλύτερες, αλλά παρόμοιες ευθύνες στη ζωή που θα έλθει.
Ως γονείς μπορούμε να προχωρήσουμε με την διαβεβαίωση ότι ο Θεός δεν θα μας αφήσει ποτέ μόνους. Ο Θεός ποτέ δεν μας δίδει μία ευθύνη χωρίς να προσφέρει θεία βοήθεια -- για το οποίο μπορώ να καταθέσω μαρτυρία. Είθε στον θείο ρόλο μας ως γονέων και στην σύμπραξη με τον Θεό, να γίνουμε οι κύριοι διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και τα παραδείγματα για τα παιδιά μας, έτσι προσεύχομαι στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν.