Γιατί η Εκκλησία
Αξίζει να σταθούμε για να συλλογισθούμε γιατί ο Ιησούς Χριστός επιλέγει να χρησιμοποιήσει μία εκκλησία, την Εκκλησία Του, για να φέρει εις πέρας το έργο το δικό Του και του Πατέρα Του.
Σε όλη τη ζωή μου οι γενικές συνελεύσεις της Εκκλησίας είναι εκδηλώσεις που χαροποιούν και η Εκκλησία αυτή καθαυτή έχει γίνει τόπος για να λάβουμε μαρτυρία για τον Κύριο. Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν τους εαυτούς τους θρήσκους ή πνευματικούς και εντούτοις απορρίπτουν την συμμετοχή στην εκκλησία ή ακόμη την ανάγκη για έναν τέτοιο θεσμό. Η θρησκευτική πρακτική είναι για αυτούς καθαρά προσωπική. Ωστόσο η Εκκλησία είναι το δημιούργημα Εκείνου στον οποίο η πνευματικότητά μας επικεντρώνεται -- τον Ιησού Χριστό. Αξίζει να σταθούμε για να συλλογισθούμε γιατί επιλέγει να χρησιμοποιήσει μία εκκλησία, την Εκκλησία Του, την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών για να φέρει εις πέρας το έργο το δικό Του και του Πατέρα Του «να πραγματοποιή[σει] την αθανασία και αιώνια ζωή του ανθρώπου»1.
Αρχής γενομένης με τον Αδάμ, το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού κηρύχθηκε και οι ουσιώδεις διατάξεις της σωτηρίας, όπως η βάπτιση, χορηγήθηκαν μέσω μιας τάξης ιεροσύνης βασισμένης στην οικογένεια2. Καθώς οι κοινωνίες έγιναν πιο σύνθετες από τις απλές εκτεταμένες οικογένειες, ο Θεός κάλεσε επίσης άλλους προφήτες, αγγελιαφόρους και διδασκάλους. Στην εποχή του Μωυσή διαβάζουμε για πιο επίσημες δομές συμπεριλαμβανομένων πρεσβυτέρων, ιερέων και δικαστών. Σε μια ιστορία του Βιβλίου του Μόρμον, ο Άλμα ίδρυσε μία εκκλησία με ιερείς και διδασκάλους.
Κατόπιν, στο μεσουράνημα του χρόνου, ο Ιησούς οργάνωσε το έργο Του με τέτοιο τρόπο ώστε το Ευαγγέλιο να μπορεί να εδραιωθεί ταυτοχρόνως σε πολλαπλά έθνη και ανάμεσα σε διαφόρων ειδών λαούς. Αυτή η οργάνωση, η Εκκλησία του Ιησού Χριστού, θεμελιώθηκε σε «αποστόλους και προφήτες, που ακρογωνιαία πέτρα είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός»3. Συμπεριελάμβανε επιπρόσθετους κατέχοντες υπεύθυνη θέση όπως μέλη των Εβδομήκοντα, πρεσβυτέρους, επισκόπους, ιερείς, διδασκάλους και διακόνους. Ο Ιησούς ομοίως ίδρυσε την Εκκλησία στο δυτικό ημισφαίριο μετά την Ανάστασή Του.
Μετά την αποστασία και την αποσύνθεση της Εκκλησίας που είχε οργανώσει ενώ ήταν επάνω στη γη, ο Κύριος επανίδρυσε την Εκκλησία του Ιησού Χριστού για άλλη μια φορά μέσω του Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ. Ο αρχαίος σκοπός παραμένει: δηλαδή να κηρύττει τα καλά νέα του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού και να χορηγεί τις διατάξεις της σωτηρίας -- με άλλα λόγια, να φέρει τους ανθρώπους στον Χριστό4. Και τώρα μέσω της μεσολάβησης αυτής της αποκατεστημένης Εκκλησίας η υπόσχεση της λύτρωσης είναι δυνατή ακόμη και για τα πνεύματα των νεκρών, οι οποίοι σε όλη τη διάρκεια της θνητής ζωή τους δεν γνώριζαν λίγα ή τίποτα για τη χάρη του Σωτήρος.
Πώς η Εκκλησία Του φέρνει εις πέρας τους σκοπούς του Κυρίου; Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο τελικός σκοπός του Θεού είναι η πρόοδός μας. Η επιθυμία Του είναι να συνεχίζουμε «από χάρη σε χάρη μέχρι [να λάβουμε] πληρότητα»5 όλων όσων μπορεί να δώσει. Αυτό απαιτεί περισσότερα από το να είμαστε απλώς καλοί ή να αισθανόμαστε πνευματικοί. Απαιτεί πίστη στον Ιησού Χριστό, μετάνοια, βάπτισμα με νερό και με Πνεύμα και υπομονή με πίστη ώς το τέλος6. Κάποιος δεν μπορεί να το επιτύχει αυτό σε απομόνωση, επομένως ένας από τους κύριους σκοπούς του Κυρίου για να έχουμε μία εκκλησία είναι να δημιουργήσουμε μία κοινότητα Αγίων που θα υποστηρίξουν ή μία την άλλη στο «στενό και στενόχωρο μονοπάτι που οδηγεί στην αιωνία ζωή»7.
«Και [ο Χριστός] έδωσε άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτες, άλλους δε ευαγγελιστές, άλλους δε ποιμένες και δασκάλους,
»…για το έργο τής διακονίας, για την οικοδομή τού σώματος του Χριστού:
»μέχρις ότου όλοι ανεξαίρετα να φτάσουμε στην ενότητα τής πίστης, και τής επίγνωσης τού Υιού τού Θεού, σε τέλειον άνδρα, σε μέτρο ηλικίας τού πληρώματος του Χριστού»8.
Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο πρωτεργάτης και ολοκληρωτής της πίστης [μας]»9. Το να ενώνουμε τον εαυτό μας με το σώμα του Χριστού --την Εκκλησία-- είναι ένα σημαντικό μέρος από το να πάρουμε το όνομά Του επάνω μας10. Μας έχει ειπωθεί ότι η αρχαία Εκκλησία «συγκεντρώνονταν συχνά, για να νηστεύουν και να προσεύχονται, και να μιλούν ο ένας με τον άλλον σχετικά με την ευημερία τής ψυχής τους»11 «και για να ακούν το λόγο τού Κυρίου»12. Έτσι είναι στην Εκκλησία σήμερα. Μαζί με πίστη, διδάσκουμε και ανυψώνουμε πνευματικώς ο ένας τον άλλον και προσπαθούμε να προσεγγίσουμε «[το] μέτρο ηλικίας τού πληρώματος τού Χριστού». Προσπαθούμε να βοηθούμε αλλήλους να έλθουν στη «γνώση του Υιού του Θεού»13 έως ότου «δεν θα διδάσκουν πλέον κάθε ένας τον κοντινό του… λέγοντας: Γνωρίστε τον Κύριο· θα με γνωρίζουν, από τον πιο μικρό ανάμεσά τους, μέχρι τον πιο μεγάλο ανάμεσά τους, λέει ο Κύριος»14.
Στην Εκκλησία δεν μαθαίνουμε μόνο θεία διδαχή· βιώνουμε επίσης την εφαρμογή της. Ως σώμα του Χριστού, τα μέλη της Εκκλησίας εκτελούν διακονία το ένα προς το άλλο στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Όλοι εμείς είμαστε ατελείς. Μπορούμε να προσβάλλουμε και προσβαλλόμαστε. Συχνά δοκιμάζουμε ο ένας τον άλλον με τις προσωπικές ιδιοσυγκρασίες μας. Στο σώμα του Χριστού πρέπει να πηγαίνουμε πέραν των ιδεών και των εξυψωτικών λέξεων και να έχουμε μία πραγματική προσωπική εμπειρία καθώς μαθαίνουμε να «ζ[ούμε] ενωμένοι με αγάπη»15.
Αυτή η θρησκεία δεν ενδιαφέρεται μόνο για την ατομική υπόσταση, μάλλον όλοι καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Είμαστε όλοι τα μάτια, τα χέρια, το κεφάλι, τα πόδια και άλλα μέλη του σώματος του Χριστού και ακόμη «τα μέλη τού σώματος, που φαίνονται ότι είναι ασθενέστερα, αυτά είναι αναγκαία»16. Χρειαζόμαστε αυτές τις κλήσεις και πρέπει να υπηρετούμε.
Ένας από τους άνδρες στον τομέα μου μεγάλωσε όχι μόνον χωρίς τη γονική υποστήριξη, αλλά με τη γονική αντίθεση στη δραστηριότητά του στην Εκκλησία. Έκανε αυτή την παρατήρηση στη συγκέντρωση μεταλήψεως: «Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος πήγαινε στην εκκλησία, όταν μπορούσε να πάει για σκι, αλλά πραγματικά μου αρέσει να πηγαίνω στην εκκλησία. Στην Εκκλησία είμαστε όλοι στο ίδιο ταξίδι και έχω εμπνευστεί σε αυτό το ταξίδι από δυνατούς νέους, αγνά παιδιά και αυτό που βλέπω και μαθαίνω από άλλους ενηλίκους. Ενδυναμώνομαι από την συναναστροφή και ενθουσιάζομαι με τη χαρά να ζω το Ευαγγέλιο».
Οι τομείς και οι κλάδοι της Εκκλησίας προσφέρουν μία εβδομαδιαία συγκέντρωση ανάπαυλας και ανανέωσης, χρόνο και τόπο να παραμερίσουμε τις εγκόσμιες φροντίδες και δραστηριότητες -- την Ημέρα του Κυρίου. Είναι μία ημέρα να «εντρυφ[ήσουμε] στον Κύριο»17, να βιώσουμε την πνευματική θεραπεία που έρχεται με την μετάληψη και να λάβουμε την ανανεωμένη υπόσχεση του Πνεύματός Του να είναι μαζί μας18.
Μία από τις μεγαλύτερες ευλογίες του να είμαστε μέρη του σώματος του Χριστού, μολονότι μπορεί να μην φαίνεται ως ευλογία προς στιγμήν, επικρίνεται ως αμαρτία και λάθος. Είμαστε επιρρεπείς στο να δικαιολογούμε και να αιτιολογούμε τα λάθη μας και μερικές φορές απλώς δεν γνωρίζουμε πού θα πρέπει να βελτιωθούμε ή πώς να το κάνουμε. Χωρίς εκείνους που μπορούν να μας επικρίνουν «εγκαίρως με αυστηρότητα, όταν το υπαγορεύει το Άγιο Πνεύμα»19, ενδεχομένως να μας έλειπε το θάρρος να αλλάξουμε και τελειότερα να ακολουθήσουμε τον Διδάσκαλο. Η μετάνοια είναι ατομική, αλλά η συντροφιά σε εκείνο το ενίοτε οδυνηρό μονοπάτι είναι στην Εκκλησία20.
Σε αυτή τη συζήτηση για την Εκκλησία ως σώμα του Χριστού, πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπ’ όψιν δύο πράγματα. Πρώτον, δεν προσπαθούμε για μεταστροφή στην Εκκλησία αλλά στον Χριστό και στο Ευαγγέλιό Του, μεταστροφή που διευκολύνεται από την Εκκλησία21. Το Βιβλίο του Μόρμον το εκφράζει κάλλιστα, όταν λέει ότι οι άνθρωποι «προσηλυτίζονταν προς τον Κύριο και προσχωρούσαν στην Εκκλησία τού Χριστού»22. Δεύτερον, πρέπει να θυμόμαστε ότι στην αρχή η Εκκλησία ήταν η οικογένεια και ακόμη και σήμερα ως ξεχωριστοί θεσμοί, η οικογένεια και η Εκκλησία υπηρετούν και ενδυναμώνουν άλληλες. Κανένα εκ των δύο δεν αντικαθιστά το άλλο και ασφαλώς η Εκκλησία ακόμη και στα καλύτερά της δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους γονείς. Το σημείο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου και των διατάξεων της ιεροσύνης που χορηγεί η Εκκλησία, είναι ότι οι οικογένειες μπορούν να πληρούν τις προϋποθέσεις για την αιώνια ζωή.
Αυτός είναι ένας δεύτερος μείζων λόγος που ο Σωτήρας εργάζεται μέσω της εκκλησίας, της Εκκλησίας Του, και αυτό είναι για να επιτευχθούν αναγκαία πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από άτομα ή μικρότερες ομάδες. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση της φτώχιας. Είναι αλήθεια ότι ως άτομα και οικογένειες φροντίζουμε τις σωματικές ανάγκες των άλλων «δίνοντας ο ένας στον άλλον και υλικά και πνευματικά, ανάλογα με τις ανάγκες τους και τις ελλείψεις τους»23. Όμως μαζί στην Εκκλησία η ικανότητα να φροντίζουμε για τους φτωχούς και τους έχοντες ανάγκη πολλαπλασιάζεται για να ανταποκριθεί στην ευρύτερη ανάγκη και η αυτοδυναμία για την οποία υπάρχει ελπίδα γίνεται πραγματικότητα για πολλούς24. Περαιτέρω, η Εκκλησία, οι Ανακουφιστικές Εταιρείες της και οι απαρτίες ιεροσύνης της έχουν την ικανότητα να παράσχουν ανακούφιση σε πολλούς ανθρώπους σε πολλούς τόπους που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές, πόλεμο και διωγμό.
Χωρίς τις ικανότητες της Εκκλησίας Του στην πρέπουσα θέση, η εντολή του Σωτήρος να μεταδοθεί το Ευαγγέλιο σε όλον τον κόσμο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί25. Δεν θα υπήρχαν τα αποστολικά κλειδιά, η δομή, τα οικονομικά μέσα και η αφοσίωση και η θυσία εκατοντάδων χιλιάδων ιεραποστόλων που χρειάζονται να φέρουν εις πέρας το έργο. Θυμηθείτε: «Και τούτο το ευαγγέλιο της βασιλείας [πρέπει] [να] κηρυχθεί σε ολόκληρη την οικουμένη, για μαρτυρία σε όλα τα έθνη· και, τότε, θάρθει το τέλος»26.
Η Εκκλησία μπορεί να οικοδομήσει και να λειτουργήσει ναούς, οίκους του Κυρίου, όπου ζωτικής σημασίας διαθήκες μπορούν να χορηγούνται. Ο Τζόζεφ Σμιθ δήλωσε ότι ο αντικειμενικός στόχος του Θεού για τη συνάθροιση του λαού Του σε οποιαδήποτε εποχή είναι: «να οικοδομήσει στον Κύριο έναν οίκο μέσω του οποίου Εκείνος [μπορεί] να αποκαλύψει στον λαό Του τις διατάξεις του οίκου Του και τις δόξες της βασιλείας Του και να διδάξει στον λαό Του την οδό της σωτηρίας, επειδή υπάρχουν ορισμένες διατάξεις και αρχές οι οποίες όταν διδάσκονται και εξασκούνται πρέπει να γίνονται σε έναν τόπο ή οίκο που οικοδομήθηκε για αυτόν τον σκοπό»27.
Εάν κάποιος πιστεύει ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους ουρανούς ή ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη σωτηρία, θα δει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τη διακήρυξη του Ευαγγελίου ή για διατάξεις και διαθήκες για τη λύτρωση είτε των ζώντων είτε των νεκρών. Όμως μιλούμε όχι μόνον για την αθανασία αλλά επίσης και για την αιωνία ζωή και για το ότι το μονοπάτι του Ευαγγελίου και οι διαθήκες του Ευαγγελίου είναι απαραίτητα. Και ο Σωτήρας χρειάζεται μία εκκλησία για να τα κάνει διαθέσιμα σε όλα τα τέκνα του Θεού -- και τους ζώντες και τους νεκρούς.
Ο τελικός λόγος που θα αναφέρω για τον οποίο ο Κύριος έχει εδραιώσει την Εκκλησία Του είναι ο πιο μοναδικός -- η Εκκλησία είναι, τελικά, το βασίλειο του Θεού στη γη.
Καθώς η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών εδραιώθηκε στη δεκαετία του 1830, ο Κύριος είπε στον Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ: «Αναπτερώστε την καρδιά σας και χαρείτε υπέρμετρα, γιατί σε εσάς η βασιλεία, δηλαδή με άλλα λόγια τα κλειδιά τής εκκλησίας, έχουν δοθεί»28. Με την εξουσία αυτών των κλειδιών, οι κατέχοντες υπεύθυνη θέση στην ιεροσύνη, στην Εκκλησία διατηρούν την αγνότητα της διδαχής του Σωτήρος και την ακεραιότητα των σωτήριων διατάξεών Του29. Βοηθούν στην προετοιμασία όσων επιθυμούν να τις λάβουν, κρίνουν τα προσόντα και την αξιοσύνη όσων αιτούνται και κατόπιν τις εκτελούν.
Με τα κλειδιά της βασιλείας οι υπηρέτες του Κυρίου μπορούν να αναγνωρίσουν τόσο την αλήθεια όσο και την ψευδολογία και για μία ακόμη φορά επιτακτικά να δηλώσουν: «Έτσι λέει ο Κύριος». Δυστυχώς κάποιοι δυσανασχετούν με την Εκκλησία, επειδή θέλουν να καθορίσουν τη δική τους αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι μία υπερέχουσα ευλογία το να λάβουν «γνώση των πραγμάτων όπως [πράγματι] είναι, και όπως ήταν, και όπως πρόκειται να είναι»30 σε βαθμό που ο Κύριος επιθυμεί να την αποκαλύψει. Η Εκκλησία προστατεύει και εκδίδει τις αποκαλύψεις του Θεού -- τα επίσημη ιερά κείμενα των γραφών.
Όταν ο Δανιήλ ερμήνευσε το όνειρο του βαβυλώνιου βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, κάνοντας γνωστό στον βασιλιά «τι πρόκειται να γίνει στις έσχατες ημέρες»31, διακήρυξε ότι «ο Θεός τού ουρανού θα σηκώσει μια βασιλεία, που δεν θα φθαρεί στον αιώνα· και η βασιλεία αυτή δεν θα περάσει σε άλλον λαό· θα κατασυντρίψει και θα συντελέσει όλες αυτές τις βασιλείες, ενώ αυτή θα διαμένει στους αιώνες»32. Η Εκκλησία είναι αυτή που προφήτευσε ότι το βασίλειο των Τελευταίων Ημερών δεν δημιουργήθηκε από άνθρωπο, αλλά ιδρύθηκε από τον Θεό των ουρανών και κύλησε εμπρός σαν μία πέτρα που αποκόπηκε από το βουνό χωρίς χέρια για να γεμίσει τη γη33.
Ο προορισμός της είναι να εδραιώσει τη Σιών στην προετοιμασία για την επιστροφή και τη χιλιετή βασιλεία του Ιησού Χριστού. Πριν από αυτή την ημέρα δεν θα είναι μία βασιλεία με οποιαδήποτε πολιτική έννοια -- καθώς ο Σωτήρας είπε: «Η δική μου βασιλεία δεν είναι από τούτο τον κόσμο»34. Αντιθέτως είναι η πηγή της εξουσίας Του επί της γης, ο διαχειριστής των ιερών διαθηκών Του, επιστάτης των ναών Του, ο προστάτης και ο διακηρύττων την αλήθεια Του, ο τόπος συνάθροισης για τον διασκορπισμένο Ισραήλ και «η άμυνα και… καταφύγιο από τη θύελλα και από την οργή όταν θα ξεχυθεί αμιγής επάνω σε όλη τη γη»35.
Τελειώνω με την παράκληση και προσευχή του προφήτου:
«Επικαλεστείτε τον Κύριο, ώστε η βασιλεία του να εξαπλωθεί επάνω στη γη, ώστε να μπορέσουν να τη δεχτούν οι κάτοικοί της, και να είναι έτοιμοι για τις ημέρες που θα έλθουν, κατά τις οποίες ο Υιός τού Ανθρώπου θα κατέβει στους ουρανούς, ντυμένος με τη λαμπρότητα τής δόξας του, να συναντήσει τη βασιλεία του Θεού η οποία έχει εδραιωθεί επάνω στη γη.
»Και είθε η βασιλεία τού Θεού να προχωρήσει εμπρός, ώστε η βασιλεία των ουρανών να έλθει, ώστε εσύ, ω Θεέ, να μπορέσεις να δοξαστείς όπως στους ουρανούς και στη γη, ώστε οι εχθροί σου να κατατροπωθούν, γιατί δική σου είναι η τιμή, η δύναμη και η δόξα, στους αιώνες των αιώνων»36.
Στο όνομα του Ιησού Χριστού, αμήν.